![]() |
Ο Οδυσσέας Ελύτης στο μέτωπο |
Της Αλκμήνης Ψιλοπούλου
Άλλο είχα στο νου μου να γράψω. Όμως οδηγήθηκα στον
μεγάλο μας ποιητή λόγω της ημέρας. 28 Οκτωβρίου σήμερα. Αφορμή και πρόσχημα για
να αναδείξουμε το γεγονός ότι ο Ελύτης ήταν ο ποιητής που εξέφρασε με τη
μεγαλύτερη καθαρότητα την Ελλάδα, την πατρίδα μας. Μέσα από τους στίχους του,
αλλά και μέσα από τα προσωπικά του βιώματα.
Μια παραγνωρισμένη πλευρά του ποιητή, η συμμετοχή του στον πόλεμο του ’40 ως ανθυπολοχαγού στην Διοίκηση του
Στρατηγείου Α΄ Σώματος Στρατού. Σε ένα μικρό βιογραφικό σημείωμα που βρήκα γραμμένο
από τον δημοσιογράφο Χρήστο Σιάφκο,
διαβάζω ότι στις 13 Φεβρουαρίου 1941, ο
Ελύτης μετατέθηκε στη ζώνη πυρός, ενώ στις 26 Φεβρουαρίου μεταφέρθηκε με σοβαρό
κρούσμα κοιλιακού τύφου στο Νοσοκομείο Ιωαννίνων.
«Η Αλβανία για
τη σωματική μου υπόσταση ήταν μια περιπέτεια αβάσταχτη» λέει ο ίδιος. «Για την
ψυχική μου όμως Ιστορία είναι μια βαθιά τομή. Λίγοι ξέρουν ότι το κύριο βάρος
του πολέμου το σήκωσαν οι ανθυπολοχαγοί και συμβολικά αυτό θέλησα να δείξω,
ηρωοποιώντας έναν από αυτούς με το «Άσμα» που έγραψα. Από το άλλο μέρος ο
πόλεμος έγινε η αιτία να συνειδητοποιήσω τι είναι ο αγώνας. Ο ομαδικός πλέον
και όχι ο προσωπικός. Κατάλαβα τι σημαίνει να μάχεσαι ενταγμένος σε μια ομάδα
που έχει ορισμένα ιδανικά και μάχεσαι γι αυτά».
Στο περιοδικό «Νέα
Γράμματα», ο Ελύτης παρουσιάζει σε πρώτη δημοσίευση το «Άσμα ηρωϊκό και πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας».
Αλλά η εμπειρία του αυτή, αποτυπώνεται και στο αριστούργημά του το «Άξιον Εστί», που είχε αρχίσει να το
γράφει γύρω στο 1950, από το Λονδίνο όπου είχε ταξιδέψει. Να πώς περιγράφει ο
ίδιος πώς το εμπνεύστηκε: «Όσο κι αν φαίνεται παράξενο, η παραμονή μου στην
Ευρώπη με έκανε να βλέπω πιο καθαρά το δράμα του τόπου μας. Εκεί αναπηδούσε πιο
ανάγλυφα το άδικο που κατάτρεχε τον ποιητή. Σιγά σιγά αυτά τα δύο ταυτίστηκαν
μέσα μου. Το επαναλαμβάνω, μπορεί να φαίνεται παράξενο, αλλά έβλεπα καθαρά ότι η μοίρα της Ελλάδας
ανάμεσα στα άλλα έθνη ήταν ό,τι η μοίρα του ποιητή ανάμεσα στους άλλους
ανθρώπους και βέβαια εννοώ τους ανθρώπους του χρήματος και της εξουσίας.»
Αν δεν υπήρχε το «Άξιον Εστί», το Νόμπελ θα πήγαινε
σίγουρα στο «Άσμα Ηρωϊκό και Πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας»
Αντιγράφω το Δ΄ απόσπασμα που προσομοιάζει με δημοτικό
μοιρολόι:
«Τώρα κείτεται απάνω στην τσουρουφλισμένη χλαίνη
Μ’ ένα σταματημένο αγέρα στα ήσυχα μαλλιά
Μ’ ένα κλαδάκι λησμονιάς στ’ αριστερό του αυτί
Μοιάζει μπαξές που τού’ φυγαν ‘αξαφνα τα πουλιά
Μοιάζει τραγούδι που το φίμωσαν μέσα στη σκοτεινιά
Μοιάζει ρολόι αγγέλου που εσταμάτησε
Μόλις είπανε «γειά παιδιά» τα ματοτσίνορα
Κι η απορία μαρμάρωσε…
Κείτεται απάνω στην τσουρουφλισμένη χλαίνη.
Αιώνες μαύροι γύρω του
Αλυχτούν με σκελετούς σκυλιών τη φοβερή σιωπή
Κι οι ώρες που ξανάγιναν πέτρινες περιστέρες
Ακούν με προσοχή.
Όμως το γέλιο κάηκε, όμως η γη κουφάθηκε,
Όμως κανείς δεν άκουσε την πιο στερνή κραυγή
Όλος ο κόσμος άδειασε με τη στερνή κραυγή.
Κάτω απ’ τα πέντε κέδρα
Χωρίς άλλα κεριά
Κείτεται στην τσουρουφλισμένη χλαίνη.
Άδειο το κράνος, λασπωμένο το αίμα,
Στο πλάι το μισοτελειωμένο μπράτσο
Κι ανάμεσα απ’ τα φρύδια-
Μικρό πηγάδι, δαχτυλιά της μοίρας
Μικρό πικρό πηγάδι κοκκινόμαυρο
Πηγάδι όπου κρυώνει η θύμηση!
Ώ μην κοιτάτε ώ μην κοιτάτε από πού τού-
Από πού τού’ φυγε η ζωή. Μην πείτε πώς
Μην πείτε πώς ανέβηκε ψηλά ο καπνός του ονείρου
Έτσι λοιπόν η μια στιγμή παράτησε την άλλη,
Κι ο ήλιος ο παντοτινός έτσι μεμιάς τον κόσμο!"
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου