4/08/25

Το μαγικό παιχνίδι της ποίησης

 



Της Αλκμήνης Ψιλοπούλου

Τι είναι λοιπόν η ποίηση; Αναρωτιούνται πολλοί. Τι θέλει να πει ο ποιητής; Λένε ειρωνικά όταν δεν καταλαβαίνουν κάτι. Και οι ποιητές οι ίδιοι, ακόμα και μεγάλοι, τεράστιοι, ιερά τέρατα, λοιδωρήθηκαν ανά τους αιώνες. Ότι είναι τεμπέληδες, ότι αερολογούν, ότι παραλογίζονται, ότι είναι «ποιητές του Σαββατοκύριακου» (όπως είπαν για τον Ελύτη), ότι είναι ασυνάρτητοι (για τους σουρεαλιστές) κλπ. κλπ.

Επανερχόμαστε λοιπόν στο πρώτο κρίσιμο ερώτημα. Τι είναι η ποίηση. Κατά την άποψή μου, είναι μια ουρανοκατέβατη σκέψη, ιδέα, λέξη, σχεδόν μεταφυσική, όταν κάποιοι άνθρωποι βγαίνουν έξω από την τρέχουσα πραγματικότητα και πηγαίνουν σε μια σφαίρα όπου υπάρχει μια άλλη πραγματικότητα-στη σφαίρα του νου, που φτιάχνει μια δικιά του διαφορετική πραγματικότητα.

Έχουν δίκιο όσοι λένε ότι οι ποιητές αεροβατούν, ότι είναι αιθεροβάμονες…όμως στην πραγματικότητα, εργάζονται. Γιατί εισέρχονται σε έναν άλλο κόσμο που υπάρχει μέσα στον κόσμο μας.Είναι «η σφαίρα του αοράτου» όπως έχει πει εύστοχα ο Διονύσης Σαββόπουλος.

Ωστόσο η ποίηση μπορεί να είναι κάτι πολύ πιο απλό: Ένα μαγικό παιχνίδι. Ένα παιχνίδι που αναπαράγει με λέξεις την αθωότητα, την απλότητα και την ομορφιά του κόσμου ενός παιδιού. Του παιδιού που δεν καταλαβαίνουμε, γιατί ζει στον δικό του μαγικό κόσμο.

Έτσι λοιπόν, όσοι διαβάζουν ποίηση, θα πρέπει να σταματήσουν να προσπαθούν να εξηγήσουν «τι θέλει να πει ο ποιητής». Ο ποιητής δεν θέλει να πει τίποτα που να έχει σχέση με τη λογική σκέψη ή με την πραγματικότητα. Απλά, ο αναγνώστης της ποίησης πρέπει να αφήσει το ποίημα να μπει μέσα του, διαβάζοντάς το, ακούγοντας το ρυθμό και τη μουσική του, βλέποντας με τα μάτια του νου τις εικόνες που σχηματίζουν οι λέξεις και οι φράσεις και να αφεθεί στη μαγεία του. Να νιώσει με τις αισθήσεις του το ποίημα.


Αυτές τις σκέψεις έκανα μετά την παρουσίαση του νέου μου βιβλίου ποίησης, «Ιδιαίτερη Πατρίδα» (εκδόσεις ΚΑΚΤΟΣ). Ήταν για μένα μια μαγική βραδιά, γεμάτη ζεστασιά μαζί με φίλους παλιούς, φίλους καινούργιους, και ανθρώπους αγαπημένους που ήρθαν και άκουσαν και βιώσαν μαζί μου την μέθη του δημιουργού.


Και τώρα, σκέφτηκα να παίξουμε το μαγικό παιχνίδι της ποίησης. Καθένας από όσους συμμετείχαν σε εκείνη τη βραδιά, ας διαλέξει ένα ποίημα από την «Ιδιαίτερη Πατρίδα», και ας πει γιατί το διάλεξε και τι συναίσθημα του δημιουργεί. Θα έχει ενδιαφέρον να δούμε τι θα βγει από αυτό το πείραμα. Δεν νομίζετε;

(στείλτε τον τίτλο του ποιήματος που επιλέξατε μαζί με το γιατί το διαλέξατε και τα συναισθήματα που σας δημιουργεί. Το αποτέλεσμα θα δημοσιευτεί στο blog ieraterata.blogspot.com. Σας ευχαριστώ πολύ)









 


3/24/25

Ο Διονύσιος Σολωμός και η φαντασιακή Ελλάδα.

 



Της Αλκμήνης Ψιλοπούλου

Το Μεσολόγγι- Η γλώσσα- Αποσπάσματα από την εισαγωγή του Κωστή Παλαμά στα «Άπαντα» Διονυσίου Σολωμού*

«Κλείσε μέσα ‘ς την ψυχή σου την Ελλάδα και θα αισθανθής μέσα σου να λαχταρίζη κάθε είδος μεγαλείου». Ο ποιητής… μήτε που ξεχωρίζει την εθνικήν ιδέα από την ιδέα τη γλωσσική. Δεν έχω τίποτε άλλο ς’ το νου μου, λέγει ο ποιητής, «πάρεξ ελευθερία και γλώσσα».*

Καθώς ανοίγω για χιλιοστή φορά το βιβλίο της ζωής μου, με έντονα τα ίχνη του χρόνου στο σώμα του, το φθαρμένο δερματόδετο εξώφυλλο, που αντέχει ακόμη παρόλα αυτά, τις σκισμένες και ξανακολλημένες σελίδες, την υπογραφή της γιαγιάς μου «Αλκμήνη Ν. Αντωνοπούλου», και της θείας μου «Μυρτώ Αντωνοπούλου 1947», αντικρύζω τον λατρεμένο μας Διονύσιο Σολωμό. Χώνομαι μέσα στο νοητό του σώμα το χάρτινο, το γεμάτο φως και πνεύμα, μεταφυσικό σχεδόν… και συλλογίζομαι πώς, τότε, που έγραφε τον «Ύμνο στην Ελευθερία» και τους «Ελεύθερους Πολιορκημένους», έβλεπε την ιδιαίτερη πατρίδα του, μια φαντασιακή Ελλάδα, μέσα από τον ρομαντισμό του ιταλικού αναγεννησιακού πολιτισμού όπου πέρασε ένα μεγάλο μέρος της νιότης του πριν τον επαναπατρισμό του.

Και διαβάζω μια στροφή από τους «Ελεύθερους Πολιορκημένους» για πολλοστή φορά, που πάντα με κάνουν να τρέμω από συγκίνηση:

«Το χάραμα επήρα

Του ήλιου το δρόμο

Κρεμώντας τη λύρα

Τη δίκαιη στον ώμο,

Κι απ’ όπου χαράζει

Ως όπου βυθά,

Τα μάτια μου δεν είδαν τόπον ενδοξότερον από τούτο το αλωνάκι» (σχεδίασμα Α΄)



Και προσπαθώ να τον φανταστώ σήμερα, τι θα έβλεπε, πώς θα ένιωθε, τι θα σκεφτόταν. Αλλά και πώς θα έγραφε. Στη σημερινή Ελλάδα, την άγλωσση, κακομαθημένη, βολεμένη με τη φτήνια και την υποκουλτούρα. Την χορτασμένη από υλικά αγαθά, όπου η διαφθορά ανθεί, την τόσο πεινασμένη στην ψυχή και στο πνεύμα, την τόσο στερημένη από λαχτάρα μεγαλείου.

Βρισκόμαστε μέσα στο απλωμένο δίχτυ του διαδικτύου.  Μέσα στις κόγχες και τις λακκούβες του. Μέσα στη σπηλιά μας. Πού και πού, βγαίνουμε από τη σπηλιά, βλέπουμε με τα τηλεοπτικά μας μάτια ένα άλλο Μισολόγγι, εκεί στη Γάζα. Μα είναι τόσο μακριά! Αχ, ας ήταν στην απέναντι ακτή, όπως το Μισολόγγι του Σολωμού! Βλέπουμε κάπως πιο κοντά τα Τέμπη, το μακελειό, το εθνικό έγκλημα,  το κουκούλωμα και τον ενταφιασμό των νεκρών κάτω από σωρούς μπάζα, κι ακούμε τους γονείς. Και δακρύζουμε.

Μα ο Σολωμός δεν εδάκρυζε μόνον. Ήταν εκεί με ολόκληρο το σώμα του. Και άκουγε, και φαντασιωνόταν την Ελλάδα του μεγαλείου, εκείνην που εμείς απωλέσαμε.

… «Το Μισολόγγι! Του ηρωϊκού αποκλεισμού του η αγωνία αντιχτυπάει ‘ς το λαό της Ζακύνθου. Οι αντίλαλοι των κανονιών, από τα Μεσολογγίτικα ρήχη, ως εκεί φτάνουν. Από τα γυναικόπαιδα των Μισολογγιτών, «θλιμμέν’ απομεινάρια της φυγής και του χαμού», γεμάτοι οι δρόμοι και τα καντούνια της χώρας. Ο ποιητής σε μια πεζογραφική σελίδα του, περισωσμένη απάντεχα, εμπνέει και ‘ς εμάς τη συγκίνηση που του γεννούσανε τότε τα πρόσωπα και τα τριγυρίσματα εκείνα. Σε μια εξοχή της Ζακύνθου, προς το μεσημέρι, με το άκουσμα των κανονιών, ο ποιητής πρόβαλεν από το σπίτι του και ‘ς ένα λόφο ανέβηκε, και τα χέρια ύψωσε και δυνατά φώναξε: ‘Βάστα καημένο Μισολόγγι, βάστα!’. Κι έκλαιγε. Κι ένα βράδυ αστρόφεγγο, ς’ τη ρίζα μιας ελιάς καθισμένος, έκοβε την πολύωρη σιωπή του για να ειπεί του δούλου του: ‘Τι να γίνωντ’ εκεί κάτου τώρα τ’ αδέρφια μας;’. Και ο δούλος τον είδε και τότε να δακρύζει. Κι άλλη μια φορά ο αφέντης του έδωκε το φαγί του να το μοιράσει ς’ τους χωριάτες, λέγοντας: ‘Την ώρα τούτη πόσοι πεινάνε ς’ το Μισολόγγι! Δε θέλω περιστέρια!’. Κι έφαγε ψωμί κι εληές.»*

Εμείς ξεχνάμε γρήγορα. Είμαστε παγιδευμένοι μέσα στον ιστό του διαδικτύου. Είναι πλασματικός ο κόσμος μας, χαμένες οι πέντε αισθήσεις μας. Ναι, συμπονάμε. Ναι, δακρύζουμε. Όμως δεν μπορούμε να νιώσουμε βαθιά, να κάνουμε τη συγκίνησή μας ποίημα, έργο,  δημιουργία. Είναι γιατί μας έχουν αφαιρέσει το αίμα της ψυχής μας, το συναίσθημα, την ενσυναίσθηση, την ταραχή, το θυμό για το άδικο, την απόγνωση, την πράξη!

«Τι να γίνοντ’ εκεί κάτω τ’ αδέρφια μας;». Κι έπειτα ανοίγουμε το χαζοκούτι, αδιάφοροι, νεκροί, νεκροζώντανοι, συμπάσχοντες στους καναπέδες μας εκ του μακρόθεν, απελθέτω απ’ εμού το ποτήριον τούτο, λέμε, στις γιορτές τρώμε και πίνουμε, πετάμε χαρταετούς, γλεντάμε, περνάμε καλά, κοιμόμαστε. Χωρίς όνειρα. Μια ζωή χωρίς όνειρα.

*Αποσπάσματα από την εισαγωγή του Κωστή Παλαμά στο βιβλίο «Άπαντα Διονυσίου Σολωμού» (Βιβλιοθήκη Μαρασλή-ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ-ΤΥΠΟΙΣ Π.Δ.ΣΑΚΕΛΛΑΡΙΟΥ-ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟΝ ΚΑΡΟΛΟΥ ΜΠΕΚ- 1901)

  


3/23/25

Ερωτικό*

* (από την ποιητική συλλογή της Αλκμήνης Ψιλοπούλου, "Ιδιαίτερη Πατρίδα"-εκδόσεις ΚΑΚΤΟΣ) 



Σε περίμενα μ’ ένα στόμα ανοιχτό

Όλο απορία

Με βράδια γεμάτα κάλυκες περιστρόφων

Ήρθες και είσαι παρών

Και απών

Σου πιάνω το χέρι που έχουν αρπάξει τα θηρία

Σου φιλάω το λαιμό που έχουν ξεσχίσει

Με τις πατούσες ιδρωμένες

Με τον εφιάλτη του παιχνιδιού

Που σκουριάζει πάνω στην κοιλιά σου

Με τις αρπάγες του ανομολόγητου φόβου μας

Να μας στυλώνει μπροστά σε ένα καλειδοσκόπιο για βρέφη.



 

Κάθε ήχος

Και κάθε γωνία της ανάσας μας

Ακινητοποιεί μελλοντικά κελιά

Σύρματα

Και κραυγές του πλήθους

Καρφώνει τα κορμιά μας στον αέρα

Μια είδηση στις εφημερίδες.

 

Έλα να φύγουμε

άφησέ με να σε απαγάγω

άσε με να δραπετεύσω

στον κόσμο σου χωρίς παράθυρα

χωρίς βρύσες να στάζουν

χωρίς φωταγωγούς ή τρύπες χαμόγελου.

Μόνο μ’ έναν καγχασμό που σκοτώνει.

 

 

 

 


3/15/25

Μη με λησμόνει*

 

*(προδημοσίευση από την ποιητική συλλογή της Αλκμήνης Ψιλοπούλου "Ιδιαίτερη πατρίδα"-εκδ. ΚΑΚΤΟΣ)


Στο στήθος της Καρυάτιδας

Από μια τρύπα στο μέρος της καρδιάς

Προβάλει το άνθος κι η φωνή του σκορπίζει το άρωμά της

Μη με λησμόνει

Ψιθυρίζουν τις νύχτες οι κόρες του Κεραμεικού

Ορθές, μπηγμένες μέσα στο χώμα

Μη με λησμόνει

Καλούν τα πλάσματα της ιστορίας, της δικιάς μας και της άλλης,

της μεγάλης

Μη με λησμόνει, κάποτε είμασταν κι εμείς εδώ μαζί σας

Σάρκα και αίμα

Πέτρα και μάρμαρο

Μη με λησμόνει

Η κραυγή του Εμπειρίκου, του Εγγονόπουλου, του Μπολιβάρ, του Ελύτη, του Κολοκοτρώνη, της Μπουμπουλίνας, του Καβάφη,

Μη με λησμόνει, η κραυγή του Μίκη, του Μάνου, του Τζίμη

Μη με λησμόνει

Ήμουν κορμί

Είχα φωνή

Οι οσμές των ορέων με κύκλωναν,

Ωραία περιγυάλια και πεύκα και μάτια εραστών

Στόματα ερωτευμένων

Μη με λησμόνει

Αγριοπούλια μέσα στα μαλλιά μας

Που τώρα σκόρπισαν στους πέντε ανέμους.

Οι μνήμες παλαιών καιρών

Παλαιών ανθρώπων, του Φώτη, του Νίκου, του Γιώργη,

των ωραίων γυναικών, των ωραίων νέων με τα θηκάρια σηκωμένα

όρθια απέναντι στις λέξεις.

Μη με λησμόνει

Το κρασί στις ταβέρνες

Τα τραγούδια, οι στροφές, οι τροφές, τα πιάτα.

Τα δάχτυλα στις ρόγες

Στο χορτάρι

Στην άμμο

Τ’ αγριοπερίστερα που σχηματίζουν το χορό του ανέμου

Κύματα

Σύννεφα λευκά

Ανεβαίνουν κι απλώνουν και χάνονται

Στο κίτρινο έδαφος.

Μη με λησμόνει

Το χωράφι που κάποτε ήταν ψωμί

Όλα ξεχασμένα

Ένας κόσμος πέθανε,

Ένας κόσμος γεννιέται

Μη με λησμόνει

Η στιγμή, η μέρα, η αύριον.

Τίποτα δεν ξέρουμε

Μόνο τις μνήμες κρατάμε στη χούφτα μας

Κι ένα άνθος μη με λησμόνει σε χρώμα λουλακί

Θυμόμαστε.

 


3/06/25

Η εξουσία της πείνας

 

(προδημοσίευση ποιητικής συλλογής Αλκμήνης Ψιλοπούλου "Ιδιαίτερη Πατρίδα)

 


Ποδοσφαιρόφιλοι

Μπανιστιρτζήδες

Πουτάνες και χαμίνια

Είναι η αυριανή εξουσία, είτε το θέλουμε είτε όχι.

Το αστυνομικό τμήμα δεν κατοικοεδρεύει πια δίπλα στο σπιτάκι μας.

Μέσα στην άσπρη μας περιβολή

Απαντάμε στα ουρλιαχτά του μικρομεσαίου τονίζοντας

Πως αυτός ο κόσμος δεν έγινε για μας

Ότι δεν μας τρομάζει τίποτα πια

Ότι τίποτα το θαυμαστό δεν πρόκειται να συμβεί.

Ότι βρισκόμαστε ήδη πολύ μακριά

Στη Νέα Πέργαμο ίσως ή στο Τιμπουκτού

-Θεός φυλάξει, λένε οι μανούλες μας το βράδυ.

Κι όμως. Ούτε δάκρυα ούτε παιδιά

Ούτε παράπονα κάτω από δέντρα.

Τα μπαράκια έγιναν γαλαρίες για τυφλοπόντικες.

Οι ταβέρνες κοιμήθηκαν μέσα στο ξινισμένο κρασί τους.

Περάσαμε όλοι μας στον Τροπικό του Καρκίνου.

Μετράμε φωνές

Κουράστηκαν τα χέρια μας να ψάχνουν

Λύσεις για τραυματίες.

Η πόλη

είναι μια μήτρα που συνεχώς αιμορραγεί.

-και ψιθυρίζει, δεν θέλω να ξαναγίνω έμβρυο.

 

 

Να πω «είναι εφιάλτης»

Και να ξυπνήσω

Μέσα στα μάτια των φίλων

Των αγαπημένων

Που θα με σκεπάζουν

Και θα τους έχουνε σκοτώσει.

 

Κι όμως

Κάτι μαχαιριές από τα λόγια τους

Παραμονεύουν ακόμη, σε κάθε γωνιά.

 

 


2/01/25

Αποκάλυψη*


* (προδημοσίευση από την ποιητική συλλογή της Αλκμήνης Ψιλοπούλου "Η επιστροφή"-εκδόσεις ΚΑΚΤΟΣ)



Το σώμα της ψυχής

Αυτό που αιωρείται

Ανάμεσα σε εκατομμύρια κύτταρα, νευροδιαβιβαστές

Ενεργειακά αερόστατα

Άστατα

Αυτή η ψυχή

Που πολλοί λεν πως δεν υπάρχει,

Το σώμα των αγγέλων που ονοματίζονται

Εκατοντάδες,

Αυτών που είναι πάνω στους αιθέρες

Κι εκείνων που πατούν εδώ

Στη γη

Με χνάρια των δακτύλων τους

Στο χώμα της βροχής

Και των άλλων που κατοικούν στα έγκατα

Με τα φυσερά τους ανάβοντας τις φωτιές των ηφαιστείων

Περιμένουν το σύνθημα.

Του Άη Γιώργη τη λόγχη που χρυσίζει στον ήλιο

Γεμάτη διαμάντια

Δάκρυα

Αιμάτινα χαράγματα

Αυτήν που ζωντανεύει στο φως του λύκου

Περιμένοντας

Με υπομονή

Ώρες

Μέρες

Χρόνια

Αιώνες

Να ξετρυπώσει το τέρας απ’ τη λόχμη του.

Και τότε η λόγχη

Θα ενωθεί με του Δία τους κεραυνούς

Και θα μαζευτούν στην αποκάλυψη οι άγγελοι

Οι ψυχές οι ανύπαρκτες σε κύκλο

Γύρω απ’ τον Άη Γιώργη

Να τον δουν

Ασπέροντα

Να χτυπάει το τέρας

Ανάμεσα στα μάτια

Ενώ το άσπρο του άλογο θα κυματίζει τις οπλές του στον αέρα.

Και τότε μια φωνή θα φτάσει στους αιθέρες

Η φωνή των παιδιών που δεν πρόλαβαν να δουν το φως

Και η βροντή του λόγου του φωτός που θα πει

Το τέρας σκοτώθηκε, η εποχή των τεράτων τελειώνει

Η ζωγραφιά της εκκλησιάς τ’ Άη Γιώργη

Ζωντανεύει.

Και το αίμα των αθώων

Θα σηκωθεί απ’ το κρεβάτι της ιστορίας
και θα μιλήσει.

(9/10/2024)


1/01/25

ΤΑ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ: ΤΕΛΟΣ ΧΡΟΝΟΥ (Αλκμήνη Ψιλοπούλου. "Τα ασήμαντα")

 

 



Χειμώνας

 

Τα ρούχα του καλοκαιριού

Κρεμασμένα στα σχοινιά

Παγώνουν.

Ο χειμώνας έρχεται.

Κρύωσε το σπίτι.

Κι όμως ήλιος έξω πολεμάει ακόμα

Θυμίζοντας τις παραλίες και τις θάλασσες.

Οι άνθρωποι ετοιμάζουν τα παλτά

 τα πανωφόρια

Τα χαλιά

τα στρωσίδια

τα παπλώματα.

 

 

Άστεγοι

Σπαρμένοι στα πεζοδρόμια της πόλης

Σε σκοτεινά σοκάκια αθέατοι

Χουχουλιάζουν τα παγωμένα δάχτυλα.

Τα μάτια τους βλέπουν

Ένα τζάκι και τη φωτιά να τρίζει

 την κουνιστή πολυθρόνα που πουλήθηκε, τον καναπέ

το διπλό κρεβάτι.

Με μάτια κόκκινα

 

Σωριασμένοι πάνω στα κουρέλια της ζωής τους

Που ρωτάει, μα πώς, γιατί

σε μένα;

 

Είναι κι αυτοί που ζούνε μόνοι

Στη γκαρσονιέρα στο ισόγειο.

Τους βλέπεις στο δημόσιο πλυντήριο

Να πλένουνε τα βάσανά τους.

 

Ένα παιδί πετάει τη μπάλα στον ακάλυπτο.

Ακόμα ο αέρας δεν έχει παγώσει.

Το αίμα του παιδιού είναι ζεστό και ζωντανό

Πετάει τη μπάλα και την πιάνει

Την πιάνει, την πετάει,

 η μπάλα φεύγει

Και χοροπηδάει και τρέχει

Προς ένα αβέβαιο μέλλον.

 

Ο  πόλεμος ακόμα είναι μακριά

Αλλά  τον κουβαλάμε  μέσα μας

Και τρέμουμε όπως τα πουλιά

Χωμένα μεσ’ στη χούφτα.

Έρχονται και φεύγουνε οι φόβοι μας

δαγκώνουνε τον ύπνο και το ξύπνημα

κι όλα είναι θολά

Σαν απόνερα.

 

 

Βρέχει.

Στο πλακόστρωτο κίτρινα φύλλα

Λιώνουν

όπως ένα δάκρυ στεγνό στο μάγουλο.

Ανάμεσα σε δυο αστραπές

Είδα ξαφνικά τη ματιά σου

Θυμός και σπαθί

Λύπη και κατάρα

Ευχή κι ελπίδα.

Το παιδί, εσύ,

Ξέχασες τη μπάλα

Ας πάει όπου θέλει.

Βρέχει.

Μέσα μυρίζει σπιτικό φαΐ.

Και χώνεσαι στην αγκαλιά της μάνας.

Α.Ψ. (Αθήνα 6/12/2024)




Ξένες γλώσσες

Μια καρακάξα

Στέλνει απελπισμένα μηνύματα

Με φωνή παράξενη

Πάνω στην κεραία της τηλεόρασης.

Ένα ζευγάρι τσακώνεται

Σε ξένη γλώσσα.

 

Το γκρίζο του ουρανού

απλώνεται πάνω απ’ την πόλη.

Ένα καλώδιο στέκει ασάλευτο αιωρούμενο

Στην άκρη της τέντας

Από τον πάνω όροφο.

Ετοιμάζεται βροχή.

Οι ξένες γλώσσες δεν γιορτάζουν τούτα τα Χριστούγεννα.

Η κυριαρχία του ήλιου

Κουρέλιασε τα δένδρα με τα πολύχρωμα φωτάκια

Κι έπειτα κρύφτηκε πίσω από τα σύννεφα.

Τούτη  η ησυχία

Κόβεται με το μαχαίρι της γιορτής που

Ανήμπορη

Ανεβαίνει την ανηφόρα της ζωής της.

Ο καινούργιος χρόνος κυοφορεί

Το βρέφος των ελπίδων μας

Που πάγωσαν σε μια γωνιά

Περιμένοντας το χειμώνα.

 

Και τα παιδιά δαγκώνουν τα παιχνίδια

Του Άη Βασίλη.

Τα δώρα, η στερνή μας γνώση

Που δεν θέλησε ποτέ να ωριμάσει .

Μέσα μας ξένες γλώσσες

Περπατούν αθόρυβα

Γλύφοντας τον ουρανίσκο του κρανίου

αντικρύζοντας όσα έφαγε η μαρμάγκα της ιστορίας.

Ηττημένοι από την άγνοια της συνήθειας

Που σέρνει τα βήματά της

Πίσω από την πλάτη μας,

Περπατάμε τυφλοί

Κουφοί

Κουρασμένοι

Μαγκωμένοι μέσα

Στα γρανάζια του ψηφιακού μας κόσμου.

Χέρια άυλα υψώνονται

Και αγκαλιές από ρούχα του καλοκαιριού

Που αιωρούνται στο σχοινί, στο μπαλκόνι.

Στον ακάλυπτο οι   μπουγάδες του κόσμου

Στεγνώνουν πριν  απ’ τη βροχή.

Ένα φωτάκι κινητού αναβοσβήνει

από τον δεύτερο όροφο και μιλάει

σε ξένη γλώσσα.

Ποιοι είμαστε δεν ξέρουμε.

Για πού τραβάμε δεν θα γνωρίσουμε ποτέ.

Βρισκόμαστε στον πλανήτη της Βαβέλ.

Το 2025 πλησιάζει. Απειλητικά ξένο.

Καλή χρονιά.

Α.Ψ. 27/12/024

 

 

 

 

 

 

 


Για εμένα

Γεννήθηκα στην Αθήνα το 1952. Σπούδασα Ιστορία - Αρχαιολογία στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Εργάστηκα στο Υπουργείο Πολιτισμού ως αρχαιολόγος από το 1977 ως το 1983. Παράλληλα με την εργασία μου σπούδασα θέατρο στη Σχολή Ευγενίας Χατζήκου και συμμετείχα σε παραστάσεις ερασιτεχνικών θεατρικών θιάσων.

Από το 1984 εργάστηκα ως δημοσιογράφος στις εφημερίδες ΑΥΓΗ, ΠΡΩΤΗ, Κυριακάτικη ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ. Το 1985 παίρνω το πρώτο δημοσιογραφικό βραβείο «Παύλου Παλαιολόγου» για το καλύτερο γυναικείο κείμενο. Αργότερα συνεργάστηκα με τα περιοδικά ΠΑΝΘΕΟΝ, ΓΥΝΑΙΚΑ, ΤΗΛΕΡΑΜΑ, Mme Figaro, ΑΣΤΡΑ ΚΑΙ ΟΡΑΜΑ, στα οποία είχα την ευθύνη της αρχισυνταξίας και την επιμέλεια του ελεύθερου ρεπορτάζ. Συνεργάστηκα επίσης ως ρεπόρτερ με την τηλεόραση του ΑΝΤ1 και με ραδιοφωνικούς σταθμούς (ΤΟP FM, 9.84 κ.α.). Κατά τη δημοσιογραφική μου καριέρα, ασχολήθηκα με την ελεύθερη έρευνα, πολιτιστικά, κοινοβουλευτικό και πολιτικό ρεπορτάζ.

Εργάστηκα ως συντάκτης πολιτικού ρεπορτάζ, στο Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων-(ΑΠΕ-ΜΠΕ). Έχω γράψει τα βιβλία «Ψάχνοντας για τη Μόνικα», «Η σκιά της άλλης» και «Μινώκερος», τα οποία εκδόθηκαν από τις εκδόσεις ΛΙΒΑΝΗ. Έχω κάνει πολλές επιμέλειες βιβλίων.

Τα τελευταία οκτώ χρόνια ζω μόνιμα στη Σύρο και συνεργάστηκα με την εφημερίδα «Ο ΛΟΓΟΣ των Κυκλάδων».