*(από την ανέκδοτη ποιητική συλλογή της Αλκμήνης Ψιλοπούλου, "Ταξίδια στην άσφαλτο)
1979
Γυαλίζει
το φεγγάρι
Σε ποιά
πόρτα
Χτυπάει
το μάνταλο το χέρι
Πού θα
βρεθείς
Για να
σε κυνηγήσουνε σκυλιά
Σε ποιά
γειτόνισσα
Να
δώσεις το πεσκέσι
Πού θα
ανεμίσουνε
Πάλι
σημαίες.
Κι εμείς σας χαιρετάμε
Η γενιά
του Πολυτεχνείου.
Είμαστε
καλά
Πολύ
καλά.
Κι
εσείς, ξέρουμε
Είσαστε
καλά
Πολύ καλά.
1984
Θρονιασμένοι κατάχαμα πλέκουμε με μαεστρία τον ιστό της αράχνης.
Μόνο το
στόμα δουλεύει παλουκώνοντας -λες- ό,τι ήταν μαγικό.
Είναι το
1985.
Είναι γιορτές, μάχες, εκστρατείες, χαμένες
πολιτικές, σώματα παλιά
που
συμπεριφέρονται μέσα σε εικόνες, σε άξονες, σε μάτια ηλεκτρονικά-ναι,
Μεγάλε
Αδελφέ μου.
Είναι που
ο Γ. προσαρμόζεται.
Στρέφει
μέσα του τα πατροπαράδοτα όπλα κι όλοι εμείς γελάμε
και τα
ψάχνουμε
σε
κρυψώνες, αλλού, σε καταγώγια, αποθήκες και λημέρια.
Χαρτιά, κομπιούτερς, ανεμομαζώματα κι ανεμοσκορπίσματα
κι οι
μουγγοί τελάληδες πεθαίνουν
μικροί
κι ασήμαντοι πίσω από μεγάλα λόγια, άμφια, τελετές
μέσα
στον ιστό της αράχνης.
"Τα θύματα δεν ήταν 39, ήταν 8". Ω, τι μαγικός αριθμός, κύριε Οργουελ!
Στο μεταξύ ένα σύννεφο αιθάλης κατεβαίνει
ομπρέλα
μεταλλική στη νηνεμία.
Κι ο
κόσμος-μαριονέτες-σπασμένες αρθρώσεις...
Έρωτας
δίχως αρχή και τέλος
άκριτα
με κραυγές που σκίζουν το σκοτάδι.
Στους
δρόμους, στις πλατείες
η
τελευταία στιγμή της πόλης που πεθαίνει.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου