Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα φοιτητικό κίνημα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα φοιτητικό κίνημα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

11/14/22

ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ, ΜΕΤΑ...*

 

*(από την ανέκδοτη ποιητική συλλογή της Αλκμήνης Ψιλοπούλου, "Ταξίδια στην άσφαλτο)



1979

 Σε ποιό γιαπί

Γυαλίζει το φεγγάρι

Σε ποιά πόρτα

Χτυπάει το μάνταλο το χέρι

Πού θα βρεθείς

Για να σε κυνηγήσουνε σκυλιά

Σε ποιά γειτόνισσα

Να δώσεις το πεσκέσι

Πού θα ανεμίσουνε

Πάλι σημαίες.


Κι εμείς σας χαιρετάμε

Η γενιά του Πολυτεχνείου.

Είμαστε καλά

Πολύ καλά.

Κι εσείς, ξέρουμε

Είσαστε καλά

Πολύ καλά.



1984

 Θρονιασμένοι κατάχαμα πλέκουμε με μαεστρία τον ιστό της αράχνης.

Μόνο το στόμα δουλεύει παλουκώνοντας -λες- ό,τι ήταν μαγικό.

Είναι το 1985.

Είναι  γιορτές, μάχες, εκστρατείες, χαμένες πολιτικές, σώματα παλιά

που συμπεριφέρονται μέσα σε εικόνες, σε άξονες, σε μάτια ηλεκτρονικά-ναι,

Μεγάλε Αδελφέ μου.

Είναι που ο Γ. προσαρμόζεται.

Στρέφει μέσα του τα πατροπαράδοτα όπλα κι όλοι εμείς γελάμε

και τα ψάχνουμε

σε κρυψώνες, αλλού, σε καταγώγια, αποθήκες και λημέρια.


Χαρτιά, κομπιούτερς, ανεμομαζώματα κι ανεμοσκορπίσματα

κι οι μουγγοί τελάληδες πεθαίνουν

μικροί κι ασήμαντοι πίσω από μεγάλα λόγια, άμφια, τελετές

μέσα στον ιστό της αράχνης.


"Τα θύματα δεν ήταν 39, ήταν 8". Ω, τι μαγικός αριθμός, κύριε Οργουελ!

 Στο μεταξύ ένα σύννεφο αιθάλης κατεβαίνει

ομπρέλα μεταλλική στη νηνεμία.

Κι ο κόσμος-μαριονέτες-σπασμένες αρθρώσεις...

 

Έρωτας δίχως αρχή και τέλος

άκριτα με κραυγές που σκίζουν το σκοτάδι.

 

Στους δρόμους, στις πλατείες

η τελευταία στιγμή της πόλης που πεθαίνει.



 

 



 

 


6/06/22

Η αόρατη κόκκινη κλωστή

 

Ένα σημείωμα εκτός επικαιρότητας


Της Τιτίκας- Μαρίας Σαράτση

 


Ας αρχίσω με μια διευκρίνηση: Τον τίτλο τον «δανείστηκα» από τον Διονύση Μαυρογένη, συναγωνιστή μας στα φοιτητικά. Τον είχε αναφέρει σε μια συνέντευξη. Όμως αισθάνομαι την ανάγκη να γράψω αυτό το σύντομο σημείωμα. Και αισθάνομαι την ανάγκη να το γράψω εδώ, στο blog της Αλκμήνης με την οποία κοιμηθήκαμε πλάι-πλάι για είκοσι λεπτά μέσα σε 36 ώρες πάνω σε ένα έδρανο το Φεβρουάριο του 1973 στην Κατάληψη της Νομικής.


Όταν σκέπτομαι τις συναγωνίστριες και τους συναγωνιστές μου, αυτούς που είναι ακόμη εδώ και αυτούς που έφυγαν αλλά βρίσκονται πάντα στην καρδιά και στην ψυχή μας, στο νου μου έρχεται αυτόματα ένα βιβλίο του Έριχ Μαρία Ρεμάρκ που διάβασα στα 13 μου. «Οι σύντροφοι». Οι σύντροφοι όχι με την πολιτική στενή έννοια αλλά με την έννοια του Ρεμάρκ. Οι συμπολεμιστές δηλαδή.

Πολλά έχουν ειπωθεί για την «ξεπουλημένη γενιά του Πολυτεχνείου». Εδώ θα επαναλάβω τα λόγια του Μιχάλη Σαμπατακάκη: Δεν υπήρξε «γενιά του Πολυτεχνείου». Είμαστε 5000 το πολύ σε μια πόλη τεσσάρων και κάτι παραπάνω εκατομμυρίων κατοίκων. Και όπως έχει γράψει σοφά ο Μιχάλης, είμαστε «με το γκάζι στο τέρμα και χωρίς χώρο για να φρενάρουμε». Κινδυνέψαμε, ναι. Άλλοι λιγότερο, άλλοι περισσότερο. Άλλοι βγήκαν από την ΕΣΑ με την ψυχή τους καταρρακωμένη για πάντα για να μην μιλήσουμε για το σώμα τους. Όλους όμως μας ενώνει μια αόρατη κλωστή. Αν κάποιος συμπολεμιστής του τότε τηλεφωνήσει σε κάποιον άλλον για να τον ρωτήσει κάτι ή να του ζητήσει κάτι αυτός που δέχεται το τηλεφώνημα θα αφήσει ό,τι κάνει και η προτεραιότητά του θα γίνει ο τηλεφωνών. Γιατί μας ενώνει η αόρατη κλωστή και το όραμα. Το όραμα των νεανικών μας χρόνων για μια Ελλάδα με προκοπή και αξιοπρέπεια. Αυτό δεν αλλάζει. Έχει περάσει στις φλέβες μας. Γιατί υπήρξαμε συμπολεμιστές ενάντια στη γελοιότητα, στην ανελευθερία, στην παραχάραξη της Ιστορίας κατά το δοκούν των συνταγματαρχών. Όπως λοιπόν εμείς είχαμε σεβασμό για όλους όσους πολέμησαν τους φασίστες και τους κατακτητές στην Κατοχή, έτσι και οι επόμενες γενιές πρέπει να έχουν σεβασμό για τους δικούς μας συμπολεμιστές. Δεν έχει σημασία αν ακολουθήσαμε διαφορετικούς δρόμους με διαφορετικούς βαθμούς ευαισθησίας. Σημασία έχει ότι στη δεδομένη στιγμή αντισταθήκαμε μαζικά και ειρηνικά. Ό,τι και αν λέγεται, όσο και αν λοιδορούμαστε και συκοφαντούμαστε η  αόρατη κλωστή θα παραμένει, θα μας ενώνει και θα «Υφαίνει» όνειρα και οράματα για τους επόμενους. Θαρραλέα και αγέρωχα….γιατί όπως έχει γράψει ο Γιώργος Σεφέρης:  «Είτε βραδιάζει, είτε φέγγει μένει λευκό το γιασεμί»….

 

 

 

 


11/16/20

ΕΚ ΤΩΝ ΥΣΤΕΡΩΝ-19+1 ( Αφιερωμένο στο βιβλίο της νιότης μου, στο Πολυτεχνείο)


 Το 1993, ο Δημήτρης Παπαχρήστος, ο ένας από τους εκφωνητές του ραδιοφωνικού σταθμού του Πολυτεχνείου, ζήτησε από παλιούς γνωστούς, φίλους, συμφοιτητές, συναγωνιστές, συνοδοιπόρους μιας εποχής, να γράψουν κάτι-και  μάλιστα σε προσωπικό λόγο και με βιωματικό τρόπο- για το πώς ο καθένας μας βρέθηκε σ’ αυτό το κίνημα, που ονομάστηκε και δεν ήταν μονάχα φοιτητικό. Τι πίστεψε, τι προσδόκησε, τι τον σημάδεψε, τι είναι σήμερα και πώς βλέπει τη ζωή του σε σχέση με τον κοινό τόπο που είναι η πατρίδα της νιότης κι από την οποία πολλοί έχουμε εξοριστεί. Τι γίνεται με το παρόν και το μέλλον, που ενδεχομένως εξακολουθεί να έρχεται από το παρελθόν… Ευχαριστώ τους φίλους που ανταποκρίθηκαν και μπήκαν σ’ αυτό το επώδυνο και ευχάριστο ψαχούλεμα εκείνης της εποχής, από την ξεχωριστή, δική τους ματιά…». Από τη συλλογή αυτών των κειμένων, προέκυψε το βιβλίο «Εκ των Υστέρων» (εκδόσεις «Νέα Σύνορα-Α. Λιβάνη»)


 «Κάποτε, στα σκοτεινά χρόνια…

Κάποτε στα σκοτεινά χρόνια, φτιάχναμε αερόστατα, για να πετάξουμε προκηρύξεις. Εσύ είχες αγοράσει μια μπουκάλα με χλώριο απ’ το Μοναστηράκι και τη  έκρυψες κάτω από τον νεροχύτη. Το σκυλί γάβγιζε και γάβγιζε κάτω από το κρεβάτι. Τρεις μέρες και τρεις νύχτες, αλυχτούσαμε κι εμείς με τις αναπνοές μας ενωμένες, κλεισμένοι μέσα στο δωμάτιο. Κι αργότερα, θυμάμαι, που πείναγες και σού’ ριχνα από πάνω, από το μπαλκόνι, κεφτεδάκια, τυρί, ψωμί και ντομάτες. Το μάτι σου ήταν άγριο, όταν δεν έβρισκες να κλέψεις από τα σούπερ μάρκετ. Μια μέρα έφερες μερέντα και κουάκερ. Κοιμόσουνα στο Πάρκο, ώσπου έφτασες σε προφυματική κατάσταση. Πίσω σου, ο λόφος του Στρέφη. Εσύ εδώ, μέσα στο δωμάτιο, να ξερνάς φλέμα και αίμα.

Μετά, ήρθε το Πολυτεχνείο. Θυμάσαι τα νεράντζια που πετούσαμε στους μπάτσους, φωνάζοντας «σκατοπαπαδόπουλε» και «μπάτσοι-αλήτες-δολοφόνοι…»


Πολυτεχνείο. Φάτσες άγνωστες, μοναξιά και φόβος. Το βράδυ κάναμε βόλτες με τη Μίκα. Μα κυνηγούν ροπαλοφόροι χαφιέδες με καδρόνια. Μετά οι συνελεύσεις. Η ΑΑΣΠΕ, η ΑΝΤΙΕΦΕΕ. Εμείς, πού την κεφαλήν κλίναι; Οι στρατευμένοι. Τα δακρυγόνα, οι φωτιές. Οι σφαίρες που λέγαμε πως ήταν πλαστικές και τα φορεία με τους τραυματίες. Κι ο σταθμός, «έχουμε ανάγκη από αίμα». Οι σφαίρες ντουμ ντουμ. Ο Μπίστης απέ΄ξω φώναζε, «προς Θεού, μόνο φοιτητικά συνθήματα». Οι οικοδόμοι-εκδότες και οι αγρότες από τα Μέγαρα. Οι μαθητές. Φήμες και πληροφορίες για την έκρηξη γενικής απεργίας. Συντροφικότητα. Παίζει πιάνο και τραγουδάει ο Θάνος Μικρούτσικος. Μέσα στη μεγάλη αίθουσα, όλοι ξαπλωμένοι κατάχαμα. Είναι όμορφα. Δεν θυμάμαι με ποιόν ήμουν, κάνω έτσι να πιάσω τις μπούκλες του διπλανού μου κεφαλιού. Γύρω μου όλο κεφάλια, αγκαλιασμένα, μονά, διπλά, πολλαπλά. Ψάχνω για το Φωτεινό. Πουθενά. Ένα κρακ. Μόνη. Περιφρούρηση. Σφυρίζει πάνω από το κεφάλι μου μια πλαστική σφαίρα και γελάω. Στους τοίχους συνθήματα. «Κάτω το κράτος». Στο εστιατόριο τρώνε φακές. Δεν πεινάω. Μετά, ο Νικόλας κι ο Χρήστος. Θέλω να κοιμηθώ. Δίπλα στο αυτί μου ο ραδιοσταθμός, στο σκοτάδι, παραληρεί. Κατέλαβαν, λέει, τη Δημαρχία, τον ΟΤΕ, στη Θεσσαλονίκη μια τράπεζα. «Δώστε αίμα και φάρμακα. Έχουμε ανάγκη από σουλφαμίδη». Δεν τη γλυτώνουμε. Κατεβαίνουν τώρα τα τανκς, περνούν και φεύγουν. «Ζήτω, νικήσαμε». Οι τραυματίες είναι πολλοί.


Δεν μπορώ άλλο ν’ ακούω, καλύτερα να βλέπω. «Αδέρφια μας φαντάροι», φωνάζουμε και κλαίμε. Κοιτάζω γύρω να δω πού θα τρυπώσω. Μα όλα θα είναι στάχτη. Θυμάμαι ένα νοτιοαμερικάνικο διήγημα που έλεγε για μια διαδήλωση στην πλατεία. Τους περικύκλωσε ο στρατός και τα τάνκς. Δεν έμεινε ούτε ένας. Έτσι κι εμείς. «Έτσι δεν είναι, Νικόλα;» σιγοψιθυρίζω χαμογελώντας και μουρμουρίζω κάποιο τραγουδάκι. Τα τάνκς είναι απέξω. Πάμε να τα δούμε με τον Νικόλα. Σιδερικά. Τώρα που τα βλέπω από κοντά, δε φοβάμαι πια. Θα μπορούσα να σαλτάρω και ν’ ανέβω επάνω τους. Γυρνάμε την πλάτη να φύγουμε. Να γλυτώσουμε. Μπαίνουμε στην πρώτη αίθουσα αριστερά, πίσω από ένα άγαλμα. Στην πόρτα, η μπούκα του κανονιού. Δεν κλείνω τα μάτια κι έχω μιαν αχαλίνωτη περιέργεια, πώς θα τελειώσουμε. Ακούω τις φωνές των στρατιωτών. «Ψηλά τα χέρια». Βγήκαμε. Γρήγορα, γρήγορα. Τρέχουμε. Κρατάω τον Νικόλα από την άκρη του πανωφοριού του. Γύρω πέφτουν οι σφαίρες. Η άκρη του πανωφοριού του ξεφεύγει κι εκτοξεύομαι δεξιά, στο πεζοδρόμιο. Πέφτω κάτω, πετώντας μακριά τα γυαλιά μου. Βλέπω έναν μπάτσο, μόνο του. Έρχεται κατά πάνω μου. Τον περιμένω να με πιάσει. Με οδηγεί στην κλούβα κι εγώ περπατάω, χωρίς αντίσταση. Μέσα στην κλούβα είναι καλά, έξω βρέχει σφαίρες.

Μεσογείων. Από δέκα σε κάθε κελί. Πέντε στο δικό μου, μ’ ανοιγμένα κεφάλια. Απέξω βογκητά. Όλη νύχτα σπάζουνε καδρόνια και βρίζουν. «Ένας-ένας, βγάλτε τις ζώνες σας, καθίκια, στην ταράτσα». Ανοιγοκλείνουν σιδερένιες αμπάρες. Μακριά, οι φωνές του κόσμου. Πυροβολισμοί και σιωπή. Φωνές και πυροβολισμοί. Τους μισούς τους πήγαν, φαίνεται, στο υπόγειο. Και χωρίς ζώνες. Με ζώνες θα τους δέρνουν. Τώρα οι φωνές πλησιάζουν. Έρχονται να καταλάβουν τη Μεσογείων. Ο κόσμος έχει περικυκλώσει το μέγαρο. Στην ταράτσα. Φαίνεται ανεβάζουν στην ταράτσα τους ομήρους και λένε στον κόσμο «ή φεύγετε, ή τους ρίχνουμε κάτω». Να φύγουν. Μακάρι να φύγουν. Περιμένω ν’ ακούσω, αλλά τίποτα.


Έξω από το κελί περνάει κόσμος. Μετά σιωπή. Τους διώχνουν; Πάνε σπίτια τους. Κι εμάς μας διώχνουν. Τώρα περπατάμε στους νεκρούς δρόμους. Ένας φαντάρος τείνει το όπλο: «Τις εί;». έγινε, λέει, στρατιωτικός νόμος. Πάλι; Να το σπίτι. Πλησιάζω. Στο δρόμο ψυχή. Στην οδό Κομνηνών, στο πατρικό μου σπίτι, σημάδια από ερπύστριες. Σαν να χώθηκε κι εδώ μέσα το τανκ. Δίπλα, η πόρτα της γιαγιάς, στο ημιυπόγειο, φραγμένη με κασόνια. Παγώνω. Τα παντζούρια στο σπίτι κλειστά. Ερημιά. Ανοίγω την εξώπορτα. Τα χέρια μου κόκκαλο. Κάτω, στα πλακάκια, κάτι γκρίζα σημάδια, σαν από  μπαρούτι. Τους σκότωσαν όλους; Γι’ αυτό δεν ακούγεται τίποτα; Χτυπάω το κουδούνι. Ανοίγει ένας γέρος και κλαίει. Είναι ο πατέρας μου. «Είσαι ζωντανή». Ναι, είμαι ζωντανή, κι ακόμη ακούω τις σφαίρες ντουμ ντουμ, τις φωνές στην ταράτσα, αλλά προπάντων τις σειρήνες των ασθενοφόρων, στον ύπνο μου.


Τώρα, η «κολλητή» μου από τη Φιλοσοφική είναι στον Πόρο. Έκανε οικογένεια, παιδιά, τακτοποιήθηκε. Τακτοποιήθηκε; Η ψυχή της το ξέρει. Θυμάμαι που, σε μια μάζωξη της «γενιάς» μου, μου έλεγε μια ιστορία: «Τότε, στο Πολυτεχνείο, κάποιος από το Συντονιστικό μας φώναξε, εμένα και την Κική, και μας είπε πως η μία πρέπει να βοηθήσει στο σταθμό και η άλλη στο ιατρείο, να φτιάχνει γάζες. Η Κικη δήλωσε πως «αποκλείεται εγώ να φτιάχνω γάζες, όταν βλέπω αίμα λιποθυμάω». Δέχτηκα λοιπόν εγώ να πάω στις γάζες. Εκείνη έγινε Πρόεδρος, κι εγώ δασκάλα στον Πόρο».

ΑΛΚΜΗΝΗ ΨΙΛΟΠΟΥΛΟΥ


Για εμένα

Γεννήθηκα στην Αθήνα το 1952. Σπούδασα Ιστορία - Αρχαιολογία στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Εργάστηκα στο Υπουργείο Πολιτισμού ως αρχαιολόγος από το 1977 ως το 1983. Παράλληλα με την εργασία μου σπούδασα θέατρο στη Σχολή Ευγενίας Χατζήκου και συμμετείχα σε παραστάσεις ερασιτεχνικών θεατρικών θιάσων.

Από το 1984 εργάστηκα ως δημοσιογράφος στις εφημερίδες ΑΥΓΗ, ΠΡΩΤΗ, Κυριακάτικη ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ. Το 1985 παίρνω το πρώτο δημοσιογραφικό βραβείο «Παύλου Παλαιολόγου» για το καλύτερο γυναικείο κείμενο. Αργότερα συνεργάστηκα με τα περιοδικά ΠΑΝΘΕΟΝ, ΓΥΝΑΙΚΑ, ΤΗΛΕΡΑΜΑ, Mme Figaro, ΑΣΤΡΑ ΚΑΙ ΟΡΑΜΑ, στα οποία είχα την ευθύνη της αρχισυνταξίας και την επιμέλεια του ελεύθερου ρεπορτάζ. Συνεργάστηκα επίσης ως ρεπόρτερ με την τηλεόραση του ΑΝΤ1 και με ραδιοφωνικούς σταθμούς (ΤΟP FM, 9.84 κ.α.). Κατά τη δημοσιογραφική μου καριέρα, ασχολήθηκα με την ελεύθερη έρευνα, πολιτιστικά, κοινοβουλευτικό και πολιτικό ρεπορτάζ.

Εργάστηκα ως συντάκτης πολιτικού ρεπορτάζ, στο Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων-(ΑΠΕ-ΜΠΕ). Έχω γράψει τα βιβλία «Ψάχνοντας για τη Μόνικα», «Η σκιά της άλλης» και «Μινώκερος», τα οποία εκδόθηκαν από τις εκδόσεις ΛΙΒΑΝΗ. Έχω κάνει πολλές επιμέλειες βιβλίων.

Τα τελευταία οκτώ χρόνια ζω μόνιμα στη Σύρο και συνεργάστηκα με την εφημερίδα «Ο ΛΟΓΟΣ των Κυκλάδων».