Χειμώνας
Τα ρούχα του καλοκαιριού
Κρεμασμένα στα σχοινιά
Παγώνουν.
Ο χειμώνας έρχεται.
Κρύωσε το σπίτι.
Κι όμως ήλιος έξω πολεμάει ακόμα
Θυμίζοντας τις παραλίες και τις θάλασσες.
Οι άνθρωποι ετοιμάζουν τα παλτά
τα πανωφόρια
Τα χαλιά
τα στρωσίδια
τα παπλώματα.
Άστεγοι
Σπαρμένοι στα πεζοδρόμια της πόλης
Σε σκοτεινά σοκάκια αθέατοι
Χουχουλιάζουν τα παγωμένα δάχτυλα.
Τα μάτια τους βλέπουν
Ένα τζάκι και τη φωτιά να τρίζει
την κουνιστή
πολυθρόνα που πουλήθηκε, τον καναπέ
το διπλό κρεβάτι.
Με μάτια κόκκινα
Σωριασμένοι πάνω στα κουρέλια της ζωής τους
Που ρωτάει, μα πώς, γιατί
σε μένα;
Είναι κι αυτοί που ζούνε μόνοι
Στη γκαρσονιέρα στο ισόγειο.
Τους βλέπεις στο δημόσιο πλυντήριο
Να πλένουνε τα βάσανά τους.
Ένα παιδί πετάει τη μπάλα στον ακάλυπτο.
Ακόμα ο αέρας δεν έχει παγώσει.
Το αίμα του παιδιού είναι ζεστό και ζωντανό
Πετάει τη μπάλα και την πιάνει
Την πιάνει, την πετάει,
η μπάλα φεύγει
Και χοροπηδάει και τρέχει
Προς ένα αβέβαιο μέλλον.
Ο πόλεμος ακόμα
είναι μακριά
Αλλά τον κουβαλάμε
μέσα μας
Και τρέμουμε όπως τα πουλιά
Χωμένα μεσ’ στη χούφτα.
Έρχονται και φεύγουνε οι φόβοι μας
δαγκώνουνε τον ύπνο και το ξύπνημα
κι όλα είναι θολά
Σαν απόνερα.
Βρέχει.
Στο πλακόστρωτο κίτρινα φύλλα
Λιώνουν
όπως ένα δάκρυ στεγνό στο μάγουλο.
Ανάμεσα σε δυο αστραπές
Είδα ξαφνικά τη ματιά σου
Θυμός και σπαθί
Λύπη και κατάρα
Ευχή κι ελπίδα.
Το παιδί, εσύ,
Ξέχασες τη μπάλα
Ας πάει όπου θέλει.
Βρέχει.
Μέσα μυρίζει σπιτικό φαΐ.
Και χώνεσαι στην αγκαλιά της μάνας.
Α.Ψ. (Αθήνα 6/12/2024)
Ξένες γλώσσες
Μια καρακάξα
Στέλνει απελπισμένα μηνύματα
Με φωνή παράξενη
Πάνω στην κεραία της τηλεόρασης.
Ένα ζευγάρι τσακώνεται
Σε ξένη γλώσσα.
Το γκρίζο του ουρανού
απλώνεται πάνω απ’ την πόλη.
Ένα καλώδιο στέκει ασάλευτο αιωρούμενο
Στην άκρη της τέντας
Από τον πάνω όροφο.
Ετοιμάζεται βροχή.
Οι ξένες γλώσσες δεν γιορτάζουν τούτα τα Χριστούγεννα.
Η κυριαρχία του ήλιου
Κουρέλιασε τα δένδρα με τα πολύχρωμα φωτάκια
Κι έπειτα κρύφτηκε πίσω από τα σύννεφα.
Τούτη η ησυχία
Κόβεται με το μαχαίρι της γιορτής που
Ανήμπορη
Ανεβαίνει την ανηφόρα της ζωής της.
Ο καινούργιος χρόνος κυοφορεί
Το βρέφος των ελπίδων μας
Που πάγωσαν σε μια γωνιά
Περιμένοντας το χειμώνα.
Και τα παιδιά δαγκώνουν τα παιχνίδια
Του Άη Βασίλη.
Τα δώρα, η στερνή μας γνώση
Που δεν θέλησε ποτέ να ωριμάσει .
Μέσα μας ξένες γλώσσες
Περπατούν αθόρυβα
Γλύφοντας τον ουρανίσκο του κρανίου
αντικρύζοντας όσα έφαγε η μαρμάγκα της ιστορίας.
Ηττημένοι από την άγνοια της συνήθειας
Που σέρνει τα βήματά της
Πίσω από την πλάτη μας,
Περπατάμε τυφλοί
Κουφοί
Κουρασμένοι
Μαγκωμένοι μέσα
Στα γρανάζια του ψηφιακού μας κόσμου.
Χέρια άυλα υψώνονται
Και αγκαλιές από ρούχα του καλοκαιριού
Που αιωρούνται στο σχοινί, στο μπαλκόνι.
Στον ακάλυπτο οι
μπουγάδες του κόσμου
Στεγνώνουν πριν
απ’ τη βροχή.
Ένα φωτάκι κινητού αναβοσβήνει
από τον δεύτερο όροφο και μιλάει
σε ξένη γλώσσα.
Ποιοι είμαστε δεν ξέρουμε.
Για πού τραβάμε δεν θα γνωρίσουμε ποτέ.
Βρισκόμαστε στον πλανήτη της Βαβέλ.
Το 2025 πλησιάζει. Απειλητικά ξένο.
Καλή χρονιά.
Α.Ψ. 27/12/024
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου