2/01/25

Αποκάλυψη*


* (προδημοσίευση από την ποιητική συλλογή της Αλκμήνης Ψιλοπούλου "Η επιστροφή"-εκδόσεις ΚΑΚΤΟΣ)



Το σώμα της ψυχής

Αυτό που αιωρείται

Ανάμεσα σε εκατομμύρια κύτταρα, νευροδιαβιβαστές

Ενεργειακά αερόστατα

Άστατα

Αυτή η ψυχή

Που πολλοί λεν πως δεν υπάρχει,

Το σώμα των αγγέλων που ονοματίζονται

Εκατοντάδες,

Αυτών που είναι πάνω στους αιθέρες

Κι εκείνων που πατούν εδώ

Στη γη

Με χνάρια των δακτύλων τους

Στο χώμα της βροχής

Και των άλλων που κατοικούν στα έγκατα

Με τα φυσερά τους ανάβοντας τις φωτιές των ηφαιστείων

Περιμένουν το σύνθημα.

Του Άη Γιώργη τη λόγχη που χρυσίζει στον ήλιο

Γεμάτη διαμάντια

Δάκρυα

Αιμάτινα χαράγματα

Αυτήν που ζωντανεύει στο φως του λύκου

Περιμένοντας

Με υπομονή

Ώρες

Μέρες

Χρόνια

Αιώνες

Να ξετρυπώσει το τέρας απ’ τη λόχμη του.

Και τότε η λόγχη

Θα ενωθεί με του Δία τους κεραυνούς

Και θα μαζευτούν στην αποκάλυψη οι άγγελοι

Οι ψυχές οι ανύπαρκτες σε κύκλο

Γύρω απ’ τον Άη Γιώργη

Να τον δουν

Ασπέροντα

Να χτυπάει το τέρας

Ανάμεσα στα μάτια

Ενώ το άσπρο του άλογο θα κυματίζει τις οπλές του στον αέρα.

Και τότε μια φωνή θα φτάσει στους αιθέρες

Η φωνή των παιδιών που δεν πρόλαβαν να δουν το φως

Και η βροντή του λόγου του φωτός που θα πει

Το τέρας σκοτώθηκε, η εποχή των τεράτων τελειώνει

Η ζωγραφιά της εκκλησιάς τ’ Άη Γιώργη

Ζωντανεύει.

Και το αίμα των αθώων

Θα σηκωθεί απ’ το κρεβάτι της ιστορίας
και θα μιλήσει.

(9/10/2024)


1/01/25

ΤΑ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ: ΤΕΛΟΣ ΧΡΟΝΟΥ (Αλκμήνη Ψιλοπούλου. "Τα ασήμαντα")

 

 



Χειμώνας

 

Τα ρούχα του καλοκαιριού

Κρεμασμένα στα σχοινιά

Παγώνουν.

Ο χειμώνας έρχεται.

Κρύωσε το σπίτι.

Κι όμως ήλιος έξω πολεμάει ακόμα

Θυμίζοντας τις παραλίες και τις θάλασσες.

Οι άνθρωποι ετοιμάζουν τα παλτά

 τα πανωφόρια

Τα χαλιά

τα στρωσίδια

τα παπλώματα.

 

 

Άστεγοι

Σπαρμένοι στα πεζοδρόμια της πόλης

Σε σκοτεινά σοκάκια αθέατοι

Χουχουλιάζουν τα παγωμένα δάχτυλα.

Τα μάτια τους βλέπουν

Ένα τζάκι και τη φωτιά να τρίζει

 την κουνιστή πολυθρόνα που πουλήθηκε, τον καναπέ

το διπλό κρεβάτι.

Με μάτια κόκκινα

 

Σωριασμένοι πάνω στα κουρέλια της ζωής τους

Που ρωτάει, μα πώς, γιατί

σε μένα;

 

Είναι κι αυτοί που ζούνε μόνοι

Στη γκαρσονιέρα στο ισόγειο.

Τους βλέπεις στο δημόσιο πλυντήριο

Να πλένουνε τα βάσανά τους.

 

Ένα παιδί πετάει τη μπάλα στον ακάλυπτο.

Ακόμα ο αέρας δεν έχει παγώσει.

Το αίμα του παιδιού είναι ζεστό και ζωντανό

Πετάει τη μπάλα και την πιάνει

Την πιάνει, την πετάει,

 η μπάλα φεύγει

Και χοροπηδάει και τρέχει

Προς ένα αβέβαιο μέλλον.

 

Ο  πόλεμος ακόμα είναι μακριά

Αλλά  τον κουβαλάμε  μέσα μας

Και τρέμουμε όπως τα πουλιά

Χωμένα μεσ’ στη χούφτα.

Έρχονται και φεύγουνε οι φόβοι μας

δαγκώνουνε τον ύπνο και το ξύπνημα

κι όλα είναι θολά

Σαν απόνερα.

 

 

Βρέχει.

Στο πλακόστρωτο κίτρινα φύλλα

Λιώνουν

όπως ένα δάκρυ στεγνό στο μάγουλο.

Ανάμεσα σε δυο αστραπές

Είδα ξαφνικά τη ματιά σου

Θυμός και σπαθί

Λύπη και κατάρα

Ευχή κι ελπίδα.

Το παιδί, εσύ,

Ξέχασες τη μπάλα

Ας πάει όπου θέλει.

Βρέχει.

Μέσα μυρίζει σπιτικό φαΐ.

Και χώνεσαι στην αγκαλιά της μάνας.

Α.Ψ. (Αθήνα 6/12/2024)




Ξένες γλώσσες

Μια καρακάξα

Στέλνει απελπισμένα μηνύματα

Με φωνή παράξενη

Πάνω στην κεραία της τηλεόρασης.

Ένα ζευγάρι τσακώνεται

Σε ξένη γλώσσα.

 

Το γκρίζο του ουρανού

απλώνεται πάνω απ’ την πόλη.

Ένα καλώδιο στέκει ασάλευτο αιωρούμενο

Στην άκρη της τέντας

Από τον πάνω όροφο.

Ετοιμάζεται βροχή.

Οι ξένες γλώσσες δεν γιορτάζουν τούτα τα Χριστούγεννα.

Η κυριαρχία του ήλιου

Κουρέλιασε τα δένδρα με τα πολύχρωμα φωτάκια

Κι έπειτα κρύφτηκε πίσω από τα σύννεφα.

Τούτη  η ησυχία

Κόβεται με το μαχαίρι της γιορτής που

Ανήμπορη

Ανεβαίνει την ανηφόρα της ζωής της.

Ο καινούργιος χρόνος κυοφορεί

Το βρέφος των ελπίδων μας

Που πάγωσαν σε μια γωνιά

Περιμένοντας το χειμώνα.

 

Και τα παιδιά δαγκώνουν τα παιχνίδια

Του Άη Βασίλη.

Τα δώρα, η στερνή μας γνώση

Που δεν θέλησε ποτέ να ωριμάσει .

Μέσα μας ξένες γλώσσες

Περπατούν αθόρυβα

Γλύφοντας τον ουρανίσκο του κρανίου

αντικρύζοντας όσα έφαγε η μαρμάγκα της ιστορίας.

Ηττημένοι από την άγνοια της συνήθειας

Που σέρνει τα βήματά της

Πίσω από την πλάτη μας,

Περπατάμε τυφλοί

Κουφοί

Κουρασμένοι

Μαγκωμένοι μέσα

Στα γρανάζια του ψηφιακού μας κόσμου.

Χέρια άυλα υψώνονται

Και αγκαλιές από ρούχα του καλοκαιριού

Που αιωρούνται στο σχοινί, στο μπαλκόνι.

Στον ακάλυπτο οι   μπουγάδες του κόσμου

Στεγνώνουν πριν  απ’ τη βροχή.

Ένα φωτάκι κινητού αναβοσβήνει

από τον δεύτερο όροφο και μιλάει

σε ξένη γλώσσα.

Ποιοι είμαστε δεν ξέρουμε.

Για πού τραβάμε δεν θα γνωρίσουμε ποτέ.

Βρισκόμαστε στον πλανήτη της Βαβέλ.

Το 2025 πλησιάζει. Απειλητικά ξένο.

Καλή χρονιά.

Α.Ψ. 27/12/024

 

 

 

 

 

 

 


11/22/24

ΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑ- Η σκιά

 




Πίσω μας είναι η σκιά μας

Πίσω μας είναι μια πόρτα που έκλεισε

Πίσω μας είναι το σκληρό φως της αλήθειας

Το παραβάν

Ο σκοτεινός καθρέφτης

Της ύπαρξης

Που καραδοκεί με τα όπλα της

Με την αποκάλυψη ενός τόπου

Όπου κατοικεί μυστικά

Ο δεύτερος εαυτός μας,

Σ΄ αυτό τον άλλο κόσμο

Με τα τυφλά του μάτια,

Κοιτάζοντας το παρελθόν και το άδηλο μέλλον.

Πίσω μας τα ψέματα ουρλιάζουν

Θέλουν να ζήσουν τη δικιά τους ζωή

Πάντοτε ανάμεσα σε μας και στη σκιά μας

Ανάμεσα στη λογική και την τρέλλα μας

Τρέμοντας ένα μυστικό φως

Που τυφλώνει.

Μέσα μας είναι ένας κόσμος απάτης

Με φαντάσματα και κεριά που σβήνουν στο απαλό αεράκι

Της θάλασσας

Με το κύμα της ελπίδας που ποτέ δεν πεθαίνει

Με το ψέμα της αγάπης μας για τους ανθρώπους

Τα παιδιά

Τους γερασμένους νέους

Που δεν ξέρουν πια

Τι να μας πουν

Και πώς να ζήσουν τη μικρή τους ζωή

Γονατισμένη

Ικετεύοντας

Μακριά από τον κόσμο

Όπου ζουν.

Κι εκείνη την ώρα

Ένα μικρό πουλί στο μπαλκόνι

Ζει την απλή ζωή του

Χωρίς να βλέπει τις σκιές στα μάτια των παιδιών.

 

2

Η σκιά πίσω μας

Όλο και μεγαλώνει.

Η μέρα μικραίνει.

Σκοτεινιάζει νωρίς

Οι άνθρωποι τρελαίνονται

Η σκιά τρελαίνεται

Φοβάται το σκοτάδι

Γιατί ζει από το φως.

Και τώρα μακραίνει

Τρώγοντας τις στιγμές

Τις ώρες

Μακραίνει από το αίμα της μνήμης

Ρουφάει το πιο μικρό φωτόνιο που είναι

Καρφωμένο πάνω στα ερεθισμένα χέρια των ανθρώπων

Γιγαντώνεται σε μια γκρίζα μεγάλη γραμμή

Κρατώντας το χέρι μας.

Κι έπειτα

Ρουφάει τη δική σου σκιά

ενώνοντας τα χέρια μας

Και γίνεται μια δεύτερη ζωή

Και χάνεται στο φως.

 

3

Πίσω από τον ώμο μας

Η σκιά μας μας ακολουθεί

Μας μετράει με τα μεγάλα της βήματα

Μας φωνάζει με τα πολλά της ονόματα

Εσύ, Άλκη, Αλίκη, Alice, Μινούλα, Μανούλα,

Εγώ.

Και πασχίζει η σκιά

Η μακρόσυρτη κόρη της μνήμης

Να γίνει χρόνος

Γεγονός

Μαγική στιγμή

Ένα παιχνίδισμα

Στα φθινοπωρινά φυλλώματα

Ένα μισοσβησμένο πορτραίτο

Ένα φαγιούμ που κάποτε ήταν άνθρωπος

Πραγματικός

Μια τοιχογραφία στο παλάτι της Πομπηίας

Ένα καψαλιασμένο κορμί του Βεζούβιου

Ένα κομματιασμένο μωρό της Γάζας

Εικόνες μαγικές, σκοτεινές, ταινίες, αθάνατοι δημιουργοί.

Ναι

Η σκιά μας πασχίζει να σκοτώσει το θάνατο

Να γίνει αθάνατη μέσα στους αιώνες του χρόνου.

Να αγαπηθεί! Να την αγαπήσουμε!

4

Ο ίσκιος

Περπατάρης μέγας

Ακολουθεί το βήμα σου όπου κι αν πας

Στα στενά δρομάκια της πόλης

Μέχρι το σούρουπο.

Και μόλις ανάψουν τα φώτα

Χάνεται στο σκοτάδι.

Κι έπειτα, στην πρωινή δροσιά

Ακολουθεί την πορεία σου

Μέχρι το μεγάλο κυπαρίσσι

Με το νοτισμένο χώμα αγκαλιά

Και τη μαρμάρινη πλάκα που σκεπάζει τους νεκρούς

Μέχρι να γίνουν σκόνη.

Κι εκεί

Το κυπαρίσσι με τον ίσκιο του

Δείχνει το τέλος και του δικού σου δρόμου

Μέσα στη σκόνη.

 

Αλκμήνη Ψιλοπούλου 26/10/2024


11/15/24

51 μ. Π.* Μία εξομολόγηση

 



Της Αλκμήνης Ψιλοπούλου

Πώς πέρασαν τα χρόνια βρε συντρόφια! Και πώς γίναμε έτσι που να μην αναγνωρίζουμε ο ένας τον άλλον και να πρέπει να ξανασυστηθούμε;

Και πώς γίνεται, πενήντα τόσα χρόνια μετά, να μην νιώθεις τίποτα-μιλάω τουλάχιστον για τον εαυτό μου, εξομολογούμενη-για εκείνες τις μεγάλες λίγες  μέρες που είμασταν μαζί στην εξέγερση του Πολυτεχνείου; Και πώς αλήθεια γίνεται, εσύ, που ήσουν ένα μικρομεσαίο στέλεχος του κινήματος, να μην έχεις γράψει ούτε ένα βιβλίο για το Πολυτεχνείο, όπως έχουν γράψει τόσοι και τόσοι πρωταγωνιστές αλλά και δευτεραγωνιστές ή ακόμη και νεώτεροι εξ αποστάσεως ερευνητές των τεκταινομένων της φοιτητικής εξέγερσης και των ημερών της Χούντας; Θυμάμαι μία καλή φίλη στην παρουσίαση του πρώτου βιβλίου που εξέδωσα, «Ψάχνοντας για τη Μόνικα» εκδόσεις Λιβάνη, με είχε ρωτήσει, γιατί δεν έγραψα ένα βιβλίο για το Πολυτεχνείο και αντ’ αυτού έγραψα ένα φαντασιακό μυθιστόρημα…

Κατόπιν λοιπόν όλων αυτών και κατόπιν του περσινού καταιγισμού εκδοτικής δραστηριότητας με βιβλία για το Πολυτεχνείο ή και ποιήματα που έγραψαν πρωταγωνιστές του κινήματος, είπα να γράψω σε τούτες τις σελίδες μιαν εξομολόγηση της εμπειρίας μου, που δεν έχω αναφέρει ποτέ και την ξέρουν μόνον κάποιοι καλοί φίλοι εκείνης της εποχής, συνειδητοποιώντας παρόλα αυτά ότι εκείνα τα βιώματα και οι εμπειρίες δεν αγγίζουν πλέον καθόλου την καρδιά μου…

Το γεγονός ότι αρνιόμουν  να καταθέσω εκείνα τα βιώματα δημοσίως μέχρι σήμερα, οφείλεται στην ενδόμυχη διάθεσή μου να τα κρατήσω μέσα μου μυστικά, σαν πολύτιμα διαμάντια που δεν ήθελα να τα αγγίξουν οι συρμοί των καιρών, τοτινών και τωρινών, δεν ήθελα να τα λερώσουν οι άνθρωποι, ακολουθώντας ασυνειδήτως την ρήση του μεγάλου ποιητή: « Κι αν δεν μπορείς να κάμεις τη ζωή σου όπως τη  θέλεις, /τούτο προσπάθησε τουλάχιστον, / όσο μπορείς μην την εξευτελίζεις/ μες στην πολλή συνάφεια του κόσμου,/ μες στες πολλές κινήσεις κι ομιλίες».

Αλλά σήμερα, που έχει κρυώσει πλέον το γυαλί και είναι αρκετά σκληρό για να σπάσει, μπορώ να τα μοιραστώ σαν ανάθημα του παρελθόντος, καθώς αισθάνομαι την εσωτερική γαλήνη κάποιας που ρούφηξε τη ζωή, νιώθοντας την αξία της κάθε στιγμής, χωρίς να την προδώσει, χωρίς να την χαλάσει «μες στες πολλές κινήσεις κι ομιλίες», προσπαθώντας να μην παρασυρθώ από τα συναισθήματα και τις εντάσεις των ζωντανεμένων αναμνήσεων.


Ήταν λοιπόν η μέρα που το τανκ έσπασε την πόρτα του Πολυτεχνείου κι όλοι εμείς που είμασταν μπροστά και τρέξαμε να κρυφτούμε στην αίθουσα της Σχολής Καλών Τεχνών, πίσω από ένα άγαλμα, βγήκαμε έξω κακήν κακώς και εφ ενός ζυγού περάσαμε από τους παραταγμένους στρατιώτες που μας φώναζαν με εφ’ όπλου λόγχη, γρήγορα, γρήγορα έξω έξω… κι έπειτα τρέχοντας στο δρόμο σκόνταψα κι έπεσα δαγκώνοντας την άσφαλτο και ήρθε και με έπιασε ο μπάτσος και με έβαλε μέσα στην κλούβα και μας πήγαν όλους μαζί στην ασφάλεια. Στο κελί εκείνο το βράδυ είμασταν καμιά δεκαριά, πολλοί τραυματίες με σπασμένα κεφάλια κι ακούγαμε κραυγές και κλάματα και φωνές από πάνω από την ταράτσα, ότι θα τους ρίξουν κάτω τους φοιτητές. Και ο τρόμος μας είχε κυριεύσει.

Έπειτα μας άφησαν. Και πήρα να κατηφορίζω τη λεωφόρο Αλεξάνδρας, απαντώντας στο «πού πας» των στρατιωτών που εκτελούσαν την απαγόρευση κυκλοφορίας, «πάω σπίτι μου». Και με άφησαν να περάσω και να πάω σπίτι μου, όπου με υποδέχθηκε ο πατέρας μου, δέκα χρόνια πιο γέρος από ότι τον άφησα, και κλαίγοντας, «ήρθες παιδάκι μου, ήρθες παιδάκι μου». Και μπήκα στο σπίτι, αλλά επειδή ήμουν στοχοποιημένη δεν μπορούσα να μείνω εκεί το βράδυ, έπρεπε να κρυφτώ, και με πήγε ο μπαμπάς να μείνω το βράδυ σε μια γειτόνισσα. Την επόμενη μέρα, γύρισα σπίτι. Είδα κάτω στο πεζοδρόμιο κάποιον να κοιτάζει το σπίτι. Κάποια στιγμή που δεν έβλεπε, βρήκα την ευκαιρία και μπήκα στο σπίτι, και λέω στους γονείς, πάω να μείνω απάνω στη θεία, στον δεύτερο όροφο γιατί μπορεί να έρθει ο χαφιές που παρακολουθεί από κάτω να με πάρει. Ανεβαίνω στη θεία, και σε λίγο ακούω από κάτω-το σπίτι μονοκατοικία με ισόγειο, πρώτο και δεύτερο όροφο-τους γονείς μου να ανοίγουν την πόρτα και να συνομιλούν με έναν αστυνομικό, ο οποίος έλεγε στο μπαμπά να με παραδώσει ο ίδιος στην Ασφάλεια και ότι δεν θα με κρατήσουν, είναι κάτι τυπικό, τέτοια…


Την επόμενη μέρα, ο μπαμπάς με πήγε και με παράδωσε στην ασφάλεια. Με κράτησαν σε ένα κελί δίπλα σε μία γυναίκα «ελευθερίων ηθών» με την οποία γίναμε φίλες και μιλούσαμε όποτε άνοιγαν τα κελιά. Θυμάμαι ότι έτρωγα κάθε μέρα γιαούρτι με πέτσα και μια φρυγανιά και κάτι άλλο όπως κριθαράκι, κάτι τέτοιο. Κι αρχίζει η ανάκριση. Πες μας τι ξέρεις και ποιους ξέρεις. Μούγκα. Ήτανε δύο που με ανακρίνανε, ο ένας που ήλεγχε τη Φιλοσοφική και ένας άλλος άγριος και το παίζανε ο καλός κι ο κακός. Ο κακός: Δε μιλάς πουτανάκι. Με βουτάει από τα μαλλιά, με στήνει ανάποδα σε μια καρέκλα, με τα οπίσθια όρθια, και αρχίζει να με βαράει με μια βουκέντρα. Ο καλός: Αφήστε την, είναι καλό κορίτσι, θα μιλήσει.

Με πηγαίνουν στο κελί και μου λένε: Θα μας γράψεις τι έγινε μέσα στο Πολυτεχνείο,  με λεπτομέρειες, ονόματα, ποιοι βγήκαν στο συντονιστικό, ποιοι ήταν από τη σχολή σου, όλα, χαρτί και καλαμάρι. Και μου δίνουν ένα τετράδιο κι ένα στυλό. Κι εγώ αρχίζω να γράφω αυτά που ήξερα ότι ήξεραν-αφού ήταν γραμμένοι σε κάθε σχολή, σαν φοιτητές. Την άλλη μέρα τους τα δίνω. Μετά από λίγο έρχονται, με παίρνουν, και με πάνε στο ίδιο γραφείο με την προηγούμενη. Πάλι ο καλός κι ο κακός. Τι είναι αυτά που μας έγραψες, αυτά τα ξέρουμε, μας δουλεύεις καριόλα. Πάλι με στήνουν στην καρέκλα, πάλι ο κακός με τη βουκέντρα με χτυπάει στα οπίσθια και στα πόδια. Αυτή τη δεύτερη φορά, πόνεσε. Άμα δε μιλήσεις θα σε πάμε στην ΕΣΑ (ο κακός). Αφήστε την κύριε αστυφύλαξ είναι καλό κορίτσι, θα μιλήσει. Ανοίγουν ένα άλμπουμ με φωτογραφίες, πες μας ποιοι απ’ αυτούς ήταν μέσα. Έλεγα αυτούς που ήταν μαζί με μένα στην νόμιμη δράση. Πάλι ψέματα, μας λες αυτούς που ξέρουμε. Αύριο πάμε στην ΕΣΑ. Πίσω στο κελί, τα λέμε με τη φίλη μου από δίπλα. Μη φοβάσαι, μου λέει, έτσι λένε σε όλους.

Την τρίτη μέρα με άφησαν κι έφυγα. Έμαθα μετά από κάποιον φίλο, ότι ο πατέρας μου πλήρωσε για να με αφήσουν και να μη με πάνε στην ΕΣΑ.

Αυτά είχα να καταθέσω προς το παρόν για εκείνες τις άγριες και συγκλονιστικές μέρες. Τα υπόλοιπα ίσως να τα διαβάσετε σε βιβλίο. Τώρα είμαι έτοιμη κι εγώ να γράψω για το Πολυτεχνείο και να το εκδώσω. Τα λέμε την Κυριακή στην πορεία.

*51 χρόνια μετά το Πολυτεχνείο


10/27/24

ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ: Ο άγνωστος πατριώτης

 

Ο Οδυσσέας Ελύτης στο μέτωπο

Της Αλκμήνης Ψιλοπούλου

Άλλο είχα στο νου μου να γράψω. Όμως οδηγήθηκα στον μεγάλο μας ποιητή λόγω της ημέρας. 28 Οκτωβρίου σήμερα. Αφορμή και πρόσχημα για να αναδείξουμε το γεγονός ότι ο Ελύτης ήταν ο ποιητής που εξέφρασε με τη μεγαλύτερη καθαρότητα την Ελλάδα, την πατρίδα μας. Μέσα από τους στίχους του, αλλά και μέσα από τα προσωπικά του βιώματα.  Μια παραγνωρισμένη πλευρά του ποιητή, η συμμετοχή του στον πόλεμο του ’40 ως ανθυπολοχαγού στην Διοίκηση του Στρατηγείου Α΄ Σώματος Στρατού. Σε ένα μικρό βιογραφικό σημείωμα που βρήκα γραμμένο από τον δημοσιογράφο Χρήστο Σιάφκο, διαβάζω ότι στις 13 Φεβρουαρίου 1941, ο Ελύτης μετατέθηκε στη ζώνη πυρός, ενώ στις 26 Φεβρουαρίου μεταφέρθηκε με σοβαρό κρούσμα κοιλιακού τύφου στο Νοσοκομείο Ιωαννίνων.

 «Η Αλβανία για τη σωματική μου υπόσταση ήταν μια περιπέτεια αβάσταχτη» λέει ο ίδιος. «Για την ψυχική μου όμως Ιστορία είναι μια βαθιά τομή. Λίγοι ξέρουν ότι το κύριο βάρος του πολέμου το σήκωσαν οι ανθυπολοχαγοί και συμβολικά αυτό θέλησα να δείξω, ηρωοποιώντας έναν από αυτούς με το «Άσμα» που έγραψα. Από το άλλο μέρος ο πόλεμος έγινε η αιτία να συνειδητοποιήσω τι είναι ο αγώνας. Ο ομαδικός πλέον και όχι ο προσωπικός. Κατάλαβα τι σημαίνει να μάχεσαι ενταγμένος σε μια ομάδα που έχει ορισμένα ιδανικά και μάχεσαι γι αυτά».

Στο περιοδικό «Νέα Γράμματα», ο Ελύτης παρουσιάζει σε πρώτη δημοσίευση το «Άσμα ηρωϊκό και πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας». Αλλά η εμπειρία του αυτή, αποτυπώνεται και στο αριστούργημά του το «Άξιον Εστί», που είχε αρχίσει να το γράφει γύρω στο 1950, από το Λονδίνο όπου είχε ταξιδέψει. Να πώς περιγράφει ο ίδιος πώς το εμπνεύστηκε: «Όσο κι αν φαίνεται παράξενο, η παραμονή μου στην Ευρώπη με έκανε να βλέπω πιο καθαρά το δράμα του τόπου μας. Εκεί αναπηδούσε πιο ανάγλυφα το άδικο που κατάτρεχε τον ποιητή. Σιγά σιγά αυτά τα δύο ταυτίστηκαν μέσα μου. Το επαναλαμβάνω, μπορεί να φαίνεται παράξενο, αλλά έβλεπα καθαρά ότι η μοίρα της Ελλάδας ανάμεσα στα άλλα έθνη ήταν ό,τι η μοίρα του ποιητή ανάμεσα στους άλλους ανθρώπους και βέβαια εννοώ τους ανθρώπους του χρήματος και της εξουσίας

Αν δεν υπήρχε το «Άξιον Εστί», το Νόμπελ θα πήγαινε σίγουρα στο «Άσμα Ηρωϊκό και Πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας»



Αντιγράφω το Δ΄ απόσπασμα που προσομοιάζει με δημοτικό μοιρολόι:

«Τώρα κείτεται απάνω στην τσουρουφλισμένη χλαίνη

Μ’ ένα σταματημένο αγέρα στα ήσυχα μαλλιά

Μ’ ένα κλαδάκι λησμονιάς στ’ αριστερό του αυτί

Μοιάζει μπαξές που τού’ φυγαν ‘αξαφνα τα πουλιά

Μοιάζει τραγούδι που το φίμωσαν μέσα στη σκοτεινιά

Μοιάζει ρολόι αγγέλου που εσταμάτησε

Μόλις είπανε «γειά παιδιά» τα ματοτσίνορα

Κι η απορία μαρμάρωσε…

 

Κείτεται απάνω στην τσουρουφλισμένη χλαίνη.

Αιώνες μαύροι γύρω του

Αλυχτούν με σκελετούς σκυλιών τη φοβερή σιωπή

Κι οι ώρες που ξανάγιναν πέτρινες περιστέρες

Ακούν με προσοχή.

Όμως το γέλιο κάηκε, όμως η γη κουφάθηκε,

Όμως κανείς δεν άκουσε την πιο στερνή κραυγή

Όλος ο κόσμος άδειασε με τη στερνή κραυγή.

Κάτω απ’ τα πέντε κέδρα

Χωρίς άλλα κεριά

 

Κείτεται στην τσουρουφλισμένη χλαίνη.

Άδειο το κράνος, λασπωμένο το αίμα,

Στο πλάι το μισοτελειωμένο μπράτσο

Κι ανάμεσα απ’ τα φρύδια-

Μικρό πηγάδι, δαχτυλιά της μοίρας

Μικρό πικρό πηγάδι κοκκινόμαυρο

Πηγάδι όπου κρυώνει η θύμηση!

Ώ μην κοιτάτε ώ μην κοιτάτε από πού τού-

Από πού τού’ φυγε η ζωή. Μην πείτε πώς

Μην πείτε πώς ανέβηκε ψηλά ο καπνός του ονείρου

Έτσι λοιπόν η μια στιγμή παράτησε την άλλη,

Κι ο ήλιος ο παντοτινός έτσι μεμιάς τον κόσμο!"

 


10/25/24

*ΣΤΟΝ ΝΙΚΟ Ν. ΜΠ.



 Ο θάνατος κάνει πολλή φασαρία

Μυρίζει άσχημα η ερημιά του νοσοκομείου.

Η πρησμένη της σπλήνα

Θάναι άραγε ο τελευταίος σου θάνατος, Νίκο;

 

Το θάνατο δεν τον καταλαβαίνω

Φλυαρεί πάντα τόσο πολύ

Ενώ  εσύ σωπαίνεις

Πυροβολώντας τις ζωντανές στιγμές

Με άγριο θάνατο.

Όμως Νίκο, σκέψου

Μπορεί κι εμείς να πεθαίνουμε

Από μιαν ανεκδήλωτη λευχαιμία.

 *Εις μνήμην του Νίκου Ν. Μπελογιάννη υιού, που έφυγε στα 68 του χρόνια στις 25 Οκτωβρίου 2020.

 (Προδημοσίευση από την ποιητική συλλογή της Αλκμήνης Ψιλοπούλου, «Οι έφηβοι των Αθηνών»)

 

 


10/24/24

Ο Πέτρος Κασιμάτης και ο μαγικός ρεαλισμός

 





Της Αλκμήνης Ψιλοπούλου


«Δηλητήριο

Και είναι ο χωρισμός

ένα χρυσό δρεπανηφόρο άρμα.

Και τα περσικά μαχαίρια του μπαινοβγαίνουν στο σώμα.

Κι ας επιμένω να βλέπω αηδόνια να φεύγουν απ’ τα γόνατά της.

Κι αλίμονο-δυο ώρες μετά, χαρίζει οργασμούς, γυμνή,

σε κάποιον άλλο.

Και το πρώτο αναφιλητό διαδέχεται η σταύρωση.

Και είναι σταύρωση χωρίς καρφιά.

Και είναι σταύρωση χωρίς λόγχες στα πλευρά.

Και μου γνέφει ο Θεός πως τα δάκρυα, λέει, θα εκδικηθούν

Στους αιώνες των αιώνων!

Και δεν αντέχω τέτοιες φλυαρίες.

Και καθώς έπινα το κώνειο της βροχής,

ζυγίστηκε στη βλεφαρίδα μια σταγόνα.

Κι έπεσε στο ποτήρι με το νερό το ασημένιο.

Κι είδα ένα τόσο δα δάκρυ

Που γινόταν δηλητήριο μες στο ποτήρι»

(Πέτρος Κασιμάτης: «Ου τόπος Παράδεισος, πρόσωπον»)

 

Τον Πέτρο τον γνώρισα πριν από πολλά χρόνια, όταν είμασταν και οι δύο στα μετερίζια της δημοσιογραφίας. Εκείνος βέβαια, ήδη καταξιωμένος ερευνητής και ανταποκριτής σε χώρες εξωτικές, εγώ στο ταπεινό ρεπορτάζ του εσωτερικού γίγνεσθαι. Ωστόσο, όπως αποδείχθηκε εκ των υστέρων, πολλές δεκαετίες αργότερα, δηλαδή τώρα πρόσφατα που τον συνάντησα, είχαμε την ίδια «πετριά»: Τη λογοτεχνία και την ποίηση.

Τότε, γύρω στο 1996-1997, ο Πέτρος είχε ζητήσει τη βοήθειά μου για την επιμέλεια του πρώτου βιβλίου του, «Τα δεκατρία περιστέρια», μια έρευνα για τους αγνοούμενους της κυπριακής τραγωδίας. Ψάχνοντας για εκδότη του βιβλίου, τον σύστησα στον Λιβάνη, όπου ήδη είχα εκδώσει εγώ το πρώτο μου βιβλίο.

Ύστερα, χαθήκαμε. Αλλά η ζωή έχει εκπλήξεις. Ήταν γραφτό να ξαναβρεθούμε σήμερα, σχεδόν μια τριακονταετία αργότερα, κατά τη διάρκεια μιας εκδήλωσης που διοργάνωσε στο Μπαράκι της Διδότου, με την παρουσίαση μελοποιημένων ποιημάτων του από την Μαρία Ρεμπούτσικα.

Εντυπωσιάστηκα. Δεν γνώριζα ότι είχε γράψει ποιήματα και, κατά σύμπτωση, ήμουν κι εγώ στην ίδια φάση. Εκείνος βέβαια, ήταν ήδη καταξιωμένος και ως ποιητής, με βραβεία στο ενεργητικό του, με μια ζωή πλούσια σε εμπειρίες, ταξίδια και μαγεία.

Έτσι λοιπόν, μου προξένησε το ενδιαφέρον και αποφάσισα να σκιαγραφήσω το πορτραίτο του, ως ποιητή, εκπρόσωπο του μαγικού ρεαλισμού, όπως λένε για την ποίησή του.

Στην συζήτηση που ακολουθεί, αποκαλύπτει τα μυστικά μονοπάτια που τον οδήγησαν στη μαγεία της ποίησης, ομολογώντας ότι «την ποίηση δεν τη βρήκα εγώ, εκείνη με βρήκε».

Ακολουθεί ολόκληρη η συνέντευξη:

-Πέτρο θέλω να σε ρωτήσω πώς από τη δημοσιογραφία πέρασες στην ποίηση; Ή έγινε το ανάποδο;

-Η ποίηση με προϋπάντησε, δεν τη διαλέγεις, σε επιλέγει εκείνη. Και ενώ το πρώτο μου ποιητικό βιβλίο βγήκε σε μια ηλικία 20-22 ετών από τις εκδόσεις «Μονόγραμμα» «Το χρυσάφι του παγωνιού», πέρασαν 19 χρόνια για να βγει ένα επόμενο βιβλίο ποιητικό. Στο ενδιάμεσο ταξίδεψα πολύ ως δημοσιογράφος σε μέρη απίστευτα, Λατινική Αμερική, Σαλβαδόρ, Γουατεμάλα, Νικαράγουα, Ονδούρα, Μεξικό, έκανα αποστολές σε διάφορες περιοχές του κόσμου, στη Βοσνία, στο Κουρδιστάν, στο Αφγανιστάν, σε τόπους που μπορεί να χαθείς και να μη σε βρουν ποτέ. Συνολικά έχω γυρίσει  σε 75-80 χώρες. Και εκεί φαίνεται ότι μετουσιώθηκαν όλα αυτά που έβλεπα και η ποίηση ωρίμασε μέσα μου κι έπεσε σαν ώριμο σύκο. Δηλαδή η βλάστηση, τα χρώματα, τα πουλιά, ο χαμένος παράδεισος, όλα αυτά με έκαναν να κατανοήσω και τις βαθύτερες φιλοσοφικές σκέψεις του κάθε λαού. Μου δόθηκε η δυνατότητα  να βρεθώ μπροστά σε ένα χωνευτήρι λαών και πολιτισμών, που όλα αυτά αργότερα, έγιναν ποίηση.

-Προφανώς είχες πολλά ερεθίσματα...

-Πολλά ερεθίσματα, πολλά γεγονότα, γεγονότα που τα ζεις και η φαντασία δεν μπορεί να συλλάβει  πόσο μαγική μπορεί να είναι η πραγματικότητα. Για παράδειγμα, είμαι στην κεντρική Ασία και είμαι κοντά σε κάτι ανασκαφές και σκάβουν οι αρχαιολόγοι και βρίσκουν δελφίνια. Στη μέση της ερήμου. Πώς είναι δυνατόν, σκέπτεται ο παρατηρητής, να βρίσκουμε δελφίνια στην  έρημο τη στιγμή που οι άνθρωποι δεν έχουν δει εκεί ποτέ θάλασσα. Ήταν από το στρατό του Μεγάλου Αλεξάνδρου που πέρασε από κει και μεταλαμπάδευσε όλα αυτά τα ιερά, τα ανάγλυφα κλπ. Βρέθηκα στην Τασκένδη στο Μουσείο Τεχνών κι ένας διάσημος αρχαιολόγος μου άνοιξε το χρηματοκιβώτιό του και μου έδειξε μια λήκυθο μεγάλη μαρμάρινη, εγχάρακτη …

-Και βρίσκεις και την Ελλάδα παντού…

-…Παρούσα. Θα σου πω ένα περιστατικό που έγινε και ποίημα έπειτα, ήταν τόσο μαγικό. Είμαι σε ένα παλαιοπωλείο και θέλω να αγοράσω κάποιες σελίδες από το κοράνι. Στη Σαμαρκάνδη, κεντρική Ασία. Και μου λένε, ξέρετε δεν πωλείται το κοράνι, πωλείται δίπλα ο καθρέφτης, α εγώ δεν θέλω, λέω, να αγοράσω τον καθρέφτη, το κοράνι θέλω να αγοράσω, όχι λέει, το ιερό βιβλίο δεν πωλείται, πωλείται ο καθρέφτης. Και το κοράνι δίδεται δώρο. Γιατί το κοράνι δεν μπορούσε να είναι προϊόν συναλλαγής.

-Αυτό το ανακάτεμα των άλλων πολιτισμών, γιατί εμείς έχουμε στο νου μας μόνο τον δικό μας πολιτισμό…

-Βρέθηκα σε θηριώδεις πολιτισμούς, έφτασα μέχρι την Ται Πέι, στην Άπω Ανατολή, είδα πώς οι μάντισσες και οι αστρομάντεις βλέπουν το μέλλον…

-Προφανώς, υπήρχε και πολλή μεταφυσική σε αυτές τις χώρες…

-Τεράστια. Εγώ τα πιστεύω όλα αυτά. Έχω και τρείς μάντισσες και τις συμβουλεύομαι και θεωρώ ότι πραγματικά είναι κάτι που σε ξαφνιάζει ευχάριστα.

-Αυτό σε εμπνέει φαντάζομαι, η μεταφυσική.

-Ναι, φυσικά, με εμπνέει η μεταφυσική όπως με εμπνέει και το γήινο, και μια γυναίκα που μπορεί να συναντήσω. Για μια γυναίκα γράφτηκαν πρόσφατα χρυσά βιβλία από μένα. Δηλαδή η έννοια του έρωτα, της αγάπης, τα μαγικά συναισθήματα είναι παντού, σε απολιθώνουν.

-Υπάρχει δηλαδή μια μαγεία στην ποίηση, αυτό καταλαβαίνω.

-Ναι φυσικά. Γι αυτό και θεωρούμαι στην Ελλάδα εκπρόσωπος του μαγικού ρεαλισμού. Το κίνημα αυτό αναπτύχθηκε κυρίως στη Λατινική Αμερική με τον Μπόρχες, τον Οκτάβιο Πας, τον Μαρκές, το πήραν μετά άλλοι, οι Πορτογάλοι, ο Σαραμάγκου, ακόμα κι αυτός ο Σαλμάν Ρούσντι που έγραψε τους σατανικούς στίχους θεωρείται εκπρόσωπος του μαγικού ρεαλισμού.

- Αυτά πώς τα συνδύαζες, δηλαδή τη δημοσιογραφία με την ποίηση;

-Η δημοσιογραφία με έστειλε στα ταξίδια. Τα υπόλοιπα δεν τα έγραψα εγώ. Τα έγραψε ο Θεός, έτσι πιστεύω.  Αυτός οδηγεί το χέρι.

-Τι είναι η έμπνευση;

-Δεν ξέρω. Η έμπνευση είναι μάλλον το χέρι του Θεού που σε οδηγεί να γράψεις διάφορα πράγματα. Και δεν πρέπει εκείνη την ώρα να τα ξεχάσεις. Πολλές φορές στον ύπνο μου, τρείς η ώρα, πέντε η ώρα το πρωί, σκέφτομαι κάτι και λέω αν το αφήσω, θα χαθεί, θα φύγει. Οπότε πετάγομαι σαν ελατήριο, το σημειώνω, και την επόμενη μέρα γεννιέται ένα ποίημα.

-Σήμερα είναι απαξιωμένη η ποίηση. Αυτό εσύ πώς το εξηγείς; Συμφωνείς με αυτό;

-Πιστεύω ότι επειδή ο καθένας γράφει ποίηση, δεν είναι έτσι. Είμαστε βέβαια σε έναν τόπο ευλογημένο και έχουμε μια μακρά παράδοση από τον Όμηρο μέχρι σήμερα, αλλά από την άλλη πλευρά γίνεται μια κατάχρηση, δηλαδή εγώ ποτέ δε θα προχωρούσα στο να γράψω κάτι και να είναι μέτριο ή συμβατικό.

-Η δημοσιογραφία πρακτικά μπορεί να συνδυαστεί με την ποίηση, με τη λογοτεχνία;

-Είχα δώσει μια διάλεξη στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, στο τμήμα λογοτεχνίας και μετάφρασης, και τους είχα πει ότι σκέπτομαι, ονειρεύομαι, μια δημοσιογραφία που να έχει νιφάδες λογοτεχνίας. Ένα είδος δηλαδή με ευφάνταστα κείμενα, καλογραμμένα, που θα έχουν υγρασία. Και από την άλλη πλευρά πιστεύω ότι η δημοσιογραφία σε οδηγεί σε πολλούς άλλους παράπλευρους δρόμους, φτάνει να την εγκαταλείψεις νωρίς. Και να ακολουθήσεις αυτό που θέλεις. Η δημοσιογραφία λοιπόν με οδήγησε στους τόπους αυτούς και είμαι ευγνώμων για αυτό.

-Όμως έχω την εντύπωση ότι από ένα σημείο και μετά η ποίηση είναι μονόδρομος, δηλαδή δεν μπορείς να τα κάνεις και τα δύο, είναι σε άλλο επίπεδο το ένα και σε άλλο το άλλο. Δηλαδή εσύ κατά τη διάρκεια που ασχολιόσουν με την ποίηση, εκτός από τα ταξίδια, ασκούσες και τη δημοσιογραφία; Πρακτικά, μπορούσες να τα συνδυάζεις;

-Ναι, φυσικά. Έκανα πράγματα όπου ξεπερνούσα τον εαυτό μου. Συνέχιζα τις αποκαλύψεις κι όλα αυτά, αλλά μετά που κατάλαβα και ένιωσα τα  υψηλά νοήματα της ζωής, ο τρόπος γραφής μου άλλαξε, έγινε πιο ελκυστικός, πιο πνευματικός. Είμαι ευγνώμων στους θεούς για όλα αυτά, πιστεύω ότι είναι ευλογία και ότι μπορείς να σώσεις την ψυχή σου. Εμείς που γράφουμε γιατί γράφουμε; Δεν γράφουμε για τον κόσμο, γράφουμε για να σώσουμε την ψυχή μας, γράφουμε για να απαλύνουμε τη ροή του χρόνου…

-«Ο χρόνος φοβάται τις πυραμίδες», όπως λες σε ένα ποίημά σου.

-Βέβαια, όλα αυτά έχουν σχέση με το χρόνο. Σε ένα τελευταίο μου έργο που θα βγει τώρα τελευταία και λέγεται «Άκου Ιαγουάρε», και έχει μελοποιηθεί από τη Μαρία Ρεμπούτσικα, γράφω για το χρόνο και για το θάνατο που σε κάνει αθάνατο. Δηλαδή γράφω ότι εγώ είμαι ο χρόνος, εσύ ο θάνατος, και είμαι αθάνατος. Και κεντρικά πρόσωπα είναι οι γυναίκες της ζωής μας που πέρασαν, κυρίως όμως αυτές που έμειναν μόνες. Γιατί ήταν ωραίες, γιατί ήταν εντυπωσιακές, κι έμειναν μόνες. Είτε γιατί φοβίζανε, ή αυτή ήταν η μοίρα τους. Και οι ίδιες πολλές φορές, γεμάτες με αποθέματα αυταρέσκειας και ναρκισσισμού, νομίζανε ότι ήταν υψηλότερες από τη σκιά τους, κι όταν πιστεύεις ότι είσαι πιο ψηλός από τη σκιά σου, πεθαίνεις.

-Αυτή την ενασχόληση με την ποίηση, πώς την συνδυάζεις με την καθημερινότητα; Πώς μπορείς δηλαδή να απομονώσεις αυτό το επίπεδο, την ποίηση, από τον περίγυρο; Δηλαδή ξεκόβεσαι από το γίγνεσθαι το κοινωνικό και το πολιτικό ή από την καθημερινότητα; Πιστεύεις ότι χρειάζεται αφοσίωση για να γράφεις ποίηση ή λογοτεχνία;

-Όχι. Αυτό είναι ακρωτηριασμός. Πιστεύω ότι είναι ακρωτηριασμός να πεις ότι θέλω να ζήσω μια μοναχική ζωή για να μπορώ να το κάνω αυτό. Όχι, εγώ θέλω να είμαι ανάμεσα στον κόσμο και να έχω και μια μεγάλη ανάπαυλα σε αυτά που γράφω.  Γιατί η ζωή περνάει δίπλα μας σαν το νερό. Είμασταν με την κόρη μου δίπλα σε ένα ρυάκι σε μια εκδρομή, και της έλεγα ότι δεν μπορείς να περάσεις δυο φορές από το ίδιο ποτάμι, τη ρήση του Ηράκλειτου,  και μου λέει, πώς γίνεται αυτό; Δεν μπορείς να περάσεις από το ίδιο σημείο, γιατί κάθε φορά είναι διαφορετική, κάθε στιγμή είναι αλλιώτικη.   

Μικρό βιογραφικό

Ο Πέτρος Κασιμάτης γεννήθηκε στην Αθήνα. Ρεπόρτερ-ερευνητής σε θέματα αιχμής με αποστολές και αποκλειστικότητες απ' όλο τον κόσμο που φιλοξενήθηκαν στη Le Monde, το BBC, το CNN κι όλα τα ξένα ειδησεογραφικά πρακτορεία. Πήρε συνεντεύξεις από τους Οτσαλάν, Κάρατζιτς, Αραφάτ, Τζορτζ Χαμπάς, τον πειρατή του "Ακίλε Λάουρο" Αμπού Αμπάς, τον αρχηγό του UCK Χασίμ Θάτσι, τον μαφιόζο της Αδριατικής Ντον Μικέλε Πάτσο, τον αρχηγό των Κόντρας Αντόλφο Γκαλέρο Πορτοκαρέρο, τον συγγραφέα Χόρχε Λουίς Μπόρχες, τον Τζίμι Κάρτερ, τον σεΐχη Σαγιέντ, ο οποίος του έδωσε συνέντευξη σε ένα κρησφύγετο στη βομβαρδισμένη Βηρυτό, ενώ πραγματοποίησε και αποστολή στα κρησφύγετα του ISIS στη Μ. Ανατολή.
Έχει γράψει πάνω από δέκα βιβλία. Έχει ταξιδέψει σε περισσότερες από εβδομήντα χώρες. Έχει καλύψει δέκα πολεμικές αναμετρήσεις και ανατροπές καθεστώτων σε όλο τον κόσμο.
Τιμήθηκε με το Δημοσιογραφικό Βραβείο Μπότση για τους αγνοούμενους της Κύπρου και με το Πρώτο Διεθνές Βραβείο Λογοτεχνίας από την Ένωση Αργεντινών Συγγραφέων στο Μπουένος Άιρες, στην Αίθουσα Μπόρχες.
Δίδαξε στο Πανεπιστήμιο Κοινωνιολογία της Ιστορίας, ενώ είναι επισκέπτης καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Κόμρατ. Διετέλεσε, επίσης, Διευθυντής του Γραφείου Τύπου της Βουλής.

Από τις Εκδόσεις Λιβάνη κυκλοφορούν τα βιβλία του  «Υπογραφές µε Σπαθί», «Αλέξανδρος Υψηλάντης – Ο Τελευταίος Πρίγκιπας», «Πορφυρός Λύκος», «Αγνοούµενοι – Άκρως Απόρρητο» –«Τα Δεκατρία Περιστέρια» (ειδική αναθεωρηµένη έκδοση), «Ταξίδια στις Χώρες της Εδέµ», « Μαράκανδα», «Ποτάµι στο Χρώµα της Τίγρης» και «Κάθε Καράβι Έχει το Βυθό του».

 

 


Για εμένα

Γεννήθηκα στην Αθήνα το 1952. Σπούδασα Ιστορία - Αρχαιολογία στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Εργάστηκα στο Υπουργείο Πολιτισμού ως αρχαιολόγος από το 1977 ως το 1983. Παράλληλα με την εργασία μου σπούδασα θέατρο στη Σχολή Ευγενίας Χατζήκου και συμμετείχα σε παραστάσεις ερασιτεχνικών θεατρικών θιάσων.

Από το 1984 εργάστηκα ως δημοσιογράφος στις εφημερίδες ΑΥΓΗ, ΠΡΩΤΗ, Κυριακάτικη ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ. Το 1985 παίρνω το πρώτο δημοσιογραφικό βραβείο «Παύλου Παλαιολόγου» για το καλύτερο γυναικείο κείμενο. Αργότερα συνεργάστηκα με τα περιοδικά ΠΑΝΘΕΟΝ, ΓΥΝΑΙΚΑ, ΤΗΛΕΡΑΜΑ, Mme Figaro, ΑΣΤΡΑ ΚΑΙ ΟΡΑΜΑ, στα οποία είχα την ευθύνη της αρχισυνταξίας και την επιμέλεια του ελεύθερου ρεπορτάζ. Συνεργάστηκα επίσης ως ρεπόρτερ με την τηλεόραση του ΑΝΤ1 και με ραδιοφωνικούς σταθμούς (ΤΟP FM, 9.84 κ.α.). Κατά τη δημοσιογραφική μου καριέρα, ασχολήθηκα με την ελεύθερη έρευνα, πολιτιστικά, κοινοβουλευτικό και πολιτικό ρεπορτάζ.

Εργάστηκα ως συντάκτης πολιτικού ρεπορτάζ, στο Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων-(ΑΠΕ-ΜΠΕ). Έχω γράψει τα βιβλία «Ψάχνοντας για τη Μόνικα», «Η σκιά της άλλης» και «Μινώκερος», τα οποία εκδόθηκαν από τις εκδόσεις ΛΙΒΑΝΗ. Έχω κάνει πολλές επιμέλειες βιβλίων.

Τα τελευταία οκτώ χρόνια ζω μόνιμα στη Σύρο και συνεργάστηκα με την εφημερίδα «Ο ΛΟΓΟΣ των Κυκλάδων».