Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Εξέγερση Πολυτεχνείου. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Εξέγερση Πολυτεχνείου. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

12/28/23

ΑΥΤΟΜΑΤΗ ΓΡΑΦΗ- Η επιστροφή (Β΄μέρος)

 


Ο ακάλυπτος 

Της Αλκμήνης Ψιλοπούλου

Ιούνιος 2023. Το μπαλκονάκι της κρεβατοκάμαράς της, με νοτιοδυτικό προσανατολισμό, βλέπει στην ακάλυπτο. Ένα πολυπολιτισμικό συνονθύλευμα από μικρά και μεγαλύτερα παράθυρα, μικρά και μεγαλύτερα μπαλκόνια, με ανοιχτές ή κλειστές ή μισόκλειστες μπαλκονόπορτες ή παντζούρια, διαμερίσματα από πέντε παλιοκαιρισμένες πολυκατοικίες, κατασκευές της κακιάς ώρας. Από αυτή την τσιμεντένια χοάνη ή χαβούζα, ακούγεται ένα παράξενο γουργουρητό. Είναι από τα περιστέρια που έχουν κάνει φωλιές στα ανώτερα διαμερίσματα, τα λεγόμενα ρετιρέ, αρκετά από αυτά παραδομένα στην εγκατάλειψη, με ανοιγμένες ωστόσο τις τέντες, βρωμερές και τρισάθλιες, λερωμένες από τις κουτσουλιές των απαίσιων αυτών πουλιών της πόλης. Σε κάποια μπαλκόνια των μεγαλύτερων διαμερισμάτων, μαραζωμένα φυτά, φίκοι ή άλλα αναρριχώμενα που έχουν αναπτυχθεί όπως όπως κατά μήκος των μπαλκονιών. Η χοάνη του ακάλυπτου βράζει σαν γιγάντια χύτρα ταχύτητος. Είναι ο θόρυβος από τα κλιματιστικά όμοια με γιγάντια μηχανικά ερπετά φτιαγμένα για να εξουδετερώσουν την απειλή των 40-43 βαθμών μέσα στην κοιλιά της Αθήνας.

Η Αλίκη* βγαίνει απόγευμα και κυρίως βράδυ μετά τις 12, καπνίζει ένα τσιγάρο και πετά τη γόπα  κάτω στο τσιμεντένιο δάπεδο που αποτελεί τον ακάλυπτο των υπόγειων διαμερισμάτων. Και χαζεύει όλα αυτά που συμβαίνουν μέσα στα κλουβιά της πόλης, στα δωμάτια των διαμερισμάτων, ό,τι φαίνεται μέσα από τα δεκάδες παράθυρα, ανοιχτά, μισάνοιχτα ή μισοφωτισμένα όμοια με μάτια που κοιτούν στο σκοτάδι.

Ένα ρεμπέτικο ακούγεται από το ισόγειο μιας από τις πέντε πολυκατοικίες που βλέπουν στον ακάλυπτο.


Ακούγονται από τα βάθη της χοάνης φωνές σε αλλότριες γλώσσες, μουσικές ανατολίτικες, αμανέδες, θυμίζοντας μια κρυφή Βαβέλ. Απέναντι, σε ένα διαμέρισμα, μάλλον κρεβατοκάμαρα με ένα τραπέζι, στο  δεύτερο όροφο, δυο παιδιά πηγαινοέρχονται βλέποντας σε ένα τραπέζι ίσως την οθόνη ενός υπολογιστή ή παίζοντας βιντεοπαιχνίδια. Από τη μισάνοιχτη μπαλκονόπορτα του ίδιου διαμερίσματος, κάποιο βράδυ, ένας άντρας και μια γυναίκα μισοφαίνονται να χαϊδεύονται, να αγκαλιάζονται και να εξαφανίζονται κάπου δίπλα όπου υποθέτεις ότι είναι το κρεβάτι. Τραβάνε τις κουρτίνες και κουφώνουν τα παντζούρια. Το επόμενο βράδυ, φαίνεται ο άντρας να τρώει πίτσα στο τραπέζι του ίδιου δωματίου. Δίπλα ανάβει ένα φως «νέον», ίσως είναι η τουαλέτα.

Μια γυναίκα εμφανίζεται αριστερά σε ένα μικρό μπαλκόνι. Είναι  αναμαλλιασμένη και κατάκοπη. Ανοίγει το ψυγείο και βγάζει χαλασμένα τρόφιμα τα οποία πετάει έξω, σε μια μεγάλη μαύρη σακούλα.

Όταν σκέφτεσαι τι έχεις και τι δεν έχεις, πρέπει να σκεφτείς πρώτα τι δεν έχουν οι άλλοι, για να συνειδητοποιήσεις ότι έχεις πολλά, έχεις όσα ακριβώς σου χρειάζονται για να ζεις με αξιοπρέπεια, σε αντίθεση με όλους αυτούς τους ανθρώπους που έχουν έρθει ποιος ξέρει από ποιο μέρος του κόσμου και ζουν σαν τα ποντίκια μέσα στις ποντικοπαγίδες τους.

Σε  μια παλιά ασπρόμαυρη ταινία- «τη μέρα που η γη πήρε φωτιά»-, λέει ότι ο άξονας της γης άλλαξε κατά 11 μοίρες από την δοκιμαστική έκρηξη πυρηνικών βομβών. Μάτια τεράστια και νεκρά στο χλωμό της πρόσωπο την κοιτάζουν μέσα από τον καθρέφτη.

Ο καιρός περνά γρήγορα. Με βόλτες σε τόπους και τοπία υπέροχα, όπου το χώμα μιλάει, γεμάτο από ιστορία, αγκαλιασμένο από μεγάλα δένδρα, πλατάνια, κουτσουπιές, πεύκα και μεγάλους θυσανωτούς θάμνους. Με μπάνια στις παραλίες που περιτρέχουν την Αθήνα.

Η Αλίκη έχει ξεφορτωθεί το ΙΧ και νιώθει πιο ελεύθερη από ποτέ. Πέταξε ένα μεγάλο φορτίο, και για πρώτη φορά στη ζωή της κάνει περιπάτους με τα πόδια, κοντινούς όπως στο Πεδίο του Άρεως ή στα Εξάρχεια, ή μακρινούς με λεωφορεία, μετρό ή τραμ. Τι χαρά, να την πηγαίνουν άλλοι και να μπορεί να χαζεύει από τα παράθυρα τη διαδρομή ή να φτάνει σε πέντε λεπτά στον προορισμό της, ανέμελη και χαλαρή.

Όσο περνάει ο χρόνος και λιγοστεύουν τα κεριά μας, είναι καλό να ξεφορτωνόμαστε τα περιττά. Να ξαλαφρώνουμε από αχρείαστη ύλη κι από παλιές επιθυμίες.

Νοέμβρης 2023. Πενήντα  χρόνια Πολυτεχνείο. Εικόνες παλιές, θαμμένες βαθιά μέσα στο σκληρό δίσκο του μυαλού μας, σε αρχεία με μνήμες, σκέψεις, βιώματα ανάκατα, ξεθάβουμε συναισθήματα αθωότητας και νεανικά χτυποκάρδια ερώτων, φόβου, αποκοτιάς. Με ένα ματωμένο κουρέλι από τη Γάζα να σκιάζει τα όνειρά μας. Τραγουδάμε, ξυπνώντας από έναν λήθαργο, «Μύρισε το σφαγείο μας θυμάρι και το κελί μας κόκκινο ουρανό». (Για όλα αυτά θα μιλήσουμε κάποια άλλη στιγμή, σύντομα).

Και κάπως έτσι, φτάνουμε στα Χριστούγεννα. Και στην Πρωτοχρονιά. Μπαίνει το 2024. Μύρισε το σφαγείο… Είναι μακριά από μας. Ακόμα… Με την ακρίβεια να στενεύει κι άλλο τη ζωή μας. Με μια παγωμένη ανάσα αδιαφορίας να βλέπουμε και να ακούμε τα τεκταινόμενα, εδώ και αλλού. Αλλά όλα καλά. Είμαστε καλά. «Τακ τακ εγώ, τακ τακ εσύ, που πάει να πει, σ’ αυτή τη γλώσσα τη βουβή, βαστάω γερά, κρατάω καλά».  

* «Αλίκη» είναι το προσωνύμιο της γράφουσας

 ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ

 

 

 


11/14/22

ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ, ΜΕΤΑ...*

 

*(από την ανέκδοτη ποιητική συλλογή της Αλκμήνης Ψιλοπούλου, "Ταξίδια στην άσφαλτο)



1979

 Σε ποιό γιαπί

Γυαλίζει το φεγγάρι

Σε ποιά πόρτα

Χτυπάει το μάνταλο το χέρι

Πού θα βρεθείς

Για να σε κυνηγήσουνε σκυλιά

Σε ποιά γειτόνισσα

Να δώσεις το πεσκέσι

Πού θα ανεμίσουνε

Πάλι σημαίες.


Κι εμείς σας χαιρετάμε

Η γενιά του Πολυτεχνείου.

Είμαστε καλά

Πολύ καλά.

Κι εσείς, ξέρουμε

Είσαστε καλά

Πολύ καλά.



1984

 Θρονιασμένοι κατάχαμα πλέκουμε με μαεστρία τον ιστό της αράχνης.

Μόνο το στόμα δουλεύει παλουκώνοντας -λες- ό,τι ήταν μαγικό.

Είναι το 1985.

Είναι  γιορτές, μάχες, εκστρατείες, χαμένες πολιτικές, σώματα παλιά

που συμπεριφέρονται μέσα σε εικόνες, σε άξονες, σε μάτια ηλεκτρονικά-ναι,

Μεγάλε Αδελφέ μου.

Είναι που ο Γ. προσαρμόζεται.

Στρέφει μέσα του τα πατροπαράδοτα όπλα κι όλοι εμείς γελάμε

και τα ψάχνουμε

σε κρυψώνες, αλλού, σε καταγώγια, αποθήκες και λημέρια.


Χαρτιά, κομπιούτερς, ανεμομαζώματα κι ανεμοσκορπίσματα

κι οι μουγγοί τελάληδες πεθαίνουν

μικροί κι ασήμαντοι πίσω από μεγάλα λόγια, άμφια, τελετές

μέσα στον ιστό της αράχνης.


"Τα θύματα δεν ήταν 39, ήταν 8". Ω, τι μαγικός αριθμός, κύριε Οργουελ!

 Στο μεταξύ ένα σύννεφο αιθάλης κατεβαίνει

ομπρέλα μεταλλική στη νηνεμία.

Κι ο κόσμος-μαριονέτες-σπασμένες αρθρώσεις...

 

Έρωτας δίχως αρχή και τέλος

άκριτα με κραυγές που σκίζουν το σκοτάδι.

 

Στους δρόμους, στις πλατείες

η τελευταία στιγμή της πόλης που πεθαίνει.



 

 



 

 


Για εμένα

Γεννήθηκα στην Αθήνα το 1952. Σπούδασα Ιστορία - Αρχαιολογία στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Εργάστηκα στο Υπουργείο Πολιτισμού ως αρχαιολόγος από το 1977 ως το 1983. Παράλληλα με την εργασία μου σπούδασα θέατρο στη Σχολή Ευγενίας Χατζήκου και συμμετείχα σε παραστάσεις ερασιτεχνικών θεατρικών θιάσων.

Από το 1984 εργάστηκα ως δημοσιογράφος στις εφημερίδες ΑΥΓΗ, ΠΡΩΤΗ, Κυριακάτικη ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ. Το 1985 παίρνω το πρώτο δημοσιογραφικό βραβείο «Παύλου Παλαιολόγου» για το καλύτερο γυναικείο κείμενο. Αργότερα συνεργάστηκα με τα περιοδικά ΠΑΝΘΕΟΝ, ΓΥΝΑΙΚΑ, ΤΗΛΕΡΑΜΑ, Mme Figaro, ΑΣΤΡΑ ΚΑΙ ΟΡΑΜΑ, στα οποία είχα την ευθύνη της αρχισυνταξίας και την επιμέλεια του ελεύθερου ρεπορτάζ. Συνεργάστηκα επίσης ως ρεπόρτερ με την τηλεόραση του ΑΝΤ1 και με ραδιοφωνικούς σταθμούς (ΤΟP FM, 9.84 κ.α.). Κατά τη δημοσιογραφική μου καριέρα, ασχολήθηκα με την ελεύθερη έρευνα, πολιτιστικά, κοινοβουλευτικό και πολιτικό ρεπορτάζ.

Εργάστηκα ως συντάκτης πολιτικού ρεπορτάζ, στο Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων-(ΑΠΕ-ΜΠΕ). Έχω γράψει τα βιβλία «Ψάχνοντας για τη Μόνικα», «Η σκιά της άλλης» και «Μινώκερος», τα οποία εκδόθηκαν από τις εκδόσεις ΛΙΒΑΝΗ. Έχω κάνει πολλές επιμέλειες βιβλίων.

Τα τελευταία οκτώ χρόνια ζω μόνιμα στη Σύρο και συνεργάστηκα με την εφημερίδα «Ο ΛΟΓΟΣ των Κυκλάδων».