Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Οδυσσέας Ελύτης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Οδυσσέας Ελύτης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

4/13/22

Γλωσσικές Αποχρώσεις


«Οι λέξεις είναι ζωντανές .Μπορούν να απογειώνονται, να προσγειώνονται και να αρμενίζουν στο πέλαγος»..
((Τ.Μ.Σ.)

 Της Τιτίκας-Μαρίας Σαράτση                                         

«Θέλω νὰ πιστεύω — καὶ ἡ πίστη μου αὐτὴ βγαίνει πάντοτε πρώτη στὸν ἀγώνα της μὲ τὴ γνώση — ὅτι, ὅπως καὶ νὰ τὸ ἐξετάσουμε, ἡ πολυαιώνια παρουσία τοῦ ἑλληνισμοῦ πάνω στὰ δῶθε ἢ ἐκεῖθε τοῦ Αἰγαίου χώματα ἔφτασε νὰ καθιερώσει μιὰν ὀρθογραφία, ὅπου τὸ κάθε ὠμέγα, τὸ κάθε ὕψιλον, ἡ κάθε ὀξεία, ἡ κάθε ὑπογεγραμμένη, δὲν εἶναι παρὰ ἕνας κολπίσκος, μιὰ κατωφέρεια, μιὰ κάθετη βράχου πάνω σὲ μιὰ καμπύλη πρύμνας πλεούμενου, κυματιστοὶ ἀμπελῶνες, ὑπέρθυρα ἐκκλησιῶν, ἀσπράκια ἢ κοκκινάκια, ἐδῶ ἢ ἐκεῖ, ἀπὸ περιστεριῶνες καὶ γλάστρες μὲ γεράνια.» (Οδυσσέας Ελύτης :«Τὰ δημόσια καὶ τὰ ἰδιωτικὰ», Ἴκαρος 1990)

Η μιζέρια που βιώνουμε καθημερινά από το «φτώχεμα» του  ελληνικού λεξιλογίου είναι η αφορμή για το  σύντομο αυτό αυτό άρθρο. Δεν έχω σκοπό να ανατρέξω στο «γλωσσικό ζήτημα» με ιστορικές αναδρομές ανά τους αιώνες. Με την πρόοδο της τεχνολογίας η παντοδυναμία της εικόνας είναι μια αδιαμφισβήτητη πραγματικότητα. Και πολύ καλά κάνει και προχωράει η τεχνολογία!

Τι γίνεται όμως με την ελληνική γλώσσα; Ας αφήσουμε τις «βαθυστόχαστες» αναλύσεις. Οι λέξεις οι οποίες χρησιμοποιούνται καθημερινά, είναι όλο και λιγότερες. Τα τηλεοπτικά προγράμματα συμβάλλουν καθοριστικά σε αυτό. Στο σχολείο, αρχίζοντας από το δημοτικό – για να μην πούμε από το νηπιαγωγείο- τίποτα δεν δείχνει να συμβάλλει στην χρήση περισσότερων λέξεων και τα παιδικά προγράμματα που τα παιδιά παρακολουθούν περιορίζουν ακόμη περισσότερο το λεξιλόγιο.

Όπως χαρακτηριστικά επισημαίνει ο εξαιρετικός  Θεοφάνης Τάσης, υπάρχει μια γενικότερη «ακηδεία» για τη γλώσσα μας. Δεν την φροντίζουμε. Δεν αρκεί να γράφουν οι λογοτέχνες. Άλλωστε τι ποσοστό των Ελλήνων πολιτών διαβάζει λογοτεχνία; Θα γίνω κοινότοπη αλλά δεν πειράζει, δεν πειράζει καθόλου. Γιατί στα σχολεία μας δεν έχει γίνει θεσμός να δίνεται ένας κατάλογος ελληνικών και ξένων βιβλίων και οι μαθητές  να επιλέγουν να γράψουν ένα μικρό δοκίμιο με θέμα κάποια από  αυτά; Αυτό θα βοηθούσε στην ανάπτυξη της κριτικής σκέψης αλλά και στην αναζήτηση νέων λέξεων για να  εκφραστούν τα παιδιά….

Μια πολύ συνηθισμένη εικόνα είναι να βλέπει κανείς ζευγάρια στα εστιατόρια, ή ακόμη και παρέες, αντί να συνομιλούν να ασχολούνται με τα κινητά ή τα τάμπλετ τους. Άραγε τι υποδηλώνει αυτό; Αλλά αυτό είναι θέμα μιας γενικότερης συζήτησης.

Βρέθηκα σε μια βάπτιση στην Πάρνηθα. Πλάι μου μια τάξη σχολική που είχε βγει εκδρομή. Τα παιδιά αντί να ασχολούνται με τη φύση ασχολούνταν με τα κινητά και τα τάμπλετ ώσπου χρειάστηκε ο δάσκαλός τους να τους πει να βγουν έξω και να ασχοληθούν με τη φύση….Η Ελληνική γλώσσα δεν έχει να φοβηθεί τίποτα. Δεν φοβήθηκε 3000 χρόνια τώρα. Ας σεβαστούμε το γεγονός αυτό και ας τη φροντίσουμε. Πολιτεία, γονείς, δάσκαλοι και καθηγητές, Πριν αρχίσουμε να ασφυκτιούμε, αν και αρκετοί από μας ασφυκτιούν ήδη……

 


10/28/20

ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ Ο άγνωστος πατριώτης-ποιητής


Άλλο είχα στο νου μου να γράψω. Όμως οδηγήθηκα στον μεγάλο μας ποιητή λόγω της ημέρας. 28 Οκτωβρίου σήμερα. Αφορμή και πρόσχημα για να αναδείξουμε το γεγονός ότι ο Ελύτης ήταν ο ποιητής που εξέφρασε με τη μεγαλύτερη καθαρότητα την Ελλάδα, την πατρίδα μας. Μέσα από τους στίχους του, αλλά και μέσα από τα προσωπικά του βιώματα.  Μια παραγνωρισμένη πλευρά του ποιητή, η συμμετοχή του στον πόλεμο του ’40 ως ανθυπολοχαγού στην Διοίκηση του Στρατηγείου Α΄ Σώματος Στρατού. Σε ένα μικρό βιογραφικό σημείωμα που βρήκα γραμμένο από τον δημοσιογράφο Χρήστο Σιάφκο, διαβάζω ότι στις 13 Φεβρουαρίου 1941, ο Ελύτης μετατέθηκε στη ζώνη πυρός, ενώ στις 26 Φεβρουαρίου μεταφέρθηκε με σοβαρό κρούσμα κοιλιακού τύφου στο Νοσοκομείο Ιωαννίνων.

 

Ο Ελύτης στο μέτωπο 

«Η Αλβανία για τη σωματική μου υπόσταση ήταν μια περιπέτεια αβάσταχτη» λέει ο ίδιος. «Για την ψυχική μου όμως Ιστορία είναι μια βαθιά τομή. Λίγοι ξέρουν ότι το κύριο βάρος του πολέμου το σήκωσαν οι ανθυπολοχαγοί και συμβολικά αυτό θέλησα να δείξω, ηρωοποιώντας έναν από αυτούς με το «Άσμα» που έγραψα. Από το άλλο μέρος ο πόλεμος έγινε η αιτία να συνειδητοποιήσω τι είναι ο αγώνας. Ο ομαδικός πλέον και όχι ο προσωπικός. Κατάλαβα τι σημαίνει να μάχεσαι ενταγμένος σε μια ομάδα που έχει ορισμένα ιδανικά και μάχεσαι γι αυτά».

Στο περιοδικό «Νέα Γράμματα», ο Ελύτης παρουσιάζει σε πρώτη δημοσίευση το «Άσμα ηρωϊκό και πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας». Αλλά η εμπειρία του αυτή, αποτυπώνεται και στο αριστούργημά του το «Άξιον Εστί», που είχε αρχίσει να το γράφει γύρω στο 1950, από το Λονδίνο όπου είχε ταξιδέψει. Να πώς περιγράφει ο ίδιος πώς το εμπνεύστηκε: «Όσο κι αν φαίνεται παράξενο, η παραμονή μου στην Ευρώπη με έκανε να βλέπω πιο καθαρά το δράμα του τόπου μας. Εκεί αναπηδούσε πιο ανάγλυφα το άδικο που κατάτρεχε τον ποιητή. Σιγά σιγά αυτά τα δύο ταυτίστηκαν μέσα μου. Το επαναλαμβάνω, μπορεί να φαίνεται παράξενο, αλλά έβλεπα καθαρά ότι η μοίρα της Ελλάδας ανάμεσα στα άλλα έθνη ήταν ό,τι η μοίρα του ποιητή ανάμεσα στους άλλους ανθρώπους και βέβαια εννοώ τους ανθρώπους του χρήματος και της εξουσίας. Αυτός ήταν ο πρώτος σπινθήρας. Ήταν το πρώτο εύρημα, και η ανάγκη που ένιωθα για μια δέηση που έδωσε το δεύτερο. Να δώσω δηλαδή σ’ αυτή τη διαμαρτυρία μου για το άδικο τη μορφή μια εκκλησιαστικής λειτουργίας. Έτσι γεννήθηκε το «Άξιον Εστί».

Το «Άξιον Εστί» το γνωρίζουμε οι περισσότεροι από εμάς, από τους μελοποιημένους στίχους στην επική μουσική σύνθεση του Μίκη Θεοδωράκη. Ωστόσο ολόκληρο το ποίημα, αριθμεί τις 88 σελίδες (εκδ. Ίκαρος). Και οι εμπειρίες του από το αλβανικό έπος κυριαρχούν σε πολλές γραμμές του.

Δημοσιεύω χαρακτηριστικά, το «Ανάγνωσμα Δεύτερο», με τίτλο «Οι ημιονηγοί» (σς.οι μουλαράδες, οι οποίοι έπαιξαν τεράστιο ρόλο στον αλβανικό πόλεμο-και όχι μόνον).


«Τις ημέρες εκείνες έφτασαν επιτέλους ύστερα από τρεις σωστές εβδομάδες οι πρώτοι στα μέρη μας ημιονηγοί. Και έλεγαν πολλά για τις πολιτείες που διάβηκαν, Δελβίνο, Άγιοι Σαράντα, Κορυτσά. Και ξεφόρτωναν τη ρέγγα και το χαλβά κοιτάζοντας νε ξετελέψουν μια ώρα αρχύτερα και να φύγουνε. Ότι δεν ήταν συνηθισμένοι και τους ετρόμαζε το βρόντισμα στα βουνά και το μαύρο γένι στη φαγωμένη όψη μας.

Και συνέβηκε τότες ένας απ’ αυτούς να’ χει μαζί του κάτι παλιές εφημερίδες. Και διαβάζαμε όλοι απορημένοι, μ’ όλο που το’χαμε κιόλας ακουστά, πώς επανηγύριζαν στην πρωτεύουσα και πώς ο κόσμος εσήκωνε, λέει, ψηλά στα χέρια τους φαντάρους που γυρίζανε με άδειες από τα γραφεία της Πρέβεζας και της Άρτας. Και σημαίνανε όλη μέρα οι καμπάνες, και το βράδυ στα θέατρα λέγανε τραγούδια και παριστάνανε στη σκηνή τη ζωή μας για να χειροκροτά ο κοσμάκης.

Βαρειά σιωπή έπεσε ανάμεσό μας, επειδή κι η ψυχή μας είχε μήνες τώρα μέσα στις ερημιές αγριέψει, και, χωρίς να το λέμε, πολύ λογαριάζαμε τα χρόνια μας. Μάλιστα μια στιγμή δάκρυσε ο λοχίας ο Ζώης κι έκανε πέρα τα χαρτιά με τις είδησες του κόσμου, ανοίγοντας τα πέντε δάχτυλα καταπάνω τους. Και οι άλλοι εμείς δε λέγαμε τίποτε, μονάχα με τα μάτια του δείχναμε κάτι σαν ευγνωμοσύνη.


Τότε ο Λευτέρης, που τύλιγε παρέκει τσιγάρο, καρτερικά, σα να’ χε πάρει απάνω του την ανημπόρια ολάκερης της Οικουμένης,  γύρισε και «Λοχία», είπε, «τι βαρυγκομάς; Αυτοί πού’ ναι ταγμένοι για τη ρέγγα και το χαλβά, σ’ αυτά πάντοτε θα ξαναγυρίζουν. Και οι άλλοι στα δεφτέρια τους που δεν έχουν τελειωμό, και οι άλλοι στα κρεβάτια τους τα μαλακά που τα στρώνουν μα δεν τα ορίζουν. Αλλά κάτεχε ότι μονάχα εκείνος που παλεύει το σκοτάδι μέσα του θα’ χει  μεθαύριο μερτικό δικό του στον ήλιο». Και ο Ζώης: «Τι λοιπόν, θαρρείς ότι δεν έχω κι εγώ γυναίκα και χωράφια και βάσανα της καρδιάς που κάθομαι και φυλάγω δωνά στις εξορίες;». Του αποκρίθηκε ο Λευτέρης: «Αυτά που δεν αγαπά κανείς, αυτά, λοχία μου, να φοβάται, τι τά’ χει από τα πριν χαμένα κι ας τα σφίγγει όσο θέλει απάνω του. Αλλά τα πράγματα τη καρδιάς τρόπος είναι να χαθούν, έννοια σου, και γι αυτά οι εξορίες δουλεύουν. Αργά-γρήγορα κείνοι πού’ ναι να τα βρουν, θα τα βρουν». Πάλι ρώτησε ο λοχίας ο Ζώης: «Και ποιος λες τάχα του λόγου σου ότι θα τα βρεί;». Τότε ο Λευτέρης, αργά, δείχνοντας με το δάχτυλο: «Εσύ κι εγώ κι ό,τι άλλο δείξε, αδερφέ μου, η ώρα ετούτη που μας ακούει.»


Και ευθύς ακούστηκε στον αέρα η σκοτεινή σφυριγματιά της οβίδας που έφτανε. Και πέσαμε όλοι καταγής μπρούμυτα, πάνω στις σκάρπες, ότι γνωρίζαμε απόξω πια τα σημάδια του Αόρατου, και με τ’ αυτί μας ορίζαμε από πριν το μέρος όπου θάσμιγε η φωτιά το χώμα ν’ ανοίξει και να χυθεί. Και δεν επείραξε η φωτιά κανέναν. Κάτι μουλάρια μονάχα σηκώθηκαν στα πισινά τους ποδάρια και άλλα ταράχτηκαν και σκόρπισαν. Και μέσα στην κάπνα που κατακάθιζε θωρούσες να τρέχουνε πίσω τους χειρονομώντας οι άνθρωποι που τά’χανε φέρει με κόπους ίσαμε εκεί. Και τα πρόσωπά τους χλωμά, και ξεφόρτωναν τη ρέγγα και το χαλβά, καοιτάζοντας να ξετελέψουν μια ώρα αρχύτερα και να φύγουνε, ότι δεν ήτανε μαθημένοι και τους ετρόμαζε το βρόντισμα στα βουνά και το μαύρο γένι στη φαγωμένη όψη μας.»

Φυσικά, δεν τελειώσαμε με τον «άγνωστο» Ελύτη. Θα επανέλθουμε σύντομα.


1/17/17

«Εξόριστε ποιητή, στον αιώνα σου πες μου τι βλέπεις;»

Δαγκώνει η ερώτηση. Δαγκώνει την καρδιά όσων από μας αγαπούν, λατρεύουν αυτό τον τόπο. Δαγκώνει και η απάντηση που θα έδινε ο ποιητής αν ζούσε σήμερα: Τίποτα δεν γνωρίζουμε. Τίποτα απ’ αυτό τον κόσμο το μικρό, το μέγα. Ναι, κλάψαμε από συγκίνηση ακούγοντας το «Άξιον Εστί» μελοποιημένο από τον Μίκη Θεοδωράκη. Ναι, μάθαμε όλα τα λόγια απέξω, 16-17 χρονών ήμασταν νομίζω, και πιστέψαμε ότι αυτό είναι το «Άξιον Εστί» του νεώτερου εθνικού μας ποιητή Οδυσσέα Ελύτη.

Για εμένα

Γεννήθηκα στην Αθήνα το 1952. Σπούδασα Ιστορία - Αρχαιολογία στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Εργάστηκα στο Υπουργείο Πολιτισμού ως αρχαιολόγος από το 1977 ως το 1983. Παράλληλα με την εργασία μου σπούδασα θέατρο στη Σχολή Ευγενίας Χατζήκου και συμμετείχα σε παραστάσεις ερασιτεχνικών θεατρικών θιάσων.

Από το 1984 εργάστηκα ως δημοσιογράφος στις εφημερίδες ΑΥΓΗ, ΠΡΩΤΗ, Κυριακάτικη ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ. Το 1985 παίρνω το πρώτο δημοσιογραφικό βραβείο «Παύλου Παλαιολόγου» για το καλύτερο γυναικείο κείμενο. Αργότερα συνεργάστηκα με τα περιοδικά ΠΑΝΘΕΟΝ, ΓΥΝΑΙΚΑ, ΤΗΛΕΡΑΜΑ, Mme Figaro, ΑΣΤΡΑ ΚΑΙ ΟΡΑΜΑ, στα οποία είχα την ευθύνη της αρχισυνταξίας και την επιμέλεια του ελεύθερου ρεπορτάζ. Συνεργάστηκα επίσης ως ρεπόρτερ με την τηλεόραση του ΑΝΤ1 και με ραδιοφωνικούς σταθμούς (ΤΟP FM, 9.84 κ.α.). Κατά τη δημοσιογραφική μου καριέρα, ασχολήθηκα με την ελεύθερη έρευνα, πολιτιστικά, κοινοβουλευτικό και πολιτικό ρεπορτάζ.

Εργάστηκα ως συντάκτης πολιτικού ρεπορτάζ, στο Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων-(ΑΠΕ-ΜΠΕ). Έχω γράψει τα βιβλία «Ψάχνοντας για τη Μόνικα», «Η σκιά της άλλης» και «Μινώκερος», τα οποία εκδόθηκαν από τις εκδόσεις ΛΙΒΑΝΗ. Έχω κάνει πολλές επιμέλειες βιβλίων.

Τα τελευταία οκτώ χρόνια ζω μόνιμα στη Σύρο και συνεργάστηκα με την εφημερίδα «Ο ΛΟΓΟΣ των Κυκλάδων».