|
(Σχέδιο Κώστα Καταγά) |
Οι πανδημίες είναι οι μεγαλύτερες φυσικές καταστροφές
που έχει γνωρίσει το ανθρώπινο είδος. Όταν επανέρχονται στη μνήμη του
συλλογικού ασυνείδητου, προκαλούν εφιάλτες και έναν άλογο τρόμο.
Αυτές οι μνήμες φαίνεται ότι κινητοποίησαν την
έμπνευση μεγάλων συγγραφέων του φανταστικού και του μυστηρίου, με αποτέλεσμα να
μας δώσουν μυθιστορήματα που θεωρούνται κλασσικά, και έχουν διαβαστεί από
εκατομμύρια αναγνώστες σε όλο τον κόσμο.
Ο
Έντγκαρ Άλαν Πόε,
ένας από τους μεγαλύτερους συγγραφείς στην ιστορία της λογοτεχνίας,
παραγνωρισμένος από τους σύγχρονούς του, αλλά καταξιωμένος μετά θάνατον, έγραψε
το πασίγνωστο «Κοράκι», ένα ποίημα που ενέπνευσε κινηματογραφικές ταινίες,
θεατρικά έργα, ζωγραφικές και σχέδια. Ο Πόε μας μεταφέρει σε ένα δικό του
σύμπαν, ομιχλώδες και μυστηριακό, που συναντάμε ιδιαίτερα στις «Ιστορίες μυστηρίου» του, όπου κυριαρχεί
αυτή η ιδιαίτερη ατμόσφαιρα που έχει κάνει τον συγγραφέα της τον μαιτρ του
μυστηρίου μέσα στην ιστορία της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Ένα από τα διηγήματά
του, είναι εμπνευσμένο από τις μεγάλες πανδημίες πανούκλας που μάστιζαν την
Ευρώπη και έχει τίτλο «Η μάσκα του
κόκκινου Θανάτου»
O
Βοκάκιος, που θεωρείται ο μεγαλύτερος
παραμυθάς της ιταλικής λογοτεχνίας, έχει γράψει το «Δεκαήμερον», το οποίο διαδραματίζεται λίγο έξω από τη Φλωρεντία το
1348, όπου επτά κορίτσια και τρία αγόρια έχουν καταφύγει για να γλυτώσουν από
την πανούκλα που μαστίζει την πόλη. Τολμηρές ιστορίες, δοσμένες με χιούμορ και
σάτυρα, έρχονται να «εξορκίσουν» το κακό
και το θάνατο, μέσα από την πένα του μεγάλου κλασσικού συγγραφέα.
Τέλος, ο Στήβεν Κίνγκ, ο μεγάλος και
καταξιωμένος σύγχρονός μας συγγραφέας,
μαίτρ του φανταστικού και του τρόμου, έχει γράψει ένα μυθιστόρημα με τίτλο «Το
Κοράκι» (The
Stand).
Θέμα του, η εξέλιξη της ανθρωπότητας και της κοινωνίας μετά από μια μεγάλη
καταστροφή του κόσμου από μια ιϊκή πανδημία, την οποία σπέρνει ένας σκοτεινός
άντρας, με το όνομα «Κοράκι», ένα σύμβολο του κακού, του διαβόλου και του
μαύρου θανάτου. Ο αναγνώστης του βιβλίου αυτού, θα βρει πάρα πολλές ομοιότητες
με τη σημερινή πανδημία του κορωνοϊού και θα βυθιστεί στη γοητεία της
φαντασιακής και δυστοπικής λογοτεχνίας, που έχει εμπνεύσει επίσης σύγχρονες
κινηματογραφικές ταινίες και τηλεοπτικές σειρές.
(*Παρακάτω
δημοσιεύουμε μερικά αποσπάσματα από το βιβλίο του Στήβεν Κίνγκ. Σε επόμενο
χρόνο θα ακολουθήσουν κομμάτια από τα άλλα δύο βιβλία, του Πόε και του Βοκάκιου)
|
Κώστα Καταγά The frontline, the Ka view |
Στήβεν
Κίνγκ: Το Κοράκι (the
Stand)
«Το Κοράκι είναι μυθιστόρημα, γεγονός που καθίσταται
ξεκάθαρο από το περιεχόμενό του» αναφέρει ο ίδιος ο συγγραφέας σε εισαγωγικό
του σημείωμα. «Πολλά από τα περιστατικά που περιγράφει λαμβάνουν χώρα σε
πραγματικές τοποθεσίες-όπως για παράδειγμα στο Ογκανκουίτ του Μέιν, στο Λας
Βέγκας της Νεβάδα, και στο Μπόλντερ του Κολοράντο-και όσον αφορά αυτά τα μέρη
έχω πάρει το θάρρος να τα αλλάξω, στο βαθμό που εξυπηρετούσε την πλοκή του
έργου μου. Ελπίζω ότι οι αναγνώστες που κατοικούν σε αυτά και σε άλλα
πραγματικά μέρη που αναφέρονται στο
μυθιστόρημα δε θα αναστατωθούν πάρα πολύ από τούτη την «ελεεινή αυθάδεια»…Άλλες
τοποθεσίες, όπως το Αρνέτ του Τέξας και το Σόγιο του Αρκάνσας, είναι εξίσου
φανταστικές όσο και η πλοκή του έργου.»
Στο βιβλίο του Κίνγκ, το «Κοράκι», ο σκοτεινός άντρας,
ο πρίγκηπας του σκότους, ο άρχοντας του πολέμου, στήνει την αυτοκρατορία του στη Δύση, ενώ οι
επιζήσαντες από την πανδημία, οργανώνουν τις δικές τους άμυνες, σε μια νέα
κοινωνία που ετοιμάζεται να πολεμήσει το κακό. Όμως, «η κοινωνία θα διαμορφωθεί εκ
νέου, αλλά δεν θα αναμορφωθεί. Παίζω με τις λέξεις, αλλά δεν υπάρχουν περιθώρια
αναμόρφωσης στο ανθρώπινο είδος».
«Ένας άντρας και μια γυναίκα με μπλε φόρμες κείτονταν
σαν σάκοι στη βάση του μηχανήματος με τις καραμέλες. Ένας άντρας με άσπρη φόρμα
ήταν πεσμένος πλάι στο τζουκμπόξ. Στα τραπέζια
βρίσκονταν εννέα άντρες και δεκατέσσερεις γυναίκες, μερικοί ήταν σωριασμένοι
πλάι σε γκοφρέτες, άλλοι κρατούσαν ακόμα σφιχτά πλαστικά ποτηράκια με χυμένη
κόκα κόλα στα άκαμπτα χέρια τους. Και στο δεύτερο τραπέζι, κοντά στον τοίχο,
βρισκόταν ένας άντρας που είχε αναγνωριστεί ως Φρανκ Ντ. Μπρους, που είχε
σωριαστεί με το πρόσωπό του μές σε ένα πιάτο με κάτι που έμοιαζε με σούπα
βοδινού Κάμπελ.
Η πρώτη οθόνη έδειχνε μόνο ένα ψηφιακό ρολόι. Έως τις
13 Ιουνίου όλοι οι αριθμοί ήταν πράσινοι. Τώρα ήταν φωρεινοί κόκκινοι. Ήταν
σταματημένοι στο 06:13:80:02:37:16.
13 Ιουνίου 1980. Τριάντα λεπτά μετά τις δύο το πρωί.
Και δεκαέξι δευτερόλεπτα.
Από πίσω του ακούστηκε ένας σύντομος μηχανικός βόμβος.
Ο Στάρκι έκλεισε τις οθόνες μία μία και έκανε μεταβολή. Είδε το φύλλο χαρτί στο
πάτωμα και το έβαλε πίσω στο τραπέζι. «Περάστε». Ήταν ο Κάρσλι. Φαινόταν
σκοτισμένος και το δέρμα του είχε μια γκρίζα απόχρωση. Κι άλλα άσχημα νέα
σκέφτηκε ήρεμα ο Στάρκι. Θα’ χε κάνει κι άλλος βουτιά με το κεφάλι σ’ ένα πιάτο
σούπα βοδινού.
«Γειά σου Λένι», είπε χαμηλόφωνα. Ο Λένι έγνεψε.
«Μπίλι, εε…Χριστέ μου, δεν ξέρω πώς να στο πώ». «Ίσως μια λέξη μετά την άλλη,
φίλε μου». «Οι άνθρωποι που ήρθαν σε επαφή με το πτώμα του Κάμπιον είναι ήδη
στα προκαταρκτικά στην Ατλάντα και τα
νέα δεν είναι καθόλου καλά» «Όλοι τους;». «Σίγουρα οι πέντε. Υπάρχει ένας,
Στιούαρτ Ρέντμαν τον λένε, που είναι
αρνητικός μέχρι τώρα. Αλλά απ’ όσο ξέρουμε κι ο Κάμπιον ήταν αρνητικός τις
πενήντα πρώτες ώρες» «Αρκεί να μην το είχε σκάσει ο Κάμπιον» είπε ο Στάρκι.
«Πολύ τσαπατσούλικα τα μέτρα ασφαλείας, Λεν. Πάρα πολύ τσαπατσούλικα». Ο Κάρσλι
συμφώνησε με ένα νεύμα του κεφαλιού. «Για συνέχισε». «Το Αρνέτ είναι σε
καραντίνα. Έχουμε αποξενώσει δεκαέξι περιπτώσεις συνεχώς μεταλλασσόμενης γρίπης
Α μέχρι τώρα. Κι αυτές είναι μόνο οι εμφανείς περιπτώσεις». «Τα ΜΜΕ;». «Μέχρι
τώρα κανένα πρόβλημα. Νομίζουν ότι είναι άνθραξ»…
|
Εργο Κώστα Καταγά |
»Βούτηξε σε μια σταματημένη κυλιόμενη σκάλα και μπήκε
σε ένα μακρύ σκοτεινό τούνελ με τοίχους από πλακάκια. Στο άλλο άκρο του υπήρχαν
και άλλα γραφεία, αλλά τώρα οι πόρτες τους ήταν βαμμένες με ένα θανατερό μαύρο.
Τα βέλη ήταν κατακκόκινα. Οι λάμπες φθορίου βούιζαν κι αναβόσβηναν. Οι
πινακίδες έλεγαν ΑΠΟ ΕΔΩ ΓΙΑ ΤΙΣ ΥΔΡΙΕΣ ΚΟΒΑΛΤΙΟΥ και ΟΠΛΟΣΤΑΣΙΟ ΛΕΊΖΕΡ και ΠΥΡΑΥΛΟΙ
ΣΑΪΝΤΓΟΥΑΪΤΕΡ και ΑΙΘΟΥΣΑ ΠΑΝΩΛΗΣ. Τότε, μ’ ένα λυγμό ανακούφισης είδε ένα
βέλος που έδειχνε προς μια γωνία 90 μοιρών και από πάνω του μια και μοναδική
λέξη: ΕΞΟΔΟΣ.
Έστριψε τη γωνία και είδε την πόρτα ανοιχτή. Πίσω της
ήταν η γλυκιά, ευωδιαστή νύχτα. Όρμηξε προς την πόρτα και τότε άξαφνα στην
έξοδο παρουσιάστηκε ένας άντρας με τζην παντελόνι και τζην μπουφάν. Ο Στιου
σταμάτησε απότομα και μια κραυγή κόλλησε στο λαρύγγι του σαν σκουριασμένη
πρόκα. Καθώς ο άντρας φωτίστηκε από τη λάμψη των λαμπτήρων φθορίου, που
τρεμόφεγγαν, ο Στιου είδε ότι εκεί που κανονικά έπρεπε να βρίσκεται το πρόσωπό
του υπήρχε μονάχα μια παγερή, μαύρη σκιά, μια μαυρίλα την οποία έσκιζαν δυο
άψυχα, κόκκινα μάτια. Καμιά ψυχή, αλλά μια αίσθηση του χιούμορ. Αυτό υπήρχε. Ένα
είδος γιορταστικής παράφρονης χαράς.
Ο σκοτεινός άντρας έτεινε τα χέρια του κι ο Στιού είδε
ότι έσταζαν αίμα. «Ο ουρανός και η γη» ψιθύρισε ο σκοτεινός άντρας από την
άδεια τρύπα που έχασκε εκεί που έπρεπε να ήταν το πρόσωπό του. «Όλος ο ουρανός
κι όλη η γη». Ο Στιού ξύπνησε…
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου