Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα πόλεμος του '40. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα πόλεμος του '40. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

10/28/20

ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ Ο άγνωστος πατριώτης-ποιητής


Άλλο είχα στο νου μου να γράψω. Όμως οδηγήθηκα στον μεγάλο μας ποιητή λόγω της ημέρας. 28 Οκτωβρίου σήμερα. Αφορμή και πρόσχημα για να αναδείξουμε το γεγονός ότι ο Ελύτης ήταν ο ποιητής που εξέφρασε με τη μεγαλύτερη καθαρότητα την Ελλάδα, την πατρίδα μας. Μέσα από τους στίχους του, αλλά και μέσα από τα προσωπικά του βιώματα.  Μια παραγνωρισμένη πλευρά του ποιητή, η συμμετοχή του στον πόλεμο του ’40 ως ανθυπολοχαγού στην Διοίκηση του Στρατηγείου Α΄ Σώματος Στρατού. Σε ένα μικρό βιογραφικό σημείωμα που βρήκα γραμμένο από τον δημοσιογράφο Χρήστο Σιάφκο, διαβάζω ότι στις 13 Φεβρουαρίου 1941, ο Ελύτης μετατέθηκε στη ζώνη πυρός, ενώ στις 26 Φεβρουαρίου μεταφέρθηκε με σοβαρό κρούσμα κοιλιακού τύφου στο Νοσοκομείο Ιωαννίνων.

 

Ο Ελύτης στο μέτωπο 

«Η Αλβανία για τη σωματική μου υπόσταση ήταν μια περιπέτεια αβάσταχτη» λέει ο ίδιος. «Για την ψυχική μου όμως Ιστορία είναι μια βαθιά τομή. Λίγοι ξέρουν ότι το κύριο βάρος του πολέμου το σήκωσαν οι ανθυπολοχαγοί και συμβολικά αυτό θέλησα να δείξω, ηρωοποιώντας έναν από αυτούς με το «Άσμα» που έγραψα. Από το άλλο μέρος ο πόλεμος έγινε η αιτία να συνειδητοποιήσω τι είναι ο αγώνας. Ο ομαδικός πλέον και όχι ο προσωπικός. Κατάλαβα τι σημαίνει να μάχεσαι ενταγμένος σε μια ομάδα που έχει ορισμένα ιδανικά και μάχεσαι γι αυτά».

Στο περιοδικό «Νέα Γράμματα», ο Ελύτης παρουσιάζει σε πρώτη δημοσίευση το «Άσμα ηρωϊκό και πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας». Αλλά η εμπειρία του αυτή, αποτυπώνεται και στο αριστούργημά του το «Άξιον Εστί», που είχε αρχίσει να το γράφει γύρω στο 1950, από το Λονδίνο όπου είχε ταξιδέψει. Να πώς περιγράφει ο ίδιος πώς το εμπνεύστηκε: «Όσο κι αν φαίνεται παράξενο, η παραμονή μου στην Ευρώπη με έκανε να βλέπω πιο καθαρά το δράμα του τόπου μας. Εκεί αναπηδούσε πιο ανάγλυφα το άδικο που κατάτρεχε τον ποιητή. Σιγά σιγά αυτά τα δύο ταυτίστηκαν μέσα μου. Το επαναλαμβάνω, μπορεί να φαίνεται παράξενο, αλλά έβλεπα καθαρά ότι η μοίρα της Ελλάδας ανάμεσα στα άλλα έθνη ήταν ό,τι η μοίρα του ποιητή ανάμεσα στους άλλους ανθρώπους και βέβαια εννοώ τους ανθρώπους του χρήματος και της εξουσίας. Αυτός ήταν ο πρώτος σπινθήρας. Ήταν το πρώτο εύρημα, και η ανάγκη που ένιωθα για μια δέηση που έδωσε το δεύτερο. Να δώσω δηλαδή σ’ αυτή τη διαμαρτυρία μου για το άδικο τη μορφή μια εκκλησιαστικής λειτουργίας. Έτσι γεννήθηκε το «Άξιον Εστί».

Το «Άξιον Εστί» το γνωρίζουμε οι περισσότεροι από εμάς, από τους μελοποιημένους στίχους στην επική μουσική σύνθεση του Μίκη Θεοδωράκη. Ωστόσο ολόκληρο το ποίημα, αριθμεί τις 88 σελίδες (εκδ. Ίκαρος). Και οι εμπειρίες του από το αλβανικό έπος κυριαρχούν σε πολλές γραμμές του.

Δημοσιεύω χαρακτηριστικά, το «Ανάγνωσμα Δεύτερο», με τίτλο «Οι ημιονηγοί» (σς.οι μουλαράδες, οι οποίοι έπαιξαν τεράστιο ρόλο στον αλβανικό πόλεμο-και όχι μόνον).


«Τις ημέρες εκείνες έφτασαν επιτέλους ύστερα από τρεις σωστές εβδομάδες οι πρώτοι στα μέρη μας ημιονηγοί. Και έλεγαν πολλά για τις πολιτείες που διάβηκαν, Δελβίνο, Άγιοι Σαράντα, Κορυτσά. Και ξεφόρτωναν τη ρέγγα και το χαλβά κοιτάζοντας νε ξετελέψουν μια ώρα αρχύτερα και να φύγουνε. Ότι δεν ήταν συνηθισμένοι και τους ετρόμαζε το βρόντισμα στα βουνά και το μαύρο γένι στη φαγωμένη όψη μας.

Και συνέβηκε τότες ένας απ’ αυτούς να’ χει μαζί του κάτι παλιές εφημερίδες. Και διαβάζαμε όλοι απορημένοι, μ’ όλο που το’χαμε κιόλας ακουστά, πώς επανηγύριζαν στην πρωτεύουσα και πώς ο κόσμος εσήκωνε, λέει, ψηλά στα χέρια τους φαντάρους που γυρίζανε με άδειες από τα γραφεία της Πρέβεζας και της Άρτας. Και σημαίνανε όλη μέρα οι καμπάνες, και το βράδυ στα θέατρα λέγανε τραγούδια και παριστάνανε στη σκηνή τη ζωή μας για να χειροκροτά ο κοσμάκης.

Βαρειά σιωπή έπεσε ανάμεσό μας, επειδή κι η ψυχή μας είχε μήνες τώρα μέσα στις ερημιές αγριέψει, και, χωρίς να το λέμε, πολύ λογαριάζαμε τα χρόνια μας. Μάλιστα μια στιγμή δάκρυσε ο λοχίας ο Ζώης κι έκανε πέρα τα χαρτιά με τις είδησες του κόσμου, ανοίγοντας τα πέντε δάχτυλα καταπάνω τους. Και οι άλλοι εμείς δε λέγαμε τίποτε, μονάχα με τα μάτια του δείχναμε κάτι σαν ευγνωμοσύνη.


Τότε ο Λευτέρης, που τύλιγε παρέκει τσιγάρο, καρτερικά, σα να’ χε πάρει απάνω του την ανημπόρια ολάκερης της Οικουμένης,  γύρισε και «Λοχία», είπε, «τι βαρυγκομάς; Αυτοί πού’ ναι ταγμένοι για τη ρέγγα και το χαλβά, σ’ αυτά πάντοτε θα ξαναγυρίζουν. Και οι άλλοι στα δεφτέρια τους που δεν έχουν τελειωμό, και οι άλλοι στα κρεβάτια τους τα μαλακά που τα στρώνουν μα δεν τα ορίζουν. Αλλά κάτεχε ότι μονάχα εκείνος που παλεύει το σκοτάδι μέσα του θα’ χει  μεθαύριο μερτικό δικό του στον ήλιο». Και ο Ζώης: «Τι λοιπόν, θαρρείς ότι δεν έχω κι εγώ γυναίκα και χωράφια και βάσανα της καρδιάς που κάθομαι και φυλάγω δωνά στις εξορίες;». Του αποκρίθηκε ο Λευτέρης: «Αυτά που δεν αγαπά κανείς, αυτά, λοχία μου, να φοβάται, τι τά’ χει από τα πριν χαμένα κι ας τα σφίγγει όσο θέλει απάνω του. Αλλά τα πράγματα τη καρδιάς τρόπος είναι να χαθούν, έννοια σου, και γι αυτά οι εξορίες δουλεύουν. Αργά-γρήγορα κείνοι πού’ ναι να τα βρουν, θα τα βρουν». Πάλι ρώτησε ο λοχίας ο Ζώης: «Και ποιος λες τάχα του λόγου σου ότι θα τα βρεί;». Τότε ο Λευτέρης, αργά, δείχνοντας με το δάχτυλο: «Εσύ κι εγώ κι ό,τι άλλο δείξε, αδερφέ μου, η ώρα ετούτη που μας ακούει.»


Και ευθύς ακούστηκε στον αέρα η σκοτεινή σφυριγματιά της οβίδας που έφτανε. Και πέσαμε όλοι καταγής μπρούμυτα, πάνω στις σκάρπες, ότι γνωρίζαμε απόξω πια τα σημάδια του Αόρατου, και με τ’ αυτί μας ορίζαμε από πριν το μέρος όπου θάσμιγε η φωτιά το χώμα ν’ ανοίξει και να χυθεί. Και δεν επείραξε η φωτιά κανέναν. Κάτι μουλάρια μονάχα σηκώθηκαν στα πισινά τους ποδάρια και άλλα ταράχτηκαν και σκόρπισαν. Και μέσα στην κάπνα που κατακάθιζε θωρούσες να τρέχουνε πίσω τους χειρονομώντας οι άνθρωποι που τά’χανε φέρει με κόπους ίσαμε εκεί. Και τα πρόσωπά τους χλωμά, και ξεφόρτωναν τη ρέγγα και το χαλβά, καοιτάζοντας να ξετελέψουν μια ώρα αρχύτερα και να φύγουνε, ότι δεν ήτανε μαθημένοι και τους ετρόμαζε το βρόντισμα στα βουνά και το μαύρο γένι στη φαγωμένη όψη μας.»

Φυσικά, δεν τελειώσαμε με τον «άγνωστο» Ελύτη. Θα επανέλθουμε σύντομα.


Για εμένα

Γεννήθηκα στην Αθήνα το 1952. Σπούδασα Ιστορία - Αρχαιολογία στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Εργάστηκα στο Υπουργείο Πολιτισμού ως αρχαιολόγος από το 1977 ως το 1983. Παράλληλα με την εργασία μου σπούδασα θέατρο στη Σχολή Ευγενίας Χατζήκου και συμμετείχα σε παραστάσεις ερασιτεχνικών θεατρικών θιάσων.

Από το 1984 εργάστηκα ως δημοσιογράφος στις εφημερίδες ΑΥΓΗ, ΠΡΩΤΗ, Κυριακάτικη ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ. Το 1985 παίρνω το πρώτο δημοσιογραφικό βραβείο «Παύλου Παλαιολόγου» για το καλύτερο γυναικείο κείμενο. Αργότερα συνεργάστηκα με τα περιοδικά ΠΑΝΘΕΟΝ, ΓΥΝΑΙΚΑ, ΤΗΛΕΡΑΜΑ, Mme Figaro, ΑΣΤΡΑ ΚΑΙ ΟΡΑΜΑ, στα οποία είχα την ευθύνη της αρχισυνταξίας και την επιμέλεια του ελεύθερου ρεπορτάζ. Συνεργάστηκα επίσης ως ρεπόρτερ με την τηλεόραση του ΑΝΤ1 και με ραδιοφωνικούς σταθμούς (ΤΟP FM, 9.84 κ.α.). Κατά τη δημοσιογραφική μου καριέρα, ασχολήθηκα με την ελεύθερη έρευνα, πολιτιστικά, κοινοβουλευτικό και πολιτικό ρεπορτάζ.

Εργάστηκα ως συντάκτης πολιτικού ρεπορτάζ, στο Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων-(ΑΠΕ-ΜΠΕ). Έχω γράψει τα βιβλία «Ψάχνοντας για τη Μόνικα», «Η σκιά της άλλης» και «Μινώκερος», τα οποία εκδόθηκαν από τις εκδόσεις ΛΙΒΑΝΗ. Έχω κάνει πολλές επιμέλειες βιβλίων.

Τα τελευταία οκτώ χρόνια ζω μόνιμα στη Σύρο και συνεργάστηκα με την εφημερίδα «Ο ΛΟΓΟΣ των Κυκλάδων».