1/13/17

Αριστουργήματα της τέχνης από το Hermiatage στο Βυζαντινό Μουσείο


Όποιος δεν πήγε, να πάει. Στην Αθήνα, στο Βυζαντινό Μουσείο, φιλοξενούνται 160 έργα μεγάλων ζωγράφων, μεταξύ των οποίων και του δικού μας Ελ Γκρέκο, μέχρι τις 26-2-017.
Μια εμπειρία μοναδική για τους φιλότεχνους, ένα μεγάλο γεγονός, που κατά τη γνώμη μου υποτιμήθηκε.
Εγώ πήγα. Στην είσοδο της έκθεσης, μια κυρία που την είχε δει και έβγαινε εκείνη τη στιγμή από το Μουσείο, έλεγε, «τον είδατε τον ουρανό;». «Όχι, τώρα μπήκα». «Να δείτε τον ουρανό». Στην αρχή δεν κατάλαβα τι ακριβώς εννοούσε.  Μόλις όμως έφτασε στον μεγάλο πίνακα του Ελ Γκρέκο, με τον τίτλο «Άγιος Πέτρος και Παύλος», κατάλαβα. Είναι άλλο να βλέπεις πίνακες του Δομίνικου Θεοτοκόπουλου-Ελ Γκρέκο από φωτογραφίες και άλλο εκ του φυσικού, όπως άλλωστε συμβαίνει και με όλα τα έργα τέχνης. Δυο λιπόσαρκες στενόμακρες μορφές που εξαϋλώνονται με τα χέρια και το βλέμμα  υψωμένα προς τα ουράνια. Δεν μπορείς παρά να σταθείς μπροστά σ’ αυτό το δημιούργημα για πολλή ώρα. Και σε παίρνουν μαζί τους αυτές οι μορφές και σε οδηγούν ψηλά προς τα εκεί όπου όλα γίνονται μια γαλάζια φλόγα, μια ψυχή που σιγοκαίει επιθυμώντας να φτάσει όσο πιο ψηλά γίνεται, να φύγει από τη γη και να ταξιδέψει στον κόσμο του αοράτου, στον κόσμο του πνεύματος. Και είναι τόσο μεγάλη, τόσο τεράστια η διαφορά που νιώθεις ανάμεσα σ’ αυτό τον πίνακα και στους άλλους, των σπουδαίων, πράγματι, ζωγράφων που ακολουθούν, οι οποίοι όμως έχουν το βάρος της ύλης, με τα παχουλά γυμνά σώματα, τα ρομαντικά αγγελάκια που υπερίπτανται, ή τα ιμπρεσιονιστικά τοπία που αχνοφέγγουν μέσα στην ευρωπαϊκή ομίχλη…
Εκεί, μπροστά στον πίνακα του Ελ Γκρέκο, μένεις έκθαμβος από το δέος, που εκφράζει την ψυχή του καλλιτέχνη, κι εκεί καταλαβαίνεις την πνευματικότητα που κατά κάποιον τρόπο λείπει από τα υπόλοιπα έργα των ευρωπαίων ζωγράφων. Δεν είναι για να ευλογάμε τα γένια μας, αφού όπως είναι γνωστό ο Ελ Γκρέκο έζησε και δημιούργησε στην Ισπανία και Ιταλία, όμως καταλαβαίνεις τη διαφορά, συναισθηματική, βιωματική, που έχει η βυζαντινή τέχνη σε σχέση με την ρομαντική ευρωπαϊκή τέχνη, που απεικονίζει ευτραφείς Παναγίες και μικρούς καλοζωισμένους Χριστούληδες και παχουλά αγγελάκια να φτερουγίζουν χαρούμενα πάνω από τους ανθρώπους. Οι άνθρωποι του Ελ Γκρέκο, οι άγιοί του, οι θρησκευτικοί του πίνακες, έχουν αυτή την υπερβατικότητα, μοναδική στην ευρωπαϊκή εικαστική τέχνη.
Προσπέρασα σχεδόν αδιάφορα τα περίφημα έργα κλασσικών ζωγράφων, όπως ο Καραβάτζιο, ο Τζιορντάνο, ο Ντελακρουά, ο Ρούμπενς, ο Μπονάρ, παρόλο που βέβαια οι πίνακες αυτοί σφύζουν από ζωή κι από δυναμισμό, και έφτασα στο ερωτικό γλυπτό του Ροντέν, ενός από τους μεγαλύτερους γλύπτες του 19ου αιώνα. Κι εκεί, σ’ αυτό το σχετικά μικρό γλυπτό έμεινα ώρα πολλή, να θαυμάζω την πλαστικότητα των δύο αγκαλιασμένων σωμάτων, που ξεχείλιζαν από αγάπη κι έρωτα, λες και έσταζαν αυτά τα αιώνια συναισθήματα από το λευκό μάρμαρο, λες και τα δυο κορμιά είχαν λιώσει και είχαν γίνει ένα. Κι από κάθε πλευρά του, το γλυπτό ήταν διαφορετικό. Έβλεπες τα χέρια, τα κοντυλένια εκφραστικά δάχτυλα, τους γλουτούς και τα πόδια, και τα γερμένα κεφάλια το ένα μέσα στο άλλο, και δεν έλεγες να ξεκολλήσεις απ’ αυτή την ομορφιά.
 Έφυγα εκστασιασμένη και είχα ήδη ξεχάσει την ταλαιπωρία που πέρασα για να βρω πού ήταν οι αίθουσες της έκθεσης. Ρωτώντας όμως πας στην πόλη. «Πού είναι η έκθεση του Ερμιτάζ;». «Θα πάτε από δω, θα στρίψετε αριστερά, έπειτα δεξιά, θα ακολουθήσετε αυτό το διάδρομο, θα βγείτε από την πόρτα, θα προχωρήσετε ευθεία και στο βάθος θα τη βρείτε». Περιπλανήθηκα πολύ μέχρι να τη βρω. Σκέτος λαβύρινθος. Και σε κάθε καινούργια αίθουσα, πάλι χανόμουν και φτου και απ’ την αρχή η ερώτηση «πού είναι η έκθεση του Ερμιτάζ;». Μα καλά, χάθηκε ο κόσμος να βάλουν κάποια κατευθυντήρια σήματα, έναν χάρτη, για να καθοδηγούν τους επισκέπτες, πολλοί από τους οποίους έκαναν κύκλους γύρω γύρω όπως εγώ για να δουν αυτά τα αριστουργήματα;
Ένα τέτοιο μεγάλο καλλιτεχνικό γεγονός, έπρεπε να τύχει μεγαλύτερης προσοχής και καλύτερης οργάνωσης. Έπρεπε η Αθήνα να είχε κρεμασμένες στους δρόμους  μεγάλες γιγαντοαφίσσες που να το αναγγέλλουν, να γίνει η πρέπουσα προβολή, δεν γίνεται κάθε μέρα μια τέτοια έκθεση από το μεγαλύτερο Μουσείο του κόσμου. 
Πάντως, έπειτα από την επίσκεψή μου στην έκθεση, ευχαριστήθηκα έναν ωραίο καφέ στην υπέροχη ταράτσα του Βυζαντινού Μουσείου, ανάμεσα σε σειρές από δεντρολίβανα , λουλούδια, και μικρές ελιές, όπου το μάτι σου απλώνεται μακριά στον  ορίζοντα, πέρα στους λόφους της Αθήνας. Η Αθήνα, αυτή η άσχημη και βρώμικη πόλη, έχει πολλούς κρυμμένους παραδείσους και θαυμαστούς θησαυρούς, φτάνει να έχεις χρόνο και διάθεση να τους ανακαλύψεις.



Λίγα λόγια για τον Μουσείο Hermitage από το Wikipedia
Το Ερμιτάζ (ρωσ.: Эрмитаж) αποτελεί το μεγαλύτερο και ένα από τα παλαιότερα μουσεία στον κόσμο, καθώς και ένα από τα σημαντικότερα αξιοθέατα της Αγίας Πετρούπολης. Φιλοξενείται σε ένα συγκρότημα έξι κτιρίων, τα παλαιά Χειμερινά Ανάκτορα, στις όχθες του ποταμού Νέβα. Ανάμεσα στα σημαντικά εκθέματα του μουσείου, περιλαμβάνεται η συλλογή έργων δυτικοευρωπαϊκής τέχνης με έργα των Λεονάρντο ντα Βίντσι, Ωγκύστ Ροντέν, Πάμπλο Πικάσσο, Ανρί Ματίς, Πωλ Γκωγκέν, Πωλ Σεζάν, Κλωντ Μονέ, Ρέμπραντ και άλλων. Φιλοξενούνται ακόμα εκθέματα από την αρχαία Ελλάδα, την Αίγυπτο και τη Ρώμη, καθώς και μεγάλες συλλογές ειδών κοσμηματοποιίας. Ο συνολικός αριθμός των έργων που ανήκουν στις συλλογές του Ερμιτάζ ξεπερνούν τα 3.000.000.
Η λέξη ερμιτάζ (hermitage) είναι γαλλική, εκ παραφθοράς της ελληνικής λέξης ερημητήριο. Με τον όρο αυτό αποκαλούσαν οι Γάλλοι οποιαδήποτε εξοχική ή απόκεντρη κατοικία κυρίως για μονήρη ανάπαυση ή αναψυχή. Γνωστότερο τέτοιο ερημητήριο στη Γαλλία ήταν ο παλαιός πύργος που κτίσθηκε το 1225 από τον ιππότη Γκάσπαρ ντε Σπέριμπεργκ, στην αριστερή όχθη του Ροδανού, στη πεδιάδα Μονμαρσύ, σε μια γραφική οινοπαραγωγική περιοχή της οποίας τα κρασιά είναι ονομαστά. Σ΄ αυτό το ερημητήριο διέμεινε επίσης και ο Ρουσσώ.
Το Ερμιτάζ ιδρύθηκε ουσιαστικά από την Μεγάλη Αικατερίνη στα 1764, επί σχεδίων του Γάλλου αρχιτέκτονα Βαλλέν ντε λα Μοντ όταν απέκτησε μαζικά 200 έργα ζωγραφικής. Ρώσοι πρέσβεις έλαβαν στη συνέχεια εντολή να αγοράσουν τις σημαντικότερες συλλογές έργων τέχνης που προσφέρονταν προς πώληση. Αρχικά, τα έργα αποτελούσαν ιδιωτική συλλογή της αυτοκράτειρας και διατηρούνταν στα Χειμερινά Ανάκτορα, αρχιτεκτονικό έργο του Μπαρτολομέο Ραστρέλι, την περίοδο 1754-1762. Το 1783 ξεκίνησε επίσης η κατασκευή του Θεάτρου Ερμιτάζ, ένα από τα σημερινά κτίρια του μουσείου, η οποία ολοκληρώθηκε το 1787.
Μετά το θάνατο της Αικατερίνης Β' της Ρωσίας, τα χειμερινά ανάκτορα εγκαταλείφθηκαν ως αυτοκρατορική κατοικία από τον διάδοχο της, Πέτρο Α', ο οποίος δεν στήριξε την ενίσχυση του μουσείου, εμπλουτίζοντας τη συλλογή του μόνο με δύο νέους πίνακες. Αντιθέτως, οι διάδοχοί του, έστρεψαν το ενδιαφέρον τους στο Ερμιτάζ και τα επόμενα χρόνια, επί αυτοκρατορίας του Αλεξάνδρου Α' και του Νικολάου Α' η συλλογή έργων του εμπλουτίστηκε σημαντικά με νέα έργα τέχνης, καλύπτοντας ακόμα και περιόδους της αρχαιότητας. Προκειμένου να στεγαστούν κατάλληλα, ο Νικόλαος Α' παρήγγειλε στον Γερμανό αρχιτέκτονα Λέο φον Κλέντσε, που είχε χαράξει το σχέδιο της Αθήνας ως νέας πρωτεύουσας), την κατασκευή ενός νέου κτιρίου (Νέο Ερμιτάζ), το οποίο εγκαινιάστηκε τελικά στις 5 Φεβρουαρίου του 1852 και αποτέλεσε το πρώτο μουσείο της Ρωσίας, ανοιχτό σε επισκέπτες.
Δυστυχώς στη περίοδο της Ρωσικής επανάστασης, το αυτοκρατορικό Ερμιτάζ υπέστη μεγάλη καταστροφή αν και κηρύχθηκε δημόσιο μουσείο, ενώ μετά το τέλος της, φιλοξένησε το Μουσείο της Οκτωβριανής Επανάστασης στα Χειμερινά Ανάκτορα, το οποίο έκλεισε στα μέσα της δεκαετίας του 1930. Την διετία 1932-1934, έργα από τις συλλογές του Ερμιτάζ πωλήθηκαν, με πρωτοβουλία της Σοβιετικής κυβέρνησης για την εξεύρεση χρημάτων. Εκτιμάται ότι 2.880 πίνακες κλάπηκαν και ένα μικρό μέρος εξ αυτών συμμετείχαν σε δημοπρασίες, μεταξύ αυτών και πίνακες που θεωρούνται σήμερα κλασικοί [1]. Την ίδια περίοδο, έργα μεταφέρθηκαν από το Ερμιτάζ σε άλλα ρωσικά μουσεία όπως το Μουσείο Πούσκιν στη Μόσχα. Η απώλεια έργων συνεχίστηκε σε μικρότερη κλίμακα και τα επόμενα χρόνια, μέχρι τη λήξη του Β' Παγκοσμίου πολέμου, το 1945. Κατά τη διάρκεια του πολέμου, το μουσείο αφού πρώτα εκκενώθηκε, υπέστη νέες ζημιές, ενώ σημαντικό μέρος από τις συλλογές του διασώθηκε και φυλάχτηκε μέχρι την επαναλειτουργία του.
Τα τελευταία χρόνια, από το 1990 το Ερμιτάζ απέκτησε τη παλιά του αίγλη ακολουθώντας μια μητροπολιτική πολιτιστική ανάπτυξη υιοθετώντας μία σειρά από πρωτοβουλίες συνεργασιών και φιλόδοξων πολιτιστικών προγραμμάτων. Τον Ιούνιο του 2000, υπογράφτηκε συμφωνία μελλοντικής συνεργασίας του Ερμιτάζ με το Μουσείο Γκούγκενχαϊμ, ενώ στις 25 Νοεμβρίου του 2000, εγκαινιάστηκε ειδική πτέρυγα στο ανάκτορο Σόμερσετ του Λονδίνου, με έκθεση έργων που ανήκουν στις συλλογές του Ερμιτάζ. Από τις 24 Φεβρουαρίου του 2004, λειτουργεί επίσης το Ερμιτάζ του Άμστερνταμ, το οποίο αποτελεί παράρτημα του μουσείου στην ολλανδική πόλη.
Το Ερμιτάζ διαθέτει μια πλουσιότατη συλλογή ευρωπαϊκής ζωγραφικής, από τον 13ο αιώνα μέχρι σχεδόν τις μέρες μας, που αποτελεί το πιο ενδιαφέρον τμήμα του μουσείου. Στον παρακάτω κατάλογο αναφέρονται ορισμένα από τα πιο αντιπροσωπευτικά έργα των χωρών και των σχολών.
Καραβάτζιο- Βάκχος

Ντελακρουά-μαροκινός σελώνει το άλογό του

Προσθήκη λεζάντας

Ρούμπενς-Αφροδίτη και Άδωνις

Πιερ Μπονάρ- τρένο και ψαροκάικα









Για εμένα

Γεννήθηκα στην Αθήνα το 1952. Σπούδασα Ιστορία - Αρχαιολογία στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Εργάστηκα στο Υπουργείο Πολιτισμού ως αρχαιολόγος από το 1977 ως το 1983. Παράλληλα με την εργασία μου σπούδασα θέατρο στη Σχολή Ευγενίας Χατζήκου και συμμετείχα σε παραστάσεις ερασιτεχνικών θεατρικών θιάσων.

Από το 1984 εργάστηκα ως δημοσιογράφος στις εφημερίδες ΑΥΓΗ, ΠΡΩΤΗ, Κυριακάτικη ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ. Το 1985 παίρνω το πρώτο δημοσιογραφικό βραβείο «Παύλου Παλαιολόγου» για το καλύτερο γυναικείο κείμενο. Αργότερα συνεργάστηκα με τα περιοδικά ΠΑΝΘΕΟΝ, ΓΥΝΑΙΚΑ, ΤΗΛΕΡΑΜΑ, Mme Figaro, ΑΣΤΡΑ ΚΑΙ ΟΡΑΜΑ, στα οποία είχα την ευθύνη της αρχισυνταξίας και την επιμέλεια του ελεύθερου ρεπορτάζ. Συνεργάστηκα επίσης ως ρεπόρτερ με την τηλεόραση του ΑΝΤ1 και με ραδιοφωνικούς σταθμούς (ΤΟP FM, 9.84 κ.α.). Κατά τη δημοσιογραφική μου καριέρα, ασχολήθηκα με την ελεύθερη έρευνα, πολιτιστικά, κοινοβουλευτικό και πολιτικό ρεπορτάζ.

Εργάστηκα ως συντάκτης πολιτικού ρεπορτάζ, στο Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων-(ΑΠΕ-ΜΠΕ). Έχω γράψει τα βιβλία «Ψάχνοντας για τη Μόνικα», «Η σκιά της άλλης» και «Μινώκερος», τα οποία εκδόθηκαν από τις εκδόσεις ΛΙΒΑΝΗ. Έχω κάνει πολλές επιμέλειες βιβλίων.

Τα τελευταία οκτώ χρόνια ζω μόνιμα στη Σύρο και συνεργάστηκα με την εφημερίδα «Ο ΛΟΓΟΣ των Κυκλάδων».