Με θέα τον «πολυπολιτισμικό» ακάλυπτο των πέντε πολυκατοικιών στο κέντρο της Αθήνας όπου-πλέον-ζώ, προσπαθώ να ανοίξω τον σκληρό δίσκο με τα αρχεία των αναμνήσεων. Είναι τόσοι πολλοί οι φάκελοι, πού να βρίσκεται εκείνος που ψάχνω να βρω… Ψάχνω, και η λέξη-κλειδί είναι «η φωτιά».
Η φωτιά, που κυνηγούσαμε από παλιά, ήδη από τότε. Από
το 2007 και πιο πριν. Τότε ζούσα στο πατρικό μου σπίτι στο Σούνιο. Αγκαλιασμένο
από το πευκοδάσος στις υπώρειες του Εθνικού Δρυμού, έμοιαζε με φωλιά γιγάντιων
πουλιών, με τα κλαδιά ενός τεράστιου πεύκου να σκεπάζουν την αυλή και το
μποστάνι με τις ντοματιές, τις πιπεριές, τις μελιτζανιές, τις κολοκυθιές, και
δίπλα τη σέρα με τα τριαντάφυλλα, καθώς και τα εξωτικά δενδρύλλια που σκίαζαν
το πλακόστρωτο της αυλής και την κούνια.
Μπροστά από την πέτρινη μάντρα ήταν το χωματένιο
μονοπάτι που οδηγούσε αριστερά προς τον κεντρικό δρόμο Λαυρίου -Σουνίου και που
αργότερα ασφαλτοστρώθηκε. Πίσω από το σπίτι η μεγαλόπρεπη θέα του βουνού με τη
μεγάλη λουρίδα πυρασφάλειας και στην κορυφή του το πυροφυλάκιο.
Λίγα σπίτια υπήρχαν τότε στο λόφο, κοντά στο δικό μου.
Απέναντι ο ιδιοκτήτης του σπιτιού είχε και ένα σκυλάκι, ενώ στο οροπέδιο που
γειτόνευε με το πίσω μέρος , μια βίλα με δυο σκυλιά, και τους ιδιοκτήτες να
έρχονται κάθε καλοκαίρι και να μαζεύονται παρέα και να τραγουδάνε με όμορφες
φωνές, θυμίζοντας χορωδία.
Από παλιά, οι γονείς μου θυμάμαι ότι συμμετείχαν σε
ομάδες πυρασφάλειας και όργωναν το βουνό σε βάρδιες περιφρούρησης για το φόβο
πυρκαγιών. Γιατί η φωτιά είχε κάνει την τρομερή εμφάνισή της πολύ πριν από τις
τραγικές πυρκαγιές της Ηλείας που κόστισαν τόσες ανθρώπινες ζωές.
Στα πύρινα εκείνα καλοκαίρια, τότε που ακόμα οι φωτιές μπορούσαν να σβήσουν ακόμα και με κλαριά ή με κουβάδες, τα πλάσματα του δάσους που έχαναν τις φωλιές τους από την πυρκαγιά, κατέβαιναν κάτω στην παραλία για να σώσουν τη ζωή τους. Ένα τέτοιο καλοκαίρι, μετά από μια πυρκαγιά, είχαμε δει μια αλεπουδίτσα που είχε κατέβει από το βουνό και κρύφτηκε πίσω από μια ψησταριά στην αυλή ενός σπιτιού κοντά στην παραλία. Φαινόταν μόνο η φουντωτή ουρά της, και μόλις μας είδε, αλλόφρων από τον πανικό, το έβαλε στα πόδια.
Μετά το 2000, οι ομάδες εθελοντών πυροπροστασίας, που
αργότερα ονομάστηκαν «πολιτικής προστασίας», άρχισαν να οργανώνονται πιο
συστηματικά.
Εμείς, τα παιδιά των παλαιών οικογενειών που είχαν
σπίτια-εξοχικά κυρίως- στην περιοχή, συμμετείχαμε σε αυτές τις ομάδες
αποτελούμενες κυρίως από μόνιμους κατοίκους του Λαυρίου και του Σουνίου, αλλά
και από παραθεριστές, κυνηγούς και άλλες κοινωνικές ομάδες. Είχαμε άλλωστε
γίνει κι εμείς πλέον μόνιμοι κάτοικοί του.
Θυμάμαι που μαζευόμασταν γύρω στον Απρίλη-Μάη κοντά
στο Δημαρχείο και παίρναμε μαθήματα-σεμινάρια για το πώς να αντιμετωπίζουμε τις
φωτιές. Εκεί λοιπόν, ο έμπειρος αρχηγός του πυροσβεστικού σώματος Λαυρεωτικής,
μας έλεγε πολύ ενδιαφέροντα πράγματα: όπως, ότι τη φωτιά πρέπει να την χτυπάς
από πίσω κι όχι από μπροστά, γιατί αλλιώς την τροφοδοτείς αντί να την σβήσεις.
Κι ακόμα, ότι όταν προλάβεις τη φωτιά με την πρώτη φλόγα ή μόλις δεις τον πρώτο
καπνό, μπορείς να τη σβήσεις ακόμα και με έναν κουβά ή με ένα κλαδί. Όταν όμως
καθυστερήσεις, θα ξεφύγει και θα πάρει ανεξέλεγκτες διαστάσεις.
Τότε, δεν υπήρχαν ακόμη τόσα εναέρια μέσα και η δράση τους
ήταν περιορισμένη.
Μόλις έμπαινε ο Ιούνιος, αρχίζαμε τις περιπολίες.
Κάτοικοι, παραθεριστές, κυνηγοί, οργανώναμε
τις ομάδες μας και τις βάρδιες μας, με υπεύθυνο τον αρχηγό που είχαμε
επιλέξει στις συγκεντρώσεις μας.
Είχαμε μαζί μας κιάλια, φορούσαμε μπότες και το βράδυ
φωσφορίζοντα γιλέκα για να φαινόμαστε στο σκοτάδι. Και παίρναμε σβάρνα τα
βουνά και τα λαγκάδια. Στην καρδιά του
Εθνικού Δρυμού, κατοπτεύαμε την περιοχή μέχρι τα Λεγραινά και την Ανάβυσσο, από
τις κορυφές του όρους, από το Χάος, την πανοραμική κορυφή με το εκκλησάκι της
Αγίας Βαρβάρας, κάποια πυροφυλάκια και άλλα σημεία με περιμετρική θέα της
περιοχής της Λαυρεωτικής- Ακρωτήρι Σουνίου, Ανάβυσσος, Λεγραινά, Κερατέα,
Καλύβια κ.ο.κ.
Εκείνες οι μέρες του 2007, ήταν τρομακτικές. Καιγόταν
και τότε όλη η Ελλάδα, ίσως όχι στην έκταση και στις διαστάσεις τις σημερινές,
αλλά σε πολλές περιοχές της χώρας. Ακόμα και στον Υμηττό θυμάμαι ότι είχε μπει
φωτιά, κοντά στου Παπάγου. Ήταν τότε που ο υπουργός Βύρων Πολύδωρας, είχε
μιλήσει για «ασύμμετρη απειλή» και για τον «στρατηγό άνεμο»…
Οι περιπολίες μας δεν ήταν μονάχα τη μέρα, αλλά και τη
νύχτα. Μετά τη δουλειά, όποιες ώρες μπορούσε ο καθένας, κανόνιζε τη βάρδια του
αποτελούμενα από 2-4 άτομα.
Έτσι λοιπόν, μετά τις 4 το απόγευμα, ξεκινούσαμε μαζί
με έναν κυνηγό, έμπειρο στις φωτιές, με το τζιπ του, για τα κορφοβούνια.
Κατοπτεύαμε με τα κυάλια από ψηλά μέχρι τη θάλασσα.
Θυμάμαι την αδρεναλίνη στα ύψη. Οι αισθήσεις σε
απόλυτη εγρήγορση, για μυρωδιά καμένου, για παρατήρηση κάποιας ύποπτης λάμψης ή
για κάποια στήλη καπνού να ανεβαίνει προς τον ουρανό. Ορισμένοι γείτονες αλλά
και απλοί πολίτες, έλεγαν, «η φωτιά δεν θα μας πιάσει, είναι μακριά». Και
προσπαθούσαμε να τους εξηγήσουμε πως το «μακριά» είναι σχήμα λόγου. Διότι η
φωτιά έχει τους δικούς της νόμους και κανόνες. Είναι απρόβλεπτη. Η δύναμή της
ανυπολόγιστη.
Στις περιπολίες μας, μοιράζαμε φυλλάδια στους
περιοίκους με οδηγίες για τις φωτιές, ενώ όταν ανέβαιναν τα μποφόρια είχαμε τα
μάτια μας δεκατέσσερα για ύποπτα μπάρμπεκιου, για εργασίες με οξυγονοκόλληση,
για σπασμένα γυαλιά πεταμένα μέσα στα πουρνάρια, για πεταμένους πάτους μπύρας,
για περίεργα μηχανάκια αφημένα κάτω από ένα δέντρο.
Στο τέλος, πήραμε την εντολή να ελέγχουμε, με
σταθμευμένα τα αυτοκίνητά μας, την είσοδο και την έξοδο στον Δρυμό, σταματώντας
όλα τα οχήματα που πήγαιναν για να μπουν στο δάσος και γυρνώντας τα πίσω με
αναστροφή.
Τα βράδια, ήταν άλλη κατάσταση. Οι ώρες μέσα στο
απόλυτο σκοτάδι περνούσαν αργά και βασανιστικά, η νύστα, η πείνα και η κούραση
μας πολιορκούσαν. Καθισμένοι σε πρόχειρες καρέκλες ή σκαμνάκια, διηγούμασταν
ιστορίες από τη ζωή μας, όπως παλιά οι παππούδες και οι γιαγιάδες μας,
τραγουδούσαμε μουρμουριστά λαϊκά τραγούδια και λέγαμε καλαμπούρια. Αλλά όλα
αυτά, δεν μπορούσαν να αποσπάσουν το μυαλό και την ψυχή μας από τη θλίψη. Η
μυρωδιά της φωτιάς είχε νοτίσει τα ρουθούνια μας και οι ανταύγειες από τις
φλόγες πέρα στον ορίζοντα υπόβοσκαν καίγοντας την ψυχή μας. Κι η καρδιά μας
ήταν γεμάτη λυγμούς για τα δέντρα που καίγονταν, για τα ζώα που έχαναν τα
σπίτια τους, για τα ορφανά πουλάκια, τα κουνάβια, τις αλεπούδες, που τα τύλιγαν
οι φλόγες και που έτρεχαν αλλόφρονα τρελαμένα για να σώσουν τη μικρή τους
ζωούλα.
Και ύστερα από κάποια χρόνια, φύγαμε κι εμείς, όταν οι
φωτιές που κυνηγούσαμε κόντεψαν να γλύψουν το σπίτι μας.
Εκείνες οι αισθήσεις, εκείνη η θλίψη, εκείνο το βάρος
στο στήθος, εκείνος ο ενστικτώδης, ζωώδης φόβος, μας ακολουθούν ακόμα, μέχρι
σήμερα, που βλέπουμε τη δόλια την πατρίδα μας να καίγεται απ’ άκρη σ’ άκρη,
καίγοντας κι ότι απόμεινε σε μας από αγάπη, τρυφερότητα και συμπόνια για το
ανθρώπινο γένος…
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου