«Κάποτε, στα σκοτεινά χρόνια…
Κάποτε στα σκοτεινά χρόνια, φτιάχναμε αερόστατα, για
να πετάξουμε προκηρύξεις. Εσύ είχες αγοράσει μια μπουκάλα με χλώριο απ’ το
Μοναστηράκι και τη έκρυψες κάτω από τον
νεροχύτη. Το σκυλί γάβγιζε και γάβγιζε κάτω από το κρεβάτι. Τρεις μέρες και
τρεις νύχτες, αλυχτούσαμε κι εμείς με τις αναπνοές μας ενωμένες, κλεισμένοι
μέσα στο δωμάτιο. Κι αργότερα, θυμάμαι, που πείναγες και σού’ ριχνα από πάνω,
από το μπαλκόνι, κεφτεδάκια, τυρί, ψωμί και ντομάτες. Το μάτι σου ήταν άγριο,
όταν δεν έβρισκες να κλέψεις από τα σούπερ μάρκετ. Μια μέρα έφερες μερέντα και
κουάκερ. Κοιμόσουνα στο Πάρκο, ώσπου έφτασες σε προφυματική κατάσταση. Πίσω
σου, ο λόφος του Στρέφη. Εσύ εδώ, μέσα στο δωμάτιο, να ξερνάς φλέμα και αίμα.
Μετά, ήρθε το Πολυτεχνείο. Θυμάσαι τα νεράντζια που
πετούσαμε στους μπάτσους, φωνάζοντας «σκατοπαπαδόπουλε» και
«μπάτσοι-αλήτες-δολοφόνοι…»
Πολυτεχνείο. Φάτσες άγνωστες, μοναξιά και φόβος. Το βράδυ κάναμε βόλτες με τη Μίκα. Μα κυνηγούν ροπαλοφόροι χαφιέδες με καδρόνια. Μετά οι συνελεύσεις. Η ΑΑΣΠΕ, η ΑΝΤΙΕΦΕΕ. Εμείς, πού την κεφαλήν κλίναι; Οι στρατευμένοι. Τα δακρυγόνα, οι φωτιές. Οι σφαίρες που λέγαμε πως ήταν πλαστικές και τα φορεία με τους τραυματίες. Κι ο σταθμός, «έχουμε ανάγκη από αίμα». Οι σφαίρες ντουμ ντουμ. Ο Μπίστης απέ΄ξω φώναζε, «προς Θεού, μόνο φοιτητικά συνθήματα». Οι οικοδόμοι-εκδότες και οι αγρότες από τα Μέγαρα. Οι μαθητές. Φήμες και πληροφορίες για την έκρηξη γενικής απεργίας. Συντροφικότητα. Παίζει πιάνο και τραγουδάει ο Θάνος Μικρούτσικος. Μέσα στη μεγάλη αίθουσα, όλοι ξαπλωμένοι κατάχαμα. Είναι όμορφα. Δεν θυμάμαι με ποιόν ήμουν, κάνω έτσι να πιάσω τις μπούκλες του διπλανού μου κεφαλιού. Γύρω μου όλο κεφάλια, αγκαλιασμένα, μονά, διπλά, πολλαπλά. Ψάχνω για το Φωτεινό. Πουθενά. Ένα κρακ. Μόνη. Περιφρούρηση. Σφυρίζει πάνω από το κεφάλι μου μια πλαστική σφαίρα και γελάω. Στους τοίχους συνθήματα. «Κάτω το κράτος». Στο εστιατόριο τρώνε φακές. Δεν πεινάω. Μετά, ο Νικόλας κι ο Χρήστος. Θέλω να κοιμηθώ. Δίπλα στο αυτί μου ο ραδιοσταθμός, στο σκοτάδι, παραληρεί. Κατέλαβαν, λέει, τη Δημαρχία, τον ΟΤΕ, στη Θεσσαλονίκη μια τράπεζα. «Δώστε αίμα και φάρμακα. Έχουμε ανάγκη από σουλφαμίδη». Δεν τη γλυτώνουμε. Κατεβαίνουν τώρα τα τανκς, περνούν και φεύγουν. «Ζήτω, νικήσαμε». Οι τραυματίες είναι πολλοί.
Δεν μπορώ άλλο ν’ ακούω, καλύτερα να βλέπω. «Αδέρφια μας φαντάροι», φωνάζουμε και κλαίμε. Κοιτάζω γύρω να δω πού θα τρυπώσω. Μα όλα θα είναι στάχτη. Θυμάμαι ένα νοτιοαμερικάνικο διήγημα που έλεγε για μια διαδήλωση στην πλατεία. Τους περικύκλωσε ο στρατός και τα τάνκς. Δεν έμεινε ούτε ένας. Έτσι κι εμείς. «Έτσι δεν είναι, Νικόλα;» σιγοψιθυρίζω χαμογελώντας και μουρμουρίζω κάποιο τραγουδάκι. Τα τάνκς είναι απέξω. Πάμε να τα δούμε με τον Νικόλα. Σιδερικά. Τώρα που τα βλέπω από κοντά, δε φοβάμαι πια. Θα μπορούσα να σαλτάρω και ν’ ανέβω επάνω τους. Γυρνάμε την πλάτη να φύγουμε. Να γλυτώσουμε. Μπαίνουμε στην πρώτη αίθουσα αριστερά, πίσω από ένα άγαλμα. Στην πόρτα, η μπούκα του κανονιού. Δεν κλείνω τα μάτια κι έχω μιαν αχαλίνωτη περιέργεια, πώς θα τελειώσουμε. Ακούω τις φωνές των στρατιωτών. «Ψηλά τα χέρια». Βγήκαμε. Γρήγορα, γρήγορα. Τρέχουμε. Κρατάω τον Νικόλα από την άκρη του πανωφοριού του. Γύρω πέφτουν οι σφαίρες. Η άκρη του πανωφοριού του ξεφεύγει κι εκτοξεύομαι δεξιά, στο πεζοδρόμιο. Πέφτω κάτω, πετώντας μακριά τα γυαλιά μου. Βλέπω έναν μπάτσο, μόνο του. Έρχεται κατά πάνω μου. Τον περιμένω να με πιάσει. Με οδηγεί στην κλούβα κι εγώ περπατάω, χωρίς αντίσταση. Μέσα στην κλούβα είναι καλά, έξω βρέχει σφαίρες.
Μεσογείων. Από δέκα σε κάθε κελί. Πέντε στο δικό μου,
μ’ ανοιγμένα κεφάλια. Απέξω βογκητά. Όλη νύχτα σπάζουνε καδρόνια και βρίζουν.
«Ένας-ένας, βγάλτε τις ζώνες σας, καθίκια, στην ταράτσα». Ανοιγοκλείνουν
σιδερένιες αμπάρες. Μακριά, οι φωνές του κόσμου. Πυροβολισμοί και σιωπή. Φωνές
και πυροβολισμοί. Τους μισούς τους πήγαν, φαίνεται, στο υπόγειο. Και χωρίς
ζώνες. Με ζώνες θα τους δέρνουν. Τώρα οι φωνές πλησιάζουν. Έρχονται να
καταλάβουν τη Μεσογείων. Ο κόσμος έχει περικυκλώσει το μέγαρο. Στην ταράτσα.
Φαίνεται ανεβάζουν στην ταράτσα τους ομήρους και λένε στον κόσμο «ή φεύγετε, ή
τους ρίχνουμε κάτω». Να φύγουν. Μακάρι να φύγουν. Περιμένω ν’ ακούσω, αλλά
τίποτα.
Έξω από το κελί περνάει κόσμος. Μετά σιωπή. Τους διώχνουν; Πάνε σπίτια τους. Κι εμάς μας διώχνουν. Τώρα περπατάμε στους νεκρούς δρόμους. Ένας φαντάρος τείνει το όπλο: «Τις εί;». έγινε, λέει, στρατιωτικός νόμος. Πάλι; Να το σπίτι. Πλησιάζω. Στο δρόμο ψυχή. Στην οδό Κομνηνών, στο πατρικό μου σπίτι, σημάδια από ερπύστριες. Σαν να χώθηκε κι εδώ μέσα το τανκ. Δίπλα, η πόρτα της γιαγιάς, στο ημιυπόγειο, φραγμένη με κασόνια. Παγώνω. Τα παντζούρια στο σπίτι κλειστά. Ερημιά. Ανοίγω την εξώπορτα. Τα χέρια μου κόκκαλο. Κάτω, στα πλακάκια, κάτι γκρίζα σημάδια, σαν από μπαρούτι. Τους σκότωσαν όλους; Γι’ αυτό δεν ακούγεται τίποτα; Χτυπάω το κουδούνι. Ανοίγει ένας γέρος και κλαίει. Είναι ο πατέρας μου. «Είσαι ζωντανή». Ναι, είμαι ζωντανή, κι ακόμη ακούω τις σφαίρες ντουμ ντουμ, τις φωνές στην ταράτσα, αλλά προπάντων τις σειρήνες των ασθενοφόρων, στον ύπνο μου.
Τώρα, η «κολλητή» μου από τη Φιλοσοφική είναι στον Πόρο. Έκανε οικογένεια, παιδιά, τακτοποιήθηκε. Τακτοποιήθηκε; Η ψυχή της το ξέρει. Θυμάμαι που, σε μια μάζωξη της «γενιάς» μου, μου έλεγε μια ιστορία: «Τότε, στο Πολυτεχνείο, κάποιος από το Συντονιστικό μας φώναξε, εμένα και την Κική, και μας είπε πως η μία πρέπει να βοηθήσει στο σταθμό και η άλλη στο ιατρείο, να φτιάχνει γάζες. Η Κικη δήλωσε πως «αποκλείεται εγώ να φτιάχνω γάζες, όταν βλέπω αίμα λιποθυμάω». Δέχτηκα λοιπόν εγώ να πάω στις γάζες. Εκείνη έγινε Πρόεδρος, κι εγώ δασκάλα στον Πόρο».
ΑΛΚΜΗΝΗ ΨΙΛΟΠΟΥΛΟΥ
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου