Της Αλκμήνης Ψιλοπούλου
«Δηλητήριο
Και είναι ο χωρισμός
ένα χρυσό δρεπανηφόρο άρμα.
Και τα περσικά μαχαίρια του μπαινοβγαίνουν
στο σώμα.
Κι ας επιμένω να βλέπω αηδόνια να φεύγουν
απ’ τα γόνατά της.
Κι αλίμονο-δυο ώρες μετά, χαρίζει
οργασμούς, γυμνή,
σε κάποιον άλλο.
Και το πρώτο αναφιλητό διαδέχεται η
σταύρωση.
Και είναι σταύρωση χωρίς καρφιά.
Και είναι σταύρωση χωρίς λόγχες στα
πλευρά.
Και μου γνέφει ο Θεός πως τα δάκρυα, λέει,
θα εκδικηθούν
Στους αιώνες των αιώνων!
Και δεν αντέχω τέτοιες φλυαρίες.
Και καθώς έπινα το κώνειο της βροχής,
ζυγίστηκε στη βλεφαρίδα μια σταγόνα.
Κι έπεσε στο ποτήρι με το νερό το
ασημένιο.
Κι είδα ένα τόσο δα δάκρυ
Που γινόταν δηλητήριο μες στο ποτήρι»
(Πέτρος Κασιμάτης: «Ου τόπος Παράδεισος,
πρόσωπον»)
Τον Πέτρο τον γνώρισα πριν από πολλά χρόνια, όταν
είμασταν και οι δύο στα μετερίζια της δημοσιογραφίας. Εκείνος βέβαια, ήδη
καταξιωμένος ερευνητής και ανταποκριτής σε χώρες εξωτικές, εγώ στο ταπεινό
ρεπορτάζ του εσωτερικού γίγνεσθαι. Ωστόσο, όπως αποδείχθηκε εκ των υστέρων,
πολλές δεκαετίες αργότερα, δηλαδή τώρα πρόσφατα που τον συνάντησα, είχαμε την
ίδια «πετριά»: Τη λογοτεχνία και την ποίηση.
Τότε, γύρω στο 1996-1997, ο Πέτρος είχε ζητήσει τη
βοήθειά μου για την επιμέλεια του πρώτου βιβλίου του, «Τα δεκατρία
περιστέρια», μια έρευνα για τους αγνοούμενους της κυπριακής τραγωδίας. Ψάχνοντας
για εκδότη του βιβλίου, τον σύστησα στον Λιβάνη, όπου ήδη είχα εκδώσει
εγώ το πρώτο μου βιβλίο.
Ύστερα, χαθήκαμε. Αλλά η ζωή έχει εκπλήξεις. Ήταν
γραφτό να ξαναβρεθούμε σήμερα, σχεδόν μια τριακονταετία αργότερα, κατά τη
διάρκεια μιας εκδήλωσης που διοργάνωσε στο Μπαράκι της Διδότου, με την
παρουσίαση μελοποιημένων ποιημάτων του από την Μαρία Ρεμπούτσικα.
Εντυπωσιάστηκα. Δεν γνώριζα ότι είχε γράψει ποιήματα
και, κατά σύμπτωση, ήμουν κι εγώ στην ίδια φάση. Εκείνος βέβαια, ήταν ήδη
καταξιωμένος και ως ποιητής, με βραβεία στο ενεργητικό του, με μια ζωή πλούσια
σε εμπειρίες, ταξίδια και μαγεία.
Έτσι λοιπόν, μου προξένησε το ενδιαφέρον και αποφάσισα
να σκιαγραφήσω το πορτραίτο του, ως ποιητή, εκπρόσωπο του μαγικού ρεαλισμού,
όπως λένε για την ποίησή του.
Στην συζήτηση που ακολουθεί, αποκαλύπτει τα μυστικά
μονοπάτια που τον οδήγησαν στη μαγεία της ποίησης, ομολογώντας ότι «την ποίηση
δεν τη βρήκα εγώ, εκείνη με βρήκε».
Ακολουθεί ολόκληρη η συνέντευξη:
-Πέτρο θέλω να σε ρωτήσω πώς από τη
δημοσιογραφία πέρασες στην ποίηση; Ή έγινε το ανάποδο;
-Η ποίηση με προϋπάντησε, δεν τη διαλέγεις, σε
επιλέγει εκείνη. Και ενώ το πρώτο μου ποιητικό βιβλίο βγήκε σε μια ηλικία 20-22
ετών από τις εκδόσεις «Μονόγραμμα» «Το χρυσάφι του παγωνιού», πέρασαν 19
χρόνια για να βγει ένα επόμενο βιβλίο ποιητικό. Στο ενδιάμεσο ταξίδεψα πολύ ως
δημοσιογράφος σε μέρη απίστευτα, Λατινική Αμερική, Σαλβαδόρ, Γουατεμάλα,
Νικαράγουα, Ονδούρα, Μεξικό, έκανα αποστολές σε διάφορες περιοχές του κόσμου,
στη Βοσνία, στο Κουρδιστάν, στο Αφγανιστάν, σε τόπους που μπορεί να χαθείς και
να μη σε βρουν ποτέ. Συνολικά έχω γυρίσει
σε 75-80 χώρες. Και εκεί φαίνεται ότι μετουσιώθηκαν όλα αυτά που έβλεπα
και η ποίηση ωρίμασε μέσα μου κι έπεσε σαν ώριμο σύκο. Δηλαδή η βλάστηση, τα
χρώματα, τα πουλιά, ο χαμένος παράδεισος, όλα αυτά με έκαναν να κατανοήσω και
τις βαθύτερες φιλοσοφικές σκέψεις του κάθε λαού. Μου δόθηκε η δυνατότητα να βρεθώ μπροστά σε ένα χωνευτήρι λαών και
πολιτισμών, που όλα αυτά αργότερα, έγιναν ποίηση.
-Προφανώς είχες πολλά ερεθίσματα...
-Πολλά ερεθίσματα, πολλά γεγονότα, γεγονότα που τα
ζεις και η φαντασία δεν μπορεί να συλλάβει
πόσο μαγική μπορεί να είναι η πραγματικότητα. Για παράδειγμα, είμαι στην
κεντρική Ασία και είμαι κοντά σε κάτι ανασκαφές και σκάβουν οι αρχαιολόγοι και
βρίσκουν δελφίνια. Στη μέση της ερήμου. Πώς είναι δυνατόν, σκέπτεται ο
παρατηρητής, να βρίσκουμε δελφίνια στην
έρημο τη στιγμή που οι άνθρωποι δεν έχουν δει εκεί ποτέ θάλασσα. Ήταν
από το στρατό του Μεγάλου Αλεξάνδρου που πέρασε από κει και μεταλαμπάδευσε όλα
αυτά τα ιερά, τα ανάγλυφα κλπ. Βρέθηκα στην Τασκένδη στο Μουσείο Τεχνών κι ένας
διάσημος αρχαιολόγος μου άνοιξε το χρηματοκιβώτιό του και μου έδειξε μια λήκυθο
μεγάλη μαρμάρινη, εγχάρακτη …
-Και βρίσκεις και την Ελλάδα παντού…
-…Παρούσα. Θα σου πω ένα περιστατικό που έγινε και
ποίημα έπειτα, ήταν τόσο μαγικό. Είμαι σε ένα παλαιοπωλείο και θέλω να αγοράσω
κάποιες σελίδες από το κοράνι. Στη Σαμαρκάνδη, κεντρική Ασία. Και μου λένε,
ξέρετε δεν πωλείται το κοράνι, πωλείται δίπλα ο καθρέφτης, α εγώ δεν θέλω, λέω,
να αγοράσω τον καθρέφτη, το κοράνι θέλω να αγοράσω, όχι λέει, το ιερό βιβλίο
δεν πωλείται, πωλείται ο καθρέφτης. Και το κοράνι δίδεται δώρο. Γιατί το κοράνι
δεν μπορούσε να είναι προϊόν συναλλαγής.
-Αυτό το ανακάτεμα των άλλων πολιτισμών, γιατί
εμείς έχουμε στο νου μας μόνο τον δικό μας πολιτισμό…
-Βρέθηκα σε θηριώδεις πολιτισμούς, έφτασα μέχρι την
Ται Πέι, στην Άπω Ανατολή, είδα πώς οι μάντισσες και οι αστρομάντεις βλέπουν το
μέλλον…
-Προφανώς, υπήρχε και πολλή μεταφυσική σε
αυτές τις χώρες…
-Τεράστια. Εγώ τα πιστεύω όλα αυτά. Έχω και τρείς
μάντισσες και τις συμβουλεύομαι και θεωρώ ότι πραγματικά είναι κάτι που σε
ξαφνιάζει ευχάριστα.
-Αυτό σε εμπνέει φαντάζομαι, η μεταφυσική.
-Ναι, φυσικά, με εμπνέει η μεταφυσική όπως με εμπνέει
και το γήινο, και μια γυναίκα που μπορεί να συναντήσω. Για μια γυναίκα
γράφτηκαν πρόσφατα χρυσά βιβλία από μένα. Δηλαδή η έννοια του έρωτα, της
αγάπης, τα μαγικά συναισθήματα είναι παντού, σε απολιθώνουν.
-Υπάρχει δηλαδή μια μαγεία στην ποίηση,
αυτό καταλαβαίνω.
-Ναι φυσικά. Γι αυτό και θεωρούμαι στην Ελλάδα
εκπρόσωπος του μαγικού ρεαλισμού. Το κίνημα αυτό αναπτύχθηκε κυρίως στη
Λατινική Αμερική με τον Μπόρχες, τον Οκτάβιο Πας, τον Μαρκές, το πήραν μετά
άλλοι, οι Πορτογάλοι, ο Σαραμάγκου, ακόμα κι αυτός ο Σαλμάν Ρούσντι που έγραψε
τους σατανικούς στίχους θεωρείται εκπρόσωπος του μαγικού ρεαλισμού.
- Αυτά πώς τα συνδύαζες, δηλαδή τη δημοσιογραφία με
την ποίηση;
-Η δημοσιογραφία με έστειλε στα ταξίδια. Τα υπόλοιπα
δεν τα έγραψα εγώ. Τα έγραψε ο Θεός, έτσι πιστεύω. Αυτός οδηγεί το χέρι.
-Τι είναι η έμπνευση;
-Δεν ξέρω. Η έμπνευση είναι μάλλον το χέρι του Θεού
που σε οδηγεί να γράψεις διάφορα πράγματα. Και δεν πρέπει εκείνη την ώρα να τα
ξεχάσεις. Πολλές φορές στον ύπνο μου, τρείς η ώρα, πέντε η ώρα το πρωί,
σκέφτομαι κάτι και λέω αν το αφήσω, θα χαθεί, θα φύγει. Οπότε πετάγομαι σαν
ελατήριο, το σημειώνω, και την επόμενη μέρα γεννιέται ένα ποίημα.
-Σήμερα είναι απαξιωμένη η ποίηση. Αυτό
εσύ πώς το εξηγείς; Συμφωνείς με αυτό;
-Πιστεύω ότι επειδή ο καθένας γράφει ποίηση, δεν είναι
έτσι. Είμαστε βέβαια σε έναν τόπο ευλογημένο και έχουμε μια μακρά παράδοση από
τον Όμηρο μέχρι σήμερα, αλλά από την άλλη πλευρά γίνεται μια κατάχρηση, δηλαδή
εγώ ποτέ δε θα προχωρούσα στο να γράψω κάτι και να είναι μέτριο ή συμβατικό.
-Η δημοσιογραφία πρακτικά μπορεί να
συνδυαστεί με την ποίηση, με τη λογοτεχνία;
-Είχα δώσει μια διάλεξη στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο
Θεσσαλονίκης, στο τμήμα λογοτεχνίας και μετάφρασης, και τους είχα πει ότι
σκέπτομαι, ονειρεύομαι, μια δημοσιογραφία που να έχει νιφάδες λογοτεχνίας. Ένα
είδος δηλαδή με ευφάνταστα κείμενα, καλογραμμένα, που θα έχουν υγρασία. Και από
την άλλη πλευρά πιστεύω ότι η δημοσιογραφία σε οδηγεί σε πολλούς άλλους
παράπλευρους δρόμους, φτάνει να την εγκαταλείψεις νωρίς. Και να ακολουθήσεις
αυτό που θέλεις. Η δημοσιογραφία λοιπόν με οδήγησε στους τόπους αυτούς και είμαι
ευγνώμων για αυτό.
-Όμως έχω την εντύπωση ότι από ένα σημείο
και μετά η ποίηση είναι μονόδρομος, δηλαδή δεν μπορείς να τα κάνεις και τα δύο,
είναι σε άλλο επίπεδο το ένα και σε άλλο το άλλο. Δηλαδή εσύ κατά τη διάρκεια
που ασχολιόσουν με την ποίηση, εκτός από τα ταξίδια, ασκούσες και τη
δημοσιογραφία; Πρακτικά, μπορούσες να τα συνδυάζεις;
-Ναι, φυσικά. Έκανα πράγματα όπου ξεπερνούσα τον εαυτό
μου. Συνέχιζα τις αποκαλύψεις κι όλα αυτά, αλλά μετά που κατάλαβα και ένιωσα
τα υψηλά νοήματα της ζωής, ο τρόπος
γραφής μου άλλαξε, έγινε πιο ελκυστικός, πιο πνευματικός. Είμαι ευγνώμων στους
θεούς για όλα αυτά, πιστεύω ότι είναι ευλογία και ότι μπορείς να σώσεις την
ψυχή σου. Εμείς που γράφουμε γιατί γράφουμε; Δεν γράφουμε για τον κόσμο,
γράφουμε για να σώσουμε την ψυχή μας, γράφουμε για να απαλύνουμε τη ροή του
χρόνου…
-«Ο χρόνος φοβάται τις πυραμίδες», όπως
λες σε ένα ποίημά σου.
-Βέβαια, όλα αυτά έχουν σχέση με το χρόνο. Σε ένα
τελευταίο μου έργο που θα βγει τώρα τελευταία και λέγεται «Άκου Ιαγουάρε», και
έχει μελοποιηθεί από τη Μαρία Ρεμπούτσικα, γράφω για το χρόνο και για το θάνατο
που σε κάνει αθάνατο. Δηλαδή γράφω ότι εγώ είμαι ο χρόνος, εσύ ο θάνατος, και
είμαι αθάνατος. Και κεντρικά πρόσωπα είναι οι γυναίκες της ζωής μας που πέρασαν,
κυρίως όμως αυτές που έμειναν μόνες. Γιατί ήταν ωραίες, γιατί ήταν
εντυπωσιακές, κι έμειναν μόνες. Είτε γιατί φοβίζανε, ή αυτή ήταν η μοίρα τους.
Και οι ίδιες πολλές φορές, γεμάτες με αποθέματα αυταρέσκειας και ναρκισσισμού, νομίζανε
ότι ήταν υψηλότερες από τη σκιά τους, κι όταν πιστεύεις ότι είσαι πιο ψηλός από
τη σκιά σου, πεθαίνεις.
-Αυτή την ενασχόληση με την ποίηση, πώς την συνδυάζεις
με την καθημερινότητα; Πώς μπορείς δηλαδή να απομονώσεις αυτό το επίπεδο, την
ποίηση, από τον περίγυρο; Δηλαδή ξεκόβεσαι από το γίγνεσθαι το κοινωνικό και το
πολιτικό ή από την καθημερινότητα; Πιστεύεις ότι χρειάζεται αφοσίωση για να
γράφεις ποίηση ή λογοτεχνία;
-Όχι. Αυτό είναι ακρωτηριασμός. Πιστεύω ότι είναι
ακρωτηριασμός να πεις ότι θέλω να ζήσω μια μοναχική ζωή για να μπορώ να το κάνω
αυτό. Όχι, εγώ θέλω να είμαι ανάμεσα στον κόσμο και να έχω και μια μεγάλη
ανάπαυλα σε αυτά που γράφω. Γιατί η ζωή
περνάει δίπλα μας σαν το νερό. Είμασταν με την κόρη μου δίπλα σε ένα ρυάκι σε
μια εκδρομή, και της έλεγα ότι δεν μπορείς να περάσεις δυο φορές από το ίδιο
ποτάμι, τη ρήση του Ηράκλειτου, και μου
λέει, πώς γίνεται αυτό; Δεν μπορείς να περάσεις από το ίδιο σημείο, γιατί κάθε
φορά είναι διαφορετική, κάθε στιγμή είναι αλλιώτικη.
Μικρό βιογραφικό
Ο Πέτρος Κασιμάτης γεννήθηκε στην Αθήνα.
Ρεπόρτερ-ερευνητής σε θέματα αιχμής με αποστολές και αποκλειστικότητες απ' όλο
τον κόσμο που φιλοξενήθηκαν στη Le Monde, το BBC, το CNN κι όλα τα ξένα
ειδησεογραφικά πρακτορεία. Πήρε συνεντεύξεις από τους Οτσαλάν, Κάρατζιτς,
Αραφάτ, Τζορτζ Χαμπάς, τον πειρατή του "Ακίλε Λάουρο" Αμπού Αμπάς,
τον αρχηγό του UCK Χασίμ Θάτσι, τον μαφιόζο της Αδριατικής Ντον Μικέλε Πάτσο,
τον αρχηγό των Κόντρας Αντόλφο Γκαλέρο Πορτοκαρέρο, τον συγγραφέα Χόρχε Λουίς
Μπόρχες, τον Τζίμι Κάρτερ, τον σεΐχη Σαγιέντ, ο οποίος του έδωσε συνέντευξη σε
ένα κρησφύγετο στη βομβαρδισμένη Βηρυτό, ενώ πραγματοποίησε και αποστολή στα
κρησφύγετα του ISIS στη Μ. Ανατολή.
Έχει γράψει πάνω από δέκα βιβλία. Έχει ταξιδέψει σε περισσότερες από εβδομήντα
χώρες. Έχει καλύψει δέκα πολεμικές αναμετρήσεις και ανατροπές καθεστώτων σε όλο
τον κόσμο.
Τιμήθηκε με το Δημοσιογραφικό Βραβείο Μπότση για τους αγνοούμενους της Κύπρου
και με το Πρώτο Διεθνές Βραβείο Λογοτεχνίας από την Ένωση Αργεντινών Συγγραφέων
στο Μπουένος Άιρες, στην Αίθουσα Μπόρχες.
Δίδαξε στο Πανεπιστήμιο Κοινωνιολογία της Ιστορίας, ενώ είναι επισκέπτης
καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Κόμρατ. Διετέλεσε, επίσης, Διευθυντής του Γραφείου
Τύπου της Βουλής.
Από τις Εκδόσεις Λιβάνη κυκλοφορούν τα βιβλία του «Υπογραφές µε Σπαθί», «Αλέξανδρος Υψηλάντης
– Ο Τελευταίος Πρίγκιπας», «Πορφυρός Λύκος», «Αγνοούµενοι – Άκρως Απόρρητο»
–«Τα Δεκατρία Περιστέρια» (ειδική αναθεωρηµένη έκδοση), «Ταξίδια στις Χώρες της
Εδέµ», « Μαράκανδα», «Ποτάµι στο Χρώµα της Τίγρης» και «Κάθε Καράβι Έχει το
Βυθό του».