Πίνακας του Νίκου Εγγονόπουλου |
Της Αλκμήνης Ψιλοπούλου
Παρόμοια εμπειρία με τον Ανδρέα Εμπειρίκο, είχε και ο
Νίκος Εγγονόπουλος, υπερρεαλιστής ποιητής και ζωγράφος.
Ο Νίκος Εγγονόπουλος, ζωγράφος και ποιητής
Τον Φεβρουάριο του 1941 επιστρατεύεται για το Αλβανικό
μέτωπο. «Στρατεύτηκα» λέει ο ίδιος, «και με έστειλαν στην πρώτη γραμμή, στη
«γραμμή πυρός», όπου με βαστήξανε πεισματάρικα μέχρι το τέλος των επιχειρήσεων.
Δίχως καμιάν ανάπαυλα… Γιατί κανείς δεν αγνοεί ότι ιδιαίτερα στην περίοδο της
όντως αλησμονήτου 4ης Αυγούστου, ο όρος «διανοούμενος» συνεπήγετο
την έννοια του «υπόπτου». Ύστερα από φονικότατη μάχη, στις 13 Απριλίου 1941
συνελήφθην αιχμάλωτος, κρατήθηκα, με τους συναδέλφους μου, παρανόμως, από τους
Γερμανούς σε στρατόπεδα «εργασίας αιχμαλώτων», δραπέτευσα, αλώνισα, με τα
πόδια, πάνω από τη μισή Ελλάδα, και τέλος επέστρεψα εις τα ίδια…»
Σύμφωνα με την μαρτυρία της φίλης του Εγγονόπουλου Νέλλης
Ανδρικοπούλου «στον πόλεμο το Νίκο τον έπιασαν οι Γερμανοί και τον έκλεισαν σε
στρατόπεδο συγκεντρώσεως στη Γιουγκοσλαβία να σπάει πέτρες για το οδόστρωμα.
Κάποια ώρα μπόρεσε να το σκάσει και μη έχοντας γνώση του χώρου ούτε αίσθηση
προσανατολισμού-είχαν σπάσει και οι δυνατοί φακοί των γυαλιών του-
περιπλανήθηκε μέρες στα βουνά, ώσπου να φθάσει στη Θεσσαλονίκη».
Πίνακας του Νίκου Εγγονόπουλου
Την εμπειρία του από τον πόλεμο καταγράφει στο ποίημα
του «Τα γαρύφαλλα», γραμμένο το 1978, το τελευταίο που δημοσίευσε όσο
ζούσε:
«Φάγαμε το μπαρούτι με τη χούφτα
Στ’ άγρια βουνά και
Τα λαγκάδια
Της Βόρειας Ηπείρου
Και φάγαμε
Το ξερό ψωμάκι
Αυτό π΄αρμόζει
Στον καλλιτέχνη
Στον ποιητή
Μόνη παρηγοριά
Τα λουλούδια:
Είτανε τα γαρύφαλλα…
Μα κάτι γαρύφαλλα!»
πίνακας του Νίκου Εγγονόπουλου
Σε ένα αυτοβιογραφικό του σημείωμα, περιγράφει πώς του
έδωσε καταφύγιο ο Εμπειρίκος, όταν «οι Γερμανοί φαίνεται πως είχαν αρχίσει
να δείχνουν κάποιο έντονο ενδιαφέρον για το τι έλεγα στον Μπολιβάρ. Έπρεπε να
κρυφτώ και φυσικά βρήκα καταφύγιο στο σπίτι του γενναιόψυχου φίλου μου Ανδρέα
Εμπειρίκου. Όλος ο κόσμος ξέρει τώρα, πως ο Εμπειρίκος, άφοβα, έδωσε σε πολλούς
κατατρεγμένους άσυλο στα φοβερά χρόνια της Κατοχής. Θαυμάσιος οικοδεσπότης,
έβρισκε τον καιρό και μου παρουσιαζότανε πολλές φορές την η μέρα, λίγα
δευτερόλεπτα βέβαια, πάντα κομίζων άλλοτε μερικά τσιγάρα, άλλοτε με κανα
περιοδικό που μόλις είχε λάβει. Όμως είτανε ο Εμπειρίκος πάντα παρών το βράδυ
στο γεύμα που προσέφερε ολόκαρδα, πλούσιο όσο επέτρεπαν οι καιροί. Κι ύστερα
μέναμε κουβεντιάζοντας μέχρι αργά τη νύχτα, και πολλάκις ίσαμε το πρωί…»
Τέλος, κατά την γνώμη της γράφουσας αυτό το κείμενο,
όσοι από τους αναγνώστες του κεντρίστηκαν από τη γοητεία των μεγάλων αυτών
ποιητών και των μεγάλων αυτών ανθρώπων, θα πρέπει να διαβάσουν τα δύο τεράστια
ποιήματα τους, την Οκτάνα του Ανδρέα Εμπειρίκου, και τον Μπολιβάρ
του Νίκου Εγγονόπουλου.
*Από τη σειρά της εφημερίδας Καθημερινή
«Έλληνες ποιητές» και την εισαγωγή του Παντελή Μπουκάλα