Γράφει η Τιτίκα-Μαρία Σαράτση
Αλιείς μαργαριταριών
"Και τότε ήρθε η μέρα,
όταν ο κίνδυνος
να παραμείνει σφιχτός
σε ένα μπουμπούκι
ήταν πιο επώδυνος
από τον κίνδυνο
που χρειάστηκε
για να ανθίσει."
Anais Nin ( 1903 - 1977 )
Ήταν πολύ όμορφη. Με ένα βλέμμα βαθύ και μια λάμψη στα μάτια που τρεμόπαιζε μαγικά. Το βράδυ, όταν οι γονείς της κάθονταν για το δείπνο στην ταβερνούλα με την άσπρη τέντα και τον παφλασμό του ελαφρού, απαλού κύματος του Παγασητικού η μικρή Ελοϊζ την παρατηρούσε με θαυμασμό. Φορούσε πάντα μια σειρά μικρά μαργαριτάρια στο λαιμό της, γνήσια, όχι καλλιεργημένα και η λάμψη του περιδέραιου αντανακλούσε το φέγγος των ματιών της. Με το γιο της τον Τζέκη, η Ελοίζ κάθε απόγευμα πήγαινε στην παραλία για να μαζέψουν μαζί κοχύλια. Η κυρία Σαμπεθάϊ την έπαιρνε από το χέρι και της χάιδευε τα μαλλιά. «Ωραία, απαλά μαλλάκια μπουκλαριστά» της έλεγε με ένα απαλό χάδι.
« Το ξέρεις ότι αν βουτήξεις τα αληθινά μαργαριτάρια στο θαλασσινό νερό ζωντανεύουν; Να το θυμάσαι όταν μεγαλώσεις και φορέσεις κι εσύ μαργαριτάρια». Η κυρία Σαμπεθάϊ φορούσε πολύ όμορφα φορέματα. Υπέροχα χρώματα .Καλοκαίρι και στο χέρι της η Ελοϊζ είδε για πρώτη φορά τη σφραγίδα με τον αριθμό πάνω στο βελούδινο, μπρουτζινόχρωμο από τον θερινό ήλιο μπράτσο της.
Της έμαθε τη μουσική από τους «Αλιείς μαργαριταριών» του Μπιζέ.[i] Τη σιγομουρμούριζε καθώς κοίταζε τη θάλασσα και τα φώτα από τις βαρκούλες. Της είπε ποιος ήταν ο Ζωρζ Μπιζέ. Το ραδιόφωνο το μετέδωσε ένα βραδάκι, την ώρα του δείπνου. Η μητέρα της Ελοϊζ, η Ειρήνη-Βικτωρία, της εξήγησε μια μέρα τι ήταν η σφραγίδα. Για τα παιδάκια που οι ναζί έστελναν στους φούρνους. Για τα κρεματόρια. Για το Άουσβιτς. Της είπε πόσο είχε πονέσει η κυρία Σαμπεθάϊ. Για την απώλειά της. Και μέσα στην ψυχούλα της Ελοϊζ άνοιξε μια πληγούλα. Τότε ήταν που μίσησε τους Γερμανούς. Και ένα απόγευμα που ο Τζέκης με το αυτοκίνητο του πατέρα του πήγαιναν στο Βόλο για να ψωνίσουν κάτι, ο Τζέκης χαιρέτησε την μητέρα του από το παράθυρο του αυτοκινήτου. Και τότε η κυρία Σαμπεθάϊ λιποθύμησε. Ξύπνησε η μνήμη του αποχαιρετισμού του άλλου της παιδιού.
Η Ειρήνη- Βικτωρία της έβρεξε το πρόσωπο και την αγκάλιασε. Κι
άρχισαν και οι δυο να κλαίνε με λυγμούς. Το αυτοκίνητο είχε απομακρυνθεί και ο
Τζέκης δεν είδε τη σκηνή. Μάτια μαργαριταρένια σαν την ψυχή και την καρδιά της.
Η λεπτότητα και η βαρβαρότητα. Η φρίκη. Η νίκη της ομορφιάς. Αλιείς μαργαριταριών….τότε και
πάντα.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου