Την ώρα τούτη που το φεγγάρι
Δαγκώνει τον ήλιο, αργά-αργά
Σαν το λιοντάρι που τρώει το ελάφι…
Να βλέπεις δαγκωμένο τον ήλιο…
Εγώ ο Μέγας, ο Παντοκράτωρ,
Ο γαλβανισμένος με σκουριές
Και χρώματα
Με μέταλλα, μετεωρίτες και φλογισμένα
σωματίδια,
Ο κουρασμένος από την κυριαρχία μου,
Αφήνομαι σε σένα, θηλυκή θεά.
Αφήνομαι να με καταβροχθίσεις
Μέσα στα βάθη σου και τις κοιλότητες
Που αιώνες τώρα οι άνθρωποι ύμνησαν
Χωρίς ποτέ να έχουν δει.
Η παραλία
περιμένει.
Τα ζώα και τα πουλιά
Σωπαίνουν.
Η άμμος τρέμει
Σε κάθε πέλμα που την ακουμπά.
Η θάλασσα μοιάζει με λεχώνα.
Μύθοι και θρύλοι και προφήτες εκτινάσσονται
στον αέρα
Μαζί με τα θαλασσοπούλια
Που πετούν τώρα χαμηλά
Και υποκλίνονται σ’ ένα κάλεσμα.
Η γη έχει γίνει μια μεταλλική μπάλα
Βαριά, χωρίς ανάσα,
Τυλιγμένη από έναν ουρανό
Σα νεκρό.
Το φεγγάρι δαγκώνει τον ήλιο.
Αργά η θηλυκή θεότητα πλησιάζει
βυθίζοντας τον Κυρίαρχο μέσα στο μαύρο στόμα
της .
Η σιωπή αρχίζει να τρέμει από φόβο
Αρχίζει να ψιθυρίζει δυνατά, βαθιά,
Μέσα απ’ τη μήτρα.
Η μητέρα απλώνει τα χέρια
Για να χωθούμε στη σπηλιά της.
Μισοδαγκωμένο ροδάκινο χωρίς κουκούτσι
Είναι τώρα ο ήλιος
Χωρίς ακτίνες.
Μόνο μ’ ένα φωτεινό λυπημένο χαμόγελο που
σέρνει τη σκιά του
Στις πλάτες των σοφών.
Δεν έχει αέρα κι ανάσα πουθενά
Όλα έχουν γίνει υδράργυρος
Πηχτή μάζα από φως
Ένα λιωμένο μέταλλο που καίει
μέσα στην απόκοσμη χύτρα του Μεγάλου
Αλχημιστή.
Τώρα η Σελήνη έχει απλώσει το σκοτάδι της
Περπατάει με τη στρογγυλή της κοιλιά πάνω
στον ήλιο
Περπατάει πάνω στη φωτιά,
ο ήλιος έχει γίνει μισοφέγγαρο.
Οι ρόλοι αλλάζουν,
Ο κόσμος αναποδογυρίζει.
Ο άνεμος ξυπνάει από απορία
Κι αρχίζει να σαλεύει.
Η θάλασσα κινεί τα πέπλα της
Σημαδεύοντας έναν αργόσυρτο χορό
Το χορό της ζωής, της γέννησης και του
θανάτου.
Όλα τα στοιχεία γεμίζουν
Από κάποιο αόρατο χέρι.
Κύματα έρχονται, φουσκώνουν
Και σκάζουν πάνω στον τρόμο
Που αντικρίζει με δέος
Τα δύο κοσμικά θηρία να κάνουν έρωτα.
Όλα τώρα είναι ανάποδα.
«Μέσα στο μαύρο μικρό δωμάτιο του σύμπαντος
Εγώ η
Σελήνη, ασήμαντη, αποδιωγμένη πεντάρα,
Αγοράζω μια χρυσή λίρα έναντι της δύναμης που
έχουν ξεχάσει πως κατέχω.
Εγώ, η μικρή ασήμαντη ασημένια κουκλίτσα,
Τώρα σε έχω αιχμαλωτίσει Μεγάλε θεέ
Που σκύβεις ταπεινά το κεφάλι για να
υποκλιθείς μπροστά στη μικρότητά μου
Μπροστά στο σπηλαιώδες στόμα μου
Το γεμάτο σεξ, μυστήριο και ψυχρό πυρ.
Σε έχω ρουφήξει τώρα,
Σε έχω φάει σαν ένα ώριμο ζουμερό ροδάκινο.
Και οι άνθρωποι, γεμάτοι ταραχή και
συγκίνηση,
Απορούν, εκστασιάζονται, αναρωτιούνται και
θυμώνουν,
Πώς εγώ, μια τόσο μικρή κι ανόητη μούσα,
Μπόρεσα να ρουφήξω μέσα μου τόσο φως
Και να νικήσω το Μεγάλο Πυρ
Με το απόμερο σκοτάδι μου.
Εσείς που βλέπετε τώρα
Αυτό που ονομάζετε έκλειψη,
Ταπεινωθείτε.
Το μικρό γίνεται μεγάλο κάποτε
Και το θηλυκό νικάει το αρσενικό.
ΑΛΚΜΗΝΗ ΨΙΛΟΠΟΥΛΟΥ