1/17/17

«Εξόριστε ποιητή, στον αιώνα σου πες μου τι βλέπεις;»

Δαγκώνει η ερώτηση. Δαγκώνει την καρδιά όσων από μας αγαπούν, λατρεύουν αυτό τον τόπο. Δαγκώνει και η απάντηση που θα έδινε ο ποιητής αν ζούσε σήμερα: Τίποτα δεν γνωρίζουμε. Τίποτα απ’ αυτό τον κόσμο το μικρό, το μέγα. Ναι, κλάψαμε από συγκίνηση ακούγοντας το «Άξιον Εστί» μελοποιημένο από τον Μίκη Θεοδωράκη. Ναι, μάθαμε όλα τα λόγια απέξω, 16-17 χρονών ήμασταν νομίζω, και πιστέψαμε ότι αυτό είναι το «Άξιον Εστί» του νεώτερου εθνικού μας ποιητή Οδυσσέα Ελύτη.
Πολλά χρόνια μετά, μια κουκίδα του συμπαντικού χρόνου,  αιώνες ίσως για το χρόνο της ψυχής μας, της συλλογικής μας μνήμης, χαρίσαμε τους ποιητές μας στη λήθη και την πατρίδα μας σε ένα μέλλον αδιόρατο, το νησί των λωτοφάγων μας κράτησε στην αγκαλιά του, ήταν ωραία και βολικά, ήσυχα. Κι ύστερα ήρθαν τα σκυλιά και καταβρόχθισαν όλους τους καρπούς της νιότης μας, κι η πατρίδα μας έγινε έρημη χώρα. Βουτήξαμε τότε στο τίποτα, οι ποιητές μας έφυγαν, η ψυχή μας ανήσυχη και ταραγμένη βλέπει τώρα τη μαύρη τρύπα της ιστορίας που φτιάξαμε, τα οράματά μας έγιναν καπνός, η πύρινη λαίλαπα της τιμωρίας μας κατάκαψε τα οράματά μας. Μείναμε ορφανοί να διαβάζουμε στίχους αιώνιους, να μελετάμε τα λαμπρά παλληκάρια, τους προγόνους μας που έφυγαν κι αυτοί μαζί με τους ποιητές. Και τα παιδιά μας με τα παχουλά τους χέρια, άδεια.

Δύσκολο να διαβάζεις σήμερα το «Άξιον Εστί», ολόκληρο, από το βιβλίο. Ο ποιητής που διαπέρασε τον εθνικό μας χρόνο, από τη γέννησή μας ως λαού, τα αρχαία έπη, τις δόξες, τις ήττες, το Βυζάντιο, την ορθοδοξία, κι έπειτα την παρακμή που δεν πρόλαβε, ευτυχώς να υμνήσει. Ο οραματιστής ποιητής, ο εθνικός μας κόσμος ο μικρός, ο μέγας, δεν υπάρχουν πια. Όμως η ψυχή μας ευγνωμονεί, γιατί ακόμα υπάρχουν τα βιβλία, γιατί ακόμα μπορούμε να ονειρευτούμε έναν παράδεισο μέσα στην κόλαση του τίποτα. Να κοιτάξουμε τον εαυτό μας στον καθρέφτη, και να πούμε, τίποτα δεν ξέρουμε ποιητή, από τον κόσμο το μικρό, το μέγα, που μας κληρονόμησες.
Και ιδού η αποκάλυψη. Ας διαβάσουμε έστω και τώρα τους στίχους που μας κάνουν να ανατριχιάζουμε από συγκίνηση και να θυμόμαστε με θλίψη πόσο η Ελλάδα, όπου κι αν πάμε, μας πληγώνει. Σήμερα περισσότερο από ποτέ.
Και ιδού κάποιοι στίχοι του ποιητή, στο πρώτο μέρος του  «Άξιον Εστί», που μας ήταν άγνωστο μέχρι σήμερα. Κι αν κάτι δεν καταλαβαίνει το μικρό μυαλό μας, δεν πειράζει, ας αφεθούμε στη μαγεία την εσωτερική που η ψυχή μας καταλαβαίνει.

 Άξιον Εστί: «Η Γένεση»

«Στην αρχή το φως και η ώρα η πρώτη
Που τα χείλη ακόμη στον πηλό
Δοκιμάζουν τα πράγματα του κόσμου
Αίμα πράσινο και βολβοί στη γη χρυσοί…
Εκεί μόνος αντίκρισα
Τον κόσμο
Κλαίγοντας γοερά
Η ψυχή μου ζητούσε σηματωρό και κήρυκα…
Ήταν ο ήλιος με τον άξονά του μέσα μου
Πολυάχτιδος όλος που με καλούσε και
Αυτός αλήθεια που ήμουν
Ο πολλούς αιώνες πριν
Ο ακόμα χλωρός μες στη φωτιά
Ο άκοπος απ’ τον ουρανό
Ένιωσα ήρθε κι έσκυψε
Πάνω απ’ το λίκνο μου
Ίδια η μνήμη γινάμενη παρόν
Τη φωνή πήρε των δέντρων, των κυμάτων:
“Εντολή σου, είπε, αυτός ο κόσμος
Και γραμμένος μες στα σπλάχνα σου είναι
Διάβασε και προσπάθησε και πολέμησε” είπε
O καθείς και τα όπλα του” είπε
Και τα χέρια του άπλωσε όπως κάνει
Νέος δόκιμος Θεός για να πλάσει μαζί αλγηδόνα κι ευφροσύνη…
“Αλλά πρώτα θα δεις την ερημιά και θα της δώσεις το δικό σου νόημα, είπε
Πριν από την καρδιά σου θα’ ναι αυτή
Και μετά πάλι αυτή θ’ ακολουθήσει
Τούτο μόνο να ξέρεις:
Ότι σώσεις μες στην αστραπή
Καθαρό στον αιώνα θα διαρκέσει”…
Και αυτός αλήθεια που ήμουνα
Ο πολλούς αιώνες πριν
Ο ακόμα χλωρός μες στη φωτιά
Ο άκοπος απ’ τον ουρανό
Ψιθύρισε όταν ρώτησα:
-Τι το καλό; Τι το κακό;
-Ένα σημείο, ένα σημείο
Και σ’ αυτό πάνω ισορροπείς και υπάρχεις
Κι απ’ αυτό πιο πέρα ταραχή και σκότος
Κι απ’ αυτό πιο πίσω βρυγμός των αγγέλων
-Ένα σημείο, ένα σημείο
Και σ’ αυτό μπορείς απέραντα να προχωρήσεις
Ή αλλιώς τίποτε άλλο δεν υπάρχει πια
Κι ο Ζυγός που, ανοίγοντας τα χέρια μου, έμοιαζε
Να ζυγιάζει το φως και το ένστικτο
Ήτανε
Αυτός ο κόσμος ο μικρός, ο μέγας».

Πώς έγραψε ο Ελύτης το «Άξιον Εστί»; Ποιος φάρος τον ενέπνευσε να εκφράσει με τέτοιες λέξεις την εθνική μας ιστορία; Να γράψει αυτό το επικό ποίημα με αφορμή τον ελληνοαλβανικό πόλεμο; Να περιγράψει τα πάθη του λαού μας μέσα από την σουρεαλιστική γλωσσοπλαστία του;
«Όσο κι αν μπορεί να φανεί παράξενο», λέει, «την αρχική αφορμή να γράψω το ποίημα μου την έδωσε η διαμονή μου στην Ευρώπη τα χρόνια του '48 με '51. Ήταν τα φοβερά χρόνια όπου όλα τα δεινά μαζί - πόλεμος, κατοχή, κίνημα, εμφύλιος - δεν είχανε αφήσει πέτρα πάνω στη πέτρα. Θυμάμαι την μέρα που κατέβαινα να μπω στο αεροπλάνο, ένα τσούρμο παιδιά που παίζανε σε ένα ανοιχτό οικόπεδο. Το αυτοκίνητό μας αναγκάστηκε να σταματήσει για μια στιγμή και βάλθηκα να τα παρατηρώ. Ητανε κυριολεκτικά μες τα κουρέλια. Χλωμά, βρώμικα, σκελετωμένα με γόνατα παραμορφωμένα, με ρουφηγμένα πρόσωπα. Τριγυρίζανε μέσα στις τσουκνίδες του οικοπέδου ανάμεσα σε τρύπιες λεκάνες και σωρούς σκουπιδιών. Αυτή ήταν η τελευταία εικόνα που έπαιρνα από την Ελλάδα. Και αυτή, σκεπτόμουνα, ήταν η μοιρα του Γένους που ακολούθησε το δρόμο της Αρετής και πάλαιψε αιώνες για να υπάρξει. Πριν περάσουν 24 ώρες περιδιάβαζα στο Ουσί της Λωζάννης, στο μικρό δάσος πλάι στη λίμνη. Και ξαφνικά άκουσα καλπασμούς και χαρούμενες φωνές. Ηταν τα Ελβετόπαιδα που έβγαιναν να κάνουν την καθημερινή τους ιππασία. Αυτά που από πέντε γενεές και πλέον, δεν ήξεραν τι θα πει αγώνας, πείνα, θυσία. Ροδοκόκκινα, γελαστά, ντυμένα σαν πριγκηπόπουλα, με συνοδούς που φορούσαν στολές με χρυσά κουμπιά, περάσανε από μπροστά μου και μ' άφησαν σε μια κατάσταση που ξεπερνούσε την αγανάκτηση.

Ήτανε δέος μπροστά στην τρομακτική αντίθεση, συντριβή μπροστά στην τόση αδικία, μια διάθεση να κλάψεις και να προσευχηθείς περισσότερο, παρά να διαμαρτυρηθείς και να φωνάξεις. Ήτανε η δεύτερη φορά στη ζωή μου - η πρώτη ήτανε στην Αλβανία - που έβγαινα από το ατόμό μου, και αισθανόμουν όχι απλά και μόνο αλληλέγγυος, αλλά ταυτισμένος κυριολεκτικά με τη φυλή μου. Και το σύμπλεγμα κατωτερότητας που ένιωθα, μεγάλωσε φτάνοντας στο Παρίσι. Δεν είχε περάσει πολύς καιρός από το τέλος του πολέμου και τα πράγματα ήταν ακόμη μουδιασμένα. Όμως τι πλούτος και τι καλοπέραση μπροστά σε μας! Και τι μετρημένα δεινά επιτέλους μπροστά στα ατελείωτα τα δικά μας! Δυσαρεστημένοι ακόμα οι Γάλλοι που δεν μπορούσαν να 'χουν κάθε μέρα το μπιφτέκι και το φρέσκο τους βούτυρο, δυσανασχετούσανε. Υπάλληλοι, σωφέρ, γκαρσόνια, με κοιτάζανε βλοσυρά και μου λέγανε: εμείς περάσαμε πόλεμο Κύριε! Κι όταν καμμιά φορά τολμούσα να ψιθυρίσω ότι ήμουν Ελληνας κι ότι περάσαμε κι εμείς πόλεμο με κοιτάζανε παράξενα: α, κι εσείς έ; Καταλάβαινα ότι ήμασταν αγνοημένοι από παντού και τοποθετημένοι στην άκρη-άκρη ενός χάρτη απίθανου. Το σύμπλεγμα κατωτερότητας και η δεητική διάθεση με κυρίευαν πάλι. Ξυπνημένες μέσα παλαιές ενστικτώδεις διαθέσεις άρχισαν να αναδεύονται και να ξεκαθαρίζουν.Η παραμονή μου στην Ευρώπη με έκανε να βλέπω πιο καθαρά το δράμα του τόπου μας. Εκεί αναπηδούσε πιο ανάγλυφο το άδικο που κατάτρεχε τον ποιητή. Σιγά-σιγά αυτά τα δύο ταυτίστηκαν μέσα μου. Το επαναλαμβάνω, μπορεί να φαίνεται παράξενο, αλλά έβλεπα καθαρά ότι η μοίρα της Ελλάδας ανάμεσα στα άλλα έθνη ήταν ότι και η μοιρα του ποιητή ανάμεσα στους άλλους ανθρώπους - και βέβαια εννοώ τους ανθρώπους του χρήματος και της εξουσίας. Αυτό ήταν ο πρώτος σπινθήρας, ήταν το πρώτο εύρημα. Και η ανάγκη που ένιωθα για μια δέηση, μου 'δωσε ένα δεύτερο εύρημα. Να δώσω, δηλαδή, σ' αυτή τη διαμαρτυρία μου για το άδικο τη μορφή μιας εκκλησιαστικής λειτουργίας. Κι έτσι γεννήθηκε το «Αξιον Εστί».

Η Βιογραφία του (wikipedia)

Νεανικά χρόνια
Ο Οδυσσέας Ελύτης γεννήθηκε στις 2 Νοεμβρίου του 1911 στο Ηράκλειο της Κρήτης. Ήταν το τελευταίο από τα έξι παιδιά του Παναγιώτη Αλεπουδέλη και της Μαρίας Βρανά. Ο πατέρας του καταγόταν από τον συνοικισμό Καλαμιάρης της Παναγιούδας Λέσβου και είχε εγκατασταθεί στην πόλη του Ηρακλείου από το 1895, όταν σε συνεργασία με τον αδελφό του ίδρυσε ένα εργοστάσιο σαπωνοποιίας και πυρηνελαιουργίας. Το παλαιότερο όνομα της οικογένειας Αλεπουδέλη ήταν Λεμονός, και αργότερα μετασχηματίστηκε σε Αλεπός. Η μητέρα του καταγόταν από τον Παπάδο της Λέσβου.[1]
Το φθινόπωρο του 1924 εγγράφηκε στο Γ΄ Γυμνάσιο Αρρένων Αθηνών και συνεργάστηκε στο περιοδικό Η Διάπλασις των Παίδων, χρησιμοποιώντας διάφορα ψευδώνυμα. Το καλοκαίρι του 1928 πήρε το απολυτήριο του γυμνασίου.
Κάτω από την επίδραση της λογοτεχνικής του στροφής, παραιτήθηκε από την πρόθεση να ασχοληθεί με τη χημεία και το 1930 εγγράφηκε στη Νομική Σχολή της Αθήνας.
.Η δημοσίευση των πρώτων ποιημάτων του στα Νέα Γράμματα έγινε τον Νοέμβριο του 1935, στο 11ο τεύχος του περιοδικού. Ο Ελύτης δημοσίευσε επίσης μεταφράσεις ποιημάτων του Ελυάρ και στο προλογικό του άρθρο παρουσιάζει τον δημιουργό τους ως τον ποιητή που «ό,τι γράφει φτάνει αμέσως στην καρδιά μας, μας χτυπάει κατάστηθα σαν κύμα ζωής άλλης βγαλμένης από το άθροισμα των πιο μαγικών ονείρων μας».
Το 1939 εγκατέλειψε οριστικά τις νομικές σπουδές και, μετά από αρκετές δημοσιεύσεις ποιημάτων του σε περιοδικά, τυπώθηκε η πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο «Προσανατολισμοί». Τον επόμενο χρόνο, μεταφράστηκαν για πρώτη φορά ποιήματά του σε ξένη γλώσσα, όταν ο Σαμουέλ Μπω Μποβύ (Samuel Baud Bovy) δημοσίευσε ένα άρθρο για την ελληνική ποίηση στο ελβετικό περιοδικό Formes et Couleurs.[5]

Στο Αλβανικό μέτωπο
Kείνοι που επράξαν το κακό — τους πήρε μαύρο σύγνεφο
Ζωή δεν είχαν πίσω τους μ' έλατα και με κρύα νερά
M' αρνί, κρασί και τουφεκιά, βέργα και κληματόσταυρο
Παππού δεν είχαν από δρυ κι απ' οργισμένον άνεμο
Στο καραούλι δεκαοχτώ μερόνυχτα
Mε πικραμένα μάτια·
Τους πήρε μαύρο σύγνεφο — δεν είχαν πίσω τους αυτοί
Θειο μπουρλοτιέρη, πατέρα γεμιτζή
Mάνα που να 'χει σφάξει με τα χέρια της
Ή μάνα μάνας που με το βυζί γυμνό
Xορεύοντας να 'χει δοθεί στη λευτεριά του Χάρου!
Άσμα ηρωικό και πένθιμο για τον χαμένο
ανθυπολοχαγό της Αλβανίας (από το ΙΑ΄)
Με την έναρξη του πολέμου του 1940, ο Ελύτης κατατάχθηκε ως ανθυπολοχαγός στη Διοίκηση του Στρατηγείου Α΄ Σώματος Στρατού. Στις 13 Δεκεμβρίου 1940 μετατέθηκε στη ζώνη πυρός και στις 26 Φεβρουαρίου του επόμενου χρόνου μεταφέρθηκε με σοβαρό κρούσμα κοιλιακού τύφου στο Νοσοκομείο Ιωαννίνων. Στη διάρκεια της Κατοχής υπήρξε ένα από τα ιδρυτικά μέλη του «Κύκλου Παλαμά», που ιδρύθηκε στις 30 Μαΐου του 1943. Εκεί, την άνοιξη του 1942 παρουσίασε το δοκίμιό του «Η αληθινή φυσιογνωμία και η λυρική τόλμη του Α. Κάλβου».
Τον Νοέμβριο του 1943 εκδόθηκε η συλλογή «Ο Ήλιος ο Πρώτος» μαζί με τις «Παραλλαγές πάνω σε μια αχτίδα», σε 6.000 αριθμημένα αντίτυπα, ένας ύμνος του Ελύτη στη χαρά της ζωής και στην ομορφιά της φύσης. τεχνοκριτικής.

Στην Ευρώπη
Το 1948 ταξίδεψε στην Ελβετία, για να εγκατασταθεί στη συνέχεια στο Παρίσι, όπου παρακολούθησε μαθήματα φιλοσοφίας στη Σορβόννη. Περιγράφοντας τις εντυπώσεις του από την παραμονή του στη Γαλλία, σχολίασε τα συναισθήματα και τις σκέψεις του: «Ένα ταξίδι που θα μ' έφερνε πιο κοντά στις πηγές της μοντέρνας τέχνης, συλλογιζόμουνα. Χωρίς να λογαριάζω ότι θα μ' έφερνε συνάμα πολύ κοντά και στις παλιές μου αγάπες, στα κέντρα όπου είχαν δράσει οι πρώτοι Υπερρεαλιστές, στα καφενεία όπου είχαν συζητηθεί τα Μανιφέστα, στη Rue de l'Odeon και στην Place Blanche, στο Montparnasse και στο St. Germain des Prés».[2] Στο Παρίσι υπήρξε ιδρυτικό μέλος της Διεθνούς Ένωσης Κριτικών Τέχνης (Association Internationale des Critiques d'Art), ενώ είχε επίσης την ευκαιρία να γνωριστεί με τους Αντρέ ΜπρετόνΠωλ ΕλυάρΑλμπέρ ΚαμύΤριστάν ΤζαράΠιερ Ζαν ΖουβΖουάν Μιρό και άλλους.
Το καλοκαίρι του 1950 ταξίδεψε στην Ισπανία ενώ κατά τη διάρκεια της παραμονής του στο Λονδίνο, από τα τέλη του 1950 μέχρι τον Μάιο 1951, συνεργάστηκε με το BBC πραγματοποιώντας τέσσερις ραδιοφωνικές ομιλίες. Λίγο νωρίτερα είχε ξεκινήσει τη σύνθεση του Άξιον Εστί.

Επιστροφή στην Ελλάδα
Μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα, το 1952 έγινε μέλος της «Ομάδας των Δώδεκα», που κάθε χρόνο απένειμε βραβεία λογοτεχνίας, από την οποία παραιτήθηκε τον Μάρτιο του 1953, αλλά επανήλθε δύο χρόνια αργότερα. Το 1958, μετά από μία δεκαπενταετή περίπου περίοδο ποιητικής σιωπής, δημοσιεύτηκαν αποσπάσματα από το «Άξιον Εστί» στην «Επιθεώρηση Τέχνης». Το έργο εκδόθηκε τον Μάρτιο του 1960 από τις εκδόσεις «Ίκαρος», αν και φέρεται τυπωμένο τον Δεκέμβριο του 1959. Λίγους μήνες αργότερα απέσπασε για το «Άξιον Εστί» το Α΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης. Την ίδια περίοδο εκδόθηκαν και οι «Έξι και Μία Τύψεις για τον Ουρανό» (εκδόσεις Ίκαρος), ενώ στη Γερμανία εκδόθηκε επιλογή ποιημάτων του.
Το 1964 ξεκίνησε η ηχογράφηση του μελοποιημένου Άξιον Εστί από τον Μίκη Θεοδωράκη, ενώ η συνεργασία του Ελύτη με τον συνθέτη είχε ξεκινήσει ήδη από το 1961. Το ορατόριο του Θεοδωράκη εντάχθηκε στο Φεστιβάλ Αθηνών και επρόκειτο αρχικά να παρουσιαστεί στο Ηρώδειο. Ωστόσο το Υπουργείο Προεδρίας Κυβερνήσεως αρνήθηκε να το παραχωρήσει, με αποτέλεσμα ο Ελύτης και ο Θεοδωράκης να αποσύρουν το έργο, το οποίο παρουσιάστηκε τελικά στις 19 Οκτωβρίου στο κινηματοθέατρο Rex.

«Τότε όμως η Ποίηση; Τι αντιπροσωπεύει μέσα σε μια τέτοια κοινωνία; Απαντώ: τον μόνο χώρο όπου η δύναμη του αριθμού δεν έχει πέραση. Και ακριβώς, η εφετινή απόφασή σας να τιμήσετε στο πρόσωπό μου την ποίηση μιας μικρής χώρας δείχνει σε πόσο αρμονική ανταπόκριση βρίσκεστε με την χαριστική ἀντίληψη της τέχνης, την αντίληψη ότι η τέχνη είναι η μόνη εναπομένουσα πολέμιος της ισχύος που κατήντησε να έχει στους καιρούς μας η ποσοτική αποτίμηση των αξιών.»
Οδ. Ελύτης, Ομιλία κατά την τελετη απονομής του Βραβείου Νόμπελ,
Ακαδημία της Στοκχόλμης, 10 Δεκεμβρίου 1979

Το 1979 τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας. Η αναγγελία της απονομής του βραβείου από τη Σουηδική Ακαδημία έγινε στις 18 Οκτωβρίου «για την ποίησή του, η οποία, με φόντο την ελληνική παράδοση, ζωντανεύει με αισθηματοποιημένη δύναμη και πνευματική καθαρότητα βλέμματος τον αγώνα του σύγχρονου ανθρώπου για ελευθερία και δημιουργικότητα»,  σύμφωνα με το σκεπτικό της απόφασης.
Ο Ελύτης παρέστη στην καθιερωμένη τελετή απονομής του βραβείου στις 10 Δεκεμβρίου του 1979, παραλαμβάνοντάς το από τον βασιλιά Κάρολο Γουστάβο και γνωρίζοντας παγκόσμια δημοσιότητα. Τον επόμενο χρόνο κατέθεσε το χρυσό μετάλλιο και τα διπλώματα του βραβείου στο Μουσείο Μπενάκη.
Την απονομή του Νόμπελ ακολούθησαν τιμητικές διακρίσεις εντός και εκτός Ελλάδας, μεταξύ αυτών και η απονομή φόρου τιμής σε ειδική συνεδρίαση της Βουλής των Ελλήνων, η αναγόρευσή του σε επίτιμο διδάκτορα του Πανεπιστημίου της Σορβόνης, η ίδρυση έδρας νεοελληνικών σπουδών με τίτλο «Έδρα Ελύτη» στο Πανεπιστήμιο Ρούτγκερς του Νιου Τζέρσεϊ, καθώς και η απονομή του αργυρού μεταλλίου Benson από τη Βασιλική Φιλολογική Εταιρεία του Λονδίνου.
Πέθανε στις 18 Μαρτίου του 1996 από ανακοπή καρδιάς στην Αθήνα.

Έργο
Ο Οδυσσέας Ελύτης αποτέλεσε έναν από τους τελευταίους εκπροσώπους της λογοτεχνικής γενιάς του '30, ένα από τα χαρακτηριστικά της οποίας υπήρξε το ιδεολογικό δίλημμα ανάμεσα στην ελληνική παράδοση και τον ευρωπαϊκό μοντερνισμό. Ο ίδιος ο Ελύτης χαρακτήριζε τη δική του θέση στη γενιά αυτή ως παράξενη σημειώνοντας χαρακτηριστικά: «Από το ένα μέρος ήμουνα ο στερνός μιας γενιάς, που έσκυβε στις πηγές μιας ελληνικότητας, κι απ' την άλλη ήμουν ο πρώτος μιας άλλης που δέχονταν τις επαναστατικές θεωρίες ενός μοντέρνου κινήματος». Επηρεάστηκε από τον υπερρεαλισμό και δανείστηκε στοιχεία του, τα οποία ωστόσο αναμόρφωσε σύμφωνα με το προσωπικό του ποιητικό όραμα, άρρηκτα συνδεδεμένο με το λυρικό στοιχείο και την ελληνική λαϊκή παράδοση.

Μία από τις κορυφαίες δημιουργίες του υπήρξε το ποίημα Το Άξιον Εστί (1959), έργο με το οποίο ο Ελύτης διεκδίκησε θέση στην εθνική λογοτεχνία, προσφέροντας ταυτόχρονα μία «συλλογική μυθολογία» και ένα «εθνικό έργο». 

Για εμένα

Γεννήθηκα στην Αθήνα το 1952. Σπούδασα Ιστορία - Αρχαιολογία στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Εργάστηκα στο Υπουργείο Πολιτισμού ως αρχαιολόγος από το 1977 ως το 1983. Παράλληλα με την εργασία μου σπούδασα θέατρο στη Σχολή Ευγενίας Χατζήκου και συμμετείχα σε παραστάσεις ερασιτεχνικών θεατρικών θιάσων.

Από το 1984 εργάστηκα ως δημοσιογράφος στις εφημερίδες ΑΥΓΗ, ΠΡΩΤΗ, Κυριακάτικη ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ. Το 1985 παίρνω το πρώτο δημοσιογραφικό βραβείο «Παύλου Παλαιολόγου» για το καλύτερο γυναικείο κείμενο. Αργότερα συνεργάστηκα με τα περιοδικά ΠΑΝΘΕΟΝ, ΓΥΝΑΙΚΑ, ΤΗΛΕΡΑΜΑ, Mme Figaro, ΑΣΤΡΑ ΚΑΙ ΟΡΑΜΑ, στα οποία είχα την ευθύνη της αρχισυνταξίας και την επιμέλεια του ελεύθερου ρεπορτάζ. Συνεργάστηκα επίσης ως ρεπόρτερ με την τηλεόραση του ΑΝΤ1 και με ραδιοφωνικούς σταθμούς (ΤΟP FM, 9.84 κ.α.). Κατά τη δημοσιογραφική μου καριέρα, ασχολήθηκα με την ελεύθερη έρευνα, πολιτιστικά, κοινοβουλευτικό και πολιτικό ρεπορτάζ.

Εργάστηκα ως συντάκτης πολιτικού ρεπορτάζ, στο Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων-(ΑΠΕ-ΜΠΕ). Έχω γράψει τα βιβλία «Ψάχνοντας για τη Μόνικα», «Η σκιά της άλλης» και «Μινώκερος», τα οποία εκδόθηκαν από τις εκδόσεις ΛΙΒΑΝΗ. Έχω κάνει πολλές επιμέλειες βιβλίων.

Τα τελευταία οκτώ χρόνια ζω μόνιμα στη Σύρο και συνεργάστηκα με την εφημερίδα «Ο ΛΟΓΟΣ των Κυκλάδων».