3/15/25

Μη με λησμόνει*

 

*(προδημοσίευση από την ποιητική συλλογή της Αλκμήνης Ψιλοπούλου "Ιδιαίτερη πατρίδα"-εκδ. ΚΑΚΤΟΣ)


Στο στήθος της Καρυάτιδας

Από μια τρύπα στο μέρος της καρδιάς

Προβάλει το άνθος κι η φωνή του σκορπίζει το άρωμά της

Μη με λησμόνει

Ψιθυρίζουν τις νύχτες οι κόρες του Κεραμεικού

Ορθές, μπηγμένες μέσα στο χώμα

Μη με λησμόνει

Καλούν τα πλάσματα της ιστορίας, της δικιάς μας και της άλλης,

της μεγάλης

Μη με λησμόνει, κάποτε είμασταν κι εμείς εδώ μαζί σας

Σάρκα και αίμα

Πέτρα και μάρμαρο

Μη με λησμόνει

Η κραυγή του Εμπειρίκου, του Εγγονόπουλου, του Μπολιβάρ, του Ελύτη, του Κολοκοτρώνη, της Μπουμπουλίνας, του Καβάφη,

Μη με λησμόνει, η κραυγή του Μίκη, του Μάνου, του Τζίμη

Μη με λησμόνει

Ήμουν κορμί

Είχα φωνή

Οι οσμές των ορέων με κύκλωναν,

Ωραία περιγυάλια και πεύκα και μάτια εραστών

Στόματα ερωτευμένων

Μη με λησμόνει

Αγριοπούλια μέσα στα μαλλιά μας

Που τώρα σκόρπισαν στους πέντε ανέμους.

Οι μνήμες παλαιών καιρών

Παλαιών ανθρώπων, του Φώτη, του Νίκου, του Γιώργη,

των ωραίων γυναικών, των ωραίων νέων με τα θηκάρια σηκωμένα

όρθια απέναντι στις λέξεις.

Μη με λησμόνει

Το κρασί στις ταβέρνες

Τα τραγούδια, οι στροφές, οι τροφές, τα πιάτα.

Τα δάχτυλα στις ρόγες

Στο χορτάρι

Στην άμμο

Τ’ αγριοπερίστερα που σχηματίζουν το χορό του ανέμου

Κύματα

Σύννεφα λευκά

Ανεβαίνουν κι απλώνουν και χάνονται

Στο κίτρινο έδαφος.

Μη με λησμόνει

Το χωράφι που κάποτε ήταν ψωμί

Όλα ξεχασμένα

Ένας κόσμος πέθανε,

Ένας κόσμος γεννιέται

Μη με λησμόνει

Η στιγμή, η μέρα, η αύριον.

Τίποτα δεν ξέρουμε

Μόνο τις μνήμες κρατάμε στη χούφτα μας

Κι ένα άνθος μη με λησμόνει σε χρώμα λουλακί

Θυμόμαστε.

 


3/06/25

Η εξουσία της πείνας

 

(προδημοσίευση ποιητικής συλλογής Αλκμήνης Ψιλοπούλου "Ιδιαίτερη Πατρίδα)

 


Ποδοσφαιρόφιλοι

Μπανιστιρτζήδες

Πουτάνες και χαμίνια

Είναι η αυριανή εξουσία, είτε το θέλουμε είτε όχι.

Το αστυνομικό τμήμα δεν κατοικοεδρεύει πια δίπλα στο σπιτάκι μας.

Μέσα στην άσπρη μας περιβολή

Απαντάμε στα ουρλιαχτά του μικρομεσαίου τονίζοντας

Πως αυτός ο κόσμος δεν έγινε για μας

Ότι δεν μας τρομάζει τίποτα πια

Ότι τίποτα το θαυμαστό δεν πρόκειται να συμβεί.

Ότι βρισκόμαστε ήδη πολύ μακριά

Στη Νέα Πέργαμο ίσως ή στο Τιμπουκτού

-Θεός φυλάξει, λένε οι μανούλες μας το βράδυ.

Κι όμως. Ούτε δάκρυα ούτε παιδιά

Ούτε παράπονα κάτω από δέντρα.

Τα μπαράκια έγιναν γαλαρίες για τυφλοπόντικες.

Οι ταβέρνες κοιμήθηκαν μέσα στο ξινισμένο κρασί τους.

Περάσαμε όλοι μας στον Τροπικό του Καρκίνου.

Μετράμε φωνές

Κουράστηκαν τα χέρια μας να ψάχνουν

Λύσεις για τραυματίες.

Η πόλη

είναι μια μήτρα που συνεχώς αιμορραγεί.

-και ψιθυρίζει, δεν θέλω να ξαναγίνω έμβρυο.

 

 

Να πω «είναι εφιάλτης»

Και να ξυπνήσω

Μέσα στα μάτια των φίλων

Των αγαπημένων

Που θα με σκεπάζουν

Και θα τους έχουνε σκοτώσει.

 

Κι όμως

Κάτι μαχαιριές από τα λόγια τους

Παραμονεύουν ακόμη, σε κάθε γωνιά.

 

 


2/01/25

Αποκάλυψη*


* (προδημοσίευση από την ποιητική συλλογή της Αλκμήνης Ψιλοπούλου "Η επιστροφή"-εκδόσεις ΚΑΚΤΟΣ)



Το σώμα της ψυχής

Αυτό που αιωρείται

Ανάμεσα σε εκατομμύρια κύτταρα, νευροδιαβιβαστές

Ενεργειακά αερόστατα

Άστατα

Αυτή η ψυχή

Που πολλοί λεν πως δεν υπάρχει,

Το σώμα των αγγέλων που ονοματίζονται

Εκατοντάδες,

Αυτών που είναι πάνω στους αιθέρες

Κι εκείνων που πατούν εδώ

Στη γη

Με χνάρια των δακτύλων τους

Στο χώμα της βροχής

Και των άλλων που κατοικούν στα έγκατα

Με τα φυσερά τους ανάβοντας τις φωτιές των ηφαιστείων

Περιμένουν το σύνθημα.

Του Άη Γιώργη τη λόγχη που χρυσίζει στον ήλιο

Γεμάτη διαμάντια

Δάκρυα

Αιμάτινα χαράγματα

Αυτήν που ζωντανεύει στο φως του λύκου

Περιμένοντας

Με υπομονή

Ώρες

Μέρες

Χρόνια

Αιώνες

Να ξετρυπώσει το τέρας απ’ τη λόχμη του.

Και τότε η λόγχη

Θα ενωθεί με του Δία τους κεραυνούς

Και θα μαζευτούν στην αποκάλυψη οι άγγελοι

Οι ψυχές οι ανύπαρκτες σε κύκλο

Γύρω απ’ τον Άη Γιώργη

Να τον δουν

Ασπέροντα

Να χτυπάει το τέρας

Ανάμεσα στα μάτια

Ενώ το άσπρο του άλογο θα κυματίζει τις οπλές του στον αέρα.

Και τότε μια φωνή θα φτάσει στους αιθέρες

Η φωνή των παιδιών που δεν πρόλαβαν να δουν το φως

Και η βροντή του λόγου του φωτός που θα πει

Το τέρας σκοτώθηκε, η εποχή των τεράτων τελειώνει

Η ζωγραφιά της εκκλησιάς τ’ Άη Γιώργη

Ζωντανεύει.

Και το αίμα των αθώων

Θα σηκωθεί απ’ το κρεβάτι της ιστορίας
και θα μιλήσει.

(9/10/2024)


1/01/25

ΤΑ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ: ΤΕΛΟΣ ΧΡΟΝΟΥ (Αλκμήνη Ψιλοπούλου. "Τα ασήμαντα")

 

 



Χειμώνας

 

Τα ρούχα του καλοκαιριού

Κρεμασμένα στα σχοινιά

Παγώνουν.

Ο χειμώνας έρχεται.

Κρύωσε το σπίτι.

Κι όμως ήλιος έξω πολεμάει ακόμα

Θυμίζοντας τις παραλίες και τις θάλασσες.

Οι άνθρωποι ετοιμάζουν τα παλτά

 τα πανωφόρια

Τα χαλιά

τα στρωσίδια

τα παπλώματα.

 

 

Άστεγοι

Σπαρμένοι στα πεζοδρόμια της πόλης

Σε σκοτεινά σοκάκια αθέατοι

Χουχουλιάζουν τα παγωμένα δάχτυλα.

Τα μάτια τους βλέπουν

Ένα τζάκι και τη φωτιά να τρίζει

 την κουνιστή πολυθρόνα που πουλήθηκε, τον καναπέ

το διπλό κρεβάτι.

Με μάτια κόκκινα

 

Σωριασμένοι πάνω στα κουρέλια της ζωής τους

Που ρωτάει, μα πώς, γιατί

σε μένα;

 

Είναι κι αυτοί που ζούνε μόνοι

Στη γκαρσονιέρα στο ισόγειο.

Τους βλέπεις στο δημόσιο πλυντήριο

Να πλένουνε τα βάσανά τους.

 

Ένα παιδί πετάει τη μπάλα στον ακάλυπτο.

Ακόμα ο αέρας δεν έχει παγώσει.

Το αίμα του παιδιού είναι ζεστό και ζωντανό

Πετάει τη μπάλα και την πιάνει

Την πιάνει, την πετάει,

 η μπάλα φεύγει

Και χοροπηδάει και τρέχει

Προς ένα αβέβαιο μέλλον.

 

Ο  πόλεμος ακόμα είναι μακριά

Αλλά  τον κουβαλάμε  μέσα μας

Και τρέμουμε όπως τα πουλιά

Χωμένα μεσ’ στη χούφτα.

Έρχονται και φεύγουνε οι φόβοι μας

δαγκώνουνε τον ύπνο και το ξύπνημα

κι όλα είναι θολά

Σαν απόνερα.

 

 

Βρέχει.

Στο πλακόστρωτο κίτρινα φύλλα

Λιώνουν

όπως ένα δάκρυ στεγνό στο μάγουλο.

Ανάμεσα σε δυο αστραπές

Είδα ξαφνικά τη ματιά σου

Θυμός και σπαθί

Λύπη και κατάρα

Ευχή κι ελπίδα.

Το παιδί, εσύ,

Ξέχασες τη μπάλα

Ας πάει όπου θέλει.

Βρέχει.

Μέσα μυρίζει σπιτικό φαΐ.

Και χώνεσαι στην αγκαλιά της μάνας.

Α.Ψ. (Αθήνα 6/12/2024)




Ξένες γλώσσες

Μια καρακάξα

Στέλνει απελπισμένα μηνύματα

Με φωνή παράξενη

Πάνω στην κεραία της τηλεόρασης.

Ένα ζευγάρι τσακώνεται

Σε ξένη γλώσσα.

 

Το γκρίζο του ουρανού

απλώνεται πάνω απ’ την πόλη.

Ένα καλώδιο στέκει ασάλευτο αιωρούμενο

Στην άκρη της τέντας

Από τον πάνω όροφο.

Ετοιμάζεται βροχή.

Οι ξένες γλώσσες δεν γιορτάζουν τούτα τα Χριστούγεννα.

Η κυριαρχία του ήλιου

Κουρέλιασε τα δένδρα με τα πολύχρωμα φωτάκια

Κι έπειτα κρύφτηκε πίσω από τα σύννεφα.

Τούτη  η ησυχία

Κόβεται με το μαχαίρι της γιορτής που

Ανήμπορη

Ανεβαίνει την ανηφόρα της ζωής της.

Ο καινούργιος χρόνος κυοφορεί

Το βρέφος των ελπίδων μας

Που πάγωσαν σε μια γωνιά

Περιμένοντας το χειμώνα.

 

Και τα παιδιά δαγκώνουν τα παιχνίδια

Του Άη Βασίλη.

Τα δώρα, η στερνή μας γνώση

Που δεν θέλησε ποτέ να ωριμάσει .

Μέσα μας ξένες γλώσσες

Περπατούν αθόρυβα

Γλύφοντας τον ουρανίσκο του κρανίου

αντικρύζοντας όσα έφαγε η μαρμάγκα της ιστορίας.

Ηττημένοι από την άγνοια της συνήθειας

Που σέρνει τα βήματά της

Πίσω από την πλάτη μας,

Περπατάμε τυφλοί

Κουφοί

Κουρασμένοι

Μαγκωμένοι μέσα

Στα γρανάζια του ψηφιακού μας κόσμου.

Χέρια άυλα υψώνονται

Και αγκαλιές από ρούχα του καλοκαιριού

Που αιωρούνται στο σχοινί, στο μπαλκόνι.

Στον ακάλυπτο οι   μπουγάδες του κόσμου

Στεγνώνουν πριν  απ’ τη βροχή.

Ένα φωτάκι κινητού αναβοσβήνει

από τον δεύτερο όροφο και μιλάει

σε ξένη γλώσσα.

Ποιοι είμαστε δεν ξέρουμε.

Για πού τραβάμε δεν θα γνωρίσουμε ποτέ.

Βρισκόμαστε στον πλανήτη της Βαβέλ.

Το 2025 πλησιάζει. Απειλητικά ξένο.

Καλή χρονιά.

Α.Ψ. 27/12/024

 

 

 

 

 

 

 


11/22/24

ΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑ- Η σκιά

 




Πίσω μας είναι η σκιά μας

Πίσω μας είναι μια πόρτα που έκλεισε

Πίσω μας είναι το σκληρό φως της αλήθειας

Το παραβάν

Ο σκοτεινός καθρέφτης

Της ύπαρξης

Που καραδοκεί με τα όπλα της

Με την αποκάλυψη ενός τόπου

Όπου κατοικεί μυστικά

Ο δεύτερος εαυτός μας,

Σ΄ αυτό τον άλλο κόσμο

Με τα τυφλά του μάτια,

Κοιτάζοντας το παρελθόν και το άδηλο μέλλον.

Πίσω μας τα ψέματα ουρλιάζουν

Θέλουν να ζήσουν τη δικιά τους ζωή

Πάντοτε ανάμεσα σε μας και στη σκιά μας

Ανάμεσα στη λογική και την τρέλλα μας

Τρέμοντας ένα μυστικό φως

Που τυφλώνει.

Μέσα μας είναι ένας κόσμος απάτης

Με φαντάσματα και κεριά που σβήνουν στο απαλό αεράκι

Της θάλασσας

Με το κύμα της ελπίδας που ποτέ δεν πεθαίνει

Με το ψέμα της αγάπης μας για τους ανθρώπους

Τα παιδιά

Τους γερασμένους νέους

Που δεν ξέρουν πια

Τι να μας πουν

Και πώς να ζήσουν τη μικρή τους ζωή

Γονατισμένη

Ικετεύοντας

Μακριά από τον κόσμο

Όπου ζουν.

Κι εκείνη την ώρα

Ένα μικρό πουλί στο μπαλκόνι

Ζει την απλή ζωή του

Χωρίς να βλέπει τις σκιές στα μάτια των παιδιών.

 

2

Η σκιά πίσω μας

Όλο και μεγαλώνει.

Η μέρα μικραίνει.

Σκοτεινιάζει νωρίς

Οι άνθρωποι τρελαίνονται

Η σκιά τρελαίνεται

Φοβάται το σκοτάδι

Γιατί ζει από το φως.

Και τώρα μακραίνει

Τρώγοντας τις στιγμές

Τις ώρες

Μακραίνει από το αίμα της μνήμης

Ρουφάει το πιο μικρό φωτόνιο που είναι

Καρφωμένο πάνω στα ερεθισμένα χέρια των ανθρώπων

Γιγαντώνεται σε μια γκρίζα μεγάλη γραμμή

Κρατώντας το χέρι μας.

Κι έπειτα

Ρουφάει τη δική σου σκιά

ενώνοντας τα χέρια μας

Και γίνεται μια δεύτερη ζωή

Και χάνεται στο φως.

 

3

Πίσω από τον ώμο μας

Η σκιά μας μας ακολουθεί

Μας μετράει με τα μεγάλα της βήματα

Μας φωνάζει με τα πολλά της ονόματα

Εσύ, Άλκη, Αλίκη, Alice, Μινούλα, Μανούλα,

Εγώ.

Και πασχίζει η σκιά

Η μακρόσυρτη κόρη της μνήμης

Να γίνει χρόνος

Γεγονός

Μαγική στιγμή

Ένα παιχνίδισμα

Στα φθινοπωρινά φυλλώματα

Ένα μισοσβησμένο πορτραίτο

Ένα φαγιούμ που κάποτε ήταν άνθρωπος

Πραγματικός

Μια τοιχογραφία στο παλάτι της Πομπηίας

Ένα καψαλιασμένο κορμί του Βεζούβιου

Ένα κομματιασμένο μωρό της Γάζας

Εικόνες μαγικές, σκοτεινές, ταινίες, αθάνατοι δημιουργοί.

Ναι

Η σκιά μας πασχίζει να σκοτώσει το θάνατο

Να γίνει αθάνατη μέσα στους αιώνες του χρόνου.

Να αγαπηθεί! Να την αγαπήσουμε!

4

Ο ίσκιος

Περπατάρης μέγας

Ακολουθεί το βήμα σου όπου κι αν πας

Στα στενά δρομάκια της πόλης

Μέχρι το σούρουπο.

Και μόλις ανάψουν τα φώτα

Χάνεται στο σκοτάδι.

Κι έπειτα, στην πρωινή δροσιά

Ακολουθεί την πορεία σου

Μέχρι το μεγάλο κυπαρίσσι

Με το νοτισμένο χώμα αγκαλιά

Και τη μαρμάρινη πλάκα που σκεπάζει τους νεκρούς

Μέχρι να γίνουν σκόνη.

Κι εκεί

Το κυπαρίσσι με τον ίσκιο του

Δείχνει το τέλος και του δικού σου δρόμου

Μέσα στη σκόνη.

 

Αλκμήνη Ψιλοπούλου 26/10/2024


11/15/24

51 μ. Π.* Μία εξομολόγηση

 



Της Αλκμήνης Ψιλοπούλου

Πώς πέρασαν τα χρόνια βρε συντρόφια! Και πώς γίναμε έτσι που να μην αναγνωρίζουμε ο ένας τον άλλον και να πρέπει να ξανασυστηθούμε;

Και πώς γίνεται, πενήντα τόσα χρόνια μετά, να μην νιώθεις τίποτα-μιλάω τουλάχιστον για τον εαυτό μου, εξομολογούμενη-για εκείνες τις μεγάλες λίγες  μέρες που είμασταν μαζί στην εξέγερση του Πολυτεχνείου; Και πώς αλήθεια γίνεται, εσύ, που ήσουν ένα μικρομεσαίο στέλεχος του κινήματος, να μην έχεις γράψει ούτε ένα βιβλίο για το Πολυτεχνείο, όπως έχουν γράψει τόσοι και τόσοι πρωταγωνιστές αλλά και δευτεραγωνιστές ή ακόμη και νεώτεροι εξ αποστάσεως ερευνητές των τεκταινομένων της φοιτητικής εξέγερσης και των ημερών της Χούντας; Θυμάμαι μία καλή φίλη στην παρουσίαση του πρώτου βιβλίου που εξέδωσα, «Ψάχνοντας για τη Μόνικα» εκδόσεις Λιβάνη, με είχε ρωτήσει, γιατί δεν έγραψα ένα βιβλίο για το Πολυτεχνείο και αντ’ αυτού έγραψα ένα φαντασιακό μυθιστόρημα…

Κατόπιν λοιπόν όλων αυτών και κατόπιν του περσινού καταιγισμού εκδοτικής δραστηριότητας με βιβλία για το Πολυτεχνείο ή και ποιήματα που έγραψαν πρωταγωνιστές του κινήματος, είπα να γράψω σε τούτες τις σελίδες μιαν εξομολόγηση της εμπειρίας μου, που δεν έχω αναφέρει ποτέ και την ξέρουν μόνον κάποιοι καλοί φίλοι εκείνης της εποχής, συνειδητοποιώντας παρόλα αυτά ότι εκείνα τα βιώματα και οι εμπειρίες δεν αγγίζουν πλέον καθόλου την καρδιά μου…

Το γεγονός ότι αρνιόμουν  να καταθέσω εκείνα τα βιώματα δημοσίως μέχρι σήμερα, οφείλεται στην ενδόμυχη διάθεσή μου να τα κρατήσω μέσα μου μυστικά, σαν πολύτιμα διαμάντια που δεν ήθελα να τα αγγίξουν οι συρμοί των καιρών, τοτινών και τωρινών, δεν ήθελα να τα λερώσουν οι άνθρωποι, ακολουθώντας ασυνειδήτως την ρήση του μεγάλου ποιητή: « Κι αν δεν μπορείς να κάμεις τη ζωή σου όπως τη  θέλεις, /τούτο προσπάθησε τουλάχιστον, / όσο μπορείς μην την εξευτελίζεις/ μες στην πολλή συνάφεια του κόσμου,/ μες στες πολλές κινήσεις κι ομιλίες».

Αλλά σήμερα, που έχει κρυώσει πλέον το γυαλί και είναι αρκετά σκληρό για να σπάσει, μπορώ να τα μοιραστώ σαν ανάθημα του παρελθόντος, καθώς αισθάνομαι την εσωτερική γαλήνη κάποιας που ρούφηξε τη ζωή, νιώθοντας την αξία της κάθε στιγμής, χωρίς να την προδώσει, χωρίς να την χαλάσει «μες στες πολλές κινήσεις κι ομιλίες», προσπαθώντας να μην παρασυρθώ από τα συναισθήματα και τις εντάσεις των ζωντανεμένων αναμνήσεων.


Ήταν λοιπόν η μέρα που το τανκ έσπασε την πόρτα του Πολυτεχνείου κι όλοι εμείς που είμασταν μπροστά και τρέξαμε να κρυφτούμε στην αίθουσα της Σχολής Καλών Τεχνών, πίσω από ένα άγαλμα, βγήκαμε έξω κακήν κακώς και εφ ενός ζυγού περάσαμε από τους παραταγμένους στρατιώτες που μας φώναζαν με εφ’ όπλου λόγχη, γρήγορα, γρήγορα έξω έξω… κι έπειτα τρέχοντας στο δρόμο σκόνταψα κι έπεσα δαγκώνοντας την άσφαλτο και ήρθε και με έπιασε ο μπάτσος και με έβαλε μέσα στην κλούβα και μας πήγαν όλους μαζί στην ασφάλεια. Στο κελί εκείνο το βράδυ είμασταν καμιά δεκαριά, πολλοί τραυματίες με σπασμένα κεφάλια κι ακούγαμε κραυγές και κλάματα και φωνές από πάνω από την ταράτσα, ότι θα τους ρίξουν κάτω τους φοιτητές. Και ο τρόμος μας είχε κυριεύσει.

Έπειτα μας άφησαν. Και πήρα να κατηφορίζω τη λεωφόρο Αλεξάνδρας, απαντώντας στο «πού πας» των στρατιωτών που εκτελούσαν την απαγόρευση κυκλοφορίας, «πάω σπίτι μου». Και με άφησαν να περάσω και να πάω σπίτι μου, όπου με υποδέχθηκε ο πατέρας μου, δέκα χρόνια πιο γέρος από ότι τον άφησα, και κλαίγοντας, «ήρθες παιδάκι μου, ήρθες παιδάκι μου». Και μπήκα στο σπίτι, αλλά επειδή ήμουν στοχοποιημένη δεν μπορούσα να μείνω εκεί το βράδυ, έπρεπε να κρυφτώ, και με πήγε ο μπαμπάς να μείνω το βράδυ σε μια γειτόνισσα. Την επόμενη μέρα, γύρισα σπίτι. Είδα κάτω στο πεζοδρόμιο κάποιον να κοιτάζει το σπίτι. Κάποια στιγμή που δεν έβλεπε, βρήκα την ευκαιρία και μπήκα στο σπίτι, και λέω στους γονείς, πάω να μείνω απάνω στη θεία, στον δεύτερο όροφο γιατί μπορεί να έρθει ο χαφιές που παρακολουθεί από κάτω να με πάρει. Ανεβαίνω στη θεία, και σε λίγο ακούω από κάτω-το σπίτι μονοκατοικία με ισόγειο, πρώτο και δεύτερο όροφο-τους γονείς μου να ανοίγουν την πόρτα και να συνομιλούν με έναν αστυνομικό, ο οποίος έλεγε στο μπαμπά να με παραδώσει ο ίδιος στην Ασφάλεια και ότι δεν θα με κρατήσουν, είναι κάτι τυπικό, τέτοια…


Την επόμενη μέρα, ο μπαμπάς με πήγε και με παράδωσε στην ασφάλεια. Με κράτησαν σε ένα κελί δίπλα σε μία γυναίκα «ελευθερίων ηθών» με την οποία γίναμε φίλες και μιλούσαμε όποτε άνοιγαν τα κελιά. Θυμάμαι ότι έτρωγα κάθε μέρα γιαούρτι με πέτσα και μια φρυγανιά και κάτι άλλο όπως κριθαράκι, κάτι τέτοιο. Κι αρχίζει η ανάκριση. Πες μας τι ξέρεις και ποιους ξέρεις. Μούγκα. Ήτανε δύο που με ανακρίνανε, ο ένας που ήλεγχε τη Φιλοσοφική και ένας άλλος άγριος και το παίζανε ο καλός κι ο κακός. Ο κακός: Δε μιλάς πουτανάκι. Με βουτάει από τα μαλλιά, με στήνει ανάποδα σε μια καρέκλα, με τα οπίσθια όρθια, και αρχίζει να με βαράει με μια βουκέντρα. Ο καλός: Αφήστε την, είναι καλό κορίτσι, θα μιλήσει.

Με πηγαίνουν στο κελί και μου λένε: Θα μας γράψεις τι έγινε μέσα στο Πολυτεχνείο,  με λεπτομέρειες, ονόματα, ποιοι βγήκαν στο συντονιστικό, ποιοι ήταν από τη σχολή σου, όλα, χαρτί και καλαμάρι. Και μου δίνουν ένα τετράδιο κι ένα στυλό. Κι εγώ αρχίζω να γράφω αυτά που ήξερα ότι ήξεραν-αφού ήταν γραμμένοι σε κάθε σχολή, σαν φοιτητές. Την άλλη μέρα τους τα δίνω. Μετά από λίγο έρχονται, με παίρνουν, και με πάνε στο ίδιο γραφείο με την προηγούμενη. Πάλι ο καλός κι ο κακός. Τι είναι αυτά που μας έγραψες, αυτά τα ξέρουμε, μας δουλεύεις καριόλα. Πάλι με στήνουν στην καρέκλα, πάλι ο κακός με τη βουκέντρα με χτυπάει στα οπίσθια και στα πόδια. Αυτή τη δεύτερη φορά, πόνεσε. Άμα δε μιλήσεις θα σε πάμε στην ΕΣΑ (ο κακός). Αφήστε την κύριε αστυφύλαξ είναι καλό κορίτσι, θα μιλήσει. Ανοίγουν ένα άλμπουμ με φωτογραφίες, πες μας ποιοι απ’ αυτούς ήταν μέσα. Έλεγα αυτούς που ήταν μαζί με μένα στην νόμιμη δράση. Πάλι ψέματα, μας λες αυτούς που ξέρουμε. Αύριο πάμε στην ΕΣΑ. Πίσω στο κελί, τα λέμε με τη φίλη μου από δίπλα. Μη φοβάσαι, μου λέει, έτσι λένε σε όλους.

Την τρίτη μέρα με άφησαν κι έφυγα. Έμαθα μετά από κάποιον φίλο, ότι ο πατέρας μου πλήρωσε για να με αφήσουν και να μη με πάνε στην ΕΣΑ.

Αυτά είχα να καταθέσω προς το παρόν για εκείνες τις άγριες και συγκλονιστικές μέρες. Τα υπόλοιπα ίσως να τα διαβάσετε σε βιβλίο. Τώρα είμαι έτοιμη κι εγώ να γράψω για το Πολυτεχνείο και να το εκδώσω. Τα λέμε την Κυριακή στην πορεία.

*51 χρόνια μετά το Πολυτεχνείο


10/27/24

ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ: Ο άγνωστος πατριώτης

 

Ο Οδυσσέας Ελύτης στο μέτωπο

Της Αλκμήνης Ψιλοπούλου

Άλλο είχα στο νου μου να γράψω. Όμως οδηγήθηκα στον μεγάλο μας ποιητή λόγω της ημέρας. 28 Οκτωβρίου σήμερα. Αφορμή και πρόσχημα για να αναδείξουμε το γεγονός ότι ο Ελύτης ήταν ο ποιητής που εξέφρασε με τη μεγαλύτερη καθαρότητα την Ελλάδα, την πατρίδα μας. Μέσα από τους στίχους του, αλλά και μέσα από τα προσωπικά του βιώματα.  Μια παραγνωρισμένη πλευρά του ποιητή, η συμμετοχή του στον πόλεμο του ’40 ως ανθυπολοχαγού στην Διοίκηση του Στρατηγείου Α΄ Σώματος Στρατού. Σε ένα μικρό βιογραφικό σημείωμα που βρήκα γραμμένο από τον δημοσιογράφο Χρήστο Σιάφκο, διαβάζω ότι στις 13 Φεβρουαρίου 1941, ο Ελύτης μετατέθηκε στη ζώνη πυρός, ενώ στις 26 Φεβρουαρίου μεταφέρθηκε με σοβαρό κρούσμα κοιλιακού τύφου στο Νοσοκομείο Ιωαννίνων.

 «Η Αλβανία για τη σωματική μου υπόσταση ήταν μια περιπέτεια αβάσταχτη» λέει ο ίδιος. «Για την ψυχική μου όμως Ιστορία είναι μια βαθιά τομή. Λίγοι ξέρουν ότι το κύριο βάρος του πολέμου το σήκωσαν οι ανθυπολοχαγοί και συμβολικά αυτό θέλησα να δείξω, ηρωοποιώντας έναν από αυτούς με το «Άσμα» που έγραψα. Από το άλλο μέρος ο πόλεμος έγινε η αιτία να συνειδητοποιήσω τι είναι ο αγώνας. Ο ομαδικός πλέον και όχι ο προσωπικός. Κατάλαβα τι σημαίνει να μάχεσαι ενταγμένος σε μια ομάδα που έχει ορισμένα ιδανικά και μάχεσαι γι αυτά».

Στο περιοδικό «Νέα Γράμματα», ο Ελύτης παρουσιάζει σε πρώτη δημοσίευση το «Άσμα ηρωϊκό και πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας». Αλλά η εμπειρία του αυτή, αποτυπώνεται και στο αριστούργημά του το «Άξιον Εστί», που είχε αρχίσει να το γράφει γύρω στο 1950, από το Λονδίνο όπου είχε ταξιδέψει. Να πώς περιγράφει ο ίδιος πώς το εμπνεύστηκε: «Όσο κι αν φαίνεται παράξενο, η παραμονή μου στην Ευρώπη με έκανε να βλέπω πιο καθαρά το δράμα του τόπου μας. Εκεί αναπηδούσε πιο ανάγλυφα το άδικο που κατάτρεχε τον ποιητή. Σιγά σιγά αυτά τα δύο ταυτίστηκαν μέσα μου. Το επαναλαμβάνω, μπορεί να φαίνεται παράξενο, αλλά έβλεπα καθαρά ότι η μοίρα της Ελλάδας ανάμεσα στα άλλα έθνη ήταν ό,τι η μοίρα του ποιητή ανάμεσα στους άλλους ανθρώπους και βέβαια εννοώ τους ανθρώπους του χρήματος και της εξουσίας

Αν δεν υπήρχε το «Άξιον Εστί», το Νόμπελ θα πήγαινε σίγουρα στο «Άσμα Ηρωϊκό και Πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας»



Αντιγράφω το Δ΄ απόσπασμα που προσομοιάζει με δημοτικό μοιρολόι:

«Τώρα κείτεται απάνω στην τσουρουφλισμένη χλαίνη

Μ’ ένα σταματημένο αγέρα στα ήσυχα μαλλιά

Μ’ ένα κλαδάκι λησμονιάς στ’ αριστερό του αυτί

Μοιάζει μπαξές που τού’ φυγαν ‘αξαφνα τα πουλιά

Μοιάζει τραγούδι που το φίμωσαν μέσα στη σκοτεινιά

Μοιάζει ρολόι αγγέλου που εσταμάτησε

Μόλις είπανε «γειά παιδιά» τα ματοτσίνορα

Κι η απορία μαρμάρωσε…

 

Κείτεται απάνω στην τσουρουφλισμένη χλαίνη.

Αιώνες μαύροι γύρω του

Αλυχτούν με σκελετούς σκυλιών τη φοβερή σιωπή

Κι οι ώρες που ξανάγιναν πέτρινες περιστέρες

Ακούν με προσοχή.

Όμως το γέλιο κάηκε, όμως η γη κουφάθηκε,

Όμως κανείς δεν άκουσε την πιο στερνή κραυγή

Όλος ο κόσμος άδειασε με τη στερνή κραυγή.

Κάτω απ’ τα πέντε κέδρα

Χωρίς άλλα κεριά

 

Κείτεται στην τσουρουφλισμένη χλαίνη.

Άδειο το κράνος, λασπωμένο το αίμα,

Στο πλάι το μισοτελειωμένο μπράτσο

Κι ανάμεσα απ’ τα φρύδια-

Μικρό πηγάδι, δαχτυλιά της μοίρας

Μικρό πικρό πηγάδι κοκκινόμαυρο

Πηγάδι όπου κρυώνει η θύμηση!

Ώ μην κοιτάτε ώ μην κοιτάτε από πού τού-

Από πού τού’ φυγε η ζωή. Μην πείτε πώς

Μην πείτε πώς ανέβηκε ψηλά ο καπνός του ονείρου

Έτσι λοιπόν η μια στιγμή παράτησε την άλλη,

Κι ο ήλιος ο παντοτινός έτσι μεμιάς τον κόσμο!"

 


Για εμένα

Γεννήθηκα στην Αθήνα το 1952. Σπούδασα Ιστορία - Αρχαιολογία στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Εργάστηκα στο Υπουργείο Πολιτισμού ως αρχαιολόγος από το 1977 ως το 1983. Παράλληλα με την εργασία μου σπούδασα θέατρο στη Σχολή Ευγενίας Χατζήκου και συμμετείχα σε παραστάσεις ερασιτεχνικών θεατρικών θιάσων.

Από το 1984 εργάστηκα ως δημοσιογράφος στις εφημερίδες ΑΥΓΗ, ΠΡΩΤΗ, Κυριακάτικη ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ. Το 1985 παίρνω το πρώτο δημοσιογραφικό βραβείο «Παύλου Παλαιολόγου» για το καλύτερο γυναικείο κείμενο. Αργότερα συνεργάστηκα με τα περιοδικά ΠΑΝΘΕΟΝ, ΓΥΝΑΙΚΑ, ΤΗΛΕΡΑΜΑ, Mme Figaro, ΑΣΤΡΑ ΚΑΙ ΟΡΑΜΑ, στα οποία είχα την ευθύνη της αρχισυνταξίας και την επιμέλεια του ελεύθερου ρεπορτάζ. Συνεργάστηκα επίσης ως ρεπόρτερ με την τηλεόραση του ΑΝΤ1 και με ραδιοφωνικούς σταθμούς (ΤΟP FM, 9.84 κ.α.). Κατά τη δημοσιογραφική μου καριέρα, ασχολήθηκα με την ελεύθερη έρευνα, πολιτιστικά, κοινοβουλευτικό και πολιτικό ρεπορτάζ.

Εργάστηκα ως συντάκτης πολιτικού ρεπορτάζ, στο Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων-(ΑΠΕ-ΜΠΕ). Έχω γράψει τα βιβλία «Ψάχνοντας για τη Μόνικα», «Η σκιά της άλλης» και «Μινώκερος», τα οποία εκδόθηκαν από τις εκδόσεις ΛΙΒΑΝΗ. Έχω κάνει πολλές επιμέλειες βιβλίων.

Τα τελευταία οκτώ χρόνια ζω μόνιμα στη Σύρο και συνεργάστηκα με την εφημερίδα «Ο ΛΟΓΟΣ των Κυκλάδων».