6/02/23

Η Ματωμένη «ραφή» και η «καλή κοινωνία»

 

 

Η πλύστρα. Πίνακας του Τουλούζ Λωτρέκ

Γράφει η Τιτίκα- Μαρία Σαράτση

 

(Αφιερώνεται στην Κυρία Χριστίνα, την «πλύστρα μας» και σε όλες τις κοπελίτσες με τη «ματωμένη ραφή»)

   Αυτά που θα διαβάσετε στην ιστορία που ακολουθεί, συνέβαιναν στην «καλή  κοινωνία» πριν λίγες δεκαετίες. Δεν τα λέμε, συνήθως. Λες και δεν έγιναν ποτέ. Όμως πρέπει να ειπωθούν….από μας. Όχι μόνο από τον άωρα χαμένο Νίκο Θέμελη, τον Ανδρέα Καρκαβίτσα  και λίγες φωτεινές εξαιρέσεις, όπως η Άννα Μιχαλιτσιάνου.

 

Η Ελοϊζ[i] θυμόταν πολύ καλά την κυρία Χριστίνα. «Θυμόταν»; ή ήταν μια εικόνα θολή; Τα χέρια της πάντως τα θυμόταν σίγουρα. Ξερά και χαραγμένα από τις πλύσεις. Ερχόταν μόλις χάραζε και «έβαζε καζάνι». Επλενε, έπλενε, έπλενε. Περίμενε βέβαια πρώτα να βράσει το νερό. Έβαζε τα ασπρόρουχα και τα ανακάτευε άλλοτε με ένα λεπτό ξύλο, άλλοτε με τα χέρια. Η κυρία Χριστίνα, η πλύστρα. Έπλενε με πράσινο σαπούνι και με αλισίβα.[ii]

    Η Β. την σεβόταν. Ποτέ δεν την έλεγε «κυρά Χριστίνα» όπως όλοι. Την έλεγε «Κυρία Χριστίνα». Ερχόταν από το χωριό με τα πόδια, μην πληρώσει το εισιτήριο. Κάθε δραχμή της χρειάζονταν. Χήρα, με δυο κόρες της παντρειάς. Η Β. της έδινε παραπάνω λεφτά από το μεροκάματο. «Στη μνήμη του άντρα σου», της έλεγε. Εκτελεσμένος ο άνδρας της, αντάρτης στον εμφύλιο.

Όταν η Ελοϊζ και η αδελφή της η Ελσινόη μεγάλωσαν λιγάκι, η Β. τις φώναξε στην «πρόχειρη» τραπεζαρία και έκλεισε την πόρτα. «Θέλω να σας μιλήσω», τους είπε. « Η κυρία Χριστίνα είναι ηρωίδα. Ζει τις κόρες της και λαβώνει τα χέρια της κάθε μέρα με τα σαπούνια και τα βραστά νερά. Σε λίγο καιρό θα μας φέρει τη Σταυρούλα. Θα μείνει εσωτερική να μας βοηθάει με τις δουλειές. Κοριτσάκι μικρό είναι. Προσέξτε καλά. Θα της μιλάτε με σεβασμό. Ούτε στιγμή μην σας περάσει από το νου ότι είναι κατώτερη από μας. Απλώς είναι άτυχη. Θα τρώει στην τραπεζαρία. Και όταν σας ράβω παλτό ή καινούργια φορέματα θα της ράβουμε και της Σταυρούλας»…..

Η Β. ήταν εξαίρεση. Συνήθως οι κυρίες φερνόντουσαν στις υπηρέτριες με περιφρόνηση. Και όταν τύχαινε να είναι η «υπηρέτρια» όμορφη υπήρχε και άλλος κίνδυνος. Ο κίνδυνος του αφέντη. Ό, τι δεν τολμούσε να ζητήσει ο αφέντης του σπιτιού από τη σύζυγο το ζητούσε από την «υπηρέτρια». Που ήταν ανήλικη. Και που μόνη «προίκα» είχε έναν υμένα. Τον παρθενικό. Και πού να παντρευτεί μετά αν δεν ήταν παρθένα. Κανένας δεν την έπαιρνε. Και αν η «κυρία» ήταν καλή της πλήρωνε το γυναικολόγο να κάνει «ραφή». Να ράψει τον υμένα και να είναι σαν παρθένα. Αυτά η Ελοϊζ τα κατάλαβε από μισόλογα. «Η Ρούλα η καϋμένη…. Ευτυχώς που η κυρία Ευτέρπη της πλήρωσε το γυναικολόγο»….Και άλλα πολλά. Η Β. έβραζε. «Είναι αδικία, αδικία». Και το καλύτερο από όλα: ούτε λέξη για διαζύγιο. Και που μάθαινε η «κυρία» το τι είχε συμβεί το έκρυβε κάτω από το χαλί. Ντρεπόταν. Ντρεπόταν την «καλή κοινωνία»….Αυτό συνέβη και στην άλλη κόρη της κυρίας Χριστίνας. Αννούλα το όνομά της. Τη «βίαζε» ο αφέντης. Και η κυρία Χριστίνα ήρθε στην Β. για βοήθεια. Και η Β πλήρωσε το γυναικολόγο. Και έγινε η ραφή. Και παντρεύτηκε η Αννούλα. Πληγωμένη για πάντα, τραυματισμένη για πάντα……Παρθένα, με «ραφή». Με την ψυχή της ματωμένη…..

(Ο παλιός ελληνικός κινηματογράφος δίνει μια λίγο πιο light εικόνα της «καλής-αστικής- κοινωνίας» και του υπηρετικού της προσωπικού: στις ελληνικές ταινίες, το χαστούκι του αφεντικού στο μάγουλο της υπηρέτριας, πάει σύννεφο. Ευτυχώς, σήμερα είμαστε αρκετά μακριά από όλα αυτά. Όμως καλό είναι να τα θυμόμαστε για να έχουμε κι ένα μέτρο σύγκρισης…  Α.Ψ.)



[i] Η Ελοϊζ είναι μια «περσόνα» της γράφουσας.

[ii]  Η αλισίβα, ή αλουσά, ή σταχτόνερο, είναι ένα αλκαλικό διάλυμα που παρασκευάζεται με τον βρασμό του νερού μαζί με στάχτη από καμένα ξύλα. Συνιστάται να χρησιμοποιείται βρόχινο νερό. Στα παλαιότερα χρόνια τη χρησιμοποιούσαν για τη λεύκανση των ρούχων, αλλά και αντί για σαπούνι, και για το λούσιμο, ιδίως για λιπαρά μαλλιά. Η αλισίβα έχει καθαριστικές ιδιότητες λόγω του ανθρακικού καλίου που προσλαμβάνει από τη στάχτη, το οποίο έχει την ιδιότητα να διαλύει τα έλαια και τα λίπη, όχι όμως και τα ορυκτέλαια (λ.χ. γράσο, παραφίνες, βαζελίνη).

Η αλισίβα ήταν άλλοτε πολύ διαδεδομένη. Χρησιμοποιείται ακόμη και σήμερα σε απομακρυσμένα χωριά, ιδίως το χειμώνα, στην πλύση των ασπρορούχων.


0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Για εμένα

Γεννήθηκα στην Αθήνα το 1952. Σπούδασα Ιστορία - Αρχαιολογία στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Εργάστηκα στο Υπουργείο Πολιτισμού ως αρχαιολόγος από το 1977 ως το 1983. Παράλληλα με την εργασία μου σπούδασα θέατρο στη Σχολή Ευγενίας Χατζήκου και συμμετείχα σε παραστάσεις ερασιτεχνικών θεατρικών θιάσων.

Από το 1984 εργάστηκα ως δημοσιογράφος στις εφημερίδες ΑΥΓΗ, ΠΡΩΤΗ, Κυριακάτικη ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ. Το 1985 παίρνω το πρώτο δημοσιογραφικό βραβείο «Παύλου Παλαιολόγου» για το καλύτερο γυναικείο κείμενο. Αργότερα συνεργάστηκα με τα περιοδικά ΠΑΝΘΕΟΝ, ΓΥΝΑΙΚΑ, ΤΗΛΕΡΑΜΑ, Mme Figaro, ΑΣΤΡΑ ΚΑΙ ΟΡΑΜΑ, στα οποία είχα την ευθύνη της αρχισυνταξίας και την επιμέλεια του ελεύθερου ρεπορτάζ. Συνεργάστηκα επίσης ως ρεπόρτερ με την τηλεόραση του ΑΝΤ1 και με ραδιοφωνικούς σταθμούς (ΤΟP FM, 9.84 κ.α.). Κατά τη δημοσιογραφική μου καριέρα, ασχολήθηκα με την ελεύθερη έρευνα, πολιτιστικά, κοινοβουλευτικό και πολιτικό ρεπορτάζ.

Εργάστηκα ως συντάκτης πολιτικού ρεπορτάζ, στο Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων-(ΑΠΕ-ΜΠΕ). Έχω γράψει τα βιβλία «Ψάχνοντας για τη Μόνικα», «Η σκιά της άλλης» και «Μινώκερος», τα οποία εκδόθηκαν από τις εκδόσεις ΛΙΒΑΝΗ. Έχω κάνει πολλές επιμέλειες βιβλίων.

Τα τελευταία οκτώ χρόνια ζω μόνιμα στη Σύρο και συνεργάστηκα με την εφημερίδα «Ο ΛΟΓΟΣ των Κυκλάδων».