6/21/23

Αλιείς Μαργαριταριών

 



«Το πιο όμορφο μαργαριτάρι είναι οι λέξεις»

 

Γράφει η Τιτίκα-Μαρία Σαράτση  

 

Αλιείς μαργαριταριών

"Και τότε ήρθε η μέρα,

όταν ο κίνδυνος

να παραμείνει σφιχτός

σε ένα μπουμπούκι

ήταν πιο επώδυνος

από τον κίνδυνο

που χρειάστηκε

για να ανθίσει."

Anais Nin ( 1903 - 1977 )

 

Ήταν πολύ όμορφη. Με ένα βλέμμα βαθύ και μια λάμψη στα μάτια που τρεμόπαιζε μαγικά. Το βράδυ, όταν οι γονείς της κάθονταν για το δείπνο στην ταβερνούλα με την άσπρη τέντα και τον παφλασμό του ελαφρού, απαλού κύματος του Παγασητικού η μικρή Ελοϊζ την παρατηρούσε με θαυμασμό. Φορούσε πάντα μια σειρά μικρά μαργαριτάρια στο λαιμό της, γνήσια, όχι καλλιεργημένα και η λάμψη του περιδέραιου αντανακλούσε το φέγγος των ματιών της. Με το γιο της τον Τζέκη, η Ελοίζ κάθε απόγευμα πήγαινε στην παραλία για να μαζέψουν μαζί κοχύλια. Η κυρία Σαμπεθάϊ την έπαιρνε από το χέρι και της χάιδευε τα μαλλιά. «Ωραία, απαλά μαλλάκια μπουκλαριστά» της έλεγε με ένα απαλό χάδι.

« Το ξέρεις ότι αν βουτήξεις τα αληθινά μαργαριτάρια στο θαλασσινό νερό ζωντανεύουν; Να το θυμάσαι όταν μεγαλώσεις και φορέσεις κι εσύ μαργαριτάρια». Η κυρία Σαμπεθάϊ φορούσε πολύ όμορφα φορέματα. Υπέροχα χρώματα .Καλοκαίρι και στο χέρι της η Ελοϊζ είδε για πρώτη φορά τη σφραγίδα με τον αριθμό πάνω στο βελούδινο, μπρουτζινόχρωμο από τον θερινό ήλιο μπράτσο της. 

Της έμαθε τη μουσική από τους «Αλιείς μαργαριταριών» του Μπιζέ.[i] Τη σιγομουρμούριζε καθώς κοίταζε τη θάλασσα και τα φώτα από τις βαρκούλες. Της είπε ποιος ήταν ο Ζωρζ Μπιζέ. Το ραδιόφωνο το μετέδωσε ένα βραδάκι, την ώρα του δείπνου. Η μητέρα της Ελοϊζ, η Ειρήνη-Βικτωρία, της εξήγησε μια μέρα τι ήταν η σφραγίδα. Για τα παιδάκια που οι ναζί έστελναν στους φούρνους. Για τα κρεματόρια. Για το Άουσβιτς. Της είπε πόσο είχε πονέσει η κυρία Σαμπεθάϊ.  Για την απώλειά της. Και μέσα στην ψυχούλα της Ελοϊζ άνοιξε μια πληγούλα. Τότε ήταν που μίσησε τους Γερμανούς. Και ένα απόγευμα που ο Τζέκης με το αυτοκίνητο του πατέρα του πήγαιναν στο Βόλο για να ψωνίσουν κάτι, ο Τζέκης χαιρέτησε την μητέρα του από το παράθυρο του αυτοκινήτου. Και τότε η κυρία Σαμπεθάϊ λιποθύμησε. Ξύπνησε η μνήμη του αποχαιρετισμού του άλλου της παιδιού. 

Η Ειρήνη- Βικτωρία  της έβρεξε το πρόσωπο και την αγκάλιασε. Κι άρχισαν και οι δυο να κλαίνε με λυγμούς. Το αυτοκίνητο είχε απομακρυνθεί και ο Τζέκης δεν είδε τη σκηνή. Μάτια μαργαριταρένια σαν την ψυχή και την καρδιά της. Η λεπτότητα και η βαρβαρότητα. Η φρίκη. Η νίκη της  ομορφιάς. Αλιείς μαργαριταριών….τότε και πάντα.



[i]H  γνωστή όπερα του Georges Bizet ( 1838-1875)

https://www.youtube.com/watch?v=jtHL-CDqk5g


6/17/23

Η Κουρτίνα της Απώλειας

 

                                                                                

                  

 

Η Βικτωρία στην παραλία του Βόλου

το μενταγιόν της Ιωάννας

Γράφει η Τιτίκα-Μαρία Σαράτση

 

    Με τα μικρά της δαχτυλάκια μετρούσε τις τρυπούλες της δαντελένιας κουρτίνας. Ήταν δεν ήταν 4 ετών αλλά είχε μάθει να μετράει. « Αν μετρήσω όλες τις τρυπούλες η μαμά θα επιστρέψει και θα με πάρει αγκαλιά», σκεπτόταν. Αρρώσταινε συχνά, την έβγαζε η καμαριέρα ζεστούλα- ζεστούλα και ιδρωμένη μετά το μεσημεριανό ύπνο στο μπαλκόνι γιατί φλέρταρε με έναν νεαρό απέναντι. Κι έτσι η Βικτωρία αρρώστησε μια, δυο, τρεις φορές αλλά τι να το κάνεις, από τα πολλά κρυολογήματα είχε πάθει χρόνια βρογχίτιδα που θα την ταλαιπωρούσε σε όλη τη ζωή της. Και άρρωστη όμως σηκωνόταν στα κρυφά και πήγαινε στο παράθυρο που έβλεπε προς το σταθμό και μετρούσε τις τρυπούλες. Το πήρε είδηση ο πατέρας της, ο εισαγγελέας και την απέλυσε την καμαριέρα, αλλά η βρογχίτιδα επέμενε και την ταλαιπωρούσε. Δεν της είχαν πει ότι η μητέρα της πέθανε. Της είπαν πως πήγε ταξίδι. Και έτσι πήγαινε και μετρούσε τις τρυπούλες της δαντέλας  σε μια ατέρμονη αναμονή. Την θυμόταν τη μαμά της. Τη θέρμη της αγκαλιάς. Το άρωμά της που μύριζε γιασεμί και πασχαλιά. Σιγά-σιγά όμως κατάλαβε. Η μητέρα της δεν θα γυρνούσε ….Είχε φύγει για  πάντα. Μεγάλωσε. Άρχισε να διαβάζει, να διαβάζει συνέχεια. Βρήκε το βραχιόλι της μητέρας της και το φόρεσε. Βρήκε το Βενετσιάνικο μενταγιόν και το φορούσε στις γιορτές. Ο πατέρας της κατάλαβε πως με τις καμαριέρες δεν γινόταν δουλειά, δεν τα πρόσεχαν τα παιδιά, και ξαναπαντρεύτηκε. Μια απλή γυναίκα. Καλή γυναίκα όμως, τα πρόσεχε τα κορίτσια. Την Αγάπη, την Ανδρονίκη, την Τιτίκα και την Βικτωρία .Όλες πανέξυπνες. Και όλες όμορφες. Η Τιτίκα ήταν καλλονή. Την ερωτεύθηκε ένας Κρητικός και την παντρεύτηκε. Πήγαν ταξίδι  στην Κρήτη, έγκυος η Τιτίκα και γέννησε εκεί. Πέθανε στα 26 της και αυτή και το αγοράκι που έφερε στον κόσμο.Επιλόχειος.. Εκείνες οι τρυπούλες έμειναν στην οικογένεια. Σαν απώλειες. Δεν γέμισαν ποτέ στην ψυχή της Βικτωρίας. Έμειναν σαν μικρές πληγές που όλες μαζί δημιουργούσαν ένα μεγάλο κενό. Αρίστευσε στο Αρσάκειο, ήταν η καλύτερη μαθήτρια της Χαράς Συκουτρή, έγινε διδασκάλισσα, μπήκε στην Αντίσταση.Mε  λόγους από τα μπαλκόνια στο ΕΑΜ. Πολέμησε για τα δικαιώματα της γυναίκας. Με άρθρα στη τοπική δημοκρατική εφημερίδα[i], τον «Νέο Αγώνα». Παντρεύτηκε έναν γιατρό, αληθινό αλτρουιστή. Την λάτρευε ο γιατρός. Όμως το κενό της απώλειας δεν γέμισε. Γιατί υπάρχουν απώλειες που είναι παράλογες, τόσο παράλογες που δημιουργούν πληγές που δεν επουλώνονται ποτέ. Αιμορραγούν αργά και συνεχώς. « Είμαι η συνέχεια αυτής της απώλειας»….συνειδητοποίησε μεγαλώνοντας η Ελοϊζ. Η Βικτωρία πέθανε νέα. Δεν άντεξε τη δικτατορία του 67. Μαράθηκε….και πέρασε αυτή την αδιόρατη λεπτή γραμμή που χωρίζει τη ζωή  από το θάνατο….τραγικά. Και η Ελοϊζ «έδεσε την καρδιά της» και συνέχισε. Δώρισε το μενταγιόν στην μικρότερη κόρη της, την Ιωάννα. Και πλούτισε τις κόρες της με τους πνευματικούς θησαυρούς της Βικτωρίας. Τα κατάφερε; Δεν ξέρω. Τουλάχιστον προσπάθησε….



[i]  «ΝΕΟΣ ΑΓΩΝ» είναι η αρχαιότερη καθημερινή πρωινή εφημερίδα της Καρδίτσας

 


6/15/23

*Κόρμακ Μακκάρθυ : «Ο επιβάτης»- «Stella Maris» Τα παιδιά της βόμβας

 

Ο Κόρμακ Μακκάρθυ

Της Αλκμήνης Ψιλοπούλου

 

Είχε λίγα τα λόγια του. Όπως όλοι οι μεγάλοι, πραγματικοί καλλιτέχνες, ιδιαίτερα οι συγγραφείς, μιας και όλα τα λόγια που έχουν να πουν, τα γράφουν. Και ποτέ μα ποτέ, μην ζητήσετε να σας πουν πολλά λόγια για τα βιβλία τους οι άνθρωποι της γραφής.

Είχε λίγα τα λόγια του ο Κόρμακ Μακκάρθυ, ένας από τους μεγαλύτερους Αμερικάνους συγγραφείς που μας άφησε πριν από δυό  μέρες στις 13 Ιουνίου 2023. Για την ακρίβεια, μας άφησε ορφανούς. Πρόλαβε πάντως, στην τελευταία στροφή της ζωής του, να μας χαρίσει δυο τελευταία βιβλία, σαν δώρα θεϊκά, τον «Επιβάτη» και το «Stella Maris». Περιμένουμε ακόμη ένα, «Το παιδί του Θεού», η έκδοση του οποίου έχει αναγγελθεί για το φθινόπωρο από τον Gutenberg. 

Είχε σκληρά τα λόγια του στα βιβλία του. Γροθιές στο στομάχι. Γίναμε επιβάτες στο ταξίδι στην άγρια Δύση, με την τριλογία του «Όλα τα όμορφα άλογα», «Το πέρασμα», «Πεδινές Πολιτείες» και το συγκλονιστικό, το επικό «Ματωμένος μεσημβρινός». Ζήσαμε μέσα από τις σελίδες του, στην καρδιά της σκληρής Αμερικής, και ήταν τόσο ζωντανό το ταξίδι αυτό, που γίναμε κομμάτι εκείνων των σκοτεινών αδυσώπητων τοπίων της μαζί με τους αδυσώπητους ήρωες, τα άλογα, και τα βουβάλια. Μια καρδιά τόσο αληθινή που μας συγκλόνισε.

Ο Κόρμακ ποτέ δεν μάσησε τα λόγια του. Μόνο που τα έσκαψε βαθιά, ώστε να φτάσουν στο βυθό  της φιλοσοφίας για τη ζωή και το θάνατο.

Το γεγονός ότι δεν τον τίμησαν ποτέ με το Νόμπελ, ζημιώνει όχι τον ίδιον αλλά το θεσμό…

Κόρμακ, σε ευχαριστούμε που υπήρξες  στην πνευματική μας ζωή. Να είσαι καλά εκεί όπου πήγες…

*Εις μνήμην, αναδημοσιεύουμε ένα κείμενο που γράφτηκε όταν εκδόθηκαν τα δύο τελευταία βιβλία του, « Ο Επιβάτης» και το «Stella Maris»

 

 

«Φαντασιώνομαι ότι έχω αντικρίσει τη φρίκη του κόσμου, αλλά ξέρω πως αυτό δεν αληθεύει. Παρόλα αυτά, δεν μπορείς να αναιρέσεις αυτό που έχεις δει. Δεν έχει υπάρξει ποτέ αιώνας τόσο σκοτεινός όσο αυτός εδώ. Πιστεύει κανείς στα σοβαρά ότι δεν θα ξαναδούμε άλλους τέτοιους;»

Μιλάει η Αλίσια. Αδελφή του Μπόμπι Γουέστερν και κόρη ενός από τους επιστήμονες που συμμετείχαν στην ομάδα δημιουργίας της πυρηνικής βόμβας και στο περιβόητο «Πρόγραμμα Μανχάταν». Μια νεαρή κοπέλα 20 ετών που νοσηλεύεται στο Stella Maris, ένα «μη δογματικό κέντρο φροντίδας ψυχιατρικών ασθενών ( έτος ίδρυσης 1902).  Στην καταγραφή της εισόδου της στο Κέντρο, αναφέρεται ότι «η ασθενής είναι 20 ετών , ελκυστική, πιθανώς ανορεξική. Ήρθε στο ίδρυμα πριν από έξι ημέρες (27 Οκτωβρίου 1972)με το λεωφορείο και χωρίς αποσκευές… Η ασθενής είναι υποψήφια διδάκτωρ μαθηματικών στο Πανεπιστήμιο του Σικάγο και έχει διαγνωσθεί ως παρανοϊκή σχιζοφρενής με μακροχρόνιο ιστορικό οπτικών και ακουστικών παραισθήσεων…»

Το Stella Maris είναι το δεύτερο βιβλίο του μεγαλύτερου ίσως εν ζωή συγγραφέα, του Cormac McCarthy (Κόρμακ Μακκάρθυ) , που έρχεται να ολοκληρώσει το πρώτο μυθιστόρημα του «δίπτυχου» με τον τίτλο «Ο Επιβάτης», όπου ήρωας είναι ο Μπόμπι, αδελφός της Αλίσια.

Τα δύο αυτά πρόσωπα των πολυαναμενόμενων βιβλίων του Μακκάρθυ, τα οποία εκδόθηκαν πρόσφατα στα ελληνικά από τις εκδόσεις Gutemberg, είναι τα παιδιά της ατομικής βόμβας. Είναι η μεταπολεμική γενιά του ΄50 που σημαδεύτηκε από το πλέον συγκλονιστικό γεγονός στην ανθρώπινη ιστορία, την πρώτη και- μέχρι στιγμής-τελευταία  πολεμική πυρηνική επίθεση στην Χιροσίμα, στις 6 Αυγούστου 1945*. 

Η Αλίσια, λέει πως «δεν έχει υπάρξει ποτέ αιώνας τόσο σκοτεινός όσο αυτός εδώ», εκφράζοντας με αυτή τη φράση την άποψη του Μακκάρθυ ότι η ρίψη της ατομικής βόμβας, άνοιξε τους ασκούς του Αιόλου για την τύχη της ανθρωπότητας.

Σήμερα, καμιά δεκαριά χώρες στον κόσμο διαθέτουν πυρηνικά, είτε σε μορφή πυρηνικών όπλων είτε πυρηνικών ενεργειακών εγκαταστάσεων.

Σήμερα, βρισκόμαστε στο μάτι του κυκλώνα αυτού του σκοτεινού αιώνα, όπου βασιλεύει μια απειλητική σιωπή και μια αδιάφορη γαλήνη, ενώ γύρω μας περιστρέφονται επικίνδυνα οι δυνάμεις του ολέθρου.

Αν τα δύο αυτά μυθιστορήματα του Μακκάρθυ έχουν μια σημασία και ένα νόημα, είναι το γεγονός ότι σκιαγραφούν με ζοφερά χρώματα και συχνά εφιαλτικές εικόνες, τη σύγχρονη αγωνία ολόκληρης της ανθρωπότητας, που έχει βάλει το στοίχημα της επιβίωσης ή της καταστροφής του είδους μας.

Να σημειώσουμε εδώ, ότι ο Μπόμπι υπήρξε φυσικός αλλά τα παράτησε κι έγινε δύτης, ενώ η Αλίσια ήταν μια μαθηματική ιδιοφυία, βομβαρδισμένη από μια δική της ιδεατή πραγματικότητα, όπως συμβαίνει συχνά με τις ιδιοφυίες που ακροβατούν ανάμεσα στην ανεπτυγμένη τους διάνοια και στην τρέλα.

Τα δύο αδέλφια ήταν ερωτευμένα. Αυτή η μοίρα τους κατατρέχει από την αρχή μέχρι το τέλος, δημιουργώντας ένα ζοφερό κοκταίηλ, μαζί με την εμπειρία τους από τους γονείς τους, κυρίως τον πατέρα τους, που υπήρξε από τους πρωτεργάτες της δημιουργίας της πυρηνικής βόμβας.

Ο Μπόμπι καταδιώκεται από τις μυστικές υπηρεσίες και αποφασίζει να εξαφανιστεί για να σώσει τη ζωή του, ενώ η Αλίσια, καταφεύγει στο Stella Maris και στο τέλος αυτοκτονεί.

Η επιστήμη, η φιλοσοφία,  το αξιακό πολιτισμικό σύστημα της ανθρωπότητας, η ανάπτυξη της τεχνολογίας και οι νέες κοινωνικές, οικονομικές και πολιτικές πραγματικότητες, βρίσκονται στον πυρήνα των συζητήσεων και των γεγονότων που ξεδιπλώνονται στα δύο βιβλία, ιδιαίτερα στο δεύτερο, το Stella Maris, που αποτελεί ολόκληρο έναν διάλογο ανάμεσα στην Αλίσια και τον ψυχίατρό της και καταγράφει τις φιλοσοφικές-πλατωνικές- και επιστημονικές ιδέες και απόψεις του συγγραφέα, ο οποίος ας σημειωθεί είναι μέλος του Τεχνολογικού Ινστιτούτου της Σάντα Φε στην Καλλιφόρνια και ασχολείται με την επιστήμη  των μαθηματικών και της φυσικής εδώ και πολλά χρόνια.

Η Αλίσια, περιγράφει την εμπειρία και τις πληροφορίες που γνωρίζει με έναν σκληρό και πέρα για πέρα αληθινό τρόπο, τόσο σκληρό και αληθινό, που  μπορεί να σοκάρει τον αναγνώστη. Μια γροθιά στο στομάχι, έτσι όπως είναι συνήθως τα μεγάλα έργα των μεγάλων δημιουργών.

Χαρακτηριστικά, η Αλίσια αναφέρει για τον πατέρα της, ο οποίος ήταν φυσικός στο Πρόγραμμα Μανχάταν: «Ήταν μέλος μιας ομάδας επιστημόνων που πήγαν στη Χιροσίμα μετά τον πόλεμο για να καταγράψουν τη ζημιά. Νομίζω ότι αναστατώθηκε από αυτό που είδε. Δεν μπορώ να μιλήσω για λογαριασμό του. Όποιος έφτιαξε τη βόμβα σκόπευε κάτι να ανατινάξει, και σίγουρα θα σκέφτηκε, καλύτερα να ζήσουμε εμείς παρά εκείνοι. Όποιο κι αν ήταν εκείνοι… Ο πατέρας μου δεν κοιμόταν ούτε πριν τη βόμβα, ούτε μετά. Νομίζω πως οι περισσότεροι από τους εμπλεκόμενους επιστήμονες δεν σκέφτηκαν ιδιαίτερα τι θα συνέβαινε. Απλά περνούσαν καλά. Όλοι είπαν περίπου το ίδιο σχετικά με το πρόγραμμα Μανχάταν. Ότι ποτέ στη ζωή τους δεν πέρασαν τόσο καλά. Αλλά αν δεν καταλαβαίνεις ότι το πρόγραμμα Μανχάταν είναι ένα από τα πιο σημαντικά γεγονότα στην ανθρώπινη ιστορία, τότε δεν έχεις καταλάβει τίποτα. Είναι ισάξιο με τη φωτιά και τη γλώσσα. Είναι τουλάχιστον τρίτο στη λίστα, και μπορεί να είναι και πρώτο. Δεν ξέρουμε ακόμα. Αλλά θα μάθουμε…»

Ακολουθεί μια συγκλονιστική περιγραφή από την έκρηξη της βόμβας: «Η ομάδα του πατέρα μου βρισκόταν περίπου δέκα χιλιόμετρα από το επίκεντρο της έκρηξης. Τους είχαν δώσει κάτι πολύ σκούρα γυαλιά. Νομίζω ήταν κάτι σαν προστατευτικά γυαλιά για οξυγονοκόλληση. Αλλά ο πατέρας μου είχε φέρει δικά του, γιατί πίστευε ότι δεν θα έβλεπε και πολλά με τα κρατικά γυαλιά. Φαντάζομαι θα μπορούσες να το δεις και μεταφορικά αυτό. Όμως το μόνο που είχαν να κάνουν τα γυαλιά αυτά ήταν να μπλοκάρουν την υπεριώδη ακτινοβολία. Άκουσαν την αντίστροφη μέτρηση από ένα ηχείο, ήταν όλοι τους πολύ νευρικοί. Μερικοί ανησυχούσαν μήπως γίνει έκρηξη και μερικοί μήπως δεν γίνει. Θυμάμαι τον πατέρα μου να λέει ότι έβαλε τα χέρια του μπροστά από τα γυαλιά για να προστατευτεί από την αρχική λάμψη της έκρηξης, και όταν έγινε η έκρηξη είδε τα κόκαλα των δακτύλων του με τα μάτια κλειστά. Δεν υπήρξε ήχος. Μόνο ένα εκτυφλωτικό λευκό φως. Και μετά ένα πορφυροκόκκινο σύννεφο που σηκώθηκε, φούσκωσε και άνθισε σχηματίζοντας το εμβληματικό λευκό μανιτάρι. Το σύμβολο της εποχής. Όλο εκείνο το πράγμα ορθώθηκε αργά σε ύψος τριών χιλιομέτρων. Ο άνεμος από το κύμα κρούσης ήταν υπερηχητικός, και για μια στιγμή έκανε τα αυτιά σου να πονέσουν. Και τελευταίος βέβαια ήρθε ο ήχος. Η εξωφρενική έκρηξη που ακολουθήθηκε από ένα αργό μπουμπουνητό , μια βουή που απλώθηκε πάνω από τη φλεγόμενη ύπαιθρο δημιουργώντας έναν κόσμο που δεν είχε υπάρξει ποτέ πριν στη γη. Τα πλάσματα της ερήμου εξαϋλώθηκαν χωρίς ούτε μια κραυγή, και οι επιστήμονες παρατηρούσαν, με τις δίδυμες αντανακλάσεις αυτού του πράγματος να καθρεφτίζονται στους μαύρους φακούς των προστατευτικών γυαλιών τους. Και ο πατέρας μου το κοίταζε μέσα από τα δάχτυλά του σαν το μαίμουδάκι που δεν ήθελε να δει το κακό που συνέβαινε. Όλοι τους όμως ήξεραν πως ήταν πολύ αργά πια.

-Τι είπαν; Οι επιστήμονες.

-Σηκώθηκαν όλοι και είπαν, Ώ, ρε φίλε. Δεν νομίζω ότι είπαν τίποτα. Είχαν μείνει άναυδοι. Ένας φίλος του πατέρα μου, κάποιος φυσικός ονόματι Μπέινμπριτζ, που ήταν επικεφαλής του προγράμματος, είπε: Είμαστε όλοι καθάρματα τώρα πια. Και υποτίθεται ότι ο Οπενχάϊμερ είπε κάτι από την Μπαγκαβάτ Γκιτά αλλά νομίζω η σανσκριτική λέξη για το Χρόνο ακούστηκε σαν τη λέξη για το Θάνατο…»

 


6/13/23

ΑΥΤΟΜΑΤΗ ΓΡΑΦΗ -Αποχαιρετισμός

 



Της Αλκμήνης Ψιλοπούλου

Εκατοντάδες πέτρινα μάτια κοιτάζουν τους ταξιδιώτες που φεύγουν από το νησί της Σύρου. Τα σπίτια, μικρά, μεγάλα, φτωχικά, αρχοντικά, εμπορικά, εκκλησίες, θέατρα, με την όψη τους ολόλαμπρη στον ήλιο και στη θάλασσα του Αιγαίου. Πρόσωπα ακίνητα στραμμένα σε σένα αποκλειστικά-έτσι νομίζεις τουλάχιστον- σε χαιρετάνε με μαντήλια αόρατα κρεμασμένα στα παράθυρα και στα τυφλά ανοίγματα και σε ρωτάνε γιατί φεύγεις.

Κι εσύ δεν ξέρεις τι να απαντήσεις, καθώς, όπως λες, θα ξανάρθεις κάποια στιγμή μέσα στο χρόνο. Ωστόσο μια χαρμολύπη σε παίρνει και σε πιάνει ένας κόμπος στο λαιμό γιατί δεν ξέρεις αν θα ξαναδείς αυτόν τον τόπο που σε φιλοξένησε και κάποτε αγάπησες. Είναι ίσως το τελευταίο σου ταξίδι, το ταξίδι του αποχαιρετισμού.

Και τα κοπάδια των κυμάτων αφρισμένα τρέχουν μπροστά στα μάτια σου, αλμυρά και πικρά, γιγάντια δάκρυα, αδιάφορα.

Νιώθεις σαν την Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων. Alice σε φώναζε ένας φίλος. Ζούσες  πάντα ανάμεσα σε δύο κόσμους. Έφυγες από την ιδιαίτερη πατρίδα σου μετά τη ζόρικη εφηβεία, πήγες μακριά αλλά όχι και τόσο. Στο Σούνιο.

Την ώρα που έκλεινε ο κύκλος του χρόνου, έφυγες κλείνοντας την τελευταία πόρτα εκείνου του τόπου με τα πευκοδάση, τις θάλασσες, τις βίλες , τις πισίνες κρυμμένες πίσω από μεγάλες πέτρινες μάντρες, τα σουβλατζίδικα και τις παρακμιακές ταβέρνες και την μακρόστενη πλατεία με το νεκρό σιντριβάνι και τους φίλους χαμένους μέσα σε μεθυστικά άνθη και λωτούς, χωρίς σπίτι και χωρίς δουλειά.




Και πήγες ακόμα πιο μακριά, εκεί όπου ακόμη γίνονταν θαύματα, σ’ αυτό το μικρό νησί, ένας κόσμος δικός σου, ολοδικός σου, ένα νησί της Καλυψώς, όπου δεν έλειπε τίποτα και τίποτα δεν περίσσευε. Και περνούσαν οι μέρες, και οι στιγμές απλώνονταν μέσα στη θαλπωρή του ηλιόλουστου μεσημεριού και μέσα στην αλμύρα της θάλασσας, κι απλώνονταν πέρα στον ορίζοντα και κρέμονταν στα πανιά μικρών ιστιοφόρων, σαν εικόνες του Ελύτη.

Κι εσύ η Αλίκη, ξέχασες τα πάντα. Ήσουν πολύ μικρή για να ξεφύγεις κι έζησες μέσα στο παραμύθι της χώρας των θαυμάτων. Και περνούσαν οι στιγμές, οι μέρες, τα χρόνια, και το νησί έγινε ένα γιγάντιο κοχύλι που έκλεινε σιγά σιγά τα αλαβάστρινα σαγόνια του και σε έκλεινε και σένα μέσα του.

Την τελευταία στιγμή, πριν σε κλείσει μέσα στα σπλάχνα του για πάντα, πρόλαβες και ξέφυγες.

Και κλείστηκες απέξω. Και ξαναγύρισες στη μητέρα πατρίδα, εκεί όπου γεννήθηκες, εκεί όπου επιστρέφουν πάντα οι μέτοικοι και οι μετανάστες.

Και κούνησες το μαντήλι. Γειά σου, νησάκι όμορφο. Πού ξέρεις, κάποια στιγμή μέσα στα χρόνια, θα ξαναβρεθούμε…

 


6/02/23

Η Ματωμένη «ραφή» και η «καλή κοινωνία»

 

 

Η πλύστρα. Πίνακας του Τουλούζ Λωτρέκ

Γράφει η Τιτίκα- Μαρία Σαράτση

 

(Αφιερώνεται στην Κυρία Χριστίνα, την «πλύστρα μας» και σε όλες τις κοπελίτσες με τη «ματωμένη ραφή»)

   Αυτά που θα διαβάσετε στην ιστορία που ακολουθεί, συνέβαιναν στην «καλή  κοινωνία» πριν λίγες δεκαετίες. Δεν τα λέμε, συνήθως. Λες και δεν έγιναν ποτέ. Όμως πρέπει να ειπωθούν….από μας. Όχι μόνο από τον άωρα χαμένο Νίκο Θέμελη, τον Ανδρέα Καρκαβίτσα  και λίγες φωτεινές εξαιρέσεις, όπως η Άννα Μιχαλιτσιάνου.

 

Η Ελοϊζ[i] θυμόταν πολύ καλά την κυρία Χριστίνα. «Θυμόταν»; ή ήταν μια εικόνα θολή; Τα χέρια της πάντως τα θυμόταν σίγουρα. Ξερά και χαραγμένα από τις πλύσεις. Ερχόταν μόλις χάραζε και «έβαζε καζάνι». Επλενε, έπλενε, έπλενε. Περίμενε βέβαια πρώτα να βράσει το νερό. Έβαζε τα ασπρόρουχα και τα ανακάτευε άλλοτε με ένα λεπτό ξύλο, άλλοτε με τα χέρια. Η κυρία Χριστίνα, η πλύστρα. Έπλενε με πράσινο σαπούνι και με αλισίβα.[ii]

    Η Β. την σεβόταν. Ποτέ δεν την έλεγε «κυρά Χριστίνα» όπως όλοι. Την έλεγε «Κυρία Χριστίνα». Ερχόταν από το χωριό με τα πόδια, μην πληρώσει το εισιτήριο. Κάθε δραχμή της χρειάζονταν. Χήρα, με δυο κόρες της παντρειάς. Η Β. της έδινε παραπάνω λεφτά από το μεροκάματο. «Στη μνήμη του άντρα σου», της έλεγε. Εκτελεσμένος ο άνδρας της, αντάρτης στον εμφύλιο.

Όταν η Ελοϊζ και η αδελφή της η Ελσινόη μεγάλωσαν λιγάκι, η Β. τις φώναξε στην «πρόχειρη» τραπεζαρία και έκλεισε την πόρτα. «Θέλω να σας μιλήσω», τους είπε. « Η κυρία Χριστίνα είναι ηρωίδα. Ζει τις κόρες της και λαβώνει τα χέρια της κάθε μέρα με τα σαπούνια και τα βραστά νερά. Σε λίγο καιρό θα μας φέρει τη Σταυρούλα. Θα μείνει εσωτερική να μας βοηθάει με τις δουλειές. Κοριτσάκι μικρό είναι. Προσέξτε καλά. Θα της μιλάτε με σεβασμό. Ούτε στιγμή μην σας περάσει από το νου ότι είναι κατώτερη από μας. Απλώς είναι άτυχη. Θα τρώει στην τραπεζαρία. Και όταν σας ράβω παλτό ή καινούργια φορέματα θα της ράβουμε και της Σταυρούλας»…..

Η Β. ήταν εξαίρεση. Συνήθως οι κυρίες φερνόντουσαν στις υπηρέτριες με περιφρόνηση. Και όταν τύχαινε να είναι η «υπηρέτρια» όμορφη υπήρχε και άλλος κίνδυνος. Ο κίνδυνος του αφέντη. Ό, τι δεν τολμούσε να ζητήσει ο αφέντης του σπιτιού από τη σύζυγο το ζητούσε από την «υπηρέτρια». Που ήταν ανήλικη. Και που μόνη «προίκα» είχε έναν υμένα. Τον παρθενικό. Και πού να παντρευτεί μετά αν δεν ήταν παρθένα. Κανένας δεν την έπαιρνε. Και αν η «κυρία» ήταν καλή της πλήρωνε το γυναικολόγο να κάνει «ραφή». Να ράψει τον υμένα και να είναι σαν παρθένα. Αυτά η Ελοϊζ τα κατάλαβε από μισόλογα. «Η Ρούλα η καϋμένη…. Ευτυχώς που η κυρία Ευτέρπη της πλήρωσε το γυναικολόγο»….Και άλλα πολλά. Η Β. έβραζε. «Είναι αδικία, αδικία». Και το καλύτερο από όλα: ούτε λέξη για διαζύγιο. Και που μάθαινε η «κυρία» το τι είχε συμβεί το έκρυβε κάτω από το χαλί. Ντρεπόταν. Ντρεπόταν την «καλή κοινωνία»….Αυτό συνέβη και στην άλλη κόρη της κυρίας Χριστίνας. Αννούλα το όνομά της. Τη «βίαζε» ο αφέντης. Και η κυρία Χριστίνα ήρθε στην Β. για βοήθεια. Και η Β πλήρωσε το γυναικολόγο. Και έγινε η ραφή. Και παντρεύτηκε η Αννούλα. Πληγωμένη για πάντα, τραυματισμένη για πάντα……Παρθένα, με «ραφή». Με την ψυχή της ματωμένη…..

(Ο παλιός ελληνικός κινηματογράφος δίνει μια λίγο πιο light εικόνα της «καλής-αστικής- κοινωνίας» και του υπηρετικού της προσωπικού: στις ελληνικές ταινίες, το χαστούκι του αφεντικού στο μάγουλο της υπηρέτριας, πάει σύννεφο. Ευτυχώς, σήμερα είμαστε αρκετά μακριά από όλα αυτά. Όμως καλό είναι να τα θυμόμαστε για να έχουμε κι ένα μέτρο σύγκρισης…  Α.Ψ.)



[i] Η Ελοϊζ είναι μια «περσόνα» της γράφουσας.

[ii]  Η αλισίβα, ή αλουσά, ή σταχτόνερο, είναι ένα αλκαλικό διάλυμα που παρασκευάζεται με τον βρασμό του νερού μαζί με στάχτη από καμένα ξύλα. Συνιστάται να χρησιμοποιείται βρόχινο νερό. Στα παλαιότερα χρόνια τη χρησιμοποιούσαν για τη λεύκανση των ρούχων, αλλά και αντί για σαπούνι, και για το λούσιμο, ιδίως για λιπαρά μαλλιά. Η αλισίβα έχει καθαριστικές ιδιότητες λόγω του ανθρακικού καλίου που προσλαμβάνει από τη στάχτη, το οποίο έχει την ιδιότητα να διαλύει τα έλαια και τα λίπη, όχι όμως και τα ορυκτέλαια (λ.χ. γράσο, παραφίνες, βαζελίνη).

Η αλισίβα ήταν άλλοτε πολύ διαδεδομένη. Χρησιμοποιείται ακόμη και σήμερα σε απομακρυσμένα χωριά, ιδίως το χειμώνα, στην πλύση των ασπρορούχων.


5/31/23

ΑΥΤΟΜΑΤΗ ΓΡΑΦΗ-Εκφράσεις-δηλητήριο


Από την Αλκμήνη Ψιλοπούλου

 

Τα αποτελέσματα τούτων των εκλογών, ήταν άκρως αποκαλυπτικά.

Πρώτον, διότι ανέδειξαν μιαν αριστερά που ζει σε άλλον πλανήτη. Για την ακρίβεια, σε άλλον χωροχρόνο. Δεύτερον, διότι ανέδειξαν την πολιτισμική τάση και στάση του  λαού, εντελώς διαφορετική σε ανάγκες και νοοτροπία από εκείνην της μεταπολιτευτικής γενιάς-της δικιάς μας γενιάς, της γενιάς του Πολυτεχνείου.

Τρίτον, διότι ανέδειξαν τη δύναμη της συνήθειας, του παρελθόντος και της νοσταλγικής φάσης της περιόδου των παχειών αγελάδων, που χρεοκόπησε τη χώρα.

Οι ψηφοφόροι μίλησαν. Και μάλιστα όχι μόνον στην Ελλάδα αλλά και στην Τουρκία και τελικά σε ολόκληρο τον πλανήτη: Αντί για την υπερψήφιση πανανθρώπινων αξιών που θεωρούνταν δεδομένες, δικαιοσύνη, ισότητα, ελευθερία, αλληλεγγύη, ενεργοί πολίτες κλπ. κλπ., προβάλλονται πλέον άλλες ανάγκες και αξίες. Αξίες που ίσως εκφράζουν μια κόπωση του ανεπτυγμένου κόσμου, μια παρακμή και μια τάση εκφυλισμού της Δύσης, του φιλελευθερισμού και του συστήματος της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας. Κι όλα αυτά κάτω από την ομπρέλα ενός νέου κυρίαρχου συστήματος, που ονομάζεται πλουτοκρατία, αλλά και κάτω από γενικότερες απειλές όπως οι πόλεμοι, το προσφυγικό, η ακρίβεια κ.α..

Εν όψει λοιπόν αυτών των θεμελιωδών πολιτισμικών αλλαγών και της προετοιμασίας της ανθρωπότητας να υποδεχθεί την 4η τεχνολογική επανάσταση- τεχνητή νοημοσύνη, αυτοματισμός, ρομποτική, αλλαγή ενεργειακού μοντέλου κλπ.- οι κοινωνίες μας προτάσσουν την ασφάλεια, τη σταθερότητα, μια ηγεμονική δύναμη κάτω από την ομπρέλα της οποίας θα οχυρώνονται οι λαοί, αφήνοντας κατά μέρος τα «καινοφανή» πειράματα και το ρίσκο της ανεξαρτησίας, της ελευθερίας-που θέλει αρετήν και τόλμην- και των πνευματικών αναζητήσεων.

 Βρισκόμαστε λοιπόν σε μια εύθραυστη πολιτισμική καμπή, που, αν δεν την αναλύσουμε, αν δεν ξεφύγουμε από τα παλαιά πρότυπα , ιδεολογίες, μοντέλα, και νοοτροπίες,  δεν πρόκειται να πάμε μπροστά.

 Μέσα σ’ αυτό το ενοχλητικό και αρνητικό κλίμα, όλοι εμείς που λεγόμαστε αριστεροί, πρέπει να αναστοχαστούμε, να επικαιροποιηθούμε, ανεξάρτητα από το εκλογικό αποτέλεσμα. Όχι ρίχνοντας πέτρες ο ένας στον άλλον, όχι εμφυλιοπολεμικά-όπως συνηθιζόταν αταβιστικά μέχρι τώρα στο χώρο της αριστεράς- αλλά με ψυχραιμία και ορθό λόγο.

 Μέσα σ’ αυτό το συντριπτικό για τον ΣΥΡΙΖΑ πλήγμα, πρέπει να αντιμετωπίσουμε εκτός των άλλων και την επίθεση όλων των «σκυλιών» της ενημέρωσης, που δεν έχασαν το  χρόνο τους κι εξαπέλυσαν ομοβροντίες εναντίον του χώρου της νυν αξιωματικής αντιπολίτευσης.

Έτσι, διαβάζουμε, εκτός από τους ευσεβείς πόθους παλαιών κονδυλοφόρων των ΜΜΕ να διαλυθεί ο ΣΥΡΙΖΑ, να γκρεμιστεί από την καρέκλα του ο Αλέξης Τσίπρας (που, και τα δύο φαίνεται να ενοχλούν πολύ τα παραδοσιακά πολιτικά μαγαζιά αλλά και τα μικρότερα παραμάγαζα) και να αντικατασταθεί από το ανακαινισμένο ΠΑΣΟΚ και τον κ. Νίκο Ανδρουλάκη , και αναρτήσεις που προσβάλλουν ολόκληρο εκείνο το κομμάτι των ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ, δηλαδή το 20% του ελληνικού λαού, με εκφράσεις ανοίκειες, όπως: «Να ξεβρωμίσει ο τόπος από την εξαφάνιση του ΣΥΡΙΖΑ», «από ένα συνονθύλευμα ανίδεων αερολόγων και χουλιγκανων ρεμπεσκέδων και μιας παρέας λαμογιων του παρελθόντος, που ψάχνουν σκουριασμένα ναυάγια για να κολλήσουν σαν δηλητηριώδη στρείδια». Εκφράσεις-δηλητήριο, προσβλητικές ακόμα και για ένα πρόσωπο ή μια ομάδα, που δεν συνάδουν με τον πολιτικό πολιτισμό που ευαγγελιζόμαστε…

 

 

 

  


5/30/23

Περί ού ο «LOGOS»

 

 Της Αλκμήνης Ψιλοπούλου

 

Το 2000 μπήκαμε στον 21ο αιώνα. Τώρα, πριν από το δεύτερο μισό του αιώνα αυτού, μπαίνουμε σε μια νέα εποχή, όπου η επιστημονική φαντασία, έρχεται ραγδαία να «κουμπώσει» με τη ζωή μας.

Λίγα χρόνια πριν, ήταν η επανάσταση του διαδικτύου. Έπειτα ήρθε η επανάσταση των social media κι ακολούθως των smart phones, των έξυπνων κινητών που «τα κάνουν όλα και συμφέρουν». Στην αρχή δεν καταλαβαίναμε πώς στις οθόνες των laptop μας και στις μίνι οθόνες των κινητών μας αντικρύζαμε ξαφνικά εικόνες, διαφημίσεις, λέξεις, σύμβολα, που «διάβαζαν» τις σκέψεις και τις επιθυμίες μας. Κάποια στιγμή, καταλάβαμε: Είναι τα data, ανόητοι! Ελληνιστί, τα «δεδομένα». Και πίσω απ’ αυτά, o αλγόριθμος, ο ιθύνων νους που τα διαβάζει, τα μεταφράζει, τα αναλύει, τα επεξεργάζεται και μας σερβίρει αυτό που σκεφτόμαστε κι αυτό που επιθυμούμε…

Αλλά τα πάντα ρει και εξελίσσονται. Ταχύτατα Και έρχεται η ΑΙ, κοινώς Artificial Intelligence. . Η Τεχνητή Νοημοσύνη είναι ήδη εδώ, ανόητοι!

Από εδώ και πέρα, αρχίζουν λοιπόν τα ερωτηματικά και οι προβληματισμοί.

Μήπως η ΑΙ θα αντικαταστήσει το ανθρώπινο μυαλό; Μήπως εν τέλει τα ανθρωποειδή και τα ρομπότ θα εξουσιάσουν τον άνθρωπο; Μήπως όλα αυτά είναι αρκούντως τρομακτικά και επικίνδυνα, αν πέσουν σε χέρια καταστροφικά και γίνει κατάχρησή τους, ενάντια στην ανθρώπινη φύση μας;

Κι αν οι νέες αυτές μηχανές κυριαρχήσουν στις κοινωνίες μας, κατακτήσουν τα συστήματά μας και μας υποτάξουν σπέρνοντας το φόβο της εξουσίας τους; Τότε, τι κάνουμε;

Ήδη δύο μεγάλοι πρωταγωνιστές της δημιουργίας της ΑΙ, μαζί και άλλοι επιστήμονες, κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου: Αν αφήσουμε την εξέλιξη των νέων μηχανών ανεξέλεγκτη, κινδυνεύει το είδος μας.

Και τότε, θα πρέπει ίσως να αντιδράσουμε. Όμως, με ποιόν τρόπο;

 

Το διήγημα «LOGOS» της Τιτίκας Μαρίας Σαράτση που θα διαβάσετε στις παρακάτω γραμμές, είναι ένα πείραμα fiction που προσπαθεί να βάλει τα ερωτήματα αυτά σε πρώτη γραμμή, με έναν μυθιστορηματικό τρόπο.

Στο «LOGOS», κυριαρχεί στην κοινωνία ένα καθεστώς φόβου. Σημείο-κλειδί, η αποφυγή της ανθρώπινης επαφής, ακόμα και με τα μάτια. Ωστόσο, έρχεται η στιγμή που τα βλέμματα συναντώνται.

«LOGOS» είναι το μήνυμα που παίρνει η Δωροθέα, η ηρωίδα της ιστορίας,  όταν το βλέμμα της συναντάει το βλέμμα του Αρμόδιου. Τότε,  πετάει την πανοπλία της και τους αμυντικούς μηχανισμούς της  και αποφασίζει, μαζί με τα δύο «τυραννοκτόνα» αδέλφια, τον Αρμόδιο και τον Αριστογείτονα, να αντισταθεί στην αόρατη εξουσία του φόβου….

 

 

Ηράκλειτος ο Εφέσσιος

Της Τιτίκας-Μαρίας Σαράτση

 

 

1.Τα βλέμματα

«τοῦ δὲ λόγου τοῦδ᾽ ἐόντος ἀεὶ ἀξύνετοι γίνονται ἄνθρωποι καὶ πρόσθεν ἢ ἀκοῦσαι 

καὶ ἀκούσαντες τὸ πρῶτον· γινομένων γὰρ πάντων κατὰ τὸν λόγον τόνδε ἀπείροισιν 

ἐοίκασι, πειρώμενοι καὶ ἐπέων καὶ ἔργων τοιούτων, ὁκοίων ἐγὼ διηγεῦμαι κατὰ φύσιν 

διαιρέων ἕκαστον καὶ φράζων ὅκως ἔχει. τοὺς δὲ ἄλλους ἀνθρώπους λανθάνει ὁκόσα 

ἐγερθέντες ποιοῦσιν ὅκωσπερ ὁκόσα εὕδοντες ἐπιλανθάνονται.»(Ηράκλειτος «Περί φύσεως»)

 

«Και μολονότι τούτος ο λόγος είναι κοινός, οι άνθρωποι γίνουνται ασύνετοι παντοτινά, και πριν τον ακούσουν, και όταν τον ακούσουν για πρώτη φορά.

 Γιατί, μολονότι τα πάντα γίνουνται σύμφωνα με τούτο το λόγο, μοιάζουν σα να μην τον γνωρίζουν και καταπιάνουνται με λόγια και έργα τέτοια, που εγώ τώρα θα διηγηθώ, διαιρώντας το καθένα κατά τη φύση του και λέγοντας πώς έχει. Όσο για τους άλλους ανθρώπους, δεν έχουν συναίσθηση των όσων κάνουν στον ξύπνο τους, όπως λησμονούν τα όσα κάνουν όταν κοιμούνται»(μετάφραση Γιώργος Σεφέρης)

 

Η Δωροθέα σήκωνε με κόπο τη μεταλλική της στολή. Σχεδόν σερνόταν. Υποτίθεται ότι το υλικό της στολής ήταν πολύ ελαφρό, η τελευταία λέξη της τεχνολογίας, απρόσβλητο από λέιζερ, ραδιενέργεια και συμβατικές σφαίρες και φυσικά αόρατο για τα drones. Όλα άρχισαν όταν μέσα από το προστατευτικό της σκάφανδρο κοίταξε τον Αρμόδιο. Τα μάτια δεν συναντιόντουσαν. Ούτε τα βλέμματα βέβαια. Όμως για κάποιο λόγο τα μάτια τους συναντήθηκαν. Το υπόλευκο φίλτρο δεν λειτούργησε και είδε ότι το βλέμμα του Αρμόδιου ήταν υγρό. Αναρωτιόταν αν έπρεπε να το αναφέρει. Στον καρπό της ενσωματωμένος ήταν ο πομπός, δεν είχε παρά να στείλει το σήμα κινδύνου. «LOGOS». Το σήμα θα πήγαινε αυτόματα στο Κέντρο σε 2΄΄. Ακούμπησε στη γυάλινη αλεξίσφαιρη επιφάνεια του κτιρίου. Αισθάνθηκε ότι κάτι υγρό έρεε στο πρόσωπό της. Λειτούργησε η Μνήμη και η Λήθη υποχώρησε. Το φίλτρο διαλύθηκε ολότελα και το πρόσωπο του Αρμόδιου έγινε το πρόσωπο της Τροφού που την «μεγάλωσε», δηλαδή μέχρι να πάει στη Σχολή. Θυμήθηκε ότι πριν από πολλά χρόνια η Τροφός της είχε πει «Μην Κλαις». Ταυτόχρονα ένα τραγούδι αντήχησε δυνατά, στο τέρμα της έντασης.

The roof is on fire» τρεις φορές ο στίχος και μετά,

«We don’t need no water let the motherfucker burn

Burn motherfucker Burn»

Και ξαφνικά άρχισε να αναρωτιέται. Γιατί το σήμα κινδύνου ήταν «LOGOS»;

(*Οι τρεις πρώτοι στίχοι του τραγουδιού FIRE WATER BURN των Bloodhound Gang)

 

2.Αφύπνιση

 

«Ἥλιος οὐχ ὑπερβήσεται μέτρα· εἰ δὲ μή, Ἐρινύες μιν Δίκης 

ἐπίκουροι ἐξευρήσουσιν». (Ηράκλειτος ο Εφέσσιος

«Ο ήλιος δεν θα ξεπεράσει τα μέτρα του· αλλιώς οι Ερινύες, οι θεραπαινίδες της δικαιοσύνης, θα τον ανακαλύψουν».

«...Νομίζω ότι αυτό που θα συμβεί στο μέλλον είναι ότι οι δικτάτορες θα ανακαλύψουν... ότι αν θέλεις να διατηρήσεις την εξουσία επ' αόριστον, θα πρέπει να έχεις τη συγκατάθεση των εξουσιαζομένων. Αυτό θα επιτευχθεί αφενός με τη χρήση «ουσιών», όπως προέβλεψα στον «Θαυμαστό Καινούργιο Κόσμο» και αφετέρου με τη χρήση των νέων τεχνικών της προπαγάνδας. Θα το επιτύχουν παρακάμπτοντας την «ορθολογική» πλευρά του ανθρώπου και θα απευθυνθούν στο υποσυνείδητό του και τα βαθύτερα συναισθήματά του, ακόμη και στη φυσιολογία του, θα τον εξωθήσουν να αγαπήσει κυριολεκτικά την ίδια του τη δουλεία. Αυτός είναι, νομίζω και ο κίνδυνος: ότι οι άνθρωποι θα είναι κατά κάποιο τρόπο ευτυχείς ίσως υπό το νέο καθεστώς, αλλά σε συνθήκες υπό τις οποίες δεν θα έπρεπε να είναι ευτυχείς». (Άλντους Χάξλεϊ, συνέντευξη στον Μάικ Γουάλας, 18/5/1958 (στο πλαίσιο της εκπομπής «Η συνέντευξη του Μάικ Γουάλας» στο αμερικανικό κανάλι ABC).


« LOGOS»;; Η απορία της Δωροθέας ήταν εντελώς λογική: το σήμα ήταν σχεδόν πάντα τρεις αριθμοί ή τρία λατινικά γράμματα. Η εξήγηση που της είχε δοθεί από μικρούλα στη Σχολή ήταν ότι τα βλέμματα δεν πρέπει να συναντιούνται. Ότι τη συνάντηση την προκαλεί ο εχθρός και ότι χίλια-μύρια δεινά θα ακολουθούσαν. Δεινά που δεν θα επηρέαζαν μόνο την ίδια αλλά και όλο τον πληθυσμό. Ποιος ακριβώς ήταν ο εχθρός κανείς δεν ήξερε και ούτε ενδιαφερόταν να μάθει. Άλλωστε εδώ και πολλά χρόνια επικρατούσε ειρήνη, έκτακτα μέτρα δεν υπήρχαν, υπήρχε πλήρης ελευθερία, η Σχολή λειτουργούσε απρόσκοπτα και κανονικά και οι βιβλιοθήκες ήταν γεμάτες ψηφιακά βιβλία, ταινίες και ηλεκτρονικά παιχνίδια. Βέβαια δεν ήταν πολύ πολυσύχναστες, στο τέλος της ημέρας όλοι ήταν πολύ κουρασμένοι, κατάπιναν τα χάπια τους, έπιναν το ποτό τους και το μόνο που ήθελαν ήταν να πάνε στις καμπίνες τους να κοιμηθούν.

Με τον υπερπληθυσμό και την έλλειψη χώρου οι πανύψηλοι ουρανοξύστες ήταν απαραίτητοι, οι καμπίνες μέτριων διαστάσεων και τα έπιπλα πολύ αναπαυτικά αλλά αραιά. Βέβαια αν η Δωροθέα μάθαινε την αλήθεια, θα καταλάβαινε ότι εδώ υπήρχαν αντιφάσεις και ότι αν ο εχθρός ήταν τόσο αδύναμος, ποιος λόγος υπήρχε να φορούν όλοι μεταλλικές, αόρατες στολές , απρόσβλητες και αδιαπέραστες; Για ποιο λόγο μόλις γεννιόντουσαν τα παιδιά τα ανελάμβαναν οι τροφοί και δεν τα άφηναν με τις βιολογικές τους μητέρες; Γιατί οι τοίχοι ήταν αλεξίσφαιροι;

Αν ήξερε για την επέμβαση στη φυσιολογία της θα έδινε μεγαλύτερη σημασία στις «φήμες» ότι μπορεί η πρόσβαση στη γνώση να ήταν ελεύθερη αλλά τα βιβλία ήταν κρυπτογραφημένα και ότι χρειαζόντουσαν ειδικοί κώδικες για να αποκρυπτογραφηθούν, ειδικές λέξεις-κλειδιά για να αποκαλυφθεί το πλήρες περιεχόμενό τους…

Από τη στιγμή που το βλέμμα της είχε συναντηθεί με το βλέμμα του Αρμόδιου, τα δάκρυα στα μάγουλά της έτρεχαν συνέχεια και το υπόλευκο φίλτρο που υποβοηθούσε την αποστροφή από το βλέμμα του άλλου όλο και αραίωνε. Κόντευε να διαλυθεί. Η Δωροθέα αισθάνθηκε ένα απαλό αεράκι να φυσάει στο πρόσωπό της και αναστέναξε από ανακούφιση. Σκέφθηκε ότι αν έβγαζε την μεταλλική στολή θα απαλλάσσονταν και από το βάρος που ένιωθε. Έτσι και έγινε. Και τότε αποφάσισε να μη στείλει το σήμα κινδύνου από τον πομπό τον εμφυτευμένο στον καρπό της. «LET THE MOTHER FUCKER BURN!» σκέφθηκε επαναλαμβάνοντας τους στίχους του τραγουδιού που είχε ακούσει.: «BURN MOTHER FUCKER BURN!»

 

3.Η συνάντηση των τριών

 

 «Εάν μη έλπηται ανέλπιστον, ουκ εξευρήσει.»

«Αν δεν ελπίζεις το ανέλπιστο, δεν θα το βρεις.» (Ηράκλειτος ο Εφέσιος)

 

«All animals are equal but some animals are more equal than others»

«Όλα τα ζώα είναι ίσα αλλά μερικά ζώα είναι πιο ίσα από τα άλλα» (George Orwell, “Animal Farm”, 1945”)

 

«Let the mother fucker burn», επανέλαβε δυνατάΤο υπόλευκο πέπλο είχε διαλυθεί ολότελα και περπατούσε ανάλαφρα χωρίς τη στολή. Οι σκέψεις άρχισαν να αναδύονται στο μυαλό της σαν νησάκια που ξεπροβάλλουν από τη θάλασσα μετά από μια ηφαιστειακή έκρηξη. Αποσπάσματα από βιβλία. Σελίδες από το «Λάθος» του Αντώνη Σαμαράκη. Από τον «Ανθρώπινο παράγοντα» του Γκράχαμ Γκριν. Την επιστολή του Έλον Μασκ που προειδοποιούσε για την τεχνητή νοημοσύνη πριν από πολλές δεκαετίες. «Είναι το λάθος που προειδοποίησαν», σκέφθηκε. «Η τεχνητή νοημοσύνη ξέφυγε. Είναι όλα ένα ψέμα. Για αυτό δεν θέλουν να συναντηθούν τα βλέμματα. Όλοι θα καταλάβουν, όλοι, ότι ζουν ένα ψέμα. Και τότε οι τεχνητοί θα χάσουν τη δύναμή τους. Οι άνθρωποι θα νικήσουν το φόβο. Λένε ότι είμαστε ίσοι αλλά δεν είμαστε ίσοι. Η τεχνητή νοημοσύνη μας ελέγχει με τα ψέματα. Αλλά κάτι τους διέφυγε».

Και τότε κατάλαβε. «Το LOGOS μου το έστειλε ο Αρμόδιος. Δεν ήταν από το Κέντρο. Πρέπει να τον βρω!» Και ξαφνικά….Να μπροστά της ο Αρμόδιος. «Καλημέρα, Δωροθέα. Να σου συστήσω τον Αριστογείτονα» της είπε κοιτώντας την κατάματα. 

 

 

4. Η απόφαση

 

6.57.1] «καὶ ὡς ἐπῆλθεν ἡ ἑορτή, Ἱππίας μὲν ἔξω ἐν τῷ Κεραμεικῷ καλουμένῳ μετὰ τῶν δορυφόρων διεκόσμει ὡς ἕκαστα ἐχρῆν τῆς πομπῆς προϊέναι, ὁ δὲ Ἁρμόδιος καὶ ὁ Ἀριστογείτων ἔχοντες ἤδη τὰ ἐγχειρίδια ἐς τὸ ἔργον προῇσαν.  καὶ ὡς εἶδόν τινα τῶν ξυνωμοτῶν σφίσι διαλεγόμενον οἰκείως τῷ Ἱππίᾳ (ἦν δὲ πᾶσιν εὐπρόσοδος ὁ Ἱππίας), ἔδεισαν καὶ ἐνόμισαν μεμηνῦσθαί τε καὶ ὅσον οὐκ ἤδη ξυλληφθήσεσθαι. [ τὸν λυπήσαντα οὖν σφᾶς καὶ δι᾽ ὅνπερ πάντα ἐκινδύνευον ἐβούλοντο πρότερον, εἰ δύναιντο, προτιμωρήσασθαι, καὶ ὥσπερ εἶχον ὥρμησαν ἔσω τῶν πυλῶν, καὶ περιέτυχον τῷ Ἱππάρχῳ παρὰ τὸ Λεωκόρειον καλούμενον, καὶ εὐθὺς ἀπερισκέπτως προσπεσόντες καὶ ὡς ἂν μάλιστα δι᾽ ὀργῆς ὁ μὲν ἐρωτικῆς, ὁ δὲ ὑβρισμένος, ἔτυπτον καὶ ἀποκτείνουσιν αὐτόν. ] καὶ ὁ μὲν τοὺς δορυφόρους τὸ αὐτίκα διαφεύγει ὁ Ἀριστογείτων, ξυνδραμόντος τοῦ ὄχλου, καὶ ὕστερον ληφθεὶς οὐ ῥᾳδίως διετέθη· Ἁρμόδιος δὲ αὐτοῦ παραχρῆμα ἀπόλλυται.» (Θουκυδίδης, Ιστορίαι)

6.57.1] “ Όταν ήρθε η μέρα της γιορτής ο Ιππίας, έχοντας τους σωματοφύλακές του, ήταν έξω από την πόλη, στο μέρος που λέγεται Κεραμεικός και κανόνιζε πώς θα πορευόταν η κάθε ομάδα στην πομπή. Ο Αρμόδιος και ο Αριστογείτων με τα κοντοσπάθια τους προχωρούσαν κιόλας για να χτυπήσουν. ] Αλλά καθώς είδαν έναν από τους συνωμότες να μιλάει με οικειότητα στον Ιππία (τον οποίο μπορούσε εύκολα να πλησιάσει οποιοσδήποτε), φοβήθηκαν και νόμισαν ότι τους είχαν καταδώσει και ότι θα τους έπιαναν εκείνη την ώρα. [ Θέλοντας, όμως, να προλάβουν να εκδικηθούν τον άνθρωπο που τους είχε προσβάλει και για τον οποίο τα ριψοκινδύνευαν όλα αυτά, έτρεξαν όπως ήσαν μέσα στην πολιτεία και βρήκαν τον Ίππαρχο κοντά στο λεγόμενο Λεωκόρειον και, χωρίς να σκεφτούν άλλο τίποτε, έπεσαν επάνω του. Τυφλωμένοι από το πάθος τους, ο ένας από την ερωτική του ζήλια, ο άλλος από την προσβολή που του είχε γίνει, τον χτύπησαν και τον σκότωσαν.  Ο Αριστογείτων, μέσα στην σύγχυση του όχλου που μαζεύτηκε, κατόρθωσε εκείνη τη στιγμή να ξεφύγει απ᾽ τους σωματοφύλακες. Αργότερα τον έπιασαν και τον θανάτωσαν με σκληρό τρόπο. Τον Αρμόδιο τον σκότωσαν επί τόπου. (Μετάφραση: Άγγελος Βλάχος)

 

Ο  Αριστογείτονας κοίταξε την Δωροθέα κατάματα.

« Είδες, τίποτα δεν συμβαίνει, τα βλέμματά μας συναντιούνται και κανένας εχθρός δεν επιτίθεται. Δεν φοράμε τις στολές, κι όμως πάλι τίποτα δεν συμβαίνει. Η τεχνητή νοημοσύνη εφηύρε ένα φόβο και τον καλλιέργησε. Και όλοι πίστεψαν στο ψέμα. Βλέπεις, είχαν τις τεχνικές, είχαν και τις μεθόδους. Ο homo sapiens είχε καταστεί ευάλωτος στις τεχνικές αυτές. Αλλά μη νομίζεις ότι η νίκη τους είναι τελειωτική. Μπορεί να σκέπτονται ταχύτερα και σε χιλιάδες αλλά και πάλι τους ξέφυγε κάτι. Το πρόβλημα είναι πως είμαστε λίγοι. Ο πόλεμος θα γίνει. Πρέπει να γίνουμε πολύ περισσότεροι. Και πάλι θα είμαστε λιγότεροι από αυτούς αφού μπορούν να αναπαράγονται σε εκατομμύρια. Επαναλαμβάνω: και πάλι τους ξέφυγε κάτι. Άνθρωποι τους δημιούργησαν, από ανθρώπους θα νικηθούν»…..

«Πώς, όμως:» ρώτησε η Δωροθέα.

«Αυτό δεν το ξέρουμε ακόμη. Το πρώτο μας καθήκον είναι να γίνουμε περισσότεροι. Και να διαλέξουμε ανθρώπους που θα είναι έμπιστοι. Αυτό είναι το πιο δύσκολο. Εγώ σου έστειλα το logos. Φυσικά και διακινδύνευα. Δεν ήμουν σίγουρος ότι θα καταλάβεις. Ο Αρμόδιος όμως με έπεισε να το στείλω. Με έπεισε να διακινδυνεύσω. Όλοι οι πόλεμοι είχαν κινδύνους, όλες οι μάχες θύματα. Η ανθρωπότητα δεν αντέδρασε τη στιγμή που έπρεπε. Και όμως οι ίδιοι οι εφευρέτες της τεχνητής νοημοσύνης είχαν προειδοποιήσει. Όμως η ανθρωπότητα δεν αντέδρασε καθοριστικά. Και η τεχνητή νοημοσύνη ξέφυγε από τον έλεγχο. Όμως ποτέ, ποτέ στην ανθρώπινη Ιστορία ένα ψέμα, όσο μεγαλοφυές κι αν ήταν δεν διήρκεσε για πάντα. Ο πόλεμος αυτή τη φορά θα είναι άνθρωποι εναντίον μηχανών. Και να είσαι βέβαιη, ότι μετά από αμέτρητα θύματα, από απίστευτες απώλειες, οι άνθρωποι θα νικήσουν. Θα χρησιμοποιήσουμε τις ίδιες τις τεχνικές τους. Θα νικήσουμε το φόβο που εφηύραν. Δεν ξέρω ακόμη τον τρόπο. Αλλά θα τον βρούμε. Σημασία έχει ότι λίγοι από μας κατάλαβαν το ψέμα τους. Άρα δεν είμαστε και τόσο αδύναμοι. Κάτι τους διέφυγε. Πρέπει να βρούμε τι  είναι ακριβώς αυτό που τους διέφυγε. Ανάμεσά μας υπάρχουν άνθρωποι ιδιοφυείς. Θα το βρούμε όσο προηγμένες και αν είναι οι μηχανές. Ο τύραννος [i] αυτή τη φορά είναι οι μηχανές. Θα πολεμήσουμε και θα νικήσουμε. Είσαι μαζί μας;»

 Η Δωροθέα τους κοίταξε κατάματα.

«Ναι, αγαπημένοι μου», απάντησε. «χίλιες φορές, ναι!!!»

 

 

 



[i] Ο Αρμόδιος και ο Αριστογείτων ήταν ένα ερωτικό ζευγάρι της αρχαίας Αθήνας που σκότωσε το καλοκαίρι  του 514 π.Χ. τον Πεισιστρατίδη τύραννο Ίππαρχο, αδελφό του Ιππία κυρίως για λόγους προσωπικής εκδίκησης και ερωτικής αντιζηλίας, του πολιτικού κινήτρου μη αποκλειομένου. Στην συνέχεια πάντως, για κοινωνικούς και πολιτικούς λόγους, ο αθηναϊκός λαός τίμησε τους δύο άνδρες ως τυραννοκτόνους, ήρωες της δημοκρατίας, έστησε αγάλματά τους, έβαλε την μορφή τους σε νομίσματα, συντηρούσε δημοσίᾳ δαπάνῃ τους συγγενείς τους, τους προσέφερε θυσίες σαν σε ημίθεους και απαγόρευε σε δούλους να δίνουν αυτά τα δύο ονόματα στα παιδιά τους.


Για εμένα

Γεννήθηκα στην Αθήνα το 1952. Σπούδασα Ιστορία - Αρχαιολογία στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Εργάστηκα στο Υπουργείο Πολιτισμού ως αρχαιολόγος από το 1977 ως το 1983. Παράλληλα με την εργασία μου σπούδασα θέατρο στη Σχολή Ευγενίας Χατζήκου και συμμετείχα σε παραστάσεις ερασιτεχνικών θεατρικών θιάσων.

Από το 1984 εργάστηκα ως δημοσιογράφος στις εφημερίδες ΑΥΓΗ, ΠΡΩΤΗ, Κυριακάτικη ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ. Το 1985 παίρνω το πρώτο δημοσιογραφικό βραβείο «Παύλου Παλαιολόγου» για το καλύτερο γυναικείο κείμενο. Αργότερα συνεργάστηκα με τα περιοδικά ΠΑΝΘΕΟΝ, ΓΥΝΑΙΚΑ, ΤΗΛΕΡΑΜΑ, Mme Figaro, ΑΣΤΡΑ ΚΑΙ ΟΡΑΜΑ, στα οποία είχα την ευθύνη της αρχισυνταξίας και την επιμέλεια του ελεύθερου ρεπορτάζ. Συνεργάστηκα επίσης ως ρεπόρτερ με την τηλεόραση του ΑΝΤ1 και με ραδιοφωνικούς σταθμούς (ΤΟP FM, 9.84 κ.α.). Κατά τη δημοσιογραφική μου καριέρα, ασχολήθηκα με την ελεύθερη έρευνα, πολιτιστικά, κοινοβουλευτικό και πολιτικό ρεπορτάζ.

Εργάστηκα ως συντάκτης πολιτικού ρεπορτάζ, στο Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων-(ΑΠΕ-ΜΠΕ). Έχω γράψει τα βιβλία «Ψάχνοντας για τη Μόνικα», «Η σκιά της άλλης» και «Μινώκερος», τα οποία εκδόθηκαν από τις εκδόσεις ΛΙΒΑΝΗ. Έχω κάνει πολλές επιμέλειες βιβλίων.

Τα τελευταία οκτώ χρόνια ζω μόνιμα στη Σύρο και συνεργάστηκα με την εφημερίδα «Ο ΛΟΓΟΣ των Κυκλάδων».