5/04/24

ΑΥΤΟΜΑΤΗ ΓΡΑΦΗ - Το τραγούδι του κότσυφα

 



Της Αλκμήνης Ψιλοπούλου

Ήταν  Μεγάλη Παρασκευή. Ξαφνικά έπιασε ένας αέρας τρελός. Πέταξε κάτω τις γλαστρούλες με το βασιλικό, με τη λεβάντα και τη γαρδένια. Το δενδράκι που δεν είχε όνομα έγερνε μέχρι κάτω τα κλαδιά του με τα στρογγυλά μικρά φυλλαράκια και τρανταζόταν αναμαλλιασμένο.

Ο κότσυφας μέχρι εκείνη τη στιγμή, εδώ και περίπου ένα μήνα, τραγουδούσε ένα λιμπρέτο που του το είχαν μάθει οι γονείς του. Ήταν τενόρος. Τραγουδούσε τις καντρίλιες του. Τουρουρουρου-τουρουρουρι-ταραρα-ταρα-ρα-ρα. Τραγουδούσε σχεδόν τον ίδιο σκοπό, με κάποιες παραλλαγές κάθε φορά. Τραγουδούσε χαράματα, πρωί, μεσημέρι, βράδυ, χωρίς σταματημό. Το τραγούδι του σκέπαζε κάθε άλλον ήχο τριγύρω, ακόμα και το θόρυβο των αυτοκινήτων που αυτοκτονούσαν αενάως στη Μεγάλη Λεωφόρο. Κανείς δεν καταλάβαινε πού βρισκόταν. Κάπου εκεί κοντά, σίγουρα, ίσως απέναντι, ίσως στο πίσω μπαλκόνι της απέναντι πολυκατοικίας, δίπλα, λίγο μακρύτερα. Μα πού; Κανείς δεν ήξερε.



Το κορίτσι έβγαινε στο μπαλκόνι, καθόταν στη μπαμπού πολυθρόνα ανάμεσα στη λεμονιά, δίπλα στο μεγάλο φίκο μπεντζαμιν, πήγαινε έπειτα στην άκρη του μπαλκονιού όπου θριάμβευαν τα κατακόκκινα τεράστια λουλούδια του ιβίσκου. Ο κότσυφας δεν σταματούσε το τροπάριό του, το δοξαστικό, το «αι γενεαί αι πάσαι», το «εν υψίστοις». Στη δικιά του γλώσσα, με τη δικιά του παρτιτούρα.

Μα πού είναι; Αναρωτιόταν το κορίτσι. Ήθελε να τον φέρει κοντά της τον κότσυφα, να τον πιάσει στα χέρια της αν ήταν δυνατόν, και να του πει: «Αγαπημένο μου πουλί, έλα να σου χαϊδέψω το μαύρο σου φτέρωμα και το πορτοκαλί σου ράμφος, έλα να κάνεις τη φωλιά σου στο μπαλκονάκι μου κι εγώ θα σου ρίχνω ψίχουλα να τρως και νεράκι για να πίνεις. Και να φέρεις την κυρά σου στη φωλιά και να κάνεις οικογένεια. Μα δεν κουράζεσαι ποτέ να τραγουδάς;»

Κι εκείνος δεν σταματούσε. Δεν έτρωγε, δεν κοιμόταν, δεν κούρνιαζε, το τραγούδι του ήταν ένας ύμνος στο κέντρο της πρωτεύουσας, μια πρόκληση στις τσιμεντένιες γειτονιές με τα ρημαγμένα πεζοδρόμια, τις ξεχαρβαλωμένες πολυκατοικίες, μια πρόκληση στην άγρια λεωφόρο, στους κουρασμένους άρρωστους γέρους τους κλεισμένους μέσα στα διαμερίσματα.

Και μια μέρα το κορίτσι τον είδε. Ήταν στην άκρη της πιο ψηλής κεραίας της πιο ψηλής πολυκατοικίας του δρόμου, απέναντι από το σπίτι της και το μπαλκόνι της. Το κορίτσι κατάλαβε τότε, ότι ο κότσυφας λειτουργούσε με στρατηγική. Στεκόταν εκεί ψηλά για να ακούγεται το τραγούδι του στα πέρατα της περιοχής, καλώντας τους συντρόφους του και τις αζευγάρωτες κοτσυφίνες.

Την άλλη μέρα ήρθε στο μπαλκόνι της. Τσίμπησε λίγα ψιχουλάκια, ήπιε λίγο νερό, σκάλισε το χώμα του φίκου μήπως βρει κανένα σκουληκάκι, κι έφυγε σαν αστραπή. Και ξαναγύρισε στο πόστο του, και στάθηκε στην πιο ψηλή κεραία της πιο ψηλής πολυκατοικίας απέναντι από το σπίτι του κοριτσιού. Και το τραγούδι του γέννησε κι άλλα τραγούδια από άλλα κοτσύφια που αποκρίνονταν από μακριά στο κάλεσμά του.

Και το τραγούδι του ενώθηκε με τους ήχους του ορατόριου του «Κατά Ματθαίον Πάθη» του Μπαχ που είχε ακούσει το βράδυ της Μεγάλης Πέμπτης το κορίτσι στο Μέγαρο Μουσικής.

Την ημέρα της Μεγάλης Παρασκευής, έπιασε εκείνος ο μανιασμένος αέρας. Το τραγούδι του κότσυφα σταμάτησε. Ο κότσυφας δεν ήταν πια στην πιο ψηλή κεραία της πιο ψηλής πολυκατοικίας απέναντι από το σπίτι του κοριτσιού. Κάποιοι αμυδροί ήχοι από το τραγούδι του ακούγονταν από μακριά, αλλά δεν ήξερε το κορίτσι αν ήταν ο δικός της κότσυφας ή κάποιος άλλος.

Μα τι να γύρευαν άραγε τα κοτσύφια στην Αθήνα του μπετόν; Αναρωτήθηκε το κορίτσι. Ίσως να είχαν χάσει τις φωλιές τους στις περσινές πυρκαγιές κι ήρθαν να βρουν καταφύγιο στις τσιμεντένιες κορφές των πολυκατοικιών και στις κεραίες, ή μπορεί να κούρνιαζαν στο Πεδίο του Άρεως ή στο Λυκαβηττό ή στο παρκάκι των Παναθηναίων. Ποιος ξέρει….

Και τότε σκέφτηκε ότι ο κότσυφας έφυγε για να μην τον πετάξει κάτω ο αέρας, όπως πέταξε τις μικρές γλάστρες με το βασιλικό, τη λεβάντα και τη γαρδένια. Έφυγε γιατί δεν θα μπορούσε να ακουστεί το τραγούδι του στα πέρατα της περιοχής στο κέντρο της Αθήνας. Αλλά μπορεί και να είχε πεθάνει. Από την εξάντληση, από την πείνα, τη δίψα, τη δύναμη που έβαζε για να ακουστεί το κάλεσμά του στα πέρατα, για να επιβιώσει το είδος του και να νικήσει ενάντια σε κάθε είδους αντιξοότητα.

Και σ’ αυτή τη σκέψη ένιωσε θλίψη το κορίτσι. Ήταν Μεγάλη Παρασκευή. Ίσως ο κότσυφας να θυσιάστηκε σαν το Χριστό για να διαιωνίσει το είδος του, για να νικήσει η ζωή το θάνατο. Μάλλον θα ήταν τώρα πια νεκρός.

Ένα δάκρυ κύλησε από τα μάτια του κοριτσιού.

Την άλλη μέρα, Μεγάλο Σάββατο, απόγευμα, έριξε μια απαλή βροχή. Ο αέρας είχε πέσει. Το βράδυ το κορίτσι ετοιμάστηκε να πάει στην Ανάσταση.

Και τότε άκουσε το τραγούδι του!

 

 


3/31/24

ΔΥΟ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

 

(από την ανέκδοτη ποιητική συλλογή της Αλκμήνης Ψιλοπούλου "Ταξίδια στην άσφαλτο")



Η ΕΞΟΥΣΙΑ ΤΗΣ ΠΕΙΝΑΣ

Ποδοσφαιρόφιλοι

Μπανιστιρτζήδες

Πουτάνες και χαμίνια

Είναι η αυριανή εξουσία, είτε το θέλουμε είτε όχι.

Το αστυνομικό τμήμα δεν κατοικοεδρεύει πια δίπλα στο σπιτάκι μας.

Μέσα στην άσπρη μας περιβολή

Απαντάμε στα ουρλιαχτά του μικρομεσαίου τονίζοντας

Πως αυτός ο κόσμος δεν έγινε για μας

Ότι δε μας τρομάζει τίποτα πια

Ότι τίποτα το θαυμαστό δεν πρόκειται να συμβεί.

Ότι βρισκόμαστε ήδη πολύ μακριά

Στη Νέα Πέργαμο ίσως ή στο Τιμπουκτού

-Θεός φυλάξει, λένε οι μανούλες μας το βράδυ.

Κι όμως. Ούτε δάκρυα ούτε παιδιά

Ούτε παράπονα κάτω από δέντρα.

Τα μπαράκια έγιναν γαλαρίες για τυφλοπόντικες.

Οι ταβέρνες κοιμήθηκαν μέσα στο ξινισμένο κρασί τους.

Περάσαμε όλοι μας στον Τροπικό του Καρκίνου.

Μετράμε φωνές

Κουράστηκαν τα χέρια μας να ψάχνουν

Λύσεις για τραυματίες.

Η πόλη

είναι μια μήτρα που συνεχώς αιμορραγεί.

-και ψιθυρίζει, δεν θέλω να ξαναγίνω έμβρυο.

 

Ας αδειάσουνε πάνω μας

Ό,τι σκουπίδια έχουνε

Αλλά ας πεθάνουν κάποτε.

 

Να πω «είναι εφιάλτης»

Και να ξυπνήσω

Μέσα στα μάτια των φίλων

Των αγαπημένων

Που θα με σκεπάζουν

Και θα τους έχουνε σκοτώσει.

 

Κι όμως

Κάτι μαχαιριές από τα λόγια τους

Παραμονεύουν ακόμη, σε κάθε γωνιά.

 

 


ΤΟ ΠΑΙΔΙ ΤΟΥ ΜΠΕΤΟΝ

 Κάθε μέρα κατασκοπεύεις την πόλη.

Ακούς και τη μικρότερη  ανάσα της.

Τα βράδια σα βαμπίρ σημειώνεις σε τούτο το χαρτί

τα βήματα των ανθρώπων της που ανελέητα μάζεψε

ένας συλλέκτης σαλιγκαριών.

Υπερίπτασαι στις στέγες των σπιτιών

και το κορμί σου γίνεται όλο και πιο διάφανο,

αερικό, κουνούπι, σελοφάν, υποατομικό σωματίδιο.

Τραγουδάς διαστημικές παρτιτούρες

γίνεσαι χορδή, ανέγγιχτη σιωπηλή παρουσία,

κοιτώντας τον ανδριάντα σου που δείχνει αλύπητα με τεντωμένο δάχτυλο: Εκεί!

Ένα σοκάκι λαβυρινθώδες, που φυσικά δεν είσαι εσύ  

μα που όλοι σε ονοματίζουν

 σε κάποιον τοίχο όπου πεισματικά κρύβεσαι…

Ποιός δίνει σημασία στα παιδιά

στα από εύθραυστο γυαλί, γίνονται κομματάκια

από αγάπη και μίσος, από αισθήματα κατανόησης που δεν ζήτησαν

μόνο ένα πάρκο ζήτησαν να παίξουν

ελεύθερα.

 

Είσαι το παιδί του μπετόν

Με φωνή βραχνή και με χέρια τετράγωνα.

Είσαι το παιδί

Της νυχτερινής απομόνωσης

Με χιλιάδες τσιγάρα αντί για παιδιά

Στα σπλάχνα σου.

Είσαι το παιδί που κρυφοκοιτάζει τους ξένους

Πίσω από γρίλιες και παράθυρα.

Είσαι το παιδί που πατάς την άσφαλτο

Και τη ρουφάει το πόδι σου

Σα νεράκι σε γλάστρα.

Είσαι το παιδί του τετράγωνου

Απ’ όπου ξέφυγαν αυτές οι λέξεις

Και η λύπη.

 

Είσαι αυτό

Που μόλις σταματάει

Πεθαίνουμε.

 

Είσαι η ποίηση

Με ή χωρίς λόγια

Ο ρυθμός στις φλέβες μας

Που κυλάει

Χωρίς να το ξέρουμε

Η παύση που δίνει το μέτρο σου.

 

Είσαι το μπαρ

Όπου πριν λίγο θέλαμε να πεθάνουμε

Πνιγμένοι μέσα σε εκατό χιλιάδες ποτήρια γέλιου

Ένα ερωτηματικό

Σε χιλιάδες τόνους.

 

 


3/26/24

ΣΗΜΕΙΩΜΑΤΑ- Εκ των υστέρων: Ο Διονύσιος Σολωμός και η φαντασιακή Ελλάδα.

 


Της Αλκμήνης Ψιλοπούλου





«Κλείσε μέσα ‘ς την ψυχή σου την Ελλάδα και θα αισθανθής μέσα σου να λαχταρίζη κάθε είδος μεγαλείου». Ο ποιητής… μήτε που ξεχωρίζει την εθνικήν ιδέα από την ιδέα τη γλωσσική. Δεν έχω τίποτε άλλο ς’ το νου μου, λέγει ο ποιητής, «πάρεξ ελευθερία και γλώσσα».*

Καθώς ανοίγω για χιλιοστή φορά το βιβλίο της ζωής μου, με έντονα τα ίχνη του χρόνου στο σώμα του, το φθαρμένο δερματόδετο εξώφυλλο, που αντέχει ακόμη παρόλα αυτά, τις σκισμένες και ξανακολλημένες σελίδες, την υπογραφή της γιαγιάς μου «Αλκμήνη Ν. Αντωνοπούλου», και της θείας μου «Μυρτώ Αντωνοπούλου 1947», αντικρύζω τον λατρεμένο μας Διονύσιο Σολωμό. Χώνομαι μέσα στο νοητό του σώμα το χάρτινο, το γεμάτο φως και πνεύμα, μεταφυσικό σχεδόν… και συλλογίζομαι πώς, τότε, που έγραφε τον «Ύμνο στην Ελευθερία» και τους «Ελεύθερους Πολιορκημένους», έβλεπε την ιδιαίτερη πατρίδα του, μια φαντασιακή Ελλάδα, μέσα από τον ρομαντισμό του ιταλικού αναγεννησιακού πολιτισμού όπου πέρασε ένα μεγάλο μέρος της νιότης του πριν τον επαναπατρισμό του.



Και προσπαθώ να τον φανταστώ σήμερα, τι θα έβλεπε, πώς θα ένιωθε, τι θα σκεφτόταν. Αλλά και πώς θα έγραφε. Στη σημερινή Ελλάδα, την άγλωσση, κακομαθημένη, βολεμένη με τη φτήνια και την υποκουλτούρα. Την χορτασμένη από υλικά αγαθά, όπου η διαφθορά ανθεί, την τόσο πεινασμένη στην ψυχή και στο πνεύμα, την τόσο στερημένη από λαχτάρα μεγαλείου.

Βρισκόμαστε μέσα στο απλωμένο δίχτυ του διαδικτύου.  Μέσα στις κόγχες και τις λακκούβες του. Μέσα στη σπηλιά μας. Πού και πού, βγαίνουμε από τη σπηλιά, βλέπουμε με τα τηλεοπτικά μας μάτια ένα άλλο Μισολόγγι, εκεί στη Γάζα. Μα είναι τόσο μακριά! Αχ, ας ήταν στην απέναντι ακτή, όπως το Μισολόγγι του Σολωμού! Βλέπουμε κάπως πιο κοντά τα Τέμπη, το μακελειό, το εθνικό έγκλημα,  το κουκούλωμα και τον ενταφιασμό των νεκρών κάτω από σωρούς μπάζα, κι ακούμε τους γονείς. Και δακρύζουμε.

Μα ο Σολωμός δεν εδάκρυζε μόνον. Ήταν εκεί με ολόκληρο το σώμα του. Και άκουγε, και φαντασιωνόταν την Ελλάδα του μεγαλείου, εκείνην που εμείς απωλέσαμε.



… «Το Μισολόγγι! Του ηρωϊκού αποκλεισμού του η αγωνία αντιχτυπάει ‘ς το λαό της Ζακύνθου. Οι αντίλαλοι των κανονιών, από τα Μεσολογγίτικα ρήχη, ως εκεί φτάνουν. Από τα γυναικόπαιδα των Μισολογγιτών, «θλιμμέν’ απομεινάρια της φυγής και του χαμού», γεμάτοι οι δρόμοι και τα καντούνια της χώρας. Ο ποιητής σε μια πεζογραφική σελίδα του, περισωσμένη απάντεχα, εμπνέει και ‘ς εμάς τη συγκίνηση που του γεννούσανε τότε τα πρόσωπα και τα τριγυρίσματα εκείνα. Σε μια εξοχή της Ζακύνθου, προς το μεσημέρι, με το άκουσμα των κανονιών, ο ποιητής πρόβαλεν από το σπίτι του και ‘ς ένα λόφο ανέβηκε, και τα χέρια ύψωσε και δυνατά φώναξε: ‘Βάστα καημένο Μισολόγγι, βάστα!’. Κι έκλαιγε. Κι ένα βράδυ αστρόφεγγο, ς’ τη ρίζα μιας ελιάς καθισμένος, έκοβε την πολύωρη σιωπή του για να ειπεί του δούλου του: ‘Τι να γίνωντ’ εκεί κάτου τώρα τ’ αδέρφια μας;’. Και ο δούλος τον είδε και τότε να δακρύζει. Κι άλλη μια φορά ο αφέντης του έδωκε το φαγί του να το μοιράσει ς’ τους χωριάτες, λέγοντας: ‘Την ώρα τούτη πόσοι πεινάνε ς’ το Μισολόγγι! Δε θέλω περιστέρια!’. Κι έφαγε ψωμί κι εληές.»*

Εμείς ξεχνάμε γρήγορα. Είμαστε παγιδευμένοι μέσα στον ιστό του διαδικτύου. Είναι πλασματικός ο κόσμος μας, χαμένες οι τέσσερεις αισθήσεις μας. Ναι, συμπονάμε. Ναι, δακρύζουμε. Όμως δεν μπορούμε να νιώσουμε βαθιά, να κάνουμε τη συγκίνησή μας ποίημα, έργο,  δημιουργία. Είναι γιατί μας έχουν αφαιρέσει το αίμα της ψυχής μας, το συναίσθημα, την ενσυναίσθηση, την ταραχή, το θυμό για το άδικο, την απόγνωση, την πράξη!

«Τι να γίνοντ’ εκεί κάτω τ’ αδέρφια μας;». Κι έπειτα ανοίγουμε το χαζοκούτι, αδιάφοροι, νεκροί, νεκροζώντανοι, συμπάσχοντες στους καναπέδες μας εκ του μακρόθεν, απελθέτω απ’ εμού το ποτήριον τούτο, λέμε, στις γιορτές τρώμε και πίνουμε, πετάμε χαρταετούς, γλεντάμε, περνάμε καλά, κοιμόμαστε. Χωρίς όνειρα. Μια ζωή χωρίς όνειρα.



*Αποσπάσματα από την εισαγωγή του Κωστή Παλαμά στο βιβλίο «Άπαντα τα ευρισκόμενα του Διονυσίου Σολωμού» (Βιβλιοθήκη Μαρασλή-ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ-ΤΥΠΟΙΣ Π.Δ.ΣΑΚΕΛΛΑΡΙΟΥ-ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟΝ ΚΑΡΟΛΟΥ ΜΠΕΚ- 1901)

  


2/24/24

Οι παλαιοί καιροί

 



Της Αλκμήνης Ψιλοπούλου

 

Όταν ο άνθρωπος περνάει στην τρίτη ηλικία, μπορεί να ξεκουτιάνει, μπορεί να παραξενέψει, αλλά μπορεί και να ξαναγυρίσει χρόνια πίσω στην παιδική του ηλικία. Προσπαθώντας ίσως να κερδίσει το χαμένο χρόνο, εκείνον που έχασε από λάθος επιλογές δικές του, των γονιών του, του σχολείου, της κοινωνίας, ή ποιος ξέρει πώς…

Εδέησα λοιπόν κι εγώ, τώρα, δεν λέω στα γεράματα, αλλά λέω καλύτερα στα ώριμα χρόνια-διάολε, σήμερα τους ανθρώπους που έχουν πατήσει τα ήντα δεν τους λες και γέρους-να βυθιστώ στο προσωπικό, οικογενειακό, ιστορικό, εθνικό, κοινωνικό παρελθόν του τόπου όπου γεννήθηκα και μεγάλωσα.

Βυθίστηκα στην ιστορία της συνονόματης γιαγιάς μου, από την οποία μάλλον δεν κληρονόμησα μόνον αυτό το βαρύ πανάρχαιο βασιλικό όνομα, αλλά και μια κάποια ευχέρεια στην τέχνη της γραφής. Ίσως το DNA μαζί με τη βιβλιοθήκη της, με οδήγησαν και με διαμόρφωσαν σ’ αυτό που είμαι σήμερα-μαζί με πολλά άλλα στοιχεία, επιρροές  και γεγονότα, φυσικά.

Βυθίστηκα ακόμη στην παλιά, προπολεμική ελληνική λογοτεχνία, που κάποτε περιφρονούσα μετά βδελυγμίας, ως παρωχημένη, απολειφάδι του παρελθόντος που δεν ενδιαφέρει κανέναν, που δεν ενδιέφερε πρωτίστως εμένα. Γιατί εγώ ήμουν ένα μοντέρνο κορίτσι, ένα κορίτσι των μοντέρνων-ρεαλιστικών, πρωτοποριακών, ελευθεριακών-καιρών.

Βυθίστηκα και ένιωσα σαν να αναβαπτίστηκα στην κολυμβήθρα του Σιλωάμ.

Και είδα ένα φως να καίει άκαυτο καντήλι, στο όνομα εκείνων των προγόνων που ιστόρησαν τους παλαιούς καιρούς. Καιρούς τόσο διαφορετικούς, τόσο αλλόκοτα μαγικούς, δύσκολους, σκληρούς, απλοϊκούς, αλλά και γεμάτους αισθήματα, γεμάτους ανθρωπιά, γεμάτους σχέσεις γνήσιες και φιλίες και έρωτες και δυσκολίες αφάνταστες για τις σημερινές μας ευκολίες…



Παπαδιαμάντης, Καρκαβίτσας, Βιζυηνός. Οι πρώτοι μας δάσκαλοι,  οι πρώτοι μας οδηγητές που μας έδειξαν ποιοι είμασταν, ποιες είναι οι ρίζες μας και ποιο το ριζικό μας.

Έναυσμα πρώτο. Τα χειρόγραφα της γιαγιάς μου-απομνημονεύματα μιας ζωής περασμένων αιώνων.

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης


Έναυσμα δεύτερο. Η ταινία «Φόνισσα» του Παπαδιαμάντη. Που με έκανε να αγοράσω και να διαβάσω το βιβλίο, για να διαπιστώσω αν όντως αυτά που έδειχνε η ταινία ανταποκρίνονταν στο μυθιστόρημα του μεγάλου κοσμοκαλόγερου. Και πράγματι, ανταποκρίνονταν.

Έναυσμα τρίτο. Ένας στενός μου άνθρωπος μου μίλησε για τον Καρκαβίτσα, για τα «Λόγια της πλώρης», τη «Λυγερή», τον «Ζητιάνο». Πήρα τα βιβλία. Ξεκίνησα το διάβασμα και κολύμπησα σε ύδατα ιερά και σε προγονικούς πλανήτες.

Ανδρέας Καρκαβίτσας


Έναυσμα τρίτο. «Το αμάρτημα της  μητρός μου», Βιζυηνός, απαγγελία σε μια παράσταση του Δήμου Αβδελιώδη που με άφησε άναυδη.

Έναυσμα τέταρτο. Αποφάσισα να ξεπεράσω το ταμπού της καθαρεύουσας και να προσεγγίσω κείμενα που παλιά τα απέρριπτα λόγω γλώσσας. Και βρήκα αριστουργήματα… αξεπέραστα από την μεταπολεμική λογοτεχνία, κι ακόμη περισσότερο από την σημερινή συρρικνωμένη πεζογραφία.

Είπα λοιπόν να μοιραστώ μαζί σας μερικά αποσπάσματα από τα βιβλία των μεγάλων προπολεμικών μας συγγραφέων, που για μένα είναι αριστουργήματα-και μπορεί να δώσει και σε σας το έναυσμα να καταδυθείτε σ’ αυτόν τον μαγικό πλανήτη των παλαιών καιρών.

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης (Από τη «Φόνισσα»)





«Αλλά μεγάλως ευφραίνετο όταν η μικρά πομπή, μετά δέκα λεπτών της ώρας δρόμον, έφθανεν εις τα «Μνημούρια». Ωραία εξοχή, παντοτινή άνοιξις, θάλλουσα βλάστη, αγριολούλουδα, εμύριζε κήπος. Ιδού ο περίβολος των νεκρών! Ώ, ο Παράδεισος απ’ αυτόν τον κόσμον ήδη ήνοιγε τα πύλας δια να δεχθή το μικρόν άκακον πλάσμα, το οποίον ηυτύχησε να λυτρώση τους γονείς του από τόσα βάσανα. Χαρήτε, αγγελούδιια, που πετάτε γύρω τριγύρω με τα φτερά σας τα χρυσόλευκα, και σεις ψυχαί των Αγίων, υποδεχθείτε το!»……

«Η γραία* ανήρχετο ήδη υψηλότερα, προς την απότομον κορυφήν του ρεύματος. Κάτω εχαράττετο βαθύ το ποτάμιον, τ’ Αχειλά το ρέμα, και όλην την βαθείαν κοιλάδα μετά ηρέμου μορμυρισμού διέτρεχε το ρεύμα, κατά τα φαινόμενα ακινητούν, λιμνάζον, αλλά πράγματι αενάως κινούμενον υπό τας μακράς βαθυκόμους πλατάνους. Ανάμεσα εις βρύα και θάμνους και πτερίδας εφλοίσβιζε μυστικά, εφίλει τους κορμούς των δένδρων έρπον οφιοειδώς κατά μήκος της κοιλάδος, πρασινωπόν από τας ανταυγείας τας χλοεράς, φιλούν και άμα δάκνον τους βράχους και τας ρίζας, νάμα μορμύρον αθόλωτον, βρίθον από μικρά καβουράκια τα οποία έτρεχον να κρυβώσιν εις το θόλωμα της άμμου, άμα κανέν βοσκόπουλον, αφήνον τας ολίγας αμνάδας να βόσκουν εις την δροσεράν χλόην, ήρχετο να κύψει εις το ρεύμα και ανεσήκωνε πέτραν τινά δια να τα  κυνηγήσει. Το λάλον, ασίγητον κελάηδημα των κοσσύφων αντήχει αρμονικόν εις το δάσος το περιστρέφον όλην την δυτικήν κλιτύν και ανέρπον εις την κορυφήν του Αναγύρου έως την Αετοφωλιάν επάνω-όπου ελέγετο ότι είς θαλασσαετός είχε κατοικήσει επί τρεις γενεάς ανθρώπων εκεί, και τέλος εξέλιπε χωρίς ν’ αφήσει αετόπουλα. Εις την ερημωθείσαν φωλεάν του ευρέθη ολόκληρον μουσείον από τεράστια κόκκαλα θαλασσίων όφεων, φωκών, καρχαριών και άλλων εναλίων θηρίων, τα οποία είχε ξεφαντώσει κατά καιρούς ο μέγας και κραταιός όρνις των θαλασσών, με το γρυπόν ράμφος του το κυανωπόν  και με το τεφρόν μεγαλοπρεπές πτέρωμα».

*(η «Φόνισσα» ονόματι Φραγκογιαννού προσπαθεί να ξεφύγει καταδιωκόμενη από τους αστυφύλακες.)

Ανδρέας Καρκαβίτσας («Λόγια της πλώρης»-Οι σφουγγαράδες)



«Απάνω μαύρο σύγνεφο του καϊκιού η καρίνα. Ολόγυρα το νερό πηχτό, σταχτοπράσινο σα θαμπό κρύσταλλο, τον ψηλαφούσε από παντού, τον έδενε σε μεταξένια βρόχια και σύγκαιρα του έδειχνε χιλιόμορφο κόσμο. Αναγέλες τα ψάρια χρυσόφτερα, ασημωμένα, διάβαιναν ολόγυρά του με φουσκωμένα τα λαιμά, τα σπάραχνα κατακόκκινα, ψιλό μαργαριτάρι τα δόντια στις δυνατές σαγονίτσες τους, τιμόνι την ψαλιδωτή ουρά τους. Πολλά έπεφταν απάνω του, τυφλά προσόχτιζαν σαν ακυβέρνητα ξύλα στην περικεφαλαία του. Άλλα διάβαιναν σαγίτες αργυρές από τα σκέλια του.

Κάτω φυκοστρωμένος ο βυθός, άνοιγε πλατύς και μαλακός σα βελούδο. Εδώ ακαλύφες* βαθυγάλαζες έβγαιναν από την αμμουδιά. Άλλες ανοιχτές σαν κούπες και σαν αρχαία κύπελλα. Μερικές σαν κρίνα μεγάλα, κι άλλες έφευγαν ψηλά, κρεμώντας κάτω μυριόχρωμο κομπολόγι τ’ απαυτά τους. Παρέκει τερηδόνες*, ντυμένες στο καστανό χνούδι τους, ανάδευαν ανυπόμονες να κολλήσουν στο πλεούμενο. Αλλού της Αφροδίτης ο κεστός* μακρύς, κλωθογύριστος, ολομέταξος άπλωνε τις κορδέλες του, σα να ζητούσε κάτω εκεί το κορμί της θεάς. Και παντύ περίγυρα ξανθοπράσινα μαρούλια, τρανά χρυσόμηλα, χαμόκλαδα τριχοφορτωμένα, μούσκλια σγουρά, φυτά χιλιόπλουμα κι αισθαντικά ένανα κήπο ονειροφάνταστο. Και κόσμος μυστικός, οεστρκοφόρος και λεπιδοντυμένος και αγκαθόφραχτος, γύριζε απάνω κάτω, μέγας και αρειμάνιος σαν Γολιάθ, και άλλος ταπεινός, φοβιτσιάρης, τροφή ο ένας τ’ αλλουνού. Κάπου άνοιγε σαν αντένες τα πόδια του κι έτρεχε να συλλάβει τη σουπιά ο αστακός, πνιγμένος στο μελάνι της. Κάπου μια καβουρομάνα έπαιζε λόγχες τα πόδια της, ανασκελωμένη για να προφυλάξει τ’ αυγά της. Παραπέρα η φώκια έριχνε βρωμερό τ’ αέρι του πισινού της για να σκάσει το χταπόδι στο θαλάμι του. Μα ξαφνικά της άρπαζε ι φοβερός απλοκαμός το μουσούδι της κι έσκαε εκείνη. Και πέρα δώθε βράχοι και άβυσσοι, λαγκαδιές και όρη με κάλλη μύρια, με θησαυρούς αμάλαγους, με κατοίκους και πετρώματα άγνωστα. Αλλά για κείνα δεν εφρόντιζε ο πατέρας σου. Ο σπόγγος ήταν εμπρός του κι έριχνε αδιάκοπα στο δίχτυ του».

*(σς.είδος μέδουσας) *(είδος θαλάσσιας ανεμώνας) *(είδος θαλάσσιας ανεμώνας)  

(Γέρακας)

«Χύθηκε τρελοβοριάς στο πέλαγο, σήκωσε μεσουρανίς το κύμα. Αφροί κάτασπροι απλώνουνταν ολούθε. Βουνά ψηλώνουν και ανοίγουν άβυσσοι. Αθέμελο το νερό, άβουλο, στου ανέμου το θέλημα παραδομένο, κλωθογυρίζει μέσα στα νησιά, δέρνεται και στενάζει απάνω στα χάλαρα, φεύγει στη νοτιά με γοργά πηδήματα. Οι στεριές γύρω, οι κάβοι, οι κόρφοι στέκουν αφροζωσμένοι και αχνομέτωποι. Ψηλά δεν έχει σύγνεφα ο ουρανός. Τα σάρωσε ο άνεμος. Κάτω δεν έχει πλεούμενα η θάλασσα. Τα έκλεισε ο  φόβος στα λιμάνια. Ο ήλιος μονάχος γοργογυρίζει ψηλά και κάτω αρμενίζει το τρεχαντήρι του Βαλμά, της λύσσας και της φρίκης μοναχικό ανάμπαιγμα…»



(Το γιούσουρι)

«Όταν το πρωτάκουσα ήμουν παιδί στα σπάργανα. Και σαν έφτασα εικοσάχρονο παλληκάρι, έλεγαν ακόμη για κείνο, με τον ίδιο θαυμασμό και περισσότερη φρίκη. Το γιούσουρι, το αντρειωμένο γιούσουρι, που βρίσκεται στον κόρφο του Βόλου. Το γιούσουρι που ώρες ψηλώνει και θεριεύει ως το πρόσωπο της θάλασσας. Ώρες χαμηλώνει και γίνεται κάστρο αγύριστο, με τους ρόζους και τα κλαδιά, με τις ρίζες και τ’ αντιρίμματα! Κάτω στο νησί μας το έχουν μόλογο. Γενιά σε γενιά το παραδίνουν οι ναύτες και πάει από πατέρα σε παιδί, από παιδί σε αγγόνι, πάντα μεγάλο, θαυμαστό πάντα, σκληρό σαν σίδερο, δυνατό σα λέοντας, ψυχωμένο κι αθάνατο σα στοιχειό.

Εκείνοι που το πρωτοείδαν έσβησαν από τη θύμηση των ανθρώπων τώρα. Εκείνοι που ονειρεύτηκαν να το κόψουν, κοιμούνται αξύπνητα στη γη ή στα βάθη της θάλασσας. Εκείνοι που πήγαν γυρεύοντάς το, δε δευτέρωσαν το σκοπό τους. Έχει, σου λένε, κατιτί πλάνο κι επίβουλο, και αλλάζει χρώματα και αλλάζει σχήματα και γλιστρά σα χέλι και θεμελιώνεται σαν πύργος και φωσφορίζει σαν ωκεανόψαρο, που λύνεται το σώμα με το πρώτο αντίκρυσμα.»  

 


2/09/24

ΟΡΓΟΥΕΛ- (από την ανέκδοτη ποιητική συλλογή της Αλκμήνης Ψιλοπούλου "Οι έφηβοι των Αθηνών") 9/2/2024


 

Ω εικόνες, είδωλα

Τα μεγάλα σας μάτια

Χαράζουν

Μια καθαρή γραμμή

στο σκοτάδι

Ω εικόνες, είδωλα

Βαθιά,

βαθιά

τα πλοκάμια σας

Καρφιά

Καρφιά

Τα κορμιά σας.

Στολίζουν τον ύπνο

Μαυρίζουν τη σκιά

Οι πληγές σας

Ξυπνούν

Στο στόμα

Κέρινους φόβους.

 Εδώ θα πεθάνουμε

Στους άσεμνους δρόμους

Στους αναμαλλιασμένους κήπους

Στα βρώμικα καπηλειά

Ανάμεσα στους γραφικούς εγκληματίες

Στις απολιθωμένες πόρνες

Στο κελάρι των ενεχυροδανειστών.

 


 

Φαρμακεία

Για τη νιότη μας

Που γνέφει.

Άσπρες πομπές αλόγων

Που υφαίνουν

Τα νεκρωμένα πέπλα

Της νιότης μας.

Παράλογες εικόνες

Αιώρες

Να κοιμούνται τ’ αγγελούδια

Τα δεκαοκτώ μας χρόνια.

Πύργοι κλεμμένοι

Στρόβιλοι μιας φοινικιάς στον κάμπο.

Ξεράθηκαν όλα τα δέντρα.

Τα καλαμπόκια σπάζουν στον ήλιο

Κι εμείς

Μια αγωνία στητή

Αλήτες του θανάτου

Που ποθούμε.

 

 


1/09/24

Ανάμεσα σε δύο κόσμους (Γάζα)*

 


* (από την ανέκδοτη ποιητική συλλογή της Αλκμήνης Ψιλοπούλου "του βυθού")

Οράματα

Εικόνες

Από τότε

Από τώρα

Τι θα θυμόμαστε

Τι θα μας λείπει

Πόσα και ποιους θα ξεχάσουμε

Χτίζοντας έναν τοίχο με μαύρα πετραδάκια

Και τα παιδιά, ώ τα παιδιά

Με πυρετικά μάτια, με χείλια που στάζουν αίμα γλυκό

Πώς μας κοιτάζουν

Γνωρίζοντας ότι

Τα ποθούμε για δικά μας

Και τα παιδιά, μόνο τα παιδιά

Τα πλάσματα των λίγων ημερών

Ο αφρός των ερώτων και των ετών

Που ποθήσαμε και δεν αγγίξαμε

Και δεν αξιωθήκαμε καν να τα κρατήσουμε αγκαλιά

Από φόβο

Από την τρεμούλα των καιρών που θάρχονται

Χωρίς να τα βλέπουμε

Μόνο κάποιες εικόνες στην τηλεόραση

Πόσα νεκρά, ένα ματωμένο κουρέλι

Γαζώνει τα όνειρά μας τις νύχτες

Τα παιδιά, ώ τα παιδιά

Κρατήστε τα μακριά

Μην αρρωστήσουν

Μη σκοτωθούν στα σφαγεία του κόσμου

Κι αν είναι, ας πάρουνε εμάς αντί γι αυτά

Τα βρέφη, τα μωρά, αχ ας ζήσουν!


12/28/23

ΑΥΤΟΜΑΤΗ ΓΡΑΦΗ- Η επιστροφή (Β΄μέρος)

 


Ο ακάλυπτος 

Της Αλκμήνης Ψιλοπούλου

Ιούνιος 2023. Το μπαλκονάκι της κρεβατοκάμαράς της, με νοτιοδυτικό προσανατολισμό, βλέπει στην ακάλυπτο. Ένα πολυπολιτισμικό συνονθύλευμα από μικρά και μεγαλύτερα παράθυρα, μικρά και μεγαλύτερα μπαλκόνια, με ανοιχτές ή κλειστές ή μισόκλειστες μπαλκονόπορτες ή παντζούρια, διαμερίσματα από πέντε παλιοκαιρισμένες πολυκατοικίες, κατασκευές της κακιάς ώρας. Από αυτή την τσιμεντένια χοάνη ή χαβούζα, ακούγεται ένα παράξενο γουργουρητό. Είναι από τα περιστέρια που έχουν κάνει φωλιές στα ανώτερα διαμερίσματα, τα λεγόμενα ρετιρέ, αρκετά από αυτά παραδομένα στην εγκατάλειψη, με ανοιγμένες ωστόσο τις τέντες, βρωμερές και τρισάθλιες, λερωμένες από τις κουτσουλιές των απαίσιων αυτών πουλιών της πόλης. Σε κάποια μπαλκόνια των μεγαλύτερων διαμερισμάτων, μαραζωμένα φυτά, φίκοι ή άλλα αναρριχώμενα που έχουν αναπτυχθεί όπως όπως κατά μήκος των μπαλκονιών. Η χοάνη του ακάλυπτου βράζει σαν γιγάντια χύτρα ταχύτητος. Είναι ο θόρυβος από τα κλιματιστικά όμοια με γιγάντια μηχανικά ερπετά φτιαγμένα για να εξουδετερώσουν την απειλή των 40-43 βαθμών μέσα στην κοιλιά της Αθήνας.

Η Αλίκη* βγαίνει απόγευμα και κυρίως βράδυ μετά τις 12, καπνίζει ένα τσιγάρο και πετά τη γόπα  κάτω στο τσιμεντένιο δάπεδο που αποτελεί τον ακάλυπτο των υπόγειων διαμερισμάτων. Και χαζεύει όλα αυτά που συμβαίνουν μέσα στα κλουβιά της πόλης, στα δωμάτια των διαμερισμάτων, ό,τι φαίνεται μέσα από τα δεκάδες παράθυρα, ανοιχτά, μισάνοιχτα ή μισοφωτισμένα όμοια με μάτια που κοιτούν στο σκοτάδι.

Ένα ρεμπέτικο ακούγεται από το ισόγειο μιας από τις πέντε πολυκατοικίες που βλέπουν στον ακάλυπτο.


Ακούγονται από τα βάθη της χοάνης φωνές σε αλλότριες γλώσσες, μουσικές ανατολίτικες, αμανέδες, θυμίζοντας μια κρυφή Βαβέλ. Απέναντι, σε ένα διαμέρισμα, μάλλον κρεβατοκάμαρα με ένα τραπέζι, στο  δεύτερο όροφο, δυο παιδιά πηγαινοέρχονται βλέποντας σε ένα τραπέζι ίσως την οθόνη ενός υπολογιστή ή παίζοντας βιντεοπαιχνίδια. Από τη μισάνοιχτη μπαλκονόπορτα του ίδιου διαμερίσματος, κάποιο βράδυ, ένας άντρας και μια γυναίκα μισοφαίνονται να χαϊδεύονται, να αγκαλιάζονται και να εξαφανίζονται κάπου δίπλα όπου υποθέτεις ότι είναι το κρεβάτι. Τραβάνε τις κουρτίνες και κουφώνουν τα παντζούρια. Το επόμενο βράδυ, φαίνεται ο άντρας να τρώει πίτσα στο τραπέζι του ίδιου δωματίου. Δίπλα ανάβει ένα φως «νέον», ίσως είναι η τουαλέτα.

Μια γυναίκα εμφανίζεται αριστερά σε ένα μικρό μπαλκόνι. Είναι  αναμαλλιασμένη και κατάκοπη. Ανοίγει το ψυγείο και βγάζει χαλασμένα τρόφιμα τα οποία πετάει έξω, σε μια μεγάλη μαύρη σακούλα.

Όταν σκέφτεσαι τι έχεις και τι δεν έχεις, πρέπει να σκεφτείς πρώτα τι δεν έχουν οι άλλοι, για να συνειδητοποιήσεις ότι έχεις πολλά, έχεις όσα ακριβώς σου χρειάζονται για να ζεις με αξιοπρέπεια, σε αντίθεση με όλους αυτούς τους ανθρώπους που έχουν έρθει ποιος ξέρει από ποιο μέρος του κόσμου και ζουν σαν τα ποντίκια μέσα στις ποντικοπαγίδες τους.

Σε  μια παλιά ασπρόμαυρη ταινία- «τη μέρα που η γη πήρε φωτιά»-, λέει ότι ο άξονας της γης άλλαξε κατά 11 μοίρες από την δοκιμαστική έκρηξη πυρηνικών βομβών. Μάτια τεράστια και νεκρά στο χλωμό της πρόσωπο την κοιτάζουν μέσα από τον καθρέφτη.

Ο καιρός περνά γρήγορα. Με βόλτες σε τόπους και τοπία υπέροχα, όπου το χώμα μιλάει, γεμάτο από ιστορία, αγκαλιασμένο από μεγάλα δένδρα, πλατάνια, κουτσουπιές, πεύκα και μεγάλους θυσανωτούς θάμνους. Με μπάνια στις παραλίες που περιτρέχουν την Αθήνα.

Η Αλίκη έχει ξεφορτωθεί το ΙΧ και νιώθει πιο ελεύθερη από ποτέ. Πέταξε ένα μεγάλο φορτίο, και για πρώτη φορά στη ζωή της κάνει περιπάτους με τα πόδια, κοντινούς όπως στο Πεδίο του Άρεως ή στα Εξάρχεια, ή μακρινούς με λεωφορεία, μετρό ή τραμ. Τι χαρά, να την πηγαίνουν άλλοι και να μπορεί να χαζεύει από τα παράθυρα τη διαδρομή ή να φτάνει σε πέντε λεπτά στον προορισμό της, ανέμελη και χαλαρή.

Όσο περνάει ο χρόνος και λιγοστεύουν τα κεριά μας, είναι καλό να ξεφορτωνόμαστε τα περιττά. Να ξαλαφρώνουμε από αχρείαστη ύλη κι από παλιές επιθυμίες.

Νοέμβρης 2023. Πενήντα  χρόνια Πολυτεχνείο. Εικόνες παλιές, θαμμένες βαθιά μέσα στο σκληρό δίσκο του μυαλού μας, σε αρχεία με μνήμες, σκέψεις, βιώματα ανάκατα, ξεθάβουμε συναισθήματα αθωότητας και νεανικά χτυποκάρδια ερώτων, φόβου, αποκοτιάς. Με ένα ματωμένο κουρέλι από τη Γάζα να σκιάζει τα όνειρά μας. Τραγουδάμε, ξυπνώντας από έναν λήθαργο, «Μύρισε το σφαγείο μας θυμάρι και το κελί μας κόκκινο ουρανό». (Για όλα αυτά θα μιλήσουμε κάποια άλλη στιγμή, σύντομα).

Και κάπως έτσι, φτάνουμε στα Χριστούγεννα. Και στην Πρωτοχρονιά. Μπαίνει το 2024. Μύρισε το σφαγείο… Είναι μακριά από μας. Ακόμα… Με την ακρίβεια να στενεύει κι άλλο τη ζωή μας. Με μια παγωμένη ανάσα αδιαφορίας να βλέπουμε και να ακούμε τα τεκταινόμενα, εδώ και αλλού. Αλλά όλα καλά. Είμαστε καλά. «Τακ τακ εγώ, τακ τακ εσύ, που πάει να πει, σ’ αυτή τη γλώσσα τη βουβή, βαστάω γερά, κρατάω καλά».  

* «Αλίκη» είναι το προσωνύμιο της γράφουσας

 ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ

 

 

 


Για εμένα

Γεννήθηκα στην Αθήνα το 1952. Σπούδασα Ιστορία - Αρχαιολογία στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Εργάστηκα στο Υπουργείο Πολιτισμού ως αρχαιολόγος από το 1977 ως το 1983. Παράλληλα με την εργασία μου σπούδασα θέατρο στη Σχολή Ευγενίας Χατζήκου και συμμετείχα σε παραστάσεις ερασιτεχνικών θεατρικών θιάσων.

Από το 1984 εργάστηκα ως δημοσιογράφος στις εφημερίδες ΑΥΓΗ, ΠΡΩΤΗ, Κυριακάτικη ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ. Το 1985 παίρνω το πρώτο δημοσιογραφικό βραβείο «Παύλου Παλαιολόγου» για το καλύτερο γυναικείο κείμενο. Αργότερα συνεργάστηκα με τα περιοδικά ΠΑΝΘΕΟΝ, ΓΥΝΑΙΚΑ, ΤΗΛΕΡΑΜΑ, Mme Figaro, ΑΣΤΡΑ ΚΑΙ ΟΡΑΜΑ, στα οποία είχα την ευθύνη της αρχισυνταξίας και την επιμέλεια του ελεύθερου ρεπορτάζ. Συνεργάστηκα επίσης ως ρεπόρτερ με την τηλεόραση του ΑΝΤ1 και με ραδιοφωνικούς σταθμούς (ΤΟP FM, 9.84 κ.α.). Κατά τη δημοσιογραφική μου καριέρα, ασχολήθηκα με την ελεύθερη έρευνα, πολιτιστικά, κοινοβουλευτικό και πολιτικό ρεπορτάζ.

Εργάστηκα ως συντάκτης πολιτικού ρεπορτάζ, στο Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων-(ΑΠΕ-ΜΠΕ). Έχω γράψει τα βιβλία «Ψάχνοντας για τη Μόνικα», «Η σκιά της άλλης» και «Μινώκερος», τα οποία εκδόθηκαν από τις εκδόσεις ΛΙΒΑΝΗ. Έχω κάνει πολλές επιμέλειες βιβλίων.

Τα τελευταία οκτώ χρόνια ζω μόνιμα στη Σύρο και συνεργάστηκα με την εφημερίδα «Ο ΛΟΓΟΣ των Κυκλάδων».