6/15/23

*Κόρμακ Μακκάρθυ : «Ο επιβάτης»- «Stella Maris» Τα παιδιά της βόμβας

 

Ο Κόρμακ Μακκάρθυ

Της Αλκμήνης Ψιλοπούλου

 

Είχε λίγα τα λόγια του. Όπως όλοι οι μεγάλοι, πραγματικοί καλλιτέχνες, ιδιαίτερα οι συγγραφείς, μιας και όλα τα λόγια που έχουν να πουν, τα γράφουν. Και ποτέ μα ποτέ, μην ζητήσετε να σας πουν πολλά λόγια για τα βιβλία τους οι άνθρωποι της γραφής.

Είχε λίγα τα λόγια του ο Κόρμακ Μακκάρθυ, ένας από τους μεγαλύτερους Αμερικάνους συγγραφείς που μας άφησε πριν από δυό  μέρες στις 13 Ιουνίου 2023. Για την ακρίβεια, μας άφησε ορφανούς. Πρόλαβε πάντως, στην τελευταία στροφή της ζωής του, να μας χαρίσει δυο τελευταία βιβλία, σαν δώρα θεϊκά, τον «Επιβάτη» και το «Stella Maris». Περιμένουμε ακόμη ένα, «Το παιδί του Θεού», η έκδοση του οποίου έχει αναγγελθεί για το φθινόπωρο από τον Gutenberg. 

Είχε σκληρά τα λόγια του στα βιβλία του. Γροθιές στο στομάχι. Γίναμε επιβάτες στο ταξίδι στην άγρια Δύση, με την τριλογία του «Όλα τα όμορφα άλογα», «Το πέρασμα», «Πεδινές Πολιτείες» και το συγκλονιστικό, το επικό «Ματωμένος μεσημβρινός». Ζήσαμε μέσα από τις σελίδες του, στην καρδιά της σκληρής Αμερικής, και ήταν τόσο ζωντανό το ταξίδι αυτό, που γίναμε κομμάτι εκείνων των σκοτεινών αδυσώπητων τοπίων της μαζί με τους αδυσώπητους ήρωες, τα άλογα, και τα βουβάλια. Μια καρδιά τόσο αληθινή που μας συγκλόνισε.

Ο Κόρμακ ποτέ δεν μάσησε τα λόγια του. Μόνο που τα έσκαψε βαθιά, ώστε να φτάσουν στο βυθό  της φιλοσοφίας για τη ζωή και το θάνατο.

Το γεγονός ότι δεν τον τίμησαν ποτέ με το Νόμπελ, ζημιώνει όχι τον ίδιον αλλά το θεσμό…

Κόρμακ, σε ευχαριστούμε που υπήρξες  στην πνευματική μας ζωή. Να είσαι καλά εκεί όπου πήγες…

*Εις μνήμην, αναδημοσιεύουμε ένα κείμενο που γράφτηκε όταν εκδόθηκαν τα δύο τελευταία βιβλία του, « Ο Επιβάτης» και το «Stella Maris»

 

 

«Φαντασιώνομαι ότι έχω αντικρίσει τη φρίκη του κόσμου, αλλά ξέρω πως αυτό δεν αληθεύει. Παρόλα αυτά, δεν μπορείς να αναιρέσεις αυτό που έχεις δει. Δεν έχει υπάρξει ποτέ αιώνας τόσο σκοτεινός όσο αυτός εδώ. Πιστεύει κανείς στα σοβαρά ότι δεν θα ξαναδούμε άλλους τέτοιους;»

Μιλάει η Αλίσια. Αδελφή του Μπόμπι Γουέστερν και κόρη ενός από τους επιστήμονες που συμμετείχαν στην ομάδα δημιουργίας της πυρηνικής βόμβας και στο περιβόητο «Πρόγραμμα Μανχάταν». Μια νεαρή κοπέλα 20 ετών που νοσηλεύεται στο Stella Maris, ένα «μη δογματικό κέντρο φροντίδας ψυχιατρικών ασθενών ( έτος ίδρυσης 1902).  Στην καταγραφή της εισόδου της στο Κέντρο, αναφέρεται ότι «η ασθενής είναι 20 ετών , ελκυστική, πιθανώς ανορεξική. Ήρθε στο ίδρυμα πριν από έξι ημέρες (27 Οκτωβρίου 1972)με το λεωφορείο και χωρίς αποσκευές… Η ασθενής είναι υποψήφια διδάκτωρ μαθηματικών στο Πανεπιστήμιο του Σικάγο και έχει διαγνωσθεί ως παρανοϊκή σχιζοφρενής με μακροχρόνιο ιστορικό οπτικών και ακουστικών παραισθήσεων…»

Το Stella Maris είναι το δεύτερο βιβλίο του μεγαλύτερου ίσως εν ζωή συγγραφέα, του Cormac McCarthy (Κόρμακ Μακκάρθυ) , που έρχεται να ολοκληρώσει το πρώτο μυθιστόρημα του «δίπτυχου» με τον τίτλο «Ο Επιβάτης», όπου ήρωας είναι ο Μπόμπι, αδελφός της Αλίσια.

Τα δύο αυτά πρόσωπα των πολυαναμενόμενων βιβλίων του Μακκάρθυ, τα οποία εκδόθηκαν πρόσφατα στα ελληνικά από τις εκδόσεις Gutemberg, είναι τα παιδιά της ατομικής βόμβας. Είναι η μεταπολεμική γενιά του ΄50 που σημαδεύτηκε από το πλέον συγκλονιστικό γεγονός στην ανθρώπινη ιστορία, την πρώτη και- μέχρι στιγμής-τελευταία  πολεμική πυρηνική επίθεση στην Χιροσίμα, στις 6 Αυγούστου 1945*. 

Η Αλίσια, λέει πως «δεν έχει υπάρξει ποτέ αιώνας τόσο σκοτεινός όσο αυτός εδώ», εκφράζοντας με αυτή τη φράση την άποψη του Μακκάρθυ ότι η ρίψη της ατομικής βόμβας, άνοιξε τους ασκούς του Αιόλου για την τύχη της ανθρωπότητας.

Σήμερα, καμιά δεκαριά χώρες στον κόσμο διαθέτουν πυρηνικά, είτε σε μορφή πυρηνικών όπλων είτε πυρηνικών ενεργειακών εγκαταστάσεων.

Σήμερα, βρισκόμαστε στο μάτι του κυκλώνα αυτού του σκοτεινού αιώνα, όπου βασιλεύει μια απειλητική σιωπή και μια αδιάφορη γαλήνη, ενώ γύρω μας περιστρέφονται επικίνδυνα οι δυνάμεις του ολέθρου.

Αν τα δύο αυτά μυθιστορήματα του Μακκάρθυ έχουν μια σημασία και ένα νόημα, είναι το γεγονός ότι σκιαγραφούν με ζοφερά χρώματα και συχνά εφιαλτικές εικόνες, τη σύγχρονη αγωνία ολόκληρης της ανθρωπότητας, που έχει βάλει το στοίχημα της επιβίωσης ή της καταστροφής του είδους μας.

Να σημειώσουμε εδώ, ότι ο Μπόμπι υπήρξε φυσικός αλλά τα παράτησε κι έγινε δύτης, ενώ η Αλίσια ήταν μια μαθηματική ιδιοφυία, βομβαρδισμένη από μια δική της ιδεατή πραγματικότητα, όπως συμβαίνει συχνά με τις ιδιοφυίες που ακροβατούν ανάμεσα στην ανεπτυγμένη τους διάνοια και στην τρέλα.

Τα δύο αδέλφια ήταν ερωτευμένα. Αυτή η μοίρα τους κατατρέχει από την αρχή μέχρι το τέλος, δημιουργώντας ένα ζοφερό κοκταίηλ, μαζί με την εμπειρία τους από τους γονείς τους, κυρίως τον πατέρα τους, που υπήρξε από τους πρωτεργάτες της δημιουργίας της πυρηνικής βόμβας.

Ο Μπόμπι καταδιώκεται από τις μυστικές υπηρεσίες και αποφασίζει να εξαφανιστεί για να σώσει τη ζωή του, ενώ η Αλίσια, καταφεύγει στο Stella Maris και στο τέλος αυτοκτονεί.

Η επιστήμη, η φιλοσοφία,  το αξιακό πολιτισμικό σύστημα της ανθρωπότητας, η ανάπτυξη της τεχνολογίας και οι νέες κοινωνικές, οικονομικές και πολιτικές πραγματικότητες, βρίσκονται στον πυρήνα των συζητήσεων και των γεγονότων που ξεδιπλώνονται στα δύο βιβλία, ιδιαίτερα στο δεύτερο, το Stella Maris, που αποτελεί ολόκληρο έναν διάλογο ανάμεσα στην Αλίσια και τον ψυχίατρό της και καταγράφει τις φιλοσοφικές-πλατωνικές- και επιστημονικές ιδέες και απόψεις του συγγραφέα, ο οποίος ας σημειωθεί είναι μέλος του Τεχνολογικού Ινστιτούτου της Σάντα Φε στην Καλλιφόρνια και ασχολείται με την επιστήμη  των μαθηματικών και της φυσικής εδώ και πολλά χρόνια.

Η Αλίσια, περιγράφει την εμπειρία και τις πληροφορίες που γνωρίζει με έναν σκληρό και πέρα για πέρα αληθινό τρόπο, τόσο σκληρό και αληθινό, που  μπορεί να σοκάρει τον αναγνώστη. Μια γροθιά στο στομάχι, έτσι όπως είναι συνήθως τα μεγάλα έργα των μεγάλων δημιουργών.

Χαρακτηριστικά, η Αλίσια αναφέρει για τον πατέρα της, ο οποίος ήταν φυσικός στο Πρόγραμμα Μανχάταν: «Ήταν μέλος μιας ομάδας επιστημόνων που πήγαν στη Χιροσίμα μετά τον πόλεμο για να καταγράψουν τη ζημιά. Νομίζω ότι αναστατώθηκε από αυτό που είδε. Δεν μπορώ να μιλήσω για λογαριασμό του. Όποιος έφτιαξε τη βόμβα σκόπευε κάτι να ανατινάξει, και σίγουρα θα σκέφτηκε, καλύτερα να ζήσουμε εμείς παρά εκείνοι. Όποιο κι αν ήταν εκείνοι… Ο πατέρας μου δεν κοιμόταν ούτε πριν τη βόμβα, ούτε μετά. Νομίζω πως οι περισσότεροι από τους εμπλεκόμενους επιστήμονες δεν σκέφτηκαν ιδιαίτερα τι θα συνέβαινε. Απλά περνούσαν καλά. Όλοι είπαν περίπου το ίδιο σχετικά με το πρόγραμμα Μανχάταν. Ότι ποτέ στη ζωή τους δεν πέρασαν τόσο καλά. Αλλά αν δεν καταλαβαίνεις ότι το πρόγραμμα Μανχάταν είναι ένα από τα πιο σημαντικά γεγονότα στην ανθρώπινη ιστορία, τότε δεν έχεις καταλάβει τίποτα. Είναι ισάξιο με τη φωτιά και τη γλώσσα. Είναι τουλάχιστον τρίτο στη λίστα, και μπορεί να είναι και πρώτο. Δεν ξέρουμε ακόμα. Αλλά θα μάθουμε…»

Ακολουθεί μια συγκλονιστική περιγραφή από την έκρηξη της βόμβας: «Η ομάδα του πατέρα μου βρισκόταν περίπου δέκα χιλιόμετρα από το επίκεντρο της έκρηξης. Τους είχαν δώσει κάτι πολύ σκούρα γυαλιά. Νομίζω ήταν κάτι σαν προστατευτικά γυαλιά για οξυγονοκόλληση. Αλλά ο πατέρας μου είχε φέρει δικά του, γιατί πίστευε ότι δεν θα έβλεπε και πολλά με τα κρατικά γυαλιά. Φαντάζομαι θα μπορούσες να το δεις και μεταφορικά αυτό. Όμως το μόνο που είχαν να κάνουν τα γυαλιά αυτά ήταν να μπλοκάρουν την υπεριώδη ακτινοβολία. Άκουσαν την αντίστροφη μέτρηση από ένα ηχείο, ήταν όλοι τους πολύ νευρικοί. Μερικοί ανησυχούσαν μήπως γίνει έκρηξη και μερικοί μήπως δεν γίνει. Θυμάμαι τον πατέρα μου να λέει ότι έβαλε τα χέρια του μπροστά από τα γυαλιά για να προστατευτεί από την αρχική λάμψη της έκρηξης, και όταν έγινε η έκρηξη είδε τα κόκαλα των δακτύλων του με τα μάτια κλειστά. Δεν υπήρξε ήχος. Μόνο ένα εκτυφλωτικό λευκό φως. Και μετά ένα πορφυροκόκκινο σύννεφο που σηκώθηκε, φούσκωσε και άνθισε σχηματίζοντας το εμβληματικό λευκό μανιτάρι. Το σύμβολο της εποχής. Όλο εκείνο το πράγμα ορθώθηκε αργά σε ύψος τριών χιλιομέτρων. Ο άνεμος από το κύμα κρούσης ήταν υπερηχητικός, και για μια στιγμή έκανε τα αυτιά σου να πονέσουν. Και τελευταίος βέβαια ήρθε ο ήχος. Η εξωφρενική έκρηξη που ακολουθήθηκε από ένα αργό μπουμπουνητό , μια βουή που απλώθηκε πάνω από τη φλεγόμενη ύπαιθρο δημιουργώντας έναν κόσμο που δεν είχε υπάρξει ποτέ πριν στη γη. Τα πλάσματα της ερήμου εξαϋλώθηκαν χωρίς ούτε μια κραυγή, και οι επιστήμονες παρατηρούσαν, με τις δίδυμες αντανακλάσεις αυτού του πράγματος να καθρεφτίζονται στους μαύρους φακούς των προστατευτικών γυαλιών τους. Και ο πατέρας μου το κοίταζε μέσα από τα δάχτυλά του σαν το μαίμουδάκι που δεν ήθελε να δει το κακό που συνέβαινε. Όλοι τους όμως ήξεραν πως ήταν πολύ αργά πια.

-Τι είπαν; Οι επιστήμονες.

-Σηκώθηκαν όλοι και είπαν, Ώ, ρε φίλε. Δεν νομίζω ότι είπαν τίποτα. Είχαν μείνει άναυδοι. Ένας φίλος του πατέρα μου, κάποιος φυσικός ονόματι Μπέινμπριτζ, που ήταν επικεφαλής του προγράμματος, είπε: Είμαστε όλοι καθάρματα τώρα πια. Και υποτίθεται ότι ο Οπενχάϊμερ είπε κάτι από την Μπαγκαβάτ Γκιτά αλλά νομίζω η σανσκριτική λέξη για το Χρόνο ακούστηκε σαν τη λέξη για το Θάνατο…»

 


0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Για εμένα

Γεννήθηκα στην Αθήνα το 1952. Σπούδασα Ιστορία - Αρχαιολογία στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Εργάστηκα στο Υπουργείο Πολιτισμού ως αρχαιολόγος από το 1977 ως το 1983. Παράλληλα με την εργασία μου σπούδασα θέατρο στη Σχολή Ευγενίας Χατζήκου και συμμετείχα σε παραστάσεις ερασιτεχνικών θεατρικών θιάσων.

Από το 1984 εργάστηκα ως δημοσιογράφος στις εφημερίδες ΑΥΓΗ, ΠΡΩΤΗ, Κυριακάτικη ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ. Το 1985 παίρνω το πρώτο δημοσιογραφικό βραβείο «Παύλου Παλαιολόγου» για το καλύτερο γυναικείο κείμενο. Αργότερα συνεργάστηκα με τα περιοδικά ΠΑΝΘΕΟΝ, ΓΥΝΑΙΚΑ, ΤΗΛΕΡΑΜΑ, Mme Figaro, ΑΣΤΡΑ ΚΑΙ ΟΡΑΜΑ, στα οποία είχα την ευθύνη της αρχισυνταξίας και την επιμέλεια του ελεύθερου ρεπορτάζ. Συνεργάστηκα επίσης ως ρεπόρτερ με την τηλεόραση του ΑΝΤ1 και με ραδιοφωνικούς σταθμούς (ΤΟP FM, 9.84 κ.α.). Κατά τη δημοσιογραφική μου καριέρα, ασχολήθηκα με την ελεύθερη έρευνα, πολιτιστικά, κοινοβουλευτικό και πολιτικό ρεπορτάζ.

Εργάστηκα ως συντάκτης πολιτικού ρεπορτάζ, στο Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων-(ΑΠΕ-ΜΠΕ). Έχω γράψει τα βιβλία «Ψάχνοντας για τη Μόνικα», «Η σκιά της άλλης» και «Μινώκερος», τα οποία εκδόθηκαν από τις εκδόσεις ΛΙΒΑΝΗ. Έχω κάνει πολλές επιμέλειες βιβλίων.

Τα τελευταία οκτώ χρόνια ζω μόνιμα στη Σύρο και συνεργάστηκα με την εφημερίδα «Ο ΛΟΓΟΣ των Κυκλάδων».