1/11/17
Η χιονοθύελλα «Αριάδνη» πέρασε. Για μια εβδομάδα
πρώτο θέμα σε όλα τα κανάλια. Το χιόνι σκέπασε τα πάντα, ωιμέ, δυο μέτρα, τρία
μέτρα, είχε και ένα παλούκι ένας ρεπόρτερ, το έμπηγε στο χιόνι και ξεπρόβαλλε
μόνο η άκρη του, κοιτάξτε πόσο βαθιά μπαίνει. Το χιόνι έφτασε μέχρι την
παραλία, σκέπασε και τα νησιά που μείνανε δυο τρεις μέρες χωρίς ρεύμα και νερό,
αυτό ήταν σοβαρό, γιατί οι νησιώτες δεν είναι συνηθισμένοι στα βουνά και στα
χιόνια. Αλλά όλη η Ελλάδα, η τηλεοπτική, έσκουζε και μοιρολογούσε, ωιμέ,
μετεωρολογική βόμβα, στον κλοιό του παγετού, κλπ. κλπ. Η καταστροφή στο σπίτι
μας μέσα από τη μικρή οθόνη.
Βλέπεις τις εικόνες, ακούς τα ρεπορτάζ και σε
πιάνει πανικός. Πω πω, τι θα γίνουμε; Είμαστε έρμαια στα δόντια του χιονιά!
Ακούσαμε όμως και τις μαρτυρίες των κατοίκων της
Στενής Ευβοίας, και των πιο βόρειων περιοχών, Φλώρινα, Καστοριά όπου πάγωσε η
λίμνη, Κομοτηνή. Μια χαρά την έβγαλαν. Τα παιδιά βρήκαν ευκαιρία να παίξουν
χιονοπόλεμο, ευκαιρία που γίνεται όλο και πιο σπάνια τα τελευταία χρόνια όπου ο
χειμώνας έχει εξαφανιστεί από το μετεωρολογικό δελτίο. «Καλά είναι, είμαστε συνηθισμένοι σ’ αυτά, και παλιά
είχαμε χιονιάδες, έχουμε κάνει τα αποθέματά μας, έχουμε τα τζάκια μας, έχουμε
ξύλα, όλα είναι εντάξει». Τα καλά νέα τα είπε ο απλός κοσμάκης. Τα κακά νέα, τα
είπανε οι ειδήσεις. Αλλά είναι φυσικό. Όλοι αυτοί οι δαιμόνιοι ρεπόρτερ και οι
τηλεπαρουσιαστές, κρυμμένοι μέσα στη θαλπωρή της μεγαλούπολης, μέσα στην
ασφάλεια των μεγάλων και χλιδάτων διαμερισμάτων τους, μερικοί μάλιστα
«καρδιοπαθείς» όπως ο πρώην πολιτικός Παπαγεωργόπουλος, πήγαν κι έκαναν σκι σε
κάποιο χιονοδρομικό κέντρο… Ο ύπνος ενός αστέγου πάνω στο χιόνι-ίσως και
θάνατος, κανείς δεν έμαθε το τέλος του-απασχόλησε για μισό δευτερόλεπτο το
τηλεοπτικό τοπίο. Ένας υπάλληλος μάλιστα του δήμου Αθηναίων, έκανε τη βάρδια
του στον ξενώνα των αστέγων, έκλεισε τα ρολά, άφησε σύξυλους τους άστεγους μέσα
στο χιονιά, και πήγε στο σπιτάκι του για ύπνο.
Γενικά ο καιρός και τα καιρικά φαινόμενα, απασχολούν
όλο και περισσότερο τις μικρές βολεμένες μας ζωούλες. Δεν μπορούμε στιγμή χωρίς
τη μικρή οθόνη, ή το κομπιουτεράκι μας ή το κινητό μας, εργαλεία χρησιμότατα τα
τελευταία, εντελώς άχρηστο και γελοίο το πρώτο, μόλις κόβεται για πέντε λεπτά
το ηλεκτρικό έχουμε τεράστιο πρόβλημα, και αν έξω δεν έχει 15 βαθμούς,
τουρτουρίζουμε και δεν ξεμυτάμε ούτε στο μπαλκόνι μας (μέσα σ’ αυτό το κάδρο
και η γράφουσα).
Όμως είδαμε και τη γριούλα με μια μαγκούρα να
περπατάει μέσα σε δυο μέτρα χιόνι, μια μαύρη φιγούρα μέσα σε κάτασπρο φόντο.
Πήγαινε σιωπηλή ποιος ξέρει πού, στο μπακάλη, στη γειτόνισσα, δεν έχει σημασία.
Δεν τρέχει και τίποτα, συνηθισμένα τα βουνά στο χιόνια, θα έλεγε αν την είχε
πλησιάσει η κάμερα για μια ακόμη μαρτυρία. Ολόκληρο λοιπόν το τηλεοπτικό τοπίο,
σκοτεινό, απειλητικό, θαμμένο κάτω από το λευκό μίτο της «Αριάδνης» μας πέταγε
τις βόμβες της καταστροφής. Όχι ότι δεν υπάρχουν προβλήματα με την κακοκαιρία,
αλλά δεν είναι δα και η πρώτη φορά που χιονίζει πάνω στον πλανήτη. Τι να πουν
και άλλες χώρες, Ρωσία, Σουηδία, Αλάσκα, Καναδάς, που πιάνουν συνήθως τους -40
βαθμούς; Ολόκληρο λοιπόν το τηλεοπτικό τοπίο, να το διαψεύδουν οι απλοί
άνθρωποι, συνήθως μεγάλης ηλικίας που ζουν στην ελληνική επαρχία, στα χωριά.
Συνηθισμένα τα βουνά στα χιόνια, και «τα θεμέλιά μου στα βουνά, και τα βουνά
σηκώνουν οι λαοί στον ώμο τους. Μνήμη του λαού μου, σε λένε Πίνδο, σε λένε
Άθω», όπως λέει κι ο Ελύτης.
Πλην όμως εμείς οι νεώτεροι, οι πρωτευουσιάνοι,
οι καλομαθημένοι, δεν θυμόμαστε.
Επειδή, «ο κόσμος τώρα είναι σταθερός. Οι άνθρωποι
είναι ευτυχισμένοι. Είναι εύποροι. Είναι ασφαλείς. Δεν αρρωσταίνουν ποτέ. Δεν
φοβούνται το θάνατο. Αγνοούν μακαρίως το πάθος και τα γηρατειά. Δεν τους
βασανίζουν κανένας πατέρας και καμία μητέρα. Δεν έχουν συζύγους, δεν έχουν
παιδιά, δεν έχουν αγάπες, έρωτες, που να τους κάνουν να έχουν βαθιά
συναισθήματα. Η συμπεριφορά τους έχει διαμορφωθεί ανακλαστικά ώστε να μην
μπορούν πρακτικά να συμπεριφερθούν διαφορετικά από όπως θα όφειλαν να
συμπεριφερθούν. Κι αν κάτι πάει στραβά, υπάρχει το σόμα». Αυτά λέει ο Άλντους
Χάξλευ στον «Θαυμαστό καινούργιο κόσμο» του, έναν κόσμο όπου όλα είναι
προγραμματισμένα, λυμένα και ασφαλή, ο πόνος έχει σβήσει, για τα δύσκολα έχουν
το ναρκωτικό τους, το «σόμα», πλην όμως μια ομοιομορφία χωρίς συγκινήσεις,
χωρίς συναισθήματα, χωρίς ελευθερία. Έτσι λοιπόν, εμείς οι νεώτερες γενιές,
προς τα εκεί πηγαίνουμε. Προς έναν νέο κόσμο όπου το διαφορετικό και το
απρόσμενο απλά δεν υπάρχουν. Όπου οι άνθρωποι (κλώνοι), είναι δούλοι της
ευτυχίας και της καλοπέρασης.
Για εμένα
Γεννήθηκα στην Αθήνα το 1952. Σπούδασα Ιστορία - Αρχαιολογία στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Εργάστηκα στο Υπουργείο Πολιτισμού ως αρχαιολόγος από το 1977 ως το 1983. Παράλληλα με την εργασία μου σπούδασα θέατρο στη Σχολή Ευγενίας Χατζήκου και συμμετείχα σε παραστάσεις ερασιτεχνικών θεατρικών θιάσων.
Από το 1984 εργάστηκα ως δημοσιογράφος στις εφημερίδες ΑΥΓΗ, ΠΡΩΤΗ, Κυριακάτικη ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ. Το 1985 παίρνω το πρώτο δημοσιογραφικό βραβείο «Παύλου Παλαιολόγου» για το καλύτερο γυναικείο κείμενο. Αργότερα συνεργάστηκα με τα περιοδικά ΠΑΝΘΕΟΝ, ΓΥΝΑΙΚΑ, ΤΗΛΕΡΑΜΑ, Mme Figaro, ΑΣΤΡΑ ΚΑΙ ΟΡΑΜΑ, στα οποία είχα την ευθύνη της αρχισυνταξίας και την επιμέλεια του ελεύθερου ρεπορτάζ. Συνεργάστηκα επίσης ως ρεπόρτερ με την τηλεόραση του ΑΝΤ1 και με ραδιοφωνικούς σταθμούς (ΤΟP FM, 9.84 κ.α.). Κατά τη δημοσιογραφική μου καριέρα, ασχολήθηκα με την ελεύθερη έρευνα, πολιτιστικά, κοινοβουλευτικό και πολιτικό ρεπορτάζ.
Εργάστηκα ως συντάκτης πολιτικού ρεπορτάζ, στο Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων-(ΑΠΕ-ΜΠΕ). Έχω γράψει τα βιβλία «Ψάχνοντας για τη Μόνικα», «Η σκιά της άλλης» και «Μινώκερος», τα οποία εκδόθηκαν από τις εκδόσεις ΛΙΒΑΝΗ. Έχω κάνει πολλές επιμέλειες βιβλίων.
Τα τελευταία οκτώ χρόνια ζω μόνιμα στη Σύρο και συνεργάστηκα με την εφημερίδα «Ο ΛΟΓΟΣ των Κυκλάδων».