4/11/20
Τα λογοτεχνικά του
έργα, και ιδιαίτερα οι «ιστορίες φαντασίας και μυστηρίου» του, είναι λιγότερο
γνωστά, ωστόσο πολλά από αυτά έχουν μεταφερθεί στον κινηματογράφο από μεγάλους
σκηνοθέτες, όπως από τον Φεντερίκο Φελλίνι.
Φυσικά, δεν θα
μπορούσε παρά να εμπνευστεί ο μεγάλος αυτός λογοτέχνης από την επιδημία μαύρης πανώλης που ξεκλήρισε τους πληθυσμούς της Ευρώπης τον 13-14ο
αιώνα μ. Χ. θανατώνοντας το ένα τρίτο των κατοίκων της.
Το διήγημα που
ακολουθεί, "η μάσκα του κόκκινου θανάτου", είναι αντιπροσωπευτικό του μυστηριακού ύφους και της μοναδικής
ατμόσφαιρας του Πόε, που μας τυλίγει στη σκοτεινή της γοητεία.
Η αλληγορία του
διηγήματος, όπου ο πρίγκηπας Πρόσπερο κλείνεται μέσα στο απόρθητο κάστρο του
μαζί με τους καλεσμένους του και γλεντάνε όλοι μαζί σε ένα αποκριάτικο γλέντι
ενώ έξω μαίνεται ο «κόκκινος θάνατος», είναι σαφής: Τίποτα δεν είναι απόρθητο
για το θάνατο. Ο θάνατος μπορεί να είναι παντού και δεν κάνει διακρίσεις: Μπορεί
να κόψει με το δρεπάνι του ακόμα και το κεφάλι του ίδιου του πρίγκηπα…
Ακολουθούν
αποσπάσματα από το διήγημα :
Ο «Κόκκινος Θάνατος» ρήμαζε από καιρό τη χώρα. Καμιά επιδημία δεν είχε ποτέ
σταθεί τόσο θανατερή, τόσο φριχτή. Το αίμα ήταν η ενσάρκωση κι η σφραγίδα
του – το κόκκινο και απαίσιο αίμα. Δυνατοί πόνοι, ξαφνικές ζαλάδες, από τους
πόρους άφθονη αιμορραγία, κι έπειτα ο θάνατος. Οι κόκκινες βούλες πάνω στο
κορμί, και ειδικά στο πρόσωπο του θύματος, σήμαιναν την αποκήρυξή του από τους
συνανθρώπους του, τη στέρηση κάθε βοήθειας και συμπόνιας. Η εκδήλωση της
αρρώστιας, η πρόοδός της και ο θάνατος ήταν ζήτημα μισής ώρας.
Αλλά ο πρίγκηπας Πρόσπερο ήταν ευτυχισμένος, ατρόμητος και συνετός. Όταν το
κράτος του ερημώθηκε από το μισό πληθυσμό, κάλεσε κοντά του χίλιους γερούς και
ξένοιαστους ιππότες και κυρίες της αυλής του, και μαζί με όλους και όλες
κλείστηκε σ’ έναν οχυρό του πύργο κι απομονώθηκε αυστηρά. Αυτός ο πύργος ήταν
μια πολύ μεγάλη και περίλαμπρη οικοδομή, κτισμένη σύμφωνα με τα εκκεντρικά, μα
ωστόσο σεπτά γούστα του ίδιου του πρίγκιπα. Τον έζωνε ένας ψηλός και ισχυρός
τοίχος, με σιδερένιες πύλες. Οι αυλικοί έφεραν μαζί τους φουρνέλα και βαριά
σφυριά, και κάρφωσαν τις πύλες, έτσι που να μην ανοίγουν. Δεν άφησαν κανένα
μέσον για να μπει κανείς από τους έξω, μέσα στην απελπισία του, είτε για να
βγει κανείς από τους κλεισμένους, μέσα στο μεθύσι του.
Ο πύργος ήταν εφοδιασμένος άφθονα με όλα τα καλά. Με τέτοιες προφυλάξεις,
οι αυλικοί μπορούσαν ν’ αψηφούν τη μετάδοση της επιδημίας. Ο έξω κόσμος ας
φρόντιζε μονάχος για τον εαυτό του. Στο μεταξύ, ήταν ανοησία να κάθεται κανείς
να χολοσκά και να συλλογιέται. Ο ηγεμόνας είχε φροντίσει να μη λείψει καμιά
διασκέδαση: γελωτοποιοί, θεατρίνοι, χορεύτριες, μουσικοί, όμορφες γυναίκες και
κρασί. Όλα αυτά, κι απόλυτη ασφάλεια μαζί, ήταν μέσα στον πύργο. Έξω
ήταν ο «Κόκκινος Θάνατος».
Έκλεινε πια ο πέμπτος
ή ο έκτος μήνας από τότε που ο πρίγκηπας Πρόσπερο είχε κλειστεί στoν πύργο, ενώ
έξω λυσσομανούσε η επιδημία, όταν έδωσε για τους χίλιους φίλους του ένα χορό
μεταμφιεσμένων εξαιρετικής μεγαλοπρέπειας.
Ήταν ένα θέαμα που χαιρόσουν να το βλέπεις, αυτός ο
χορός. Πρώτα, όμως, ας μιλήσω για τις αίθουσες. Ήταν εφτά αίθουσες στη σειρά –
ένα μεγαλείο αυτοκρατορικό. Σε πολλά παλάτια, αυτές οι συνεχόμενες αίθουσες
σχηματίζουν μια μακριά κι ολόισια προοπτική, ενώ οι πολύφυλλες πόρτες ανοίγουν
σχεδόν ως τους τοίχους κι από τις δυο πλευρές, έτσι που τίποτα σχεδόν δεν
εμποδίζει τη θέα σε όλη τους την έκταση. Εδώ, τα πράγματα ήταν πολύ
διαφορετικά, όπως θα μπορούσε κανείς να το περιμένει από την αγάπη του ηγεμόνα
για το αλλόκοτο….
Η πρώτη αίθουσα, λόγου χάρη, στην άκρη άκρη ανατολικά,
είχε γαλάζιες κουρτίνες – και τα παράθυρα είχαν κι αυτά ένα ζωηρό γαλάζιο
χρώμα. Η δεύτερη ήτανε ταπετσαρισμένη βυσσινιά, και τα τζάμια ήταν βυσσινιά. Η
τρίτη πράσινη, το ίδιο και τα τζάμια. Η τέταρτη πορτοκαλιά, όπως και το φως που
έμπαινε, η πέμπτη λευκή, η έκτη μενεξεδιά. Η έβδομη ήταν ολόκληρη ντυμένη με
μαύρες βελούδινες ταπετσαρίες, που κρέμονταν απ’ το ταβάνι και σκέπαζαν τους
τοίχους, πέφτοντας με βαριές πτυχές πάνω στο χαλί που ήταν από το ίδιο ύφασμα
κι είχε το ίδιο χρώμα. Αλλά μονάχα σ’ αυτή την αίθουσα το χρώμα των τζαμιών δεν
ταίριαζε με τη διακόσμηση. Εδώ, τα τζάμια ήταν κόκκινα – ένα βαθύ κόκκινο σαν
αίμα.
Σ’ αυτή την αίθουσα επίσης, ακουμπιστά στο δυτικό
τοίχο, ορθωνότανε ένα πελώριο εβένινο εκκρεμές. Το βαρίδι του κουνιότανε δώθε
κείθε μ’ ένα μουντό, βαρύ, μονότονο τικ τακ. Κι όταν ο λεπτοδείκτης έκανε το
γύρο της πλάκας και χτυπούσε η ώρα, από τα μετάλλινα πνεμόνια του ρολογιού
έβγαινε ένας ήχος τόσο καθαρός, δυνατός, βαθύς και εξαιρετικά μουσικός, αλλά
τόσο παράξενος κι εντατικός, που σε κάθε ώρα, οι μουσικοί της ορχήστρας
σταματούσαν άθελα για μια στιγμή την εκτέλεση του κομματιού που έπαιζαν, για ν’
ακούσουν τον ήχο. Έτσι, κι οι χορευτές αναγκάζονταν να σταματήσουν τους
στροβιλισμούς, και μια ακεφιά πλάκωνε ολόκληρη την εύθυμη συντροφιά. Κι όσο
χτυπούσε ακόμα το ρολόι, έβλεπες τους ξένοιαστους να χλωμιάζουν, και τους πιο
ηλικιωμένους και ατάραχους να χαϊδεύουν με το χέρι τους το μέτωπο, σα να ‘τανε
παραδομένοι σε μιαν αόριστη ονειροπόληση ή συλλογή.
Παρ’ όλ’ αυτά, ωστόσο, ήταν ένα τρικούβερτο και θαυμάσιο γλέντι.
Αλλά στην πιο δυτική αίθουσα από τις εφτά, κανένας από τους μασκαρεμένους
δεν τολμά να πάει. Γιατί η νύχτα προχωρεί, κι από τα αιματοβαμμένα τζάμια
χύνεται ένα φως πιο κόκκινο, κι η μαυρίλα τρομάζει εκεί μέσα, κι όποιος πατήσει
το πόδι του στο μελανί χαλί, του έρχεται από το εβένινο ρολόι ένα τικ τακ αχνό,
πιο εμφαντικά επίσημο απ’ ό,τι φθάνει στ’ αυτιά εκείνων που γλεντούνε στις
παραπέρα αίθουσες.
Τώρα όμως το ρολόι θα χτυπήσει δώδεκα φορές – και για τούτο, ίσως,
περισσότερες σκέψεις, χάρη στον περισσότερο χρόνο τρύπωσαν μέσα στο μυαλό των
στοχαστικών, ανάμεσα στους άλλους που γλεντούσαν ξένοιαστοι. Ίσως και για
τούτο, επίσης, πριν σβήσει ολότελα κι η τελευταία ηχώ του τελευταίου χτύπου,
πολλοί βρήκαν τον καιρό να προσέξουν την παρουσία ενός πρωσοπιδοφόρου, που
κανένας δεν τον είχε αντιληφθεί πρωτύτερα. Κι όταν η είδηση αυτής της
καινούργιας παρουσίας διαδόθηκε παντού ψιθυριστά, υψώθηκε μια σιγανή βοή, ένα
μουρμουρητό, που εκδήλωνε αποδοκιμασία κι έκπληξη – και, τέλος, τρόμο, φρίκη κι
αηδία.
Ήταν ψηλός και κοκαλιάρης, τυλιγμένος απ’ το κεφάλι ως τα πόδια μέσα σ’ ένα
σάβανο. Η μάσκα που του έκρυβε το πρόσωπο έμοιαζε τόσο πολύ με αλύγιστη όψη
νεκρού, που απ’ όσο κοντά κι αν την εξέταζες, δυσκολευόσουν ν’ ανακαλύψεις πως
ήταν μια απατηλή εντύπωση και μόνο. …. Αλλά ο μασκαράς αυτός είχε προχωρήσει ως
το σημείο να πάρει τη μορφή του Κόκκινου Θανάτου. Η φορεσιά του ήταν γεμάτη
αίματα, και το πλατύ του μέτωπο, καθώς και όλο το πρόσωπό του, είχαν παντού τις
απαίσιες κόκκινες βούλες.
Όταν η ματιά του Πρίγκιπα Πρόσπερο έπεσε πάνω σ’ αυτή τη μορφή που έμοιαζε
με φάντασμα (και που με αργό κι επίσημο βήμα, σα να ‘θελε να παίξει
ακόμα καλύτερα το ρόλο του, πηγαινοερχότανε ανάμεσα στους χορευτές), τον
είδανε ν’ αναριγάει στην αρχή, λες από τρόμο, ή κι από αηδία. Όμως αμέσως
έπειτα κοκκίνισε από το θυμό του.
«Ποιος τολμά;» ρώτησε με τραχιά φωνή τους αυλικούς που
στέκονταν κοντά του
– «ποιος τολμά να μας προσβάλλει μ’ αυτό το βλάσφημο εμπαιγμό;
Πιάστε τον και βγάλτε του τη μάσκα – για να δούμε ποιος είναι αυτός που
κρεμάσομε στις επάλξεις του πύργου μόλις βγει ο ήλιος!»
…Εκείνη τη στιγμή, ωστόσο, ο ηγεμόνας Πρόσπερο, έξω φρενών από το θυμό και
τη ντροπή του για τη στιγμιαία του ανανδρία, όρμησε και πέρασε βιαστικά τις έξι
αίθουσες, χωρίς να τον ακολουθήσει κανένας από τους περίτρομους αυλικούς.
Κράταγε υψωμένο ένα μαχαίρι που τράβηξε από τη ζώνη του, και είχε φτάσει ακάθεκτος
σε τρία τέσσερα πόδια απόσταση από τον άλλον που προχωρούσε, όταν, αυτός ο
τελευταίος, που βρισκότανε στην άλλη άκρη της μενεξεδιάς αίθουσας, γύρισε
απότομα κι αντίκρυσε το διώκτη του.
Τότε, μέσα στην απόγνωσή τους, συγκεντρώνοντας όλο τους το θάρρος, ένα
πλήθος αυλικοί χύθηκαν μεμιάς μέσα στη μαύρη αίθουσα, και καθώς άδραξαν τον
προσωπιδοφόρο που στεκότανε ολόισιος κι ακίνητος στον ίσκιο του εβένινου
ρολογιού, απόμειναν παράλυτοι από την ανείπωτη φρίκη, βλέποντας πως το σάβανο
κι η νεκρική μάσκα, που τα τράβηξαν με τόση δύναμη, σκέπαζαν μια άυλη μορφή.
Και τώρα κατάλαβαν την παρουσία του Κόκκινου Θανάτου. Είχε έρθει
σαν κλέφτης μες στη νύχτα. Κι ο ένας μετά τον άλλον έπεσαν οι γλετζέδες μέσα
στις αιματοβαμμένες αίθουσες του γλεντιού των, και ο καθένας πέθανε στην ίδια
απεγνωσμένη στάση όπου είχε πέσει. Και η ζωή του εβένινου ρολογιού έσβησε μαζί
με τη ζωή του τελευταίου γλετζέ. Και στους τρίποδες ξεψύχησαν οι φλόγες.
Σκοτάδι και Σαπίλα και ο Κόκκινος Θάνατος κυριάρχησαν απόλυτα απάνω σε όλα.
Για εμένα
Γεννήθηκα στην Αθήνα το 1952. Σπούδασα Ιστορία - Αρχαιολογία στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Εργάστηκα στο Υπουργείο Πολιτισμού ως αρχαιολόγος από το 1977 ως το 1983. Παράλληλα με την εργασία μου σπούδασα θέατρο στη Σχολή Ευγενίας Χατζήκου και συμμετείχα σε παραστάσεις ερασιτεχνικών θεατρικών θιάσων.
Από το 1984 εργάστηκα ως δημοσιογράφος στις εφημερίδες ΑΥΓΗ, ΠΡΩΤΗ, Κυριακάτικη ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ. Το 1985 παίρνω το πρώτο δημοσιογραφικό βραβείο «Παύλου Παλαιολόγου» για το καλύτερο γυναικείο κείμενο. Αργότερα συνεργάστηκα με τα περιοδικά ΠΑΝΘΕΟΝ, ΓΥΝΑΙΚΑ, ΤΗΛΕΡΑΜΑ, Mme Figaro, ΑΣΤΡΑ ΚΑΙ ΟΡΑΜΑ, στα οποία είχα την ευθύνη της αρχισυνταξίας και την επιμέλεια του ελεύθερου ρεπορτάζ. Συνεργάστηκα επίσης ως ρεπόρτερ με την τηλεόραση του ΑΝΤ1 και με ραδιοφωνικούς σταθμούς (ΤΟP FM, 9.84 κ.α.). Κατά τη δημοσιογραφική μου καριέρα, ασχολήθηκα με την ελεύθερη έρευνα, πολιτιστικά, κοινοβουλευτικό και πολιτικό ρεπορτάζ.
Εργάστηκα ως συντάκτης πολιτικού ρεπορτάζ, στο Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων-(ΑΠΕ-ΜΠΕ). Έχω γράψει τα βιβλία «Ψάχνοντας για τη Μόνικα», «Η σκιά της άλλης» και «Μινώκερος», τα οποία εκδόθηκαν από τις εκδόσεις ΛΙΒΑΝΗ. Έχω κάνει πολλές επιμέλειες βιβλίων.
Τα τελευταία οκτώ χρόνια ζω μόνιμα στη Σύρο και συνεργάστηκα με την εφημερίδα «Ο ΛΟΓΟΣ των Κυκλάδων».
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου