για εκείνη τη θάλασσα
Πλέουν στα κύματα πικρές στιγμές
λούζουν το φοβισμένο βαρκάκι
Που ξυλάρμενο
Έχει βγει στο πέλαγο
Ξυλάρμενη έχει βγει στο πέλαγο
Αυτή
Που κανείς δεν τη γνωρίζει
Η θάλασσα.
Κι είναι τόσο ευάλωτη
Πάνω στο κατάρτι δεμένη
Και πάνω στη στεριά δεμένη
Μέσα στους θορύβους.
Αλμυρή
Πικρή
Τρέμοντας από το κρύο
Αμίλητη.
Πουθενά δε στεριώνει
Πουθενά δεν ανήκει
Δεν έχει να πιαστεί
Δεν κοιμάται
Δε βλέπει όνειρα
Ούτε τις παρουσίες
που φεύγουν μέσα στο γαρμπή.
Περιπλανιέται αδιάκοπα
Μακριά.
Τους βυθούς της δεν τους θυμάται
Με το ένα χέρι καλεί
Και με τ’ άλλο διώχνει
Ανάμεσα στα δόντια
Κρατάει τον αφρό
Το λευκό
Της πίκρας
Της δύναμης
Της αδυναμίας.
Σκέφτεται να στείλει
Γράμματα
Μηνύματα
Αλλά
Θα φθάσουν αργά μέσα
Στα μελτέμια
Και κανείς δε θα τα δει
Κανείς δε θα τα διαβάσει.
Οι ώρες περνούν
Βγήκε ήλιος
Το κατάρτι σπασμένο
Κι αυτή ταΐζει τον εαυτό της
Τρώει και δεν κλαίει πια.
Παράλληλοι
Μεσημβρινοί
Φάροι γυμνοί
Ακίνητοι
Μάτια κόκκινα
Λευκά, πράσινα
Στο δευτερόλεπτο του ορίζοντα
Που στέκει σκοτεινός
Πάνω απ’ τη θάλασσα.
Απλώνει ένα σκουριασμένο χέρι
Που δε χαιρετάει
Απλώνει και μένει εκεί
Ένα σεντόνι
Άλμπουρο
Νιτσεράδα
Και πλέει
προς τις στεριές.
Ανάμεσα στα δόντια της
Κρατάει τους αφρούς
Ποτέ χορτάτη
Ποτέ ξεδίψαστη.
Μόνο τον εαυτό της
Ακούει
Τα κύματα
Τον αέρα
Τις φωνές των γλάρων
Ποτέ δεν κοιμάται
Δε βλέπει όνειρα
Δε θυμάται.
Μετρώντας μοίρες
Ώρες
πόδια
Οργιές
Δάχτυλα
Στο κατάρτι πάνω
Ξεχασμένη
Η αμέτρητη
Η αμίλητη
Που δε θυμάται.
Τζιτζίκια
Δέντρα
Φυτά
Εραστές
Τίποτα
Τίποτα δεν ήθελε
Μόνο σε κείνον είπε
Το μυστικό της.
Μαθηματική εξίσωση
Τριγωνομετρία.