4/16/20
Εντελώς τυχαία, συνάντησα στη ζωή μου τον μεγαλύτερο
κατά τη γνώμη μου σύγχρονο νομπελίστα συγγραφέα, Ζοζέ Σαραμάγκου. Κι αυτή την
τύχη, που σημάδεψε το πνεύμα και την ψυχή μου, την οφείλω στη θεία μου, γιατί
εκείνη μου σύστησε το μυθιστόρημα του Ζοζέ «Περί τυφλότητας». «Δεν μου αρέσουν
τα μυθιστορήματα και η λογοτεχνία» μου είχε πει η θεία, «αλλά αυτό μου άρεσε,
πάρτο να το διαβάσεις αν θέλεις». Το δανείστηκα αρχικά από τη βιβλιοθήκη της
και στη συνέχεια το αγόρασα για τη δική μου βιβλιοθήκη. Το ένα βιβλίο έγινε
δύο, έπειτα έγινε η τριλογία του («Περί φωτίσεως», «Περί θανάτου») και σιγά
σιγά απέκτησα και διάβασα όλα του σχεδόν τα βιβλία. Με τελευταίο το επικό «Κατά
Ιησούν Ευαγγέλιον».
Και τον λάτρεψα. Και λυπήθηκα γιατί είχε ήδη φύγει από
τη ζωή, αλλά παρόλα αυτά ήταν σαν να είχε φωλιάσει μέσα μου, μέσα στο μυαλό
μου, και το πνεύμα του με ακολουθούσε παντού σε κάθε σκέψη μου. Μερικές φορές
μάλιστα ένιωθα ότι συνομιλούσα μαζί του και του ζητούσα να ξανάρθει στη ζωή για
να μας γράψει κι άλλα για τα τωρινά και τα μελλούμενα.
Με αφορμή τις άγιες ημέρες του Πάσχα, που
θα το περάσει ολόκληρη η ανθρωπότητα υπομένοντας τις συνέπειες της πανδημίας,
και ιδιαίτερα όλοι οι συμπολίτες μας κάτω από τις ιδιόμορφες συνθήκες του
εγκλεισμού, δημοσιεύουμε κάποια αποσπάσματα από το επικό μυθιστόρημα του Ζοζέ
Σαραμάγκου «Το Κατά Ιησούν Ευαγγέλιον», τολμηρό, ελευθεριακό, σχεδόν
ιερόσυλο, που προκάλεσε τόσες
αντιδράσεις, στους εκπροσώπους της Εκκλησίας. Επομένως το μυθιστόρημα αυτό,
απευθύνεται σε αποστασιοποιημένους αναγνώστες που μπορούν να ξεχωρίσουν την οποιαδήποτε
προσωπική πίστη από τα έργα της λογοτεχνίας και της τέχνης.
«… Σήμερα
μπορούμε να είμαστε ήσυχοι, αυτοί εδώ οι άντρες δεν πρόκειται να σκοτωθούν
μεταξύ τους, γιατί όλοι θυσιάζουν εξίσου, το ίδιο, αρκεί να δούμε πώς
τσιτσιρίζουν τα λίπη, πώς κριτσανίζουν τα κρέατα, ο Θεός από τα δυσθεώρητα ύψη
του αναπνέει, ευχαριστημένος, τις οσμές της σφαγής.
Ο Ιησούς έσφιξε
το αρνί στο στήθος του, δεν καταλαβαίνει γιατί ο Θεός δεν δέχεται να χυθεί στο βωμό του μια κούπα
γάλα, χυμός της ύπαρξης που περνά από το ένα πλάσμα στο άλλο, ή να σκορπιστεί
σ’ αυτόν, με την κίνηση του σπορέα, μια χούφτα στάρι, πρωταρχική ύλη του
αθάνατου ψωμιού. Το αρνί του, που πριν από λίγο ήταν η θαυμαστή προσφορά ενός γέρου σε
έναν νέο, δεν θα δει τη δύση του ήλιου, ήρθε η ώρα να το ανεβάσει στη σκάλα του
Ναού, η ώρα να το παραδώσει στο μαχαίρι και τη φωτιά, σαν να μην του άξιζε να
ζήσει, ή σαν να είχε διαπράξει, ενάντια στον αιώνιο φύλακα της βοσκής,
το έγκλημα να πιεί από το ποτάμι της ζωής. Ο Ιησούς τότε, σαν να γεννήθηκε μέσα του ένα
φως, αποφάσισε, ενάντια στο σεβασμό και την υπακοή, ενάντια στο νόμο της
συναγωγής και το λόγο του Θεού, ότι αυτό το αρνί δεν θα πεθάνει, ότι αυτό που
του δόθηκε για να πεθάνει θα παραμείνει ζωντανό, και ότι, αφού ήρθε στην
Ιερουσαλήμ για να θυσιάσει, θα φύγει από
αυτήν πιο αμαρτωλός απ’ ότι όταν ήρθε, σαν να μην του έφταναν τα παλιά
παραπτώματα, τώρα υπέπεσε επιπλέον σ’ αυτό, θα έρθει όμως η μέρα, γιατί ο Θεός
δεν ξεχνά, που θα πληρώσει για όλα μαζεμένα.
Για μια στιγμή ο τρόμος της
τιμωρίας τον έκανε να διστάσει, ο νους του όμως του παρουσίασε σε μια
αστραπιαία εικόνα το τρομακτικό όραμα μιας θάλασσας από ατέλειωτο αίμα, το αίμα
των αμέτρητων αρνιών και των άλλων ζώων που θυσιάστηκαν από τη δημιουργία του
ανθρώπου, γιατί γι αυτό ήρθε η ανθρωπότητα σ’ αυτό τον κόσμο, για να
λατρεύει και να θυσιάζει. Τόσο πολύ τον ενόχλησαν αυτές οι φαντασιώσεις που του
φάνηκε πως είδε τη σκάλα του Ναού να ξεχειλίζει από ένα κόκκινο που στράγγιζε
σε ρυάκια από σκαλοπάτι σε σκαλοπάτι, κι ο ίδιος εκεί, με τα πόδια μέσα στο
αίμα, να σηκώνει στον ουρανό αποκεφαλισμένο και νεκρό το αρνί του.
Ο Ιησούς, αφηρημένος, έμοιαζε να βρίσκεται μέσα σε μια
φούσκα σιωπής, ξαφνικά όμως η φουσκάλα έσπασε, έγινε μικρά κομμάτια κι αυτός
βρέθηκε ξανά βυθισμένος μέσα στην οχλοβοή των λέξεων, των ευχών, των
εκκλήσεων, των φωνών, των κοντακίων και
των σπαραχτικών φωνών των αρνιών… Κρύβοντας το αρνάκι στο δισάκι, σαν για να το
προστατέψει από μια επικείμενη απειλή, ο Ιησούς έτρεξε έξω, χάθηκε σε κάτι
στενά σοκάκια χωρίς να νοιάζεται για την κατεύθυνση που πήρε.»
… «Πήραν
τον Ιησού από εκεί και τον οδήγησαν σ’ ένα λόφο που ονομαζόταν Γολγοθάς
και, όπως τα πόδια του ήταν ήδη αδύναμα από το βάρος του ικριώματος, παρά τη
ρωμαλέα κατασκευή του, ο εκατόνταρχος διέταξε να αναλάβει το φορτίο ένας
άνθρωπος που περνούσε από εκεί και σταμάτησε για ένα λεπτό για να κοιτάξει την
πομπή. .. Όσο για τους μαθητές, κι αυτοί οδεύουν μαζί, μόλις τώρα μια γυναίκα
σταμάτησε τον Πέτρο, Εσύ δεν είσαι απ’ αυτούς που είναι μαζί του, κι ο Πέτρος
απάντησε, Εγώ, όχι, και μόλις είπε έτσι, πήγε να κρυφτεί πίσω από τους
πολλούς, συνάντησε όμως κι εκεί την ίδια γυναίκα, και της είπε ξανά, Εγώ, όχι,
κι επειδή το κακό πάντα τριτώνει, κι ο αριθμός του Θεού είναι το τρία, ο
Πέτρος ρωτήθηκε για τρίτη φορά και για τρίτη φορά απάντησε, Εγώ, όχι.
Οι γυναίκες ανεβαίνουν στο πλάι του Ιησού, κάποιες
εδώ, κάποιες εκεί, και η Μαρία η Μαγδαληνή είναι αυτή που βρίσκεται πιο κοντά
του, δεν μπορεί όμως να τον πλησιάσει γιατί δεν την αφήνουν οι στρατιώτες, όπως
δεν επιτρέπεται σε κανέναν και καμία να προσεγγίσει το σημείο όπου βρίσκονται
στημένοι τρεις σταυροί, οι δυο ήδη κατειλημμένοι από δύο άντρες που κλαίνε,
φωνάζουν και οδύρονται, κι ο τρίτος σταυρός στη μέση, που περιμένει τον άνθρωπό
του, ίσιος και κάθετος σαν κολόνα που στηρίζει τον ουρανό.
Είπαν οι στρατιώτες στον Ιησού να ξαπλώσει κι εκείνος
ξάπλωσε, πέρασαν τα χέρια του ανοιχτά στο ικρίωμα, κι όταν το πρώτο καρφί, με
μια βαριά σφυριά, του τρύπησε τον καρπό ανάμεσα στα δύο οστά, ο χρόνος ξέφυγε
προς τα πίσω σ’ ένα στιγμιαίο ίλιγγο, ο Ιησούς αισθάνθηκε τον πόνο όπως τον
είχε αισθανθεί κι ο πατέρας του, είδε τον εαυτό του όπως είχε δει κι εκείνον,
σταυρωμένο στη Σεπφώρ, ύστερα τον άλλο καρπό, κι αμέσως ένιωσε τις πρώτες
σάρκες να ξεσκίζονται όταν το ικρίωμα άρχισε να υψώνεται με τραντάγματα προς
την κορυφή του σταυρού, με όλο του το βάρος να κρέμεται από τα εύθραυστα
κόκκαλα, και ήταν σχεδόν ανακούφιση όταν του τράβηξαν τα πόδια προς τα
πάνω και το τρίτο καρφί του διαπέρασε τους αστραγάλους, δεν υπάρχει τίποτα που
να μπορεί να κάνει τώρα πια, περιμένει το θάνατο.
Ο Ιησούς πεθαίνει λίγο λίγο, η ζωή τον εγκαταλείπει,
όταν ξαφνικά ανοίγει ο ουρανός πάνω από το κεφάλι του, απ’ άκρη σ’ άκρη,
κι εμφανίζεται ο Θεός…και η φωνή του
αντηχεί σ’ όλη τη γη καθώς λέει, Εσύ είσαι ο υιός μου ο αγαπητός, σε σένα έδωσα
όλη μου την εύνοια.
Τότε
ο Ιησούς κατάλαβε πως σύρθηκε στην πλάνη όπως σέρνεται ο αμνός στη σφαγή, ότι η
ζωή του χαράχτηκε για να πεθάνει έτσι από την αρχή της αρχής, και, όπως θυμήθηκε
τον ποταμό αίματος και τον πόνο που θα γεννηθεί απ’ αυτόν και θα πλημμυρίσει τη
γη, κραύγασε προς τον ανοιχτό ουρανό, όπου ο Θεός χαμογελούσε, Άνθρωποι,
συγχωρήστε τον, γιατί δεν ξέρει τι κάνει. Ύστερα αργοπέθαινε μέσα σ’
ένα όνειρο, ήταν λέει στη Ναζαρέτ και άκουγε τον πατέρα του να του λέει,
σηκώνοντας τους ώμους, χαμογελώντας κι αυτός, Ούτε εγώ μπορώ να σου κάνω όλες
τις ερωτήσεις, ούτε εσύ να μου δώσεις όλες τις απαντήσεις. Του απέμενε ακόμα
μια ρανίδα ζωής όταν αισθάνθηκε ένα σφουγγάρι βουτηγμένο σε νερό και ξύδι να
του αγγίζει τα χείλια, και τότε, κοιτάζοντας προς τα κάτω, πρόσεξε έναν άνθρωπο
που απομακρυνόταν με έναν κουβά κι ένα καλάμι στον ώμο. Δεν πρόφτασε να δει,
αφημένη στο έδαφος, τη μαύρη γαβάθα που μέσα της έσταζε το αίμα του.»
*Ποιος
είναι ο Ζοζέ Σαραμάγκου
Πορτογάλος συγγραφέας, ποιητής, σεναριογράφος και δημοσιογράφος, τιμημένος με Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας (1998). Τα έργα του, αλληγορικά, ανατρεπτικά, άχρονα
και άτοπα, είναι γραμμένα με ένα εντελώς ιδιαίτερο ύφος, με ολοσέλιδες
παραγράφους χωρίς σημεία στίξης, κάπως σαν αυτόματη γραφή, ενώ σε όλα του τα
έργα κυριαρχεί ο λεπτός σαρκασμός και το πνευματώδες χιούμορ..
Παρόλο που ο Σαραμάγκου ήταν καλός
μαθητής, οι γονείς του δεν είχαν την οικονομική δυνατότητα να τον στείλουν στο
κλασικό γυμνάσιο και έτσι ο Ζοζέ τελειώνοντας το δημοτικό γράφτηκε στην ηλικία
των 12 σε τεχνικό γυμνάσιο. Μετά την αποφοίτησή του, εργάστηκε για δύο χρόνια
ως μηχανικός αυτοκινήτων. Αργότερα ξεκίνησε να εργάζεται σε εκδοτική επιχείρηση
όπου και συνέχισε ως μεταφραστής και έπειτα ως δημοσιογράφος. Πολιτικοποιημένος
ο ίδιος, δήλωνε «αναρχοκομμουνιστής» και άθεος.
Οι απόψεις του προκάλεσαν την
μήνιν της Καθολικής Εκκλησίας και της καθολικής κοινότητας της χώρας του, ειδικά
μετά την έκδοση του μυθιστορήματος "Το κατά Ιησούν Ευαγγέλιον". Η τότε συντηρητική κυβέρνηση της Πορτογαλίας απέρριψε την
υποψηφιότητά του για το Ευρωπαϊκό βραβείο Λογοτεχνίας, διατεινόμενη ότι το
έργο αυτό προσέβαλλε την Καθολική Εκκλησία και τους πιστούς της. Ως αποτέλεσμα,
και για να ξεπεράσει τη στενοχώρια του, ο συγγραφέας και η γυναίκα του
μετακόμισαν στο Λανθαρότε, νησί του συμπλέγματος των Καναρίων Νήσων όπου και έζησε
μέχρι το θάνατό του.
Τα μυθιστορήματα του
Σαραμάγκου συχνά πραγματεύονται φανταστικά σενάρια, τα οποία απαντούν στο
πανανθρώπινο κοινωνικό ερώτημα, «τι θα γινόταν, αν». το λογοτεχνικό του ύφος
είναι ιδιόμορφο, με ολοσέλιδες παραγράφους χωρίς σημεία στίξης, με αλληγορικές
εικόνες, και ήρωες χωρίς ονόματα, ενώ συχνά ο χωροχρόνος των τεκταινομένων
είναι απροσδιόριστος.
Ιδιαίτερα και τα τρία βιβλία της τριλογίας βασίζονται στην ξαφνική
επικράτηση του αναπάντεχου, το οποίο, εκ πρώτης όψεως, φαντάζει εντελώς
παράλογο με την κοινή λογική. Οι ασύμμετρες αλυσιδωτές αντιδράσεις και οι
παρενέργειες που προκύπτουν οδηγούν, σε απορρύθμιση των οικονομικών,
κοινωνικών, οικογενειακών και θρησκευτικών θεσμών και ηθών και βέβαια του πολιτικού συστήματος που, μέσα
στην εγγενή ανικανότητά του, καλείται να διαχειριστεί το απρόσμενο.
Με την ιδιότυπα απαράμιλλη τεχνική της γραφής του, ο Ζοζέ Σαραμάγκου
ισορροπεί τη διαπλοκή του «λογικού» με το «παράδοξο», με απόλυτη πειστικότητα,
ενώ το ύφος του κυριαρχείται έντονα από τον σαρκασμό και το χιούμορ, χωρίς όμως να καταλήγει σε κυνισμό.
Αντίθετα, τα έργα του εκφράζουν μια βαθιά αγάπη και τρυφερότητα για τον άνθρωπο
και τις ανθρώπινες αξίες.
Για εμένα
Γεννήθηκα στην Αθήνα το 1952. Σπούδασα Ιστορία - Αρχαιολογία στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Εργάστηκα στο Υπουργείο Πολιτισμού ως αρχαιολόγος από το 1977 ως το 1983. Παράλληλα με την εργασία μου σπούδασα θέατρο στη Σχολή Ευγενίας Χατζήκου και συμμετείχα σε παραστάσεις ερασιτεχνικών θεατρικών θιάσων.
Από το 1984 εργάστηκα ως δημοσιογράφος στις εφημερίδες ΑΥΓΗ, ΠΡΩΤΗ, Κυριακάτικη ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ. Το 1985 παίρνω το πρώτο δημοσιογραφικό βραβείο «Παύλου Παλαιολόγου» για το καλύτερο γυναικείο κείμενο. Αργότερα συνεργάστηκα με τα περιοδικά ΠΑΝΘΕΟΝ, ΓΥΝΑΙΚΑ, ΤΗΛΕΡΑΜΑ, Mme Figaro, ΑΣΤΡΑ ΚΑΙ ΟΡΑΜΑ, στα οποία είχα την ευθύνη της αρχισυνταξίας και την επιμέλεια του ελεύθερου ρεπορτάζ. Συνεργάστηκα επίσης ως ρεπόρτερ με την τηλεόραση του ΑΝΤ1 και με ραδιοφωνικούς σταθμούς (ΤΟP FM, 9.84 κ.α.). Κατά τη δημοσιογραφική μου καριέρα, ασχολήθηκα με την ελεύθερη έρευνα, πολιτιστικά, κοινοβουλευτικό και πολιτικό ρεπορτάζ.
Εργάστηκα ως συντάκτης πολιτικού ρεπορτάζ, στο Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων-(ΑΠΕ-ΜΠΕ). Έχω γράψει τα βιβλία «Ψάχνοντας για τη Μόνικα», «Η σκιά της άλλης» και «Μινώκερος», τα οποία εκδόθηκαν από τις εκδόσεις ΛΙΒΑΝΗ. Έχω κάνει πολλές επιμέλειες βιβλίων.
Τα τελευταία οκτώ χρόνια ζω μόνιμα στη Σύρο και συνεργάστηκα με την εφημερίδα «Ο ΛΟΓΟΣ των Κυκλάδων».
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου