Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Εξέγερση Πολυτεχνείου. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Εξέγερση Πολυτεχνείου. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

11/15/24

51 μ. Π.* Μία εξομολόγηση

 



Της Αλκμήνης Ψιλοπούλου

Πώς πέρασαν τα χρόνια βρε συντρόφια! Και πώς γίναμε έτσι που να μην αναγνωρίζουμε ο ένας τον άλλον και να πρέπει να ξανασυστηθούμε;

Και πώς γίνεται, πενήντα τόσα χρόνια μετά, να μην νιώθεις τίποτα-μιλάω τουλάχιστον για τον εαυτό μου, εξομολογούμενη-για εκείνες τις μεγάλες λίγες  μέρες που είμασταν μαζί στην εξέγερση του Πολυτεχνείου; Και πώς αλήθεια γίνεται, εσύ, που ήσουν ένα μικρομεσαίο στέλεχος του κινήματος, να μην έχεις γράψει ούτε ένα βιβλίο για το Πολυτεχνείο, όπως έχουν γράψει τόσοι και τόσοι πρωταγωνιστές αλλά και δευτεραγωνιστές ή ακόμη και νεώτεροι εξ αποστάσεως ερευνητές των τεκταινομένων της φοιτητικής εξέγερσης και των ημερών της Χούντας; Θυμάμαι μία καλή φίλη στην παρουσίαση του πρώτου βιβλίου που εξέδωσα, «Ψάχνοντας για τη Μόνικα» εκδόσεις Λιβάνη, με είχε ρωτήσει, γιατί δεν έγραψα ένα βιβλίο για το Πολυτεχνείο και αντ’ αυτού έγραψα ένα φαντασιακό μυθιστόρημα…

Κατόπιν λοιπόν όλων αυτών και κατόπιν του περσινού καταιγισμού εκδοτικής δραστηριότητας με βιβλία για το Πολυτεχνείο ή και ποιήματα που έγραψαν πρωταγωνιστές του κινήματος, είπα να γράψω σε τούτες τις σελίδες μιαν εξομολόγηση της εμπειρίας μου, που δεν έχω αναφέρει ποτέ και την ξέρουν μόνον κάποιοι καλοί φίλοι εκείνης της εποχής, συνειδητοποιώντας παρόλα αυτά ότι εκείνα τα βιώματα και οι εμπειρίες δεν αγγίζουν πλέον καθόλου την καρδιά μου…

Το γεγονός ότι αρνιόμουν  να καταθέσω εκείνα τα βιώματα δημοσίως μέχρι σήμερα, οφείλεται στην ενδόμυχη διάθεσή μου να τα κρατήσω μέσα μου μυστικά, σαν πολύτιμα διαμάντια που δεν ήθελα να τα αγγίξουν οι συρμοί των καιρών, τοτινών και τωρινών, δεν ήθελα να τα λερώσουν οι άνθρωποι, ακολουθώντας ασυνειδήτως την ρήση του μεγάλου ποιητή: « Κι αν δεν μπορείς να κάμεις τη ζωή σου όπως τη  θέλεις, /τούτο προσπάθησε τουλάχιστον, / όσο μπορείς μην την εξευτελίζεις/ μες στην πολλή συνάφεια του κόσμου,/ μες στες πολλές κινήσεις κι ομιλίες».

Αλλά σήμερα, που έχει κρυώσει πλέον το γυαλί και είναι αρκετά σκληρό για να σπάσει, μπορώ να τα μοιραστώ σαν ανάθημα του παρελθόντος, καθώς αισθάνομαι την εσωτερική γαλήνη κάποιας που ρούφηξε τη ζωή, νιώθοντας την αξία της κάθε στιγμής, χωρίς να την προδώσει, χωρίς να την χαλάσει «μες στες πολλές κινήσεις κι ομιλίες», προσπαθώντας να μην παρασυρθώ από τα συναισθήματα και τις εντάσεις των ζωντανεμένων αναμνήσεων.


Ήταν λοιπόν η μέρα που το τανκ έσπασε την πόρτα του Πολυτεχνείου κι όλοι εμείς που είμασταν μπροστά και τρέξαμε να κρυφτούμε στην αίθουσα της Σχολής Καλών Τεχνών, πίσω από ένα άγαλμα, βγήκαμε έξω κακήν κακώς και εφ ενός ζυγού περάσαμε από τους παραταγμένους στρατιώτες που μας φώναζαν με εφ’ όπλου λόγχη, γρήγορα, γρήγορα έξω έξω… κι έπειτα τρέχοντας στο δρόμο σκόνταψα κι έπεσα δαγκώνοντας την άσφαλτο και ήρθε και με έπιασε ο μπάτσος και με έβαλε μέσα στην κλούβα και μας πήγαν όλους μαζί στην ασφάλεια. Στο κελί εκείνο το βράδυ είμασταν καμιά δεκαριά, πολλοί τραυματίες με σπασμένα κεφάλια κι ακούγαμε κραυγές και κλάματα και φωνές από πάνω από την ταράτσα, ότι θα τους ρίξουν κάτω τους φοιτητές. Και ο τρόμος μας είχε κυριεύσει.

Έπειτα μας άφησαν. Και πήρα να κατηφορίζω τη λεωφόρο Αλεξάνδρας, απαντώντας στο «πού πας» των στρατιωτών που εκτελούσαν την απαγόρευση κυκλοφορίας, «πάω σπίτι μου». Και με άφησαν να περάσω και να πάω σπίτι μου, όπου με υποδέχθηκε ο πατέρας μου, δέκα χρόνια πιο γέρος από ότι τον άφησα, και κλαίγοντας, «ήρθες παιδάκι μου, ήρθες παιδάκι μου». Και μπήκα στο σπίτι, αλλά επειδή ήμουν στοχοποιημένη δεν μπορούσα να μείνω εκεί το βράδυ, έπρεπε να κρυφτώ, και με πήγε ο μπαμπάς να μείνω το βράδυ σε μια γειτόνισσα. Την επόμενη μέρα, γύρισα σπίτι. Είδα κάτω στο πεζοδρόμιο κάποιον να κοιτάζει το σπίτι. Κάποια στιγμή που δεν έβλεπε, βρήκα την ευκαιρία και μπήκα στο σπίτι, και λέω στους γονείς, πάω να μείνω απάνω στη θεία, στον δεύτερο όροφο γιατί μπορεί να έρθει ο χαφιές που παρακολουθεί από κάτω να με πάρει. Ανεβαίνω στη θεία, και σε λίγο ακούω από κάτω-το σπίτι μονοκατοικία με ισόγειο, πρώτο και δεύτερο όροφο-τους γονείς μου να ανοίγουν την πόρτα και να συνομιλούν με έναν αστυνομικό, ο οποίος έλεγε στο μπαμπά να με παραδώσει ο ίδιος στην Ασφάλεια και ότι δεν θα με κρατήσουν, είναι κάτι τυπικό, τέτοια…


Την επόμενη μέρα, ο μπαμπάς με πήγε και με παράδωσε στην ασφάλεια. Με κράτησαν σε ένα κελί δίπλα σε μία γυναίκα «ελευθερίων ηθών» με την οποία γίναμε φίλες και μιλούσαμε όποτε άνοιγαν τα κελιά. Θυμάμαι ότι έτρωγα κάθε μέρα γιαούρτι με πέτσα και μια φρυγανιά και κάτι άλλο όπως κριθαράκι, κάτι τέτοιο. Κι αρχίζει η ανάκριση. Πες μας τι ξέρεις και ποιους ξέρεις. Μούγκα. Ήτανε δύο που με ανακρίνανε, ο ένας που ήλεγχε τη Φιλοσοφική και ένας άλλος άγριος και το παίζανε ο καλός κι ο κακός. Ο κακός: Δε μιλάς πουτανάκι. Με βουτάει από τα μαλλιά, με στήνει ανάποδα σε μια καρέκλα, με τα οπίσθια όρθια, και αρχίζει να με βαράει με μια βουκέντρα. Ο καλός: Αφήστε την, είναι καλό κορίτσι, θα μιλήσει.

Με πηγαίνουν στο κελί και μου λένε: Θα μας γράψεις τι έγινε μέσα στο Πολυτεχνείο,  με λεπτομέρειες, ονόματα, ποιοι βγήκαν στο συντονιστικό, ποιοι ήταν από τη σχολή σου, όλα, χαρτί και καλαμάρι. Και μου δίνουν ένα τετράδιο κι ένα στυλό. Κι εγώ αρχίζω να γράφω αυτά που ήξερα ότι ήξεραν-αφού ήταν γραμμένοι σε κάθε σχολή, σαν φοιτητές. Την άλλη μέρα τους τα δίνω. Μετά από λίγο έρχονται, με παίρνουν, και με πάνε στο ίδιο γραφείο με την προηγούμενη. Πάλι ο καλός κι ο κακός. Τι είναι αυτά που μας έγραψες, αυτά τα ξέρουμε, μας δουλεύεις καριόλα. Πάλι με στήνουν στην καρέκλα, πάλι ο κακός με τη βουκέντρα με χτυπάει στα οπίσθια και στα πόδια. Αυτή τη δεύτερη φορά, πόνεσε. Άμα δε μιλήσεις θα σε πάμε στην ΕΣΑ (ο κακός). Αφήστε την κύριε αστυφύλαξ είναι καλό κορίτσι, θα μιλήσει. Ανοίγουν ένα άλμπουμ με φωτογραφίες, πες μας ποιοι απ’ αυτούς ήταν μέσα. Έλεγα αυτούς που ήταν μαζί με μένα στην νόμιμη δράση. Πάλι ψέματα, μας λες αυτούς που ξέρουμε. Αύριο πάμε στην ΕΣΑ. Πίσω στο κελί, τα λέμε με τη φίλη μου από δίπλα. Μη φοβάσαι, μου λέει, έτσι λένε σε όλους.

Την τρίτη μέρα με άφησαν κι έφυγα. Έμαθα μετά από κάποιον φίλο, ότι ο πατέρας μου πλήρωσε για να με αφήσουν και να μη με πάνε στην ΕΣΑ.

Αυτά είχα να καταθέσω προς το παρόν για εκείνες τις άγριες και συγκλονιστικές μέρες. Τα υπόλοιπα ίσως να τα διαβάσετε σε βιβλίο. Τώρα είμαι έτοιμη κι εγώ να γράψω για το Πολυτεχνείο και να το εκδώσω. Τα λέμε την Κυριακή στην πορεία.

*51 χρόνια μετά το Πολυτεχνείο


12/28/23

ΑΥΤΟΜΑΤΗ ΓΡΑΦΗ- Η επιστροφή (Β΄μέρος)

 


Ο ακάλυπτος 

Της Αλκμήνης Ψιλοπούλου

Ιούνιος 2023. Το μπαλκονάκι της κρεβατοκάμαράς της, με νοτιοδυτικό προσανατολισμό, βλέπει στην ακάλυπτο. Ένα πολυπολιτισμικό συνονθύλευμα από μικρά και μεγαλύτερα παράθυρα, μικρά και μεγαλύτερα μπαλκόνια, με ανοιχτές ή κλειστές ή μισόκλειστες μπαλκονόπορτες ή παντζούρια, διαμερίσματα από πέντε παλιοκαιρισμένες πολυκατοικίες, κατασκευές της κακιάς ώρας. Από αυτή την τσιμεντένια χοάνη ή χαβούζα, ακούγεται ένα παράξενο γουργουρητό. Είναι από τα περιστέρια που έχουν κάνει φωλιές στα ανώτερα διαμερίσματα, τα λεγόμενα ρετιρέ, αρκετά από αυτά παραδομένα στην εγκατάλειψη, με ανοιγμένες ωστόσο τις τέντες, βρωμερές και τρισάθλιες, λερωμένες από τις κουτσουλιές των απαίσιων αυτών πουλιών της πόλης. Σε κάποια μπαλκόνια των μεγαλύτερων διαμερισμάτων, μαραζωμένα φυτά, φίκοι ή άλλα αναρριχώμενα που έχουν αναπτυχθεί όπως όπως κατά μήκος των μπαλκονιών. Η χοάνη του ακάλυπτου βράζει σαν γιγάντια χύτρα ταχύτητος. Είναι ο θόρυβος από τα κλιματιστικά όμοια με γιγάντια μηχανικά ερπετά φτιαγμένα για να εξουδετερώσουν την απειλή των 40-43 βαθμών μέσα στην κοιλιά της Αθήνας.

Η Αλίκη* βγαίνει απόγευμα και κυρίως βράδυ μετά τις 12, καπνίζει ένα τσιγάρο και πετά τη γόπα  κάτω στο τσιμεντένιο δάπεδο που αποτελεί τον ακάλυπτο των υπόγειων διαμερισμάτων. Και χαζεύει όλα αυτά που συμβαίνουν μέσα στα κλουβιά της πόλης, στα δωμάτια των διαμερισμάτων, ό,τι φαίνεται μέσα από τα δεκάδες παράθυρα, ανοιχτά, μισάνοιχτα ή μισοφωτισμένα όμοια με μάτια που κοιτούν στο σκοτάδι.

Ένα ρεμπέτικο ακούγεται από το ισόγειο μιας από τις πέντε πολυκατοικίες που βλέπουν στον ακάλυπτο.


Ακούγονται από τα βάθη της χοάνης φωνές σε αλλότριες γλώσσες, μουσικές ανατολίτικες, αμανέδες, θυμίζοντας μια κρυφή Βαβέλ. Απέναντι, σε ένα διαμέρισμα, μάλλον κρεβατοκάμαρα με ένα τραπέζι, στο  δεύτερο όροφο, δυο παιδιά πηγαινοέρχονται βλέποντας σε ένα τραπέζι ίσως την οθόνη ενός υπολογιστή ή παίζοντας βιντεοπαιχνίδια. Από τη μισάνοιχτη μπαλκονόπορτα του ίδιου διαμερίσματος, κάποιο βράδυ, ένας άντρας και μια γυναίκα μισοφαίνονται να χαϊδεύονται, να αγκαλιάζονται και να εξαφανίζονται κάπου δίπλα όπου υποθέτεις ότι είναι το κρεβάτι. Τραβάνε τις κουρτίνες και κουφώνουν τα παντζούρια. Το επόμενο βράδυ, φαίνεται ο άντρας να τρώει πίτσα στο τραπέζι του ίδιου δωματίου. Δίπλα ανάβει ένα φως «νέον», ίσως είναι η τουαλέτα.

Μια γυναίκα εμφανίζεται αριστερά σε ένα μικρό μπαλκόνι. Είναι  αναμαλλιασμένη και κατάκοπη. Ανοίγει το ψυγείο και βγάζει χαλασμένα τρόφιμα τα οποία πετάει έξω, σε μια μεγάλη μαύρη σακούλα.

Όταν σκέφτεσαι τι έχεις και τι δεν έχεις, πρέπει να σκεφτείς πρώτα τι δεν έχουν οι άλλοι, για να συνειδητοποιήσεις ότι έχεις πολλά, έχεις όσα ακριβώς σου χρειάζονται για να ζεις με αξιοπρέπεια, σε αντίθεση με όλους αυτούς τους ανθρώπους που έχουν έρθει ποιος ξέρει από ποιο μέρος του κόσμου και ζουν σαν τα ποντίκια μέσα στις ποντικοπαγίδες τους.

Σε  μια παλιά ασπρόμαυρη ταινία- «τη μέρα που η γη πήρε φωτιά»-, λέει ότι ο άξονας της γης άλλαξε κατά 11 μοίρες από την δοκιμαστική έκρηξη πυρηνικών βομβών. Μάτια τεράστια και νεκρά στο χλωμό της πρόσωπο την κοιτάζουν μέσα από τον καθρέφτη.

Ο καιρός περνά γρήγορα. Με βόλτες σε τόπους και τοπία υπέροχα, όπου το χώμα μιλάει, γεμάτο από ιστορία, αγκαλιασμένο από μεγάλα δένδρα, πλατάνια, κουτσουπιές, πεύκα και μεγάλους θυσανωτούς θάμνους. Με μπάνια στις παραλίες που περιτρέχουν την Αθήνα.

Η Αλίκη έχει ξεφορτωθεί το ΙΧ και νιώθει πιο ελεύθερη από ποτέ. Πέταξε ένα μεγάλο φορτίο, και για πρώτη φορά στη ζωή της κάνει περιπάτους με τα πόδια, κοντινούς όπως στο Πεδίο του Άρεως ή στα Εξάρχεια, ή μακρινούς με λεωφορεία, μετρό ή τραμ. Τι χαρά, να την πηγαίνουν άλλοι και να μπορεί να χαζεύει από τα παράθυρα τη διαδρομή ή να φτάνει σε πέντε λεπτά στον προορισμό της, ανέμελη και χαλαρή.

Όσο περνάει ο χρόνος και λιγοστεύουν τα κεριά μας, είναι καλό να ξεφορτωνόμαστε τα περιττά. Να ξαλαφρώνουμε από αχρείαστη ύλη κι από παλιές επιθυμίες.

Νοέμβρης 2023. Πενήντα  χρόνια Πολυτεχνείο. Εικόνες παλιές, θαμμένες βαθιά μέσα στο σκληρό δίσκο του μυαλού μας, σε αρχεία με μνήμες, σκέψεις, βιώματα ανάκατα, ξεθάβουμε συναισθήματα αθωότητας και νεανικά χτυποκάρδια ερώτων, φόβου, αποκοτιάς. Με ένα ματωμένο κουρέλι από τη Γάζα να σκιάζει τα όνειρά μας. Τραγουδάμε, ξυπνώντας από έναν λήθαργο, «Μύρισε το σφαγείο μας θυμάρι και το κελί μας κόκκινο ουρανό». (Για όλα αυτά θα μιλήσουμε κάποια άλλη στιγμή, σύντομα).

Και κάπως έτσι, φτάνουμε στα Χριστούγεννα. Και στην Πρωτοχρονιά. Μπαίνει το 2024. Μύρισε το σφαγείο… Είναι μακριά από μας. Ακόμα… Με την ακρίβεια να στενεύει κι άλλο τη ζωή μας. Με μια παγωμένη ανάσα αδιαφορίας να βλέπουμε και να ακούμε τα τεκταινόμενα, εδώ και αλλού. Αλλά όλα καλά. Είμαστε καλά. «Τακ τακ εγώ, τακ τακ εσύ, που πάει να πει, σ’ αυτή τη γλώσσα τη βουβή, βαστάω γερά, κρατάω καλά».  

* «Αλίκη» είναι το προσωνύμιο της γράφουσας

 ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ

 

 

 


11/14/22

ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ, ΜΕΤΑ...*

 

*(από την ανέκδοτη ποιητική συλλογή της Αλκμήνης Ψιλοπούλου, "Ταξίδια στην άσφαλτο)



1979

 Σε ποιό γιαπί

Γυαλίζει το φεγγάρι

Σε ποιά πόρτα

Χτυπάει το μάνταλο το χέρι

Πού θα βρεθείς

Για να σε κυνηγήσουνε σκυλιά

Σε ποιά γειτόνισσα

Να δώσεις το πεσκέσι

Πού θα ανεμίσουνε

Πάλι σημαίες.


Κι εμείς σας χαιρετάμε

Η γενιά του Πολυτεχνείου.

Είμαστε καλά

Πολύ καλά.

Κι εσείς, ξέρουμε

Είσαστε καλά

Πολύ καλά.



1984

 Θρονιασμένοι κατάχαμα πλέκουμε με μαεστρία τον ιστό της αράχνης.

Μόνο το στόμα δουλεύει παλουκώνοντας -λες- ό,τι ήταν μαγικό.

Είναι το 1985.

Είναι  γιορτές, μάχες, εκστρατείες, χαμένες πολιτικές, σώματα παλιά

που συμπεριφέρονται μέσα σε εικόνες, σε άξονες, σε μάτια ηλεκτρονικά-ναι,

Μεγάλε Αδελφέ μου.

Είναι που ο Γ. προσαρμόζεται.

Στρέφει μέσα του τα πατροπαράδοτα όπλα κι όλοι εμείς γελάμε

και τα ψάχνουμε

σε κρυψώνες, αλλού, σε καταγώγια, αποθήκες και λημέρια.


Χαρτιά, κομπιούτερς, ανεμομαζώματα κι ανεμοσκορπίσματα

κι οι μουγγοί τελάληδες πεθαίνουν

μικροί κι ασήμαντοι πίσω από μεγάλα λόγια, άμφια, τελετές

μέσα στον ιστό της αράχνης.


"Τα θύματα δεν ήταν 39, ήταν 8". Ω, τι μαγικός αριθμός, κύριε Οργουελ!

 Στο μεταξύ ένα σύννεφο αιθάλης κατεβαίνει

ομπρέλα μεταλλική στη νηνεμία.

Κι ο κόσμος-μαριονέτες-σπασμένες αρθρώσεις...

 

Έρωτας δίχως αρχή και τέλος

άκριτα με κραυγές που σκίζουν το σκοτάδι.

 

Στους δρόμους, στις πλατείες

η τελευταία στιγμή της πόλης που πεθαίνει.



 

 



 

 


Για εμένα

Γεννήθηκα στην Αθήνα το 1952. Σπούδασα Ιστορία - Αρχαιολογία στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Εργάστηκα στο Υπουργείο Πολιτισμού ως αρχαιολόγος από το 1977 ως το 1983. Παράλληλα με την εργασία μου σπούδασα θέατρο στη Σχολή Ευγενίας Χατζήκου και συμμετείχα σε παραστάσεις ερασιτεχνικών θεατρικών θιάσων.

Από το 1984 εργάστηκα ως δημοσιογράφος στις εφημερίδες ΑΥΓΗ, ΠΡΩΤΗ, Κυριακάτικη ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ. Το 1985 παίρνω το πρώτο δημοσιογραφικό βραβείο «Παύλου Παλαιολόγου» για το καλύτερο γυναικείο κείμενο. Αργότερα συνεργάστηκα με τα περιοδικά ΠΑΝΘΕΟΝ, ΓΥΝΑΙΚΑ, ΤΗΛΕΡΑΜΑ, Mme Figaro, ΑΣΤΡΑ ΚΑΙ ΟΡΑΜΑ, στα οποία είχα την ευθύνη της αρχισυνταξίας και την επιμέλεια του ελεύθερου ρεπορτάζ. Συνεργάστηκα επίσης ως ρεπόρτερ με την τηλεόραση του ΑΝΤ1 και με ραδιοφωνικούς σταθμούς (ΤΟP FM, 9.84 κ.α.). Κατά τη δημοσιογραφική μου καριέρα, ασχολήθηκα με την ελεύθερη έρευνα, πολιτιστικά, κοινοβουλευτικό και πολιτικό ρεπορτάζ.

Εργάστηκα ως συντάκτης πολιτικού ρεπορτάζ, στο Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων-(ΑΠΕ-ΜΠΕ). Έχω γράψει τα βιβλία «Ψάχνοντας για τη Μόνικα», «Η σκιά της άλλης» και «Μινώκερος», τα οποία εκδόθηκαν από τις εκδόσεις ΛΙΒΑΝΗ. Έχω κάνει πολλές επιμέλειες βιβλίων.

Τα τελευταία οκτώ χρόνια ζω μόνιμα στη Σύρο και συνεργάστηκα με την εφημερίδα «Ο ΛΟΓΟΣ των Κυκλάδων».