Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ποίηση. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ποίηση. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

4/08/25

Το μαγικό παιχνίδι της ποίησης

 



Της Αλκμήνης Ψιλοπούλου

Τι είναι λοιπόν η ποίηση; Αναρωτιούνται πολλοί. Τι θέλει να πει ο ποιητής; Λένε ειρωνικά όταν δεν καταλαβαίνουν κάτι. Και οι ποιητές οι ίδιοι, ακόμα και μεγάλοι, τεράστιοι, ιερά τέρατα, λοιδωρήθηκαν ανά τους αιώνες. Ότι είναι τεμπέληδες, ότι αερολογούν, ότι παραλογίζονται, ότι είναι «ποιητές του Σαββατοκύριακου» (όπως είπαν για τον Ελύτη), ότι είναι ασυνάρτητοι (για τους σουρεαλιστές) κλπ. κλπ.

Επανερχόμαστε λοιπόν στο πρώτο κρίσιμο ερώτημα. Τι είναι η ποίηση. Κατά την άποψή μου, είναι μια ουρανοκατέβατη σκέψη, ιδέα, λέξη, σχεδόν μεταφυσική, όταν κάποιοι άνθρωποι βγαίνουν έξω από την τρέχουσα πραγματικότητα και πηγαίνουν σε μια σφαίρα όπου υπάρχει μια άλλη πραγματικότητα-στη σφαίρα του νου, που φτιάχνει μια δικιά του διαφορετική πραγματικότητα.

Έχουν δίκιο όσοι λένε ότι οι ποιητές αεροβατούν, ότι είναι αιθεροβάμονες…όμως στην πραγματικότητα, εργάζονται. Γιατί εισέρχονται σε έναν άλλο κόσμο που υπάρχει μέσα στον κόσμο μας.Είναι «η σφαίρα του αοράτου» όπως έχει πει εύστοχα ο Διονύσης Σαββόπουλος.

Ωστόσο η ποίηση μπορεί να είναι κάτι πολύ πιο απλό: Ένα μαγικό παιχνίδι. Ένα παιχνίδι που αναπαράγει με λέξεις την αθωότητα, την απλότητα και την ομορφιά του κόσμου ενός παιδιού. Του παιδιού που δεν καταλαβαίνουμε, γιατί ζει στον δικό του μαγικό κόσμο.

Έτσι λοιπόν, όσοι διαβάζουν ποίηση, θα πρέπει να σταματήσουν να προσπαθούν να εξηγήσουν «τι θέλει να πει ο ποιητής». Ο ποιητής δεν θέλει να πει τίποτα που να έχει σχέση με τη λογική σκέψη ή με την πραγματικότητα. Απλά, ο αναγνώστης της ποίησης πρέπει να αφήσει το ποίημα να μπει μέσα του, διαβάζοντάς το, ακούγοντας το ρυθμό και τη μουσική του, βλέποντας με τα μάτια του νου τις εικόνες που σχηματίζουν οι λέξεις και οι φράσεις και να αφεθεί στη μαγεία του. Να νιώσει με τις αισθήσεις του το ποίημα.


Αυτές τις σκέψεις έκανα μετά την παρουσίαση του νέου μου βιβλίου ποίησης, «Ιδιαίτερη Πατρίδα» (εκδόσεις ΚΑΚΤΟΣ). Ήταν για μένα μια μαγική βραδιά, γεμάτη ζεστασιά μαζί με φίλους παλιούς, φίλους καινούργιους, και ανθρώπους αγαπημένους που ήρθαν και άκουσαν και βιώσαν μαζί μου την μέθη του δημιουργού.


Και τώρα, σκέφτηκα να παίξουμε το μαγικό παιχνίδι της ποίησης. Καθένας από όσους συμμετείχαν σε εκείνη τη βραδιά, ας διαλέξει ένα ποίημα από την «Ιδιαίτερη Πατρίδα», και ας πει γιατί το διάλεξε και τι συναίσθημα του δημιουργεί. Θα έχει ενδιαφέρον να δούμε τι θα βγει από αυτό το πείραμα. Δεν νομίζετε;

(στείλτε τον τίτλο του ποιήματος που επιλέξατε μαζί με το γιατί το διαλέξατε και τα συναισθήματα που σας δημιουργεί. Το αποτέλεσμα θα δημοσιευτεί στο blog ieraterata.blogspot.com. Σας ευχαριστώ πολύ)









 


10/24/24

Ο Πέτρος Κασιμάτης και ο μαγικός ρεαλισμός

 





Της Αλκμήνης Ψιλοπούλου


«Δηλητήριο

Και είναι ο χωρισμός

ένα χρυσό δρεπανηφόρο άρμα.

Και τα περσικά μαχαίρια του μπαινοβγαίνουν στο σώμα.

Κι ας επιμένω να βλέπω αηδόνια να φεύγουν απ’ τα γόνατά της.

Κι αλίμονο-δυο ώρες μετά, χαρίζει οργασμούς, γυμνή,

σε κάποιον άλλο.

Και το πρώτο αναφιλητό διαδέχεται η σταύρωση.

Και είναι σταύρωση χωρίς καρφιά.

Και είναι σταύρωση χωρίς λόγχες στα πλευρά.

Και μου γνέφει ο Θεός πως τα δάκρυα, λέει, θα εκδικηθούν

Στους αιώνες των αιώνων!

Και δεν αντέχω τέτοιες φλυαρίες.

Και καθώς έπινα το κώνειο της βροχής,

ζυγίστηκε στη βλεφαρίδα μια σταγόνα.

Κι έπεσε στο ποτήρι με το νερό το ασημένιο.

Κι είδα ένα τόσο δα δάκρυ

Που γινόταν δηλητήριο μες στο ποτήρι»

(Πέτρος Κασιμάτης: «Ου τόπος Παράδεισος, πρόσωπον»)

 

Τον Πέτρο τον γνώρισα πριν από πολλά χρόνια, όταν είμασταν και οι δύο στα μετερίζια της δημοσιογραφίας. Εκείνος βέβαια, ήδη καταξιωμένος ερευνητής και ανταποκριτής σε χώρες εξωτικές, εγώ στο ταπεινό ρεπορτάζ του εσωτερικού γίγνεσθαι. Ωστόσο, όπως αποδείχθηκε εκ των υστέρων, πολλές δεκαετίες αργότερα, δηλαδή τώρα πρόσφατα που τον συνάντησα, είχαμε την ίδια «πετριά»: Τη λογοτεχνία και την ποίηση.

Τότε, γύρω στο 1996-1997, ο Πέτρος είχε ζητήσει τη βοήθειά μου για την επιμέλεια του πρώτου βιβλίου του, «Τα δεκατρία περιστέρια», μια έρευνα για τους αγνοούμενους της κυπριακής τραγωδίας. Ψάχνοντας για εκδότη του βιβλίου, τον σύστησα στον Λιβάνη, όπου ήδη είχα εκδώσει εγώ το πρώτο μου βιβλίο.

Ύστερα, χαθήκαμε. Αλλά η ζωή έχει εκπλήξεις. Ήταν γραφτό να ξαναβρεθούμε σήμερα, σχεδόν μια τριακονταετία αργότερα, κατά τη διάρκεια μιας εκδήλωσης που διοργάνωσε στο Μπαράκι της Διδότου, με την παρουσίαση μελοποιημένων ποιημάτων του από την Μαρία Ρεμπούτσικα.

Εντυπωσιάστηκα. Δεν γνώριζα ότι είχε γράψει ποιήματα και, κατά σύμπτωση, ήμουν κι εγώ στην ίδια φάση. Εκείνος βέβαια, ήταν ήδη καταξιωμένος και ως ποιητής, με βραβεία στο ενεργητικό του, με μια ζωή πλούσια σε εμπειρίες, ταξίδια και μαγεία.

Έτσι λοιπόν, μου προξένησε το ενδιαφέρον και αποφάσισα να σκιαγραφήσω το πορτραίτο του, ως ποιητή, εκπρόσωπο του μαγικού ρεαλισμού, όπως λένε για την ποίησή του.

Στην συζήτηση που ακολουθεί, αποκαλύπτει τα μυστικά μονοπάτια που τον οδήγησαν στη μαγεία της ποίησης, ομολογώντας ότι «την ποίηση δεν τη βρήκα εγώ, εκείνη με βρήκε».

Ακολουθεί ολόκληρη η συνέντευξη:

-Πέτρο θέλω να σε ρωτήσω πώς από τη δημοσιογραφία πέρασες στην ποίηση; Ή έγινε το ανάποδο;

-Η ποίηση με προϋπάντησε, δεν τη διαλέγεις, σε επιλέγει εκείνη. Και ενώ το πρώτο μου ποιητικό βιβλίο βγήκε σε μια ηλικία 20-22 ετών από τις εκδόσεις «Μονόγραμμα» «Το χρυσάφι του παγωνιού», πέρασαν 19 χρόνια για να βγει ένα επόμενο βιβλίο ποιητικό. Στο ενδιάμεσο ταξίδεψα πολύ ως δημοσιογράφος σε μέρη απίστευτα, Λατινική Αμερική, Σαλβαδόρ, Γουατεμάλα, Νικαράγουα, Ονδούρα, Μεξικό, έκανα αποστολές σε διάφορες περιοχές του κόσμου, στη Βοσνία, στο Κουρδιστάν, στο Αφγανιστάν, σε τόπους που μπορεί να χαθείς και να μη σε βρουν ποτέ. Συνολικά έχω γυρίσει  σε 75-80 χώρες. Και εκεί φαίνεται ότι μετουσιώθηκαν όλα αυτά που έβλεπα και η ποίηση ωρίμασε μέσα μου κι έπεσε σαν ώριμο σύκο. Δηλαδή η βλάστηση, τα χρώματα, τα πουλιά, ο χαμένος παράδεισος, όλα αυτά με έκαναν να κατανοήσω και τις βαθύτερες φιλοσοφικές σκέψεις του κάθε λαού. Μου δόθηκε η δυνατότητα  να βρεθώ μπροστά σε ένα χωνευτήρι λαών και πολιτισμών, που όλα αυτά αργότερα, έγιναν ποίηση.

-Προφανώς είχες πολλά ερεθίσματα...

-Πολλά ερεθίσματα, πολλά γεγονότα, γεγονότα που τα ζεις και η φαντασία δεν μπορεί να συλλάβει  πόσο μαγική μπορεί να είναι η πραγματικότητα. Για παράδειγμα, είμαι στην κεντρική Ασία και είμαι κοντά σε κάτι ανασκαφές και σκάβουν οι αρχαιολόγοι και βρίσκουν δελφίνια. Στη μέση της ερήμου. Πώς είναι δυνατόν, σκέπτεται ο παρατηρητής, να βρίσκουμε δελφίνια στην  έρημο τη στιγμή που οι άνθρωποι δεν έχουν δει εκεί ποτέ θάλασσα. Ήταν από το στρατό του Μεγάλου Αλεξάνδρου που πέρασε από κει και μεταλαμπάδευσε όλα αυτά τα ιερά, τα ανάγλυφα κλπ. Βρέθηκα στην Τασκένδη στο Μουσείο Τεχνών κι ένας διάσημος αρχαιολόγος μου άνοιξε το χρηματοκιβώτιό του και μου έδειξε μια λήκυθο μεγάλη μαρμάρινη, εγχάρακτη …

-Και βρίσκεις και την Ελλάδα παντού…

-…Παρούσα. Θα σου πω ένα περιστατικό που έγινε και ποίημα έπειτα, ήταν τόσο μαγικό. Είμαι σε ένα παλαιοπωλείο και θέλω να αγοράσω κάποιες σελίδες από το κοράνι. Στη Σαμαρκάνδη, κεντρική Ασία. Και μου λένε, ξέρετε δεν πωλείται το κοράνι, πωλείται δίπλα ο καθρέφτης, α εγώ δεν θέλω, λέω, να αγοράσω τον καθρέφτη, το κοράνι θέλω να αγοράσω, όχι λέει, το ιερό βιβλίο δεν πωλείται, πωλείται ο καθρέφτης. Και το κοράνι δίδεται δώρο. Γιατί το κοράνι δεν μπορούσε να είναι προϊόν συναλλαγής.

-Αυτό το ανακάτεμα των άλλων πολιτισμών, γιατί εμείς έχουμε στο νου μας μόνο τον δικό μας πολιτισμό…

-Βρέθηκα σε θηριώδεις πολιτισμούς, έφτασα μέχρι την Ται Πέι, στην Άπω Ανατολή, είδα πώς οι μάντισσες και οι αστρομάντεις βλέπουν το μέλλον…

-Προφανώς, υπήρχε και πολλή μεταφυσική σε αυτές τις χώρες…

-Τεράστια. Εγώ τα πιστεύω όλα αυτά. Έχω και τρείς μάντισσες και τις συμβουλεύομαι και θεωρώ ότι πραγματικά είναι κάτι που σε ξαφνιάζει ευχάριστα.

-Αυτό σε εμπνέει φαντάζομαι, η μεταφυσική.

-Ναι, φυσικά, με εμπνέει η μεταφυσική όπως με εμπνέει και το γήινο, και μια γυναίκα που μπορεί να συναντήσω. Για μια γυναίκα γράφτηκαν πρόσφατα χρυσά βιβλία από μένα. Δηλαδή η έννοια του έρωτα, της αγάπης, τα μαγικά συναισθήματα είναι παντού, σε απολιθώνουν.

-Υπάρχει δηλαδή μια μαγεία στην ποίηση, αυτό καταλαβαίνω.

-Ναι φυσικά. Γι αυτό και θεωρούμαι στην Ελλάδα εκπρόσωπος του μαγικού ρεαλισμού. Το κίνημα αυτό αναπτύχθηκε κυρίως στη Λατινική Αμερική με τον Μπόρχες, τον Οκτάβιο Πας, τον Μαρκές, το πήραν μετά άλλοι, οι Πορτογάλοι, ο Σαραμάγκου, ακόμα κι αυτός ο Σαλμάν Ρούσντι που έγραψε τους σατανικούς στίχους θεωρείται εκπρόσωπος του μαγικού ρεαλισμού.

- Αυτά πώς τα συνδύαζες, δηλαδή τη δημοσιογραφία με την ποίηση;

-Η δημοσιογραφία με έστειλε στα ταξίδια. Τα υπόλοιπα δεν τα έγραψα εγώ. Τα έγραψε ο Θεός, έτσι πιστεύω.  Αυτός οδηγεί το χέρι.

-Τι είναι η έμπνευση;

-Δεν ξέρω. Η έμπνευση είναι μάλλον το χέρι του Θεού που σε οδηγεί να γράψεις διάφορα πράγματα. Και δεν πρέπει εκείνη την ώρα να τα ξεχάσεις. Πολλές φορές στον ύπνο μου, τρείς η ώρα, πέντε η ώρα το πρωί, σκέφτομαι κάτι και λέω αν το αφήσω, θα χαθεί, θα φύγει. Οπότε πετάγομαι σαν ελατήριο, το σημειώνω, και την επόμενη μέρα γεννιέται ένα ποίημα.

-Σήμερα είναι απαξιωμένη η ποίηση. Αυτό εσύ πώς το εξηγείς; Συμφωνείς με αυτό;

-Πιστεύω ότι επειδή ο καθένας γράφει ποίηση, δεν είναι έτσι. Είμαστε βέβαια σε έναν τόπο ευλογημένο και έχουμε μια μακρά παράδοση από τον Όμηρο μέχρι σήμερα, αλλά από την άλλη πλευρά γίνεται μια κατάχρηση, δηλαδή εγώ ποτέ δε θα προχωρούσα στο να γράψω κάτι και να είναι μέτριο ή συμβατικό.

-Η δημοσιογραφία πρακτικά μπορεί να συνδυαστεί με την ποίηση, με τη λογοτεχνία;

-Είχα δώσει μια διάλεξη στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, στο τμήμα λογοτεχνίας και μετάφρασης, και τους είχα πει ότι σκέπτομαι, ονειρεύομαι, μια δημοσιογραφία που να έχει νιφάδες λογοτεχνίας. Ένα είδος δηλαδή με ευφάνταστα κείμενα, καλογραμμένα, που θα έχουν υγρασία. Και από την άλλη πλευρά πιστεύω ότι η δημοσιογραφία σε οδηγεί σε πολλούς άλλους παράπλευρους δρόμους, φτάνει να την εγκαταλείψεις νωρίς. Και να ακολουθήσεις αυτό που θέλεις. Η δημοσιογραφία λοιπόν με οδήγησε στους τόπους αυτούς και είμαι ευγνώμων για αυτό.

-Όμως έχω την εντύπωση ότι από ένα σημείο και μετά η ποίηση είναι μονόδρομος, δηλαδή δεν μπορείς να τα κάνεις και τα δύο, είναι σε άλλο επίπεδο το ένα και σε άλλο το άλλο. Δηλαδή εσύ κατά τη διάρκεια που ασχολιόσουν με την ποίηση, εκτός από τα ταξίδια, ασκούσες και τη δημοσιογραφία; Πρακτικά, μπορούσες να τα συνδυάζεις;

-Ναι, φυσικά. Έκανα πράγματα όπου ξεπερνούσα τον εαυτό μου. Συνέχιζα τις αποκαλύψεις κι όλα αυτά, αλλά μετά που κατάλαβα και ένιωσα τα  υψηλά νοήματα της ζωής, ο τρόπος γραφής μου άλλαξε, έγινε πιο ελκυστικός, πιο πνευματικός. Είμαι ευγνώμων στους θεούς για όλα αυτά, πιστεύω ότι είναι ευλογία και ότι μπορείς να σώσεις την ψυχή σου. Εμείς που γράφουμε γιατί γράφουμε; Δεν γράφουμε για τον κόσμο, γράφουμε για να σώσουμε την ψυχή μας, γράφουμε για να απαλύνουμε τη ροή του χρόνου…

-«Ο χρόνος φοβάται τις πυραμίδες», όπως λες σε ένα ποίημά σου.

-Βέβαια, όλα αυτά έχουν σχέση με το χρόνο. Σε ένα τελευταίο μου έργο που θα βγει τώρα τελευταία και λέγεται «Άκου Ιαγουάρε», και έχει μελοποιηθεί από τη Μαρία Ρεμπούτσικα, γράφω για το χρόνο και για το θάνατο που σε κάνει αθάνατο. Δηλαδή γράφω ότι εγώ είμαι ο χρόνος, εσύ ο θάνατος, και είμαι αθάνατος. Και κεντρικά πρόσωπα είναι οι γυναίκες της ζωής μας που πέρασαν, κυρίως όμως αυτές που έμειναν μόνες. Γιατί ήταν ωραίες, γιατί ήταν εντυπωσιακές, κι έμειναν μόνες. Είτε γιατί φοβίζανε, ή αυτή ήταν η μοίρα τους. Και οι ίδιες πολλές φορές, γεμάτες με αποθέματα αυταρέσκειας και ναρκισσισμού, νομίζανε ότι ήταν υψηλότερες από τη σκιά τους, κι όταν πιστεύεις ότι είσαι πιο ψηλός από τη σκιά σου, πεθαίνεις.

-Αυτή την ενασχόληση με την ποίηση, πώς την συνδυάζεις με την καθημερινότητα; Πώς μπορείς δηλαδή να απομονώσεις αυτό το επίπεδο, την ποίηση, από τον περίγυρο; Δηλαδή ξεκόβεσαι από το γίγνεσθαι το κοινωνικό και το πολιτικό ή από την καθημερινότητα; Πιστεύεις ότι χρειάζεται αφοσίωση για να γράφεις ποίηση ή λογοτεχνία;

-Όχι. Αυτό είναι ακρωτηριασμός. Πιστεύω ότι είναι ακρωτηριασμός να πεις ότι θέλω να ζήσω μια μοναχική ζωή για να μπορώ να το κάνω αυτό. Όχι, εγώ θέλω να είμαι ανάμεσα στον κόσμο και να έχω και μια μεγάλη ανάπαυλα σε αυτά που γράφω.  Γιατί η ζωή περνάει δίπλα μας σαν το νερό. Είμασταν με την κόρη μου δίπλα σε ένα ρυάκι σε μια εκδρομή, και της έλεγα ότι δεν μπορείς να περάσεις δυο φορές από το ίδιο ποτάμι, τη ρήση του Ηράκλειτου,  και μου λέει, πώς γίνεται αυτό; Δεν μπορείς να περάσεις από το ίδιο σημείο, γιατί κάθε φορά είναι διαφορετική, κάθε στιγμή είναι αλλιώτικη.   

Μικρό βιογραφικό

Ο Πέτρος Κασιμάτης γεννήθηκε στην Αθήνα. Ρεπόρτερ-ερευνητής σε θέματα αιχμής με αποστολές και αποκλειστικότητες απ' όλο τον κόσμο που φιλοξενήθηκαν στη Le Monde, το BBC, το CNN κι όλα τα ξένα ειδησεογραφικά πρακτορεία. Πήρε συνεντεύξεις από τους Οτσαλάν, Κάρατζιτς, Αραφάτ, Τζορτζ Χαμπάς, τον πειρατή του "Ακίλε Λάουρο" Αμπού Αμπάς, τον αρχηγό του UCK Χασίμ Θάτσι, τον μαφιόζο της Αδριατικής Ντον Μικέλε Πάτσο, τον αρχηγό των Κόντρας Αντόλφο Γκαλέρο Πορτοκαρέρο, τον συγγραφέα Χόρχε Λουίς Μπόρχες, τον Τζίμι Κάρτερ, τον σεΐχη Σαγιέντ, ο οποίος του έδωσε συνέντευξη σε ένα κρησφύγετο στη βομβαρδισμένη Βηρυτό, ενώ πραγματοποίησε και αποστολή στα κρησφύγετα του ISIS στη Μ. Ανατολή.
Έχει γράψει πάνω από δέκα βιβλία. Έχει ταξιδέψει σε περισσότερες από εβδομήντα χώρες. Έχει καλύψει δέκα πολεμικές αναμετρήσεις και ανατροπές καθεστώτων σε όλο τον κόσμο.
Τιμήθηκε με το Δημοσιογραφικό Βραβείο Μπότση για τους αγνοούμενους της Κύπρου και με το Πρώτο Διεθνές Βραβείο Λογοτεχνίας από την Ένωση Αργεντινών Συγγραφέων στο Μπουένος Άιρες, στην Αίθουσα Μπόρχες.
Δίδαξε στο Πανεπιστήμιο Κοινωνιολογία της Ιστορίας, ενώ είναι επισκέπτης καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Κόμρατ. Διετέλεσε, επίσης, Διευθυντής του Γραφείου Τύπου της Βουλής.

Από τις Εκδόσεις Λιβάνη κυκλοφορούν τα βιβλία του  «Υπογραφές µε Σπαθί», «Αλέξανδρος Υψηλάντης – Ο Τελευταίος Πρίγκιπας», «Πορφυρός Λύκος», «Αγνοούµενοι – Άκρως Απόρρητο» –«Τα Δεκατρία Περιστέρια» (ειδική αναθεωρηµένη έκδοση), «Ταξίδια στις Χώρες της Εδέµ», « Μαράκανδα», «Ποτάµι στο Χρώµα της Τίγρης» και «Κάθε Καράβι Έχει το Βυθό του».

 

 


9/07/24

Η ΤΡΙΓΩΝΟΜΕΤΡΙΑ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ*

 

 

 *(από το ομώνυμο βιβλίο ποιημάτων της Αλκμήνης Ψιλοπούλου-εκδ. "Ατρειδών Κύκλος")



 Δεμένος πάνω στο κατάρτι ο πόθος

για εκείνη τη θάλασσα

Πλέουν στα κύματα πικρές στιγμές

λούζουν το φοβισμένο βαρκάκι

Που ξυλάρμενο

Έχει βγει στο πέλαγο

 

Ξυλάρμενη έχει βγει στο πέλαγο

Αυτή

Που κανείς δεν τη γνωρίζει

Η θάλασσα.

 

Κι είναι τόσο ευάλωτη

Πάνω στο κατάρτι δεμένη

Και πάνω στη στεριά δεμένη

Μέσα στους θορύβους.

Αλμυρή

Πικρή

Τρέμοντας από το κρύο

Αμίλητη.

 

Πουθενά δε στεριώνει

Πουθενά δεν ανήκει

Δεν έχει να πιαστεί

Δεν κοιμάται

Δε βλέπει όνειρα

Ούτε τις παρουσίες

που φεύγουν μέσα στο γαρμπή.

Περιπλανιέται αδιάκοπα

Μακριά.

 

Τους βυθούς της δεν τους θυμάται

Με το ένα χέρι καλεί

Και με τ’ άλλο διώχνει

Ανάμεσα στα δόντια

Κρατάει τον αφρό

Το λευκό

Της πίκρας

Της δύναμης

Της αδυναμίας.

 

Σκέφτεται να στείλει

Γράμματα

Μηνύματα

Αλλά

Θα φθάσουν αργά μέσα

Στα μελτέμια

Και κανείς δε θα τα δει

Κανείς δε θα τα διαβάσει.

 

Οι ώρες περνούν

Βγήκε  ήλιος

Το κατάρτι σπασμένο

Κι αυτή ταΐζει τον εαυτό της

Τρώει και δεν κλαίει πια.

 

 

Παράλληλοι

Μεσημβρινοί

Φάροι γυμνοί

Ακίνητοι

Μάτια κόκκινα

Λευκά, πράσινα

Στο δευτερόλεπτο του ορίζοντα

Που στέκει σκοτεινός

Πάνω απ’ τη θάλασσα.

 

Απλώνει ένα σκουριασμένο χέρι

Που δε χαιρετάει

Απλώνει και μένει εκεί

Ένα σεντόνι

Άλμπουρο

Νιτσεράδα

Και πλέει

προς τις στεριές.

 

Ανάμεσα στα δόντια της

Κρατάει τους αφρούς

Ποτέ χορτάτη

Ποτέ ξεδίψαστη.

 

Μόνο τον εαυτό της

Ακούει

Τα κύματα

Τον αέρα

Τις φωνές των γλάρων

Ποτέ δεν κοιμάται

Δε βλέπει όνειρα

Δε θυμάται.

 

Μετρώντας μοίρες

Ώρες

πόδια

Οργιές

Δάχτυλα

Στο κατάρτι πάνω

Ξεχασμένη

Η αμέτρητη

Η αμίλητη

Που δε θυμάται.

 

Τζιτζίκια

Δέντρα

Φυτά

Εραστές

Τίποτα

Τίποτα δεν ήθελε

 

Μόνο σε κείνον είπε

Το μυστικό της.

 

Μαθηματική εξίσωση

Τριγωνομετρία.

 

 

 

 

 


3/31/24

ΔΥΟ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

 

(από την ανέκδοτη ποιητική συλλογή της Αλκμήνης Ψιλοπούλου "Ταξίδια στην άσφαλτο")



Η ΕΞΟΥΣΙΑ ΤΗΣ ΠΕΙΝΑΣ

Ποδοσφαιρόφιλοι

Μπανιστιρτζήδες

Πουτάνες και χαμίνια

Είναι η αυριανή εξουσία, είτε το θέλουμε είτε όχι.

Το αστυνομικό τμήμα δεν κατοικοεδρεύει πια δίπλα στο σπιτάκι μας.

Μέσα στην άσπρη μας περιβολή

Απαντάμε στα ουρλιαχτά του μικρομεσαίου τονίζοντας

Πως αυτός ο κόσμος δεν έγινε για μας

Ότι δε μας τρομάζει τίποτα πια

Ότι τίποτα το θαυμαστό δεν πρόκειται να συμβεί.

Ότι βρισκόμαστε ήδη πολύ μακριά

Στη Νέα Πέργαμο ίσως ή στο Τιμπουκτού

-Θεός φυλάξει, λένε οι μανούλες μας το βράδυ.

Κι όμως. Ούτε δάκρυα ούτε παιδιά

Ούτε παράπονα κάτω από δέντρα.

Τα μπαράκια έγιναν γαλαρίες για τυφλοπόντικες.

Οι ταβέρνες κοιμήθηκαν μέσα στο ξινισμένο κρασί τους.

Περάσαμε όλοι μας στον Τροπικό του Καρκίνου.

Μετράμε φωνές

Κουράστηκαν τα χέρια μας να ψάχνουν

Λύσεις για τραυματίες.

Η πόλη

είναι μια μήτρα που συνεχώς αιμορραγεί.

-και ψιθυρίζει, δεν θέλω να ξαναγίνω έμβρυο.

 

Ας αδειάσουνε πάνω μας

Ό,τι σκουπίδια έχουνε

Αλλά ας πεθάνουν κάποτε.

 

Να πω «είναι εφιάλτης»

Και να ξυπνήσω

Μέσα στα μάτια των φίλων

Των αγαπημένων

Που θα με σκεπάζουν

Και θα τους έχουνε σκοτώσει.

 

Κι όμως

Κάτι μαχαιριές από τα λόγια τους

Παραμονεύουν ακόμη, σε κάθε γωνιά.

 

 


ΤΟ ΠΑΙΔΙ ΤΟΥ ΜΠΕΤΟΝ

 Κάθε μέρα κατασκοπεύεις την πόλη.

Ακούς και τη μικρότερη  ανάσα της.

Τα βράδια σα βαμπίρ σημειώνεις σε τούτο το χαρτί

τα βήματα των ανθρώπων της που ανελέητα μάζεψε

ένας συλλέκτης σαλιγκαριών.

Υπερίπτασαι στις στέγες των σπιτιών

και το κορμί σου γίνεται όλο και πιο διάφανο,

αερικό, κουνούπι, σελοφάν, υποατομικό σωματίδιο.

Τραγουδάς διαστημικές παρτιτούρες

γίνεσαι χορδή, ανέγγιχτη σιωπηλή παρουσία,

κοιτώντας τον ανδριάντα σου που δείχνει αλύπητα με τεντωμένο δάχτυλο: Εκεί!

Ένα σοκάκι λαβυρινθώδες, που φυσικά δεν είσαι εσύ  

μα που όλοι σε ονοματίζουν

 σε κάποιον τοίχο όπου πεισματικά κρύβεσαι…

Ποιός δίνει σημασία στα παιδιά

στα από εύθραυστο γυαλί, γίνονται κομματάκια

από αγάπη και μίσος, από αισθήματα κατανόησης που δεν ζήτησαν

μόνο ένα πάρκο ζήτησαν να παίξουν

ελεύθερα.

 

Είσαι το παιδί του μπετόν

Με φωνή βραχνή και με χέρια τετράγωνα.

Είσαι το παιδί

Της νυχτερινής απομόνωσης

Με χιλιάδες τσιγάρα αντί για παιδιά

Στα σπλάχνα σου.

Είσαι το παιδί που κρυφοκοιτάζει τους ξένους

Πίσω από γρίλιες και παράθυρα.

Είσαι το παιδί που πατάς την άσφαλτο

Και τη ρουφάει το πόδι σου

Σα νεράκι σε γλάστρα.

Είσαι το παιδί του τετράγωνου

Απ’ όπου ξέφυγαν αυτές οι λέξεις

Και η λύπη.

 

Είσαι αυτό

Που μόλις σταματάει

Πεθαίνουμε.

 

Είσαι η ποίηση

Με ή χωρίς λόγια

Ο ρυθμός στις φλέβες μας

Που κυλάει

Χωρίς να το ξέρουμε

Η παύση που δίνει το μέτρο σου.

 

Είσαι το μπαρ

Όπου πριν λίγο θέλαμε να πεθάνουμε

Πνιγμένοι μέσα σε εκατό χιλιάδες ποτήρια γέλιου

Ένα ερωτηματικό

Σε χιλιάδες τόνους.

 

 


11/10/22

ΝΙΚΟΣ ΕΓΓΟΝΟΠΟΥΛΟΣ* «Ωραίος σαν Έλληνας»

Πίνακας του Νίκου Εγγονόπουλου


 


Της Αλκμήνης Ψιλοπούλου

Παρόμοια εμπειρία με τον Ανδρέα Εμπειρίκο, είχε και ο Νίκος Εγγονόπουλος, υπερρεαλιστής ποιητής και ζωγράφος.

Ο Νίκος Εγγονόπουλος, ζωγράφος και ποιητής 

Τον Φεβρουάριο του 1941 επιστρατεύεται για το Αλβανικό μέτωπο. «Στρατεύτηκα» λέει ο ίδιος, «και με έστειλαν στην πρώτη γραμμή, στη «γραμμή πυρός», όπου με βαστήξανε πεισματάρικα μέχρι το τέλος των επιχειρήσεων. Δίχως καμιάν ανάπαυλα… Γιατί κανείς δεν αγνοεί ότι ιδιαίτερα στην περίοδο της όντως αλησμονήτου 4ης Αυγούστου, ο όρος «διανοούμενος» συνεπήγετο την έννοια του «υπόπτου». Ύστερα από φονικότατη μάχη, στις 13 Απριλίου 1941 συνελήφθην αιχμάλωτος, κρατήθηκα, με τους συναδέλφους μου, παρανόμως, από τους Γερμανούς σε στρατόπεδα «εργασίας αιχμαλώτων», δραπέτευσα, αλώνισα, με τα πόδια, πάνω από τη μισή Ελλάδα, και τέλος επέστρεψα εις τα ίδια…»

Σύμφωνα με την μαρτυρία της φίλης του Εγγονόπουλου Νέλλης Ανδρικοπούλου «στον πόλεμο το Νίκο τον έπιασαν οι Γερμανοί και τον έκλεισαν σε στρατόπεδο συγκεντρώσεως στη Γιουγκοσλαβία να σπάει πέτρες για το οδόστρωμα. Κάποια ώρα μπόρεσε να το σκάσει και μη έχοντας γνώση του χώρου ούτε αίσθηση προσανατολισμού-είχαν σπάσει και οι δυνατοί φακοί των γυαλιών του- περιπλανήθηκε μέρες στα βουνά, ώσπου να φθάσει στη Θεσσαλονίκη».

Πίνακας του Νίκου Εγγονόπουλου

Την εμπειρία του από τον πόλεμο καταγράφει στο ποίημα του «Τα γαρύφαλλα», γραμμένο το 1978, το τελευταίο που δημοσίευσε όσο ζούσε:

«Φάγαμε το μπαρούτι με τη χούφτα

Στ’ άγρια βουνά και

Τα λαγκάδια

Της Βόρειας Ηπείρου

Και φάγαμε

Το ξερό ψωμάκι

Αυτό π΄αρμόζει

Στον καλλιτέχνη

Στον ποιητή

 

Μόνη παρηγοριά

Τα λουλούδια:

Είτανε τα γαρύφαλλα…

Μα κάτι γαρύφαλλα!»

πίνακας του Νίκου Εγγονόπουλου

Σε ένα αυτοβιογραφικό του σημείωμα, περιγράφει πώς του έδωσε καταφύγιο ο Εμπειρίκος, όταν «οι Γερμανοί φαίνεται πως είχαν αρχίσει να δείχνουν κάποιο έντονο ενδιαφέρον για το τι έλεγα στον Μπολιβάρ. Έπρεπε να κρυφτώ και φυσικά βρήκα καταφύγιο στο σπίτι του γενναιόψυχου φίλου μου Ανδρέα Εμπειρίκου. Όλος ο κόσμος ξέρει τώρα, πως ο Εμπειρίκος, άφοβα, έδωσε σε πολλούς κατατρεγμένους άσυλο στα φοβερά χρόνια της Κατοχής. Θαυμάσιος οικοδεσπότης, έβρισκε τον καιρό και μου παρουσιαζότανε πολλές φορές την η μέρα, λίγα δευτερόλεπτα βέβαια, πάντα κομίζων άλλοτε μερικά τσιγάρα, άλλοτε με κανα περιοδικό που μόλις είχε λάβει. Όμως είτανε ο Εμπειρίκος πάντα παρών το βράδυ στο γεύμα που προσέφερε ολόκαρδα, πλούσιο όσο επέτρεπαν οι καιροί. Κι ύστερα μέναμε κουβεντιάζοντας μέχρι αργά τη νύχτα, και πολλάκις ίσαμε το πρωί…»

Τέλος, κατά την γνώμη της γράφουσας αυτό το κείμενο, όσοι από τους αναγνώστες του κεντρίστηκαν από τη γοητεία των μεγάλων αυτών ποιητών και των μεγάλων αυτών ανθρώπων, θα πρέπει να διαβάσουν τα δύο τεράστια ποιήματα τους, την Οκτάνα του Ανδρέα Εμπειρίκου, και τον Μπολιβάρ του Νίκου Εγγονόπουλου.

*Από τη σειρά της εφημερίδας Καθημερινή «Έλληνες ποιητές» και την εισαγωγή του Παντελή Μπουκάλα


11/01/22

ΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ : ΦΩΤΗΣ ΚΟΥΒΕΛΗΣ

 











της Αλκμήνης Ψιλοπούλου

Στην παρουσίαση του βιβλίου μου η «Τριγωνομετρία της Θάλασσας», ήταν έκπληξη η παρουσία του Φώτη Κουβέλη, παλιού φίλου και συναγωνιστή, γνωστού από την πολιτική του δράση ως βουλευτή, Υπουργού και στελέχους του ΣΥΡΙΖΑ.

Άνθρωπος σεμνός, μετρημένος, ευγενικός, ήπιων τόνων, από τους λίγους πολιτικούς με τέτοια ποιότητα, ο Φώτης Κουβέλης ρωτήθηκε από τη φίλη Τιτίκα Σαράτση, ποια νομίζει πως είναι η σχέση ποίησης και πολιτικής.

«Ένας πολιτικός έλεγε ότι εμείς, οι πολιτικοί, δεν είμαστε λαπάδες σαν τους ποιητές. Εγώ είμαι γνωστός ως πολιτικός, όμως αυτό που δεν είναι γνωστό είναι ότι έχω κι εγώ γράψει ποιήματα, τα οποία έχουν εκδοθεί από το Θεμέλιο». Και στη συνέχεια, αλλά και στην επικοινωνία που είχαμε μετά την παρουσίαση, ανέφερε ότι κατά τη γνώμη του, η ποίηση είναι κι αυτή πολιτική, με την ευρεία έννοια.

Με τον Φώτη Κουβέλη είμασταν μαζί στο ΚΚΕεσ. και στην ΕΑΡ, δηλαδή στην Ανανεωτική Αριστερά της μεταπολίτευσης. Υπήρχε αμοιβαία συμπάθεια και εκτίμηση, αλλά φυσικά μας ένωναν και οι αξίες της Ανανεωτικής Αριστεράς, αντιδογματικές και ανοιχτές σε δημιουργικές αλλαγές της κοινωνίας, για έναν κόσμο πιο δίκαιο, με ελευθερία και δημοκρατία. Αυτά πιστεύαμε τότε, και νομίζω ότι αυτές οι πεποιθήσεις μας δεν άλλαξαν ποτέ, παρά τα γυρίσματα των καιρών και τις συγκυρίες που ακολούθησαν την μεταπολιτευτική περίοδο.

Ανταλλάξαμε τηλέφωνα και μου ζήτησε τη διεύθυνσή μου για να μου στείλει την ποιητική του συλλογή.

Δέκα μέρες μετά, έλαβα το βιβλίο του, με τίτλο «Η Συνθήκη των Λόγων» (εκδ. Θεμέλιο).


Διάβασα τα ποιήματά του και εξεπλάγην ευχάριστα. Γιατί με έναν λόγο απλό, ήρεμο και λιτό, εκφράζονταν στους στίχους του πυκνά νοήματα, κρύβοντας ή υπονοώντας υπαινιγμούς πολιτικής φύσεως. Γεγονός που επιβεβαίωσε την άποψή του, ότι η ποίηση είναι κι αυτή μια μορφή πολιτικής.

Μας λείπει τόσο πολύ η ποιότητα του πολιτισμού, οι ανθρώπινες αξίες, τις οποίες υπηρετήσαμε στα νιάτα μας, μας λείπει τόσο μια χαραμάδα πολιτισμού μέσα στο σκοτάδι που βιώνουμε στις μέρες μας, που κατά κάποιον τρόπο δώσαμε μια μυστική υπόσχεση να συναντηθούμε ξανά, όχι μόνον εμείς οι δύο αλλά και με άλλους αξιόλογους ανθρώπους που υπάρχουν αλλά είναι χαμένοι μέσα στον ορυμαγδό της παρακμής που σκιάζει τον 21ο αιώνα.

Δημοσιεύουμε μερικά δείγματα γραφής από τον Φώτη Κουβέλη, τον ποιητή και πολιτικό, και ευχόμαστε να τον διαβάσουν κι άλλοι, και να τον καταλάβουν…


Οι οπές

Άνοιξαν την πόρτα των ωρών

Και άφησαν σημάδια ζωντανά

Γλυκιές οσμές και ήχους καθαρούς.

Με τους περαστικούς μοιράστηκαν

Τα μυστικά τους.

Τις οπές του απέναντι τοίχου

Κοιτούσαν και έψαυαν.

 

Το στείρο σύννεφο

Καινούρια ονόματα κατέφθασαν

Με ακατάληπτο συλλαβισμό.

Το στείρο σύννεφο έφερναν.

Σκουριά μεγάλωνε στα σωθικά του

Και η λάσπη του απειλούσε τους ανθούς.

Επίμονα το τεμαχίζουν άλλοι

Και το αδειάζουν στο κενό.

Όρθιοι λάμνουν με τις ανάσες του χρόνου.

 


Το ρήμα

Δεν ήθελαν οι λέξεις

Να απειλούν τη μνήμη τους.

Το ρήμα ήθελαν να φεύγει

Και να τραγουδά τα χρόνια.

Στο ανοιγμένο ρήγμα βρέθηκαν

Μα ακούνε τους σφυγμούς.

 

Αιώρα

Ευπρεπής θρήνος

Κατέθλιβε τα πλήθη.

Ίσως η πλάνη να είναι αιώνια αιώρα

Που απειλεί τον ορθόδοξο λόγο.

Χέρια δοκιμάζουν τη δύναμη

Στο κορμί που μένει ζωντανό.

 




Να φθάσουμε

Πιο πέρα έκραζε ο αετός

Θαλασσινά και στεριανά θηράματα.

Χιλιάδες χρόνια συναντήθηκαν

Και ιστορούσαν την ακήδευτη μάνα.

Πρέπει να φθάσουμε στο πέρασμα.

Εκεί μας περιμένουν οι φωνές

Που παραγγείλαμε

Και οι παρελάσεις που ετοίμασαν

Οι φύλακες.

Πρέπει να φθάσουμε γυμνοί και έτοιμοι.

 

Η επιλογή

Ποιο νόημα σωστό να δώσεις

Στα λάφυρα της χθεσινής ημέρας.

Ανάξιος ο ήχος των σειρήνων

Που θέλουν να ορίσουν τη ζωή με απειλές.

Το φως περνάει αδέσποτο

Από το άνοιγμα της γκρεμισμένης πόρτας.

Εμείς γκρεμίσαμε την πόρτα

Με γνώση σπάσαμε τις κλειδαριές

Και κάψαμε το κάσωμα.

Η επιλογή μας ήταν ένδοξη.

 

Ο κύκλος

Δεν φτάνει ο κύκλος για να κλείσει.

Σκοντάφτει αμήχανος

Στο οχυρό του νέφους.

Είναι πιο δίκαιο να μείνει το κενό

Και να θυμίζει τους καιρούς.

Να χάσκει ο κύκλος

Για να χωρέσει ο χρόνος.


10/12/22

«Η ΤΡΙΓΩΝΟΜΕΤΡΙΑ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ»: Ταξίδι στην Αθήνα

 




Της Αλκμήνης Ψιλοπούλου


«Όλα γίνεται να τα λύσεις και να τα επανασυνδέσεις, εκτός από τα λόγια που έγραψε ο ποιητής. Κάποια βίδα στο τέλος θα σε μπερδέψει. Μήτε που θα εφαρμόζει πουθενά, μήτε που χωρίς αυτήν θα λειτουργεί το μηχάνημα. Και ο ίδιος ο ποιητής, εάν κληθεί να δοκιμάσει, θ’ αποτύχει. Τον ακολουθούν οι προθέσεις του, που, αυτές, ενόσω ακόμη έγραφε, τον είχαν εγκαταλείψει χωρίς να το καταλάβει, για ν’ αφήσουν τη θέση τους σε άλλες, δοσμένες άγνωστο από πού και κλειδωμένες μέσα στο τελικό αποτέλεσμα, με μιαν ευλογοφάνεια που κάνει και τον ίδιον να απορεί. Την αδεξιότητά του, που εντούτοις ευστόχησε, δεν μπορεί παρά να την δικαιολογήσει με κάποιο ψέμα. Εκ των υστέρων, όλοι οι ποιητές, εξηγώντας τα ποιήματά τους, λένε ψέματα.

…….Η ποίηση μοιάζει-και ωστόσο δεν είναι καθόλου-παιχνίδι. Βέβαια, και στο παιχνίδι ο άνθρωπος αυτοσυγκεντρώνεται. Αλλά με έναν τρόπο που να αποξεχνιέται κιόλας μέσα του. Απεναντίας, στην ποίηση συγκεντρώνεται στο βάθος του «είναι-εκεί». Κερδίζει τη γαλήνη. Όχι καθόλου την απατηλή γαλήνη της απραξίας και του «κενού από κάθε στοχασμό», αλλά την άλλη, την απέραντη, που μέσα της όλες οι ενέργειες και όλες οι συσχετίσεις δραστηριοποιούνται. Η ποίηση ξυπνά και προκαλεί την εμφάνιση του εξωπραγματικού, του ονείρου, αντικρύ στη θορυβώδη δραστηριότητα που τον ξεγελάει και τον κάνει να πιστεύει ότι ζει το πραγματικό….

….Αλλά, τέλος πάντων, ο ποιητής ποιος είναι; Πού ανήκει; Ποια είναι η ταυτότητά του;

Ο ποιητής αντλεί ζωή από τους άλλους και τη διοχετεύει πάλι στους άλλους». (Απόσπασμα από το «ΕΝ ΛΕΥΚΩ» του ΟΔΥΣΣΕΑ ΕΛΥΤΗ)


Ήταν όλοι εκεί. Καλοί συνάδελφοι, παληοί συναγωνιστές, η αγαπημένη οικογένεια, η θεία, ο αδελφός, ο ανηψιός, φίλοι καρδιακοί και φίλοι που είχα να τους δω δεκαετίες, άνθρωποι που μόλις γνώρισα αλλά ήταν σαν να τους ήξερα από παληά. Δεν ήταν πολλοί. Ήταν όμως όσοι ήθελα να βρίσκονται σ’ αυτό το πρώτο μου ποιητικό ταξίδι, αγκαλιάζοντας το λίκνο της ψυχής της «Τριγωνομετρίας της Θάλασσας». Και έχουν ονόματα.


Ήταν η Φανή, ο Νίκος, ο Γιάννης, η Αννέτα. Ήταν η Τιτίκα, ο Λεωνίδας, η Ντόρα. Ήταν ο Φώτης. Ήταν η Μυρτώ, ο Νεοκλής, ο Τζιμάκος. Ήταν η Μάρω. Ήταν η Φαίδρα. Ήταν η Μίκα και η Μαρία. Και άλλοι που θα με συγχωρήσουν αν ξέχασα τα ονόματά τους.




Στη μέση ήταν η αγάπη που φώτιζε την αίθουσα της ΕΣΗΕΑ έτσι όπως ξέρει να φωτίζει τα πρωϊνά και τα βράδια τους ανθρώπους της πόλης. Οποτεδήποτε κι οπουδήποτε την καλούν, είναι παρούσα.


Και απάνω στο έδρανο, η Αλεξία, ο Γιάννης, η Αννέτα, ο κύριος Μπούρας, η Εύα (εκτός προγράμματος αλλά εντός ουσίας), η Μαρία, η Χαρά, ενώ κάτω η ακούραστη Δάφνη να τραβάει φωτογραφίες και βίντεο.

Κι εγώ , που ονομάστηκα ποιήτρια, χωρίς να ξέρω πώς κι από πού…


Ο καθένας τους έβαλε ένα διαμάντι με το λόγο του, χτίζοντας μέσα μου τον κόσμο στον οποίον ανήκω, τον κόσμο όπου ανήκα από παλιά, που τον ανακαλύπτω πάλι.

Ήταν μια βραδιά με συναισθήματα ανείπωτα που δεν περιγράφονται με λόγια.

Τους ευγνωμονώ όλους μέσα από την καρδιά μου. Και τους υπόσχομαι ότι μετά από αυτή την αγκαλιά που μου χάρισαν το βράδυ της 10ης Οκτωβρίου 2022, θα ξανασυναντηθούμε σύντομα, σε πολλά τέτοια ταξίδια.

ΣΑΣ ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ  ΠΟΥ ΜΕ ΤΙΜΗΣΑΤΕ ΜΕ ΤΗΝ ΠΟΛΥΤΙΜΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑ ΣΑΣ-και ιδιαίτερα τους εκδότες μου του «Ατρειδών Κύκλος» που μόχθησαν για να πραγματοποιηθεί αυτό το θαύμα. 

Η ΤΡΙΓΩΝΟΜΕΤΡΙΑ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ ΤΗΣ ΑΛΚΜΗΝΗΣ ΨΙΛΟΠΟΥΛΟΥ ΣΤΗΝ ΕΣΗΕΑ. ΕΣΗΕΑ - JUADN

"Η δημοσίευση είναι η πηγή της δικαιοσύνης" Ιωάννης-Ιάκωβος Μάγερ


Φωτο: Από την προχθεσινή πολύ συγκινητική παρουσίαση του βιβλίου "Η Τριγωνομετρία της Θάλασσας" της Αλκμήνης Ψιλοπούλου Αλκμήνη Ψιλοπούλουστην ΕΣΗΕΑ.

Η Δημοσιογράφος & Συγγραφέας Αλκμήνη Ψιλοπούλου με τον Ποιητή-Κριτικό Dr Κωνσταντίνο Μπούρα Konstantinos Bouras(Ομιλητής), την Δημοσιογράφο Αννέτα Καββαδία Anneta Kavadia(Ομιλήτρια), την Δημοσιογράφο Υγείας Εύα Ντελιδάκη Eva Delidaki(Παρέμβαση- Απαγγελία ποιήματος Ι ΤΣΙΝΓΚ), την Δημοσιογράφο Μαρία Κωνσταντοπούλου Maria Konstantopoulou (open tv - in.gr) (Συντονισμός), την Σκηνοθέτη Δάφνη Μαυροπούλου (Σκηνοθεσία Εκδήλωσης) Dafni Mauropoulouκαι τους ηθοποιούς Χαρά Νικολάου Xara Nikolaou(Απαγγελία ποιήματος Η ΤΡΙΓΩΝΟΜΕΤΡΙΑ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ), Γιάννη Παπαθύμνιο Γιάννης Παπαθύμνιος (Απαγγελία ποιήματος ΣΤΟΝ ΠΑΤΕΡΑ) και την Εκδότη-Ηθοποιό Αλεξία Πετροπούλου (Ομιλία-απαγγελία του ποιήματος ΚΙΡΚΗ).



 


 



Για εμένα

Γεννήθηκα στην Αθήνα το 1952. Σπούδασα Ιστορία - Αρχαιολογία στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Εργάστηκα στο Υπουργείο Πολιτισμού ως αρχαιολόγος από το 1977 ως το 1983. Παράλληλα με την εργασία μου σπούδασα θέατρο στη Σχολή Ευγενίας Χατζήκου και συμμετείχα σε παραστάσεις ερασιτεχνικών θεατρικών θιάσων.

Από το 1984 εργάστηκα ως δημοσιογράφος στις εφημερίδες ΑΥΓΗ, ΠΡΩΤΗ, Κυριακάτικη ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ. Το 1985 παίρνω το πρώτο δημοσιογραφικό βραβείο «Παύλου Παλαιολόγου» για το καλύτερο γυναικείο κείμενο. Αργότερα συνεργάστηκα με τα περιοδικά ΠΑΝΘΕΟΝ, ΓΥΝΑΙΚΑ, ΤΗΛΕΡΑΜΑ, Mme Figaro, ΑΣΤΡΑ ΚΑΙ ΟΡΑΜΑ, στα οποία είχα την ευθύνη της αρχισυνταξίας και την επιμέλεια του ελεύθερου ρεπορτάζ. Συνεργάστηκα επίσης ως ρεπόρτερ με την τηλεόραση του ΑΝΤ1 και με ραδιοφωνικούς σταθμούς (ΤΟP FM, 9.84 κ.α.). Κατά τη δημοσιογραφική μου καριέρα, ασχολήθηκα με την ελεύθερη έρευνα, πολιτιστικά, κοινοβουλευτικό και πολιτικό ρεπορτάζ.

Εργάστηκα ως συντάκτης πολιτικού ρεπορτάζ, στο Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων-(ΑΠΕ-ΜΠΕ). Έχω γράψει τα βιβλία «Ψάχνοντας για τη Μόνικα», «Η σκιά της άλλης» και «Μινώκερος», τα οποία εκδόθηκαν από τις εκδόσεις ΛΙΒΑΝΗ. Έχω κάνει πολλές επιμέλειες βιβλίων.

Τα τελευταία οκτώ χρόνια ζω μόνιμα στη Σύρο και συνεργάστηκα με την εφημερίδα «Ο ΛΟΓΟΣ των Κυκλάδων».