«
Όπου και να σας βρίσκει το κακό, αδελφοί, όπου και να θολώνει ο νούς σας,
μνημονεύετε Διονύσιο Σολωμό και μνημονεύετε Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη (Οδυσσέας
Ελύτης, «Το Άξιον Εστί»)
Έπρεπε να γίνω μεσήλιξ για να προκόψω να διαβάσω
Παπαδιαμάντη. Στο σχολείο, τότε που επήγαινα, δεκαετία του ’60-’70, δεν
μαθαίναμε λογοτεχνία, ούτε ξένη ούτε βέβαια και ελληνική. Δυστυχώς. Έζησα και
στην εποχή των γλωσσικών νεωτερισμών, όταν είχε απαξιωθεί οτιδήποτε ήταν γραμμένο
σε γλώσσα λόγια, αρχαϊζουσα ή καθαρεύουσα. Πες το προκατάληψη, πες το δυσκολία
κατανοήσεως της ιδιαζούσης γλώσσας των παλαιών Ελλήνων συγγραφέων. Κυρίως όμως,
έζησα λίγο πριν και λίγο μετά την εποχή του «μοντερνισμού». Όπου απαξιώναμε
μεγάλους ανθρώπους, και μεγάλα πνευματικά μυαλά, όντας «μικροί», τουτέστιν
μικρονοϊκοί, για να τα κατανοήσουμε.
Έ λοιπόν, ήρθε το πλήρωμα του χρόνου για να ενσκήψω
στα γραπτά του «κοσμοκαλόγερου», του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, του μεγαλύτερου
ίσως Έλληνα συγγραφέα, η αξία του οποίου ευτυχώς έχει αναγνωριστεί και ελπίζω
να τον κάνουν μάθημα σήμερα στα γυμνάσια και στα λύκεια.
Σίγουρα αυτή η παράξενη ιδιωματική του γλώσσα, με
απωθούσε και με δυσκόλευε. Πλην όμως, όταν εισχωρεί κανείς με ανοιχτό μυαλό σ’
αυτή την άλλη γλώσσα, τόσο διαφορετική από την σημερινή νεοελληνική, να την
συνηθίσει και να αρχίσει να μπαίνει σ’ αυτόν τον άλλο κόσμο, τον
«παπαδιαμάντειο», μένει ενεός από την αλλόκοτη γοητεία που εκπέμπουν οι λέξεις,
οι εικόνες και οι ιστορίες, ενός πολιτισμού που χάθηκε μέσα στη γρήγορη
εναλλαγή των εποχών και των αιώνων που ακολούθησαν. Και όμως. Έχει μείνει
ατόφιος ο πυρήνας εκείνου του πολιτισμού των αξιών, της ηθικής, της αγνότητας
και της αθωότητας μιας κοινωνίας ακόμα παρθένας από τα κάθε είδους δήθεν και τα
ψευδεπίγραφα, άνευ περιεχομένου, σύγχρονα πονήματα, τα μπερδεμένα με την
ματαιοδοξία, την έπαρση και την επιπόλαια τυχαιότητα της μαζικής λεγόμενης
«κουλτούρας». Του «δεν πουλάει» άρα δεν είναι καλό, του «είναι καλό ό,τι θέλει
ο πελάτης», της διαφήμισης, της αυτοδιαφήμισης και της ανόητης αυτοπροβολής.
Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης μίλησε ίσια στην καρδιά
μου. Μου μίλησε για τους φτωχούς καθημερινούς ανθρώπους της εποχής εκείνης,
όπου οι άνθρωποι δεν είχαν τίποτε από τις σημερινές ανέσεις, και δεν ζητούσαν
τίποτε άλλο παρά μόνον τα αναγκαία για την επιβίωση. Μια επιβίωση δύσκολη,
κοπιώδη. Μου μίλησε επίσης για την ανθρωπιά, με έναν τρόπο παιγνιώδη και
λεπτεπίλεπτα χιουμοριστικό, όπου κάθε ιστορία και κάθε εικόνα είναι μια γυμνή
ζωγραφιά της ίδιας της ζωής.
Δεν θα πω τίποτε άλλο. Θα σας αφήσω-θα σας καλέσω-να
εισχωρήσετε κι εσείς σ’ αυτόν τον κόσμο, «το μικρό, το μέγα», του Αλέξανδρου
Παπαδιαμάντη. Κι αν σας ξενοφανεί η γλώσσα του, αν στην αρχή σας δυσκολέψει η
ανάγνωση των διηγημάτων του, κάντε λίγο υπομονή και μην τον παρατήσετε.
Συνεχίστε και δεν θα το μετανιώσετε. Είναι ένας ταπεινός θησαυρός, ένα διαμάντι
που θα πλουτίσει και θα ομορφύνει την ψυχούλα σας.
Με
αφορμή τα φετινά Χριστούγεννα, παράξενα και κάπως θλιβερά, θα δημοσιεύσω
μερικές από τις Χριστουγεννιάτικες ιστορίες του, για να μπούμε στην ατμόσφαιρα
των δικών μας Χριστουγέννων, μιας παλιάς εποχής που εμείς οι νεοέλληνες δεν τη
ζήσαμε, αλλά εκφράζει τις ρίζες του πολιτισμού μας.
Σε πρώτη φάση, ιδού ένα μικρό δείγμα της
συγκλονιστικής γραφής του, από την εισαγωγή του στο διήγημα «Η Γλυκοφιλούσα».
«Ο οικίσκος να είνε κτισμένος επί βράχου υψηλού, επί
του μόνου υψηλού βορεινού βράχου του προσφιλούς εις τας αναμνήσεις μου. Εκεί
απλούται ατελείωτον το πέλαγος ανά την αχανή έκτασιν από ακτής έως ακτής και
από κόλπου έως κόλπου, και χαμηλόνει ο ουρανός εις την μίαν άκρην την απωτέραν,
διά να περιπτυχθή εγγύτερον την εσχατιάν των θαλασσών, ο σάπφειρος φιλών τον
σμάραγδον, το βαθύχλωρον αντασπαζόμενον το γλαυκόν. Φυσά ο Καικίας κατερχόμενος
από τα βουνά της Θράκης, και ο Βορράς παγερός αποσπάται μυριοπτέρυγος από τον
νεφελοσκεπή και χιονοστέφανον Άθω, και ο Αργέστης ριγηλός καταβαίνει από τον
γεραρόν Όλυμπον φρίσσει το κύμα εις την επαφήν της ψυχράς πνοής, φρικιά ο
πορφυρούς πόντος από την κραταιάν αύραν, ρυτιδούται η θάλασσα από την
αλλεπάλληλον ραγδαίαν ριπήν, αγριαίνει το πέλαγος, ωρύεται μανιωδώς η καταιγίς,
ρήγνυται το κύμα εις τους σκληρούς αιχμηρούς βράχους. Συννεφούται ο ουρανός από
τας μαύρας κάπας των θυελλών τας πορευομένας επάνω του, φαεινός στύλος
προκύπτει εν ακαρεί εν μέσω αχανούς κυκεώνος μελανών στροβίλων· ιδού η ακτίς θα
διώξη το έρεβος· η γαλήνη θα εξώση τον τυφώνα. Ο φαεινός στύλος ήτο σίφων
τρομακτικός, σχεδόν υπερφυές θέαμα, το οποίον ερρίζωσεν εν ριπή επί της
θαλάσσης και εκορυφώθη έως εις τον ουρανόν.
Ο σίφων εξερράγη, ραγδαίος όμβρος έλουσε καταπληκτικώς
την γην και τους βράχους και τους αιγιαλούς, ο άνεμος συνεμαζεύθη εις τα άντρα
και τας αγκάλας, η Σκοτεινή Σπηλιά ηχεί παρατεταμένως, μυστηριωδώς από την
κοπείσαν κολοβήν πνοήν του ανέμου, από απειλήν νέας μανίας λυσσωδεστέρας της
πρώτης, από της φοβεράς εν τη σιωπή συνωμοσίας των στοιχείων. Το Κακόρεμμα
αντηχεί διακεκομμένως από την δάνειον ιαχήν της λαίλαπος, από την καταρρακτώδη
κάθοδον του χειμάρρου. Η Νηρηίς ανήλθεν από το υποβρύχιον άντρον της, ανέβη εις
το απάτητον ύψος του αιχμηρού προβλήτος, και άτρωτος αυτή από τον όμβρον και
τον άνεμον, θεωρεί μειδιώσα την πάλην των στοιχείων. Ο Τρίτων κολυμβών κάτω εις
την ρίζαν του βράχου, ανίσχει την κεφαλήν έξω του κύματος, και προβλέπει
ερωτικώς την υψιβάτιδα και ασύλληπτον δι' αυτόν άσπλαγχνον νύμφην. Ο ταύρος του
Θεοδόση ο μονόκερως, ο φιλέρημος και μελαγχολικός, καταβάς προ μικρού διά να
κάμη τον συνήθη περίπατόν του κάτω εις το βαθύ ρεύμα, το κατερχόμενον δι'
ελιγμών και βράχων και καταρρακτών εις τον μικρόν Γιαλόν, εξέβαλεν ένα θρηνώδη
μυκηθμόν, είτα έμεινεν εξηπλωμένος, απαθής, ακίνητος, δεχόμενος επί των νώτων
όλον τον κρύον λουτήρα της καταιγίδος. Εάν έβλεπέ τι, έβλεπε τας ασπρομαύρους
καλικατζούνας, μεγαλοθαλάσσια όρνεα, τα οποία επί των ανεχόντων μέσω του
κύματος σκοπέλων, εις απόστασιν οργυιών τινων από της ξηράς, πολλοί εξέλαβον
μακρόθεν ως γυναίκας ανασφιγγωμένας και ασπρομαυροβολούσας, αίτινες ησχολούντο
να βγάλουν πεταλίδας, κύπτουσαι επί των βράχων. Αλλ' ήτο αδιάφορος και προς το
θέαμα τούτο, ως και προς όλα τα λοιπά.
Δύο γίδες του Στάθη του Μπόζα είχον λείψει την πρωίαν
εκείνην από τον μικρόν αιπόλον. Είχαν εκπέσει αποπλανηθείσαι, και είχαν βραχωθή
κάτω εις την στενήν πετρώδη κόγχην την σχηματιζομένην κατέμπροσθεν και υποκάτω
από το ιερόν βήμα της Παναγίας της Γλυκοφιλούσης. Η κόγχη εκείνη ήτο και δεν
ήτο εσοχή, ήτο και δεν ήτο σπήλαιον. Σπήλαιον αστεγές και εσοχή σιγανή. Ηωρείτο
επάνω της αβύσσου, έχασκεν άνωθεν του πόντου. Κάτω βράχος χιλίων εκατογχείρων
αγκάλιασμα, κρημνός μόνον εις νυκτερίδας και εις γλαύκας βατός. Εις την ρίζαν
του βράχου το κύμα, πολλών οργυιών βόλισμα, φωκών κολύμβημα και καρχαριών. Δεν
ήτο δυνατόν να βάλη τις εις τον νουν του, ότι ηδύνατο άνθρωπος να καταβή εις
την φοβεράν εκείνην αιώραν, διά ν' ανασύρη τας αποπλανηθείσας. Αι δυο
βραχωμέναι αίγες συνειθισμέναι ν' αναρριχώνται εις όλους τους κρημνούς, ν'
αναπηδώσιν επάνω εις όλα τα χαλάσματα, εις όλους τους ρέποντας και καταρρέοντας
τοίχους, δεν είχον εννοήσει ότι έπεσαν εις παγίδα, την οποίαν ο δαίμων της
αβύσσου είχε στήσει δι' αυτάς. Ησθάνοντο και αυταί, ως άλογα κτήνη όπου ήσαν,
ότι δεν ήτο δυνατόν να γλυτώσουν από εκεί όπου ήσαν βραχωμέναι.
Αφού έφαγαν εις μίαν ώραν όλην την κάππαριν και όλα τα
κρίταμα και τας αρμυρήθρας, όσαι ήσαν φυτρωμέναι εκεί, έβλεπαν καλώς ότι, διά
να ξαναβοσκήσουν, έπρεπε να περιμείνουν εβδομάδας ή μήνας τινας, εωσού
ξαναφυτρώσουν πάλιν άλλη κάππαρις και άλλα κρίταμα. Τούτο το έπαθαν διά να
έχουν την κακήν συνήθειαν να μη ζητούν ποτέ την άδειαν του αιπόλου, εις όλας
τας κινήσεις των και τα σκιρτήματά των. Και διά να μάθουν άλλην φοράν, αν
επιθυμούσαν ν' αρμυρίσουν, να ευρίσκουν άλλον δρόμον διά να καταβαίνουν κάτω
εις την άμμον του αιγιαλού. Αλλά τώρα ήτο πολύ αμφίβολον αν θα εγλύτωναν, διά
να βάλουν γνώσιν δι' άλλοτε…»
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ
Ο ίδιος σε ένα σύντομο αυτοβιογραφικό
σημείωμα ιστορεί τη ζωή του:
«Ἐγεννήθην ἐν Σκιάθῳ,
τῇ 4 Μαρτίου 1851. Ἐβγήκα ἀπὸ τὸ Ἑλληνικὸν Σχολεῖον εἰς τὰ 1863, ἀλλὰ μόνον τῷ
1867 ἐστάλην εἰς τὸ Γυμνάσιον Χαλκίδος, ὅπου ἤκουσα τὴν Α΄ καὶ Β΄ τάξιν. Τὴν Γ΄
ἐμαθήτευσα εἰς Πειραιᾶ, εἴτα διέκοψα τὰς σπουδάς μου καὶ ἔμεινα εἰς τὴν
πατρίδα. Κατὰ Ἰούλιον τοῦ 1872 ὑπῆγα εἰς τὸ Ἅγιον Ὄρος χάριν προσκυνήσεως, ὅπου
ἔμεινα ὀλίγους μῆνας. Τῷ 1873 ἦλθα εἰς Ἀθήνας καὶ ἐφοίτησα εἰς τὴν Δ΄ τοῦ
Βαρβακείου. Τῷ 1874 ἐνεγράφην εἰς τὴν Φιλοσοφικὴν Σχολήν, ὅπου ἤκουα κατ'
ἐκλογὴν ὀλίγα μαθήματα φιλολογικά, κατ' ἰδίαν δὲ ἠσχολούμην εἰς τὰς ξένας
γλώσσας. Μικρὸς ἐζωγράφιζα Ἁγίους, εἶτα ἔγραφα στίχους, καὶ ἐδοκίμαζα νὰ
συντάξω κωμῳδίας. Τῷ 1868 ἐπεχείρησα νὰ γράψω μυθιστόρημα. Τῷ 1879
ἐδημοσιεύθη
Ἡ Μετανάστις ἔργον μου εἰς τὸ περιοδικὸν
Σωτῆρα.
Τῷ 1882 ἐδημοσιεύθη
Οἱ ἔμποροι τῶν Ἐθνῶν εἰς τὸ
Μὴ χάνεσαι.
Ἀργότερα ἔγραψα περὶ τὰ ἑκατὸν διηγήματα, δημοσιευθέντα εἰς διάφορα περιοδικὰ
καὶ ἐφημερίδας.»
Παρόλο που γενικά στη ζωή του φαινόταν
απλησίαστος, παρόλο που του άρεσε η μοναξιά και η απομόνωση και δεν έπιανε
εύκολα φιλίες, στο Περιοδικό "Νέα Εστία" (Χριστούγεννα 1940)
διαβάζουμε για εκείνους που πλησίαζε και φανέρωνε τον πλούσιο εσωτερικό του
κόσμο:[8]". Ελάχιστοι ήταν οι φίλοι του,
όπως ο συγγραφέας και ερευνητής Γιάννης Βλαχογιάννης, ο ποιητής Μιλτιάδης Μαλακάσης και ένας δυο
άλλοι. Ακόμα και προς το Βλάση Γαβριηλίδη, που του στάθηκε ως πατέρας και τον
ενθάρρυνε και τον βοηθούσε πάντα σε κάθε δύσκολη στιγμή, δεν έδειξε την αγάπη,
που ίσως, θα έπρεπε να δείξει.[εκκρεμεί παραπομπή] Του άρεσε να ζει
στον κλειστό εσωτερικό του κόσμο και να ζητά την πνευματική ανακούφιση
ζωγραφίζοντας τις αναμνήσεις του στα ποιήματά του και στον ποιητικότατο πεζό
του λόγο, στα διάφορα διηγήματά του, που τα περισσότερα ξαναζωντανεύουν τους
παλιούς θρύλους του νησιού του.
Αυτός ο περίεργος και απόκοσμος τρόπος ζωής, με την
παράλληλη προσήλωσή του στην
Ορθόδοξη Εκκλησία και τη λειτουργική της παράδοση, τον έκανε να μοιάζει με
κοσμοκαλόγερο. Συνήθιζε να ψάλλει στον Ι.
Ναό του Αγίου Ελισσαίου ως δεξιός
ψάλτης.
Η ζωή του Παπαδιαμάντη μέρα με τη μέρα
γινόταν δυσκολότερη. Η φτώχεια, το ποτό και η ασυλλόγιστη απλοχεριά του έγιναν
αιτία να φτάσει σε απελπιστική κατάσταση, ενώ παράλληλα χειροτέρευε και η υγεία
του. Απεβίωσε τον Ιανουάριο του 1911. Η κηδεία του τελέστηκε μέσα στο πένθος
όλων των απλών ανθρώπων του νησιού. Με την είδηση του θανάτου του, το πένθος
έγινε πανελλήνιο. Το 1936 ο Γιώργος Κατσίμπαλης ετοίμασε την
πρώτη βιβλιογραφία του, ενώ ξεκίνησε από τους Έλληνες λογοτέχνες η συστηματική
κριτική του έργου του, άλλοτε θετική και άλλοτε αρνητική. Αν και η βιβλιογραφία
γύρω από τη ζωή του είναι τεράστια, τόσο σε έκταση όσο και σε ποικιλία, σοβαρά
κριτικά άρθρα, τα οποία να απορρέουν από μια αντικειμενική μελέτη του έργου
του, δεν υπάρχουν ως το 1935.
Η καθαρεύουσα, που χρησιμοποιεί, σπάνια γίνεται δυσνόητη, γιατί διαπνέεται από τον
κραδασμό και τη θέρμη του πλέον ευσυγκίνητου ανθρωπισμού. Ωστόσο, σιγά-σιγά απλοποιούσε τη γλώσσα, βάζοντας περισσότερα λαϊκά
στοιχεία, και λίγο πριν το θάνατό του έγραψε και διηγήματα στη δημοτική.