Εκατοντάδες πέτρινα μάτια κοιτάζουν τους ταξιδιώτες
που φεύγουν από το νησί της Σύρου. Τα σπίτια, μικρά, μεγάλα, φτωχικά,
αρχοντικά, εμπορικά, εκκλησίες, θέατρα, με την όψη τους ολόλαμπρη στον ήλιο και
στη θάλασσα του Αιγαίου. Πρόσωπα ακίνητα στραμμένα σε σένα αποκλειστικά-έτσι
νομίζεις τουλάχιστον- σε χαιρετάνε με μαντήλια αόρατα κρεμασμένα στα παράθυρα
και στα τυφλά ανοίγματα και σε ρωτάνε γιατί φεύγεις.
Κι εσύ δεν ξέρεις τι να απαντήσεις, καθώς, όπως λες,
θα ξανάρθεις κάποια στιγμή μέσα στο χρόνο. Ωστόσο μια χαρμολύπη σε παίρνει και
σε πιάνει ένας κόμπος στο λαιμό γιατί δεν ξέρεις αν θα ξαναδείς αυτόν τον τόπο
που σε φιλοξένησε και κάποτε αγάπησες. Είναι ίσως το τελευταίο σου ταξίδι, το
ταξίδι του αποχαιρετισμού.
Και τα κοπάδια των κυμάτων αφρισμένα τρέχουν μπροστά
στα μάτια σου, αλμυρά και πικρά, γιγάντια δάκρυα, αδιάφορα.
Νιώθεις σαν την Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων. Alice σε φώναζε ένας φίλος. Ζούσες πάντα ανάμεσα σε δύο κόσμους. Έφυγες από την
ιδιαίτερη πατρίδα σου μετά τη ζόρικη εφηβεία, πήγες μακριά αλλά όχι και τόσο. Στο
Σούνιο.
Την ώρα που έκλεινε ο κύκλος του χρόνου, έφυγες
κλείνοντας την τελευταία πόρτα εκείνου του τόπου με τα πευκοδάση, τις θάλασσες,
τις βίλες , τις πισίνες κρυμμένες πίσω από μεγάλες πέτρινες μάντρες, τα
σουβλατζίδικα και τις παρακμιακές ταβέρνες και την μακρόστενη πλατεία με το
νεκρό σιντριβάνι και τους φίλους χαμένους μέσα σε μεθυστικά άνθη και λωτούς,
χωρίς σπίτι και χωρίς δουλειά.
Και πήγες ακόμα πιο μακριά, εκεί όπου ακόμη γίνονταν θαύματα, σ’ αυτό το μικρό νησί, ένας κόσμος δικός σου, ολοδικός σου, ένα νησί της Καλυψώς, όπου δεν έλειπε τίποτα και τίποτα δεν περίσσευε. Και περνούσαν οι μέρες, και οι στιγμές απλώνονταν μέσα στη θαλπωρή του ηλιόλουστου μεσημεριού και μέσα στην αλμύρα της θάλασσας, κι απλώνονταν πέρα στον ορίζοντα και κρέμονταν στα πανιά μικρών ιστιοφόρων, σαν εικόνες του Ελύτη.
Κι εσύ η Αλίκη, ξέχασες τα πάντα. Ήσουν πολύ μικρή για
να ξεφύγεις κι έζησες μέσα στο παραμύθι της χώρας των θαυμάτων. Και περνούσαν
οι στιγμές, οι μέρες, τα χρόνια, και το νησί έγινε ένα γιγάντιο κοχύλι που
έκλεινε σιγά σιγά τα αλαβάστρινα σαγόνια του και σε έκλεινε και σένα μέσα του.
Την τελευταία στιγμή, πριν σε κλείσει μέσα στα σπλάχνα
του για πάντα, πρόλαβες και ξέφυγες.
Και κλείστηκες απέξω. Και ξαναγύρισες στη μητέρα
πατρίδα, εκεί όπου γεννήθηκες, εκεί όπου επιστρέφουν πάντα οι μέτοικοι και οι
μετανάστες.
Και κούνησες το μαντήλι. Γειά σου, νησάκι όμορφο. Πού
ξέρεις, κάποια στιγμή μέσα στα χρόνια, θα ξαναβρεθούμε…
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου