Η Βικτωρία στην παραλία του Βόλου το μενταγιόν της Ιωάννας
Γράφει η Τιτίκα-Μαρία
Σαράτση
Με τα μικρά της δαχτυλάκια μετρούσε τις τρυπούλες της δαντελένιας
κουρτίνας. Ήταν δεν ήταν 4 ετών αλλά είχε μάθει να μετράει. « Αν μετρήσω όλες
τις τρυπούλες η μαμά θα επιστρέψει και θα με πάρει αγκαλιά», σκεπτόταν.
Αρρώσταινε συχνά, την έβγαζε η καμαριέρα ζεστούλα- ζεστούλα και ιδρωμένη μετά
το μεσημεριανό ύπνο στο μπαλκόνι γιατί φλέρταρε με έναν νεαρό απέναντι. Κι έτσι
η Βικτωρία αρρώστησε μια, δυο, τρεις φορές αλλά τι να το κάνεις, από τα πολλά
κρυολογήματα είχε πάθει χρόνια βρογχίτιδα που θα την ταλαιπωρούσε σε όλη τη ζωή
της. Και άρρωστη όμως σηκωνόταν στα κρυφά και πήγαινε στο παράθυρο που έβλεπε
προς το σταθμό και μετρούσε τις τρυπούλες. Το πήρε είδηση ο πατέρας της, ο
εισαγγελέας και την απέλυσε την καμαριέρα, αλλά η βρογχίτιδα επέμενε και την
ταλαιπωρούσε. Δεν της είχαν πει ότι η μητέρα της πέθανε. Της είπαν πως πήγε
ταξίδι. Και έτσι πήγαινε και μετρούσε τις τρυπούλες της δαντέλας σε μια ατέρμονη αναμονή. Την θυμόταν τη μαμά
της. Τη θέρμη της αγκαλιάς. Το άρωμά της που μύριζε γιασεμί και πασχαλιά.
Σιγά-σιγά όμως κατάλαβε. Η μητέρα της δεν θα γυρνούσε ….Είχε φύγει για πάντα. Μεγάλωσε. Άρχισε να διαβάζει, να
διαβάζει συνέχεια. Βρήκε το βραχιόλι της μητέρας της και το φόρεσε. Βρήκε το
Βενετσιάνικο μενταγιόν και το φορούσε στις γιορτές. Ο πατέρας της κατάλαβε πως
με τις καμαριέρες δεν γινόταν δουλειά, δεν τα πρόσεχαν τα παιδιά, και
ξαναπαντρεύτηκε. Μια απλή γυναίκα. Καλή γυναίκα όμως, τα πρόσεχε τα κορίτσια.
Την Αγάπη, την Ανδρονίκη, την Τιτίκα και την Βικτωρία .Όλες πανέξυπνες. Και
όλες όμορφες. Η Τιτίκα ήταν καλλονή. Την ερωτεύθηκε ένας Κρητικός και την
παντρεύτηκε. Πήγαν ταξίδι στην Κρήτη,
έγκυος η Τιτίκα και γέννησε εκεί. Πέθανε στα 26 της και αυτή και το αγοράκι που
έφερε στον κόσμο.Επιλόχειος.. Εκείνες οι τρυπούλες έμειναν στην οικογένεια. Σαν
απώλειες. Δεν γέμισαν ποτέ στην ψυχή της Βικτωρίας. Έμειναν σαν μικρές πληγές
που όλες μαζί δημιουργούσαν ένα μεγάλο κενό. Αρίστευσε στο Αρσάκειο, ήταν η
καλύτερη μαθήτρια της Χαράς Συκουτρή, έγινε διδασκάλισσα, μπήκε στην Αντίσταση.Mε λόγους από τα μπαλκόνια στο ΕΑΜ. Πολέμησε για
τα δικαιώματα της γυναίκας. Με άρθρα στη τοπική δημοκρατική εφημερίδα[i], τον «Νέο
Αγώνα». Παντρεύτηκε έναν γιατρό, αληθινό αλτρουιστή. Την λάτρευε ο γιατρός. Όμως
το κενό της απώλειας δεν γέμισε. Γιατί υπάρχουν απώλειες που είναι παράλογες, τόσο
παράλογες που δημιουργούν πληγές που δεν επουλώνονται ποτέ. Αιμορραγούν αργά
και συνεχώς. « Είμαι η συνέχεια αυτής της απώλειας»….συνειδητοποίησε
μεγαλώνοντας η Ελοϊζ. Η Βικτωρία πέθανε νέα. Δεν άντεξε τη δικτατορία του 67.
Μαράθηκε….και πέρασε αυτή την αδιόρατη λεπτή γραμμή που χωρίζει τη ζωή από το θάνατο….τραγικά. Και η Ελοϊζ «έδεσε
την καρδιά της» και συνέχισε. Δώρισε το μενταγιόν στην μικρότερη κόρη της, την
Ιωάννα. Και πλούτισε τις κόρες της με τους πνευματικούς θησαυρούς της
Βικτωρίας. Τα κατάφερε; Δεν ξέρω. Τουλάχιστον προσπάθησε….
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου