3/25/20

ΙΕΡΑ ΤΕΡΑΤΑ: Διονύσιος Σολωμός: «Οι Ελεύθεροι Πολιορκημένοι»



«Είν’ έτοιμα ’ς την άσπονδη πλημμύρα των αρμάτων
Δρόμο να σχίσουν τα σπαθιά, κ’ ελεύθεροι να μείνουν,
Εκείθε με τους αδελφούς, εδώθε με το Χάρο.»

Το βιβλίο έλαμπε. Όπως ένα πολύτιμο κόσμημα. Και τα μάτια του μικρού κοριτσιού είχαν ανοίξει διάπλατα. Πέμπτη δημοτικού, δέκα χρονών, ήξερε να διαβάζει έστω και κομπιάζοντας. Το σπίτι της γιαγιάς στην οδό Κομνηνών και λεωφ. Αλεξάνδρας. Η βιβλιοθήκη από ξύλο καρυδιάς, ξυλόγλυπτη. Δεν μπορούσε να φτάσει την κορυφή της το κοριτσάκι. Μπορούσε όμως να διαβάσει τις ράχες των βιβλίων στα τρία πρώτα ράφια.

Το βλέμμα του καρφώθηκε στο δερματόδετο βιβλίο, και στον τίτλο της ράχης γραμμένον με χρυσά γράμματα: «Διονυσίου Σολωμού. Άπαντα τα ευρισκόμενα. Μετά προλόγου περί του βίου και των έργων του ποιητού υπό Κωστή Παλαμά και μετά πέντε φωτοτυπιών κατά σχεδιογραφήματα Ν. Γύζη και Γ. Ιακωβίδου. Εν Αθήναις- Τύποις Π.Δ. Σακελλαρίου-1901».
Μια μαγική σκέψη έλαμψε στο μυαλό της μικρής. Με ιερή σαγήνη το άγγιξε, το τράβηξε σιγά σιγά από τη βιβλιοθήκη, και το κουβάλησε με τα μικρά χεράκια της για να το ακουμπήσει στα γόνατά της, σταυροπόδι στο πάτωμα.

Και το άνοιξε κι άρχισε να το διαβάζει. Το βιβλίο αυτό ήταν μοιραίο να σημαδέψει την πορεία της στη ζωή. Τι θα γίνεις παιδί μου όταν μεγαλώσεις; Ρωτούσαν γονείς και φίλοι. Θα γίνω ποιήτρια, απαντούσε το κοριτσάκι. Και είχε μάθει απέξω τα πιο απλά στιχάκια από τα ποιήματα του εθνικού μας, ίσως του μεγαλύτερου Έλληνα ποιητή. «Την είδα την ξανθούλα, την είδα ψες αργά…». «Στων Ψαρών την ολόμαυρη ράχη, περπατώντας η Δόξα μονάχη…». «Λαλεί πουλί παίρνει σπυρί κι η μάνα το ζηλεύει…».

Το κοριτσάκι μεγάλωσε, έγινε νέα κοπέλα,  και το βιβλίο αυτό μαζί με τον συγγραφέα του Διονύσιο Σολωμό, ρίζωσε μέσα στα κύτταρά της και βλάστησε και άνθισε. Και η κοπέλα έγινε γυναίκα. Ποιήτρια δεν έγινε, όμως το γράψιμο και το διάβασμα έγινε η ζωή της ολόκληρη. Δημοσιογράφος. Κι αργότερα συγγραφέας. Όχι διάσημη, ούτε σταρ, ούτε όνομα πρώτης γραμμής. Όμως ευτυχισμένη με το παιχνίδι των λέξεων, των σκέψεων, των ονείρων. Αυτών των ονείρων που της έστελνε, ασύνειδα, ο Διονύσιος Σολωμός.
Αυτό το βιβλίο το άνοιξε η γράφουσα πολλά χρόνια αργότερα, όταν είχε ήδη πατήσει τα ήντα. Και θέλησε να το μοιραστεί μαζί σας, σε χαλεπούς καιρούς, εν μέσω του φονικού ιού που μαστίζει τον κόσμο μας, ως παραμυθία, δηλαδή παρηγοριά, για όλους εμάς, τους Ελεύθερους Πολιορκημένουςπου μάχονται κατά του COVID 19. Και για να μην ξεχνάμε την ιστορία μας.  Ανήμερα 25ης Μαρτίου 2020. Διαβάστε το ποίημα. Και διαβάστε το δυνατά, κι αφήστε τις δονήσεις του να συγκλονίσουν το είναι σας.
Α.Ψ.

Άνοιξη ήταν κι όταν έγραφε το ποίημα του για την πολιορκία του Μεσολογγίου ο Διονύσιος Σολωμός. Όταν «ο Απρίλης με τον Έρωτα χορεύουν και γελούνε» στη Ζάκυνθο, απέναντι στο Μεσολόγγι γίνεται χαλασμός. Ο ποιητής παρακολουθεί με κομμένη την ανάσα γιατί οι δύο τόποι είναι κοντά, και περιγράφει σε ένα σημείωμά του:

«Και εσυνέβηκε αυταίς ταις ημέραις οπού οι Τούρκοι επολιορκούσαν το Μεσολόγγι. Και συχνά ολημερνής, και κάποτε ολονυχτής έτρεμε η Ζάκυνθος από το κανόνισμα το πολύ. Και κάποιαις γυναίκες μεσολογγίτισσαις επερπατουσαν τριγύρω γυρεύοντας για τους άντρες τους, για τα παιδιά τους, για τ’ αδέρφια τους που πολεμούσανε. Και ’ςτην αρχή εντρεπόντανε να βγούνε και επροσμένανε το σκοτάδι για να’ απλώσουν το χέρι, επειδή δεν ήταν μαθημέναις. Και είχανε δούλους, και είχανε σε πολλές πεδιάδες γίδια, βόδια και πρόβατα πολλά. Και ακολούθως εβιαζόντανε και εσυχνοτηράζανε από το παραθύρι τον ήλιο, πότε να βασιλέψει για να βγούνε. Αλλά όταν επερισσέψανε οι χρείαις, εχάσανε την εντροπή. Ετρέχανε ολημερνής. Και όταν εκουραζόντανε, εκαθόντανε ’ς τ’ ακρογιάλι και συχνά ασηκώνανε το κεφάλι, κι ακούανε, γιατί εφοβόντανε μη πέσει το Μεσολόγγι. Και ταις έβλεπε ο κόσμος να τρέχουνε τα τρίστρατα, τα σταυοδρόμια, τα σπίτια, τα ανώγια, και τα χαμώγια, ται εκκλησίαις, τα ξωκκλήσια, γυρεύοντας. Και ελαβαίνανε χρήματα, παννιά για τους λαβωμένους. Και δεν τους έλεγε κανένας το όχι, γιατί οι ρώτησαις των γυναικών ήταν ταις περισσότεραις φοραίς συντοφευμέναις από ταις κανονιαίς του Μεσολογγιού, και η γη έτρεμε αποκάτου από τα πόδια μας. Και οι πλέον πάμπτωχοι εβγάνανε τα’ οβολάκι τους, και το δίνανε, και εκάνανε το σταυρό τους, κυττάζοντας κατά το Μεσολόγγι και κλαίοντας».

Ο Κωστής Παλαμάς στον Πρόλογό τους, αναφέρει: « Τα αποσπάσματα του ποιήματος Το Μεσολόγγι, ήτοι, Οι Ελεύθεροι Πολιορκημένοι, ανήκουν εις τρία Σχεδιάσματα. Το αρχαιότερον ήταν, ως φαίνεται, συνθεμένο εις είδος προφητικού θρήνου εις το πέσιμο του Μεσολογγίου, και λυρικό εις το σχήμα. Το δεύτερο, περιεχτικώτερο σύνθεμα και επικό, εις το οποίον εικονίζοντο τα παθήματα των γενναίων αγωνιστάδων εις ταις υστεριναίς ημέραις της πολιορκίας έως που έκαμαν το γιουρούσι. Το τρίτο, ξανάπλασμα του δεύτερου, και εις το μέτρο και εις τη μορφή».
Και παρατηρεί ότι ο ποιητής «παίζει» με τον πειρασμό της ομορφιάς της Άνοιξης που στήνει χορό θανάτου για τους μαχητές του Μεσολογγίου.
Ακολουθούν κάποια αποσπάσματα από τους «Ελεύθερους Πολιορκημένους».

ΣΧΕΔΙΑΣΜΑ Α΄
Ι
«Τότες εταραχτήκανε τα σωθικά μου, και έλεγα πως ήρθε η ώρα να ξεψυχήσω. Κι ευρέθηκα σε σκοτεινό τόπο και βροντερό, που εσκιρτούσε σαν κλωνί στάρι ’ς το μύλο που αλέθει ογλήγορα, ωσάν το χόχλο ’ς το νερό που αναβράζει. Ετότες εκατάλαβα πως εκείνο ήτανε το Μεσολόγγι. Αλλά δεν έβλεπα μήτε το κάστρο, μήτε το στρατόπεδο, μήτε τη λίμνη, μήτε τη θάλασσα, μήτε τη γη που επάτουνα, μήτε τον ουρανό.  Εκατασκέπαζε όλα τα πάντα μαυρίλα και πίσσα, γιομάτη μάμψι, βροντή, και αστροπελέκι. Και ύψωσα τα χέρια μου και τα μάτια μου να κάνω δέηση, και ιδού μεσ’ ’ςτη καπνίλα μία μεγάλη γυναίκα με φόρεμα μαύρο σαν του λαγού το αίμα, όπου η σπίθα έγγιζε κ’εσβενότουνε. Και με φωνή, που μου εφαίνονταν πως νικάει την ταραχή του πολέμου, άρχισε.

»Το χάραμα επήρα/Του Ήλιου το δρόμο,
Κρεμώντας τη λύρα/Τη δίκαιη ’ς τον ώμο
Κι απ’ όπου χαράζει/Ως ότου βυθά,
Τα μάτια μου δεν είδαν τόπον ενδοξότερον από τούτο το αλωνάκι»

2
Παράμερα στέκει/Ο άντρας και κλαίει
Αργά το τουφέκι/Σηκώνει, και λέει
Σε τούτο το χέρι/Τι κάνεις εσύ;
Ο εχθρός μου το ξέρει/Πω μου είσαι βαρύ
Της μάννας ώ λαύρα!/Τα τέκνα τριγύρου
Φθαρμένα και μαύρα, /Σαν ήσκιους ονείρου.
Λαλεί το πουλάκι /’Σ του πόνου τη γη
Κι βρίσκει σπειράκι,/Και μάννα φθονεί.

3
Γροικούν να ταράζη/Του εχθρού τον αέρα
Μιαν άλλη, που μοιάζει/Τα’ αντίλαλου πέρα.
Και ξάφνου πετειέται/Με τρόμου λαλιά.
Πολυώρα γροικειέται, /Κι ο κόσμος βροντά.

4
Αμέριμνον όντας/Τ’ Αράπη το στόμα
Σφυρίζει περνώντας/Σ’ του Μάρκου το χώμα.
Διαβαίνει, κι αγάλι/Ξαπλώνετ’ εκεί,
Που εβγήκ’ η μεγάλη/Του Μπάϊρον ψυχή…

ΣΧΕΔΙΑΣΜΑ Β΄

1
Άκρα του τάφου σιωπή ’ς τον κάμπο βασιλεύει.
Λαλεί πουλί, παίρνει σπυρί, κ’ η μάννα το ζηλεύει.
Τα μάτια η πείνα εμαύρισε. ’σ τα μάτια η μάννα μνέει.
Στέκει ο Σουλιώτης ο καλός παράμερα, και κλαίει.
«Έρμο τουφέκι σκοτεινό, τι σ’ έχω γώ ’ς το χέρι;
Οπού σύ μού γινες βαρύ, κι ο Αγαρινός το ξέρει»




2
Ο Απρίλης με τον ΄Ερωτα χορεύουν και γελούνε,
Κι όσ’ άνια βγαίνουν και καρποί τόσ’ άρματα σε κλειούνε.
Λευκό βουνάκι πρόβατα κινούμενο βελάζει,
Και μέσ’ ’ςτη θάλασσα βαθιά καναπετιέται πάλι,
Κι ολόλευκο εσύσμιξε με τα’ ουρανού τα κάλλη.
Και μέσ’ ’ςτης λίμνης τα νερά, όπ’ έφθασε μ’ ασπούδα,
Έπαιξε με τον ήσκιο της γαλάζια πεταλούδα,
Που ευώδιασε στον ύπνο της μέσα ’ς τον άγριο κρίνο.
Το σκουληκάκι βρίσκεται ’ς ώρα γλυκειά κ’ εκείνο.
Μάγεμα η φύσις κι όνειρο ’ς την ομορφιά και χάρη,
Η μαύρη πέτρα ολόχρυση και το ξερό χορτάρι.
Με χίλιαις βρύσαις χύνεται, με χίλιες γλώσσαις κρένει.
Όποιος πεθάνη σήμερα χίλιαις φοραίς πεθαίνει.
Τρέμ’ η ψυχή και ξαστοχά γλυκά τον εαυτό της.

36
Πάντ’ ανοιχτά, πάντ’ άγρυπνα, τα μάτια της ψυχής μου.

ΣΧΕΔΙΑΣΜΑ Γ΄

6
Ο Πειρασμός
Έστησ’ ο έρωτας χορό με τον ξανθόν Απρίλη,
Κ’ η φύσις ηύρε την καλή και τη γλυκειά της ώρα,
Και μέσ’ ’ς τη σκιά, που φούντωσε και κλεί δροσιαίς και μόσχους,
Ανάκουστος κηλαϊδισμός και λιποθυμισμένος…

10
Φεύγω τα’ αλόγου την ορμή και του σπαθιού τον τρόμο.
Τ’ ονείρου μάταια πιθυμιά, κι όνειρο αυτή ν’ η ίδια!..

12
Και βλέπω πέρα τα παιδιά και ταις αντρογυναίκες
Γύρου ’ς τη φλόγα π’ άναψαν, και θλιβερά τη θρέψαν
Μ’ αγαπημένα πράματα, και με σεμνά κρεβάτια,
Ακίνηταις, αστέναχτες, δίχως να ρίξουν δάκρυ.
Και γγίζ’ η σπίθα τα μαλλιά και τα λιωμένα ρούχα.
Γλήγορα, στάχτη, να φανείς, οι φούχτες να γιομίσουν.

13
Είν’ έτοιμα ’ς την άσπονδη πλημμύρα των αρμάτων
Δρόμο να σχίσουν τα σπαθιά, κ’ ελεύθεροι να μείνουν,
Εκείθε με τους αδελφούς, εδώθε με το Χάρο.






0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Για εμένα

Γεννήθηκα στην Αθήνα το 1952. Σπούδασα Ιστορία - Αρχαιολογία στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Εργάστηκα στο Υπουργείο Πολιτισμού ως αρχαιολόγος από το 1977 ως το 1983. Παράλληλα με την εργασία μου σπούδασα θέατρο στη Σχολή Ευγενίας Χατζήκου και συμμετείχα σε παραστάσεις ερασιτεχνικών θεατρικών θιάσων.

Από το 1984 εργάστηκα ως δημοσιογράφος στις εφημερίδες ΑΥΓΗ, ΠΡΩΤΗ, Κυριακάτικη ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ. Το 1985 παίρνω το πρώτο δημοσιογραφικό βραβείο «Παύλου Παλαιολόγου» για το καλύτερο γυναικείο κείμενο. Αργότερα συνεργάστηκα με τα περιοδικά ΠΑΝΘΕΟΝ, ΓΥΝΑΙΚΑ, ΤΗΛΕΡΑΜΑ, Mme Figaro, ΑΣΤΡΑ ΚΑΙ ΟΡΑΜΑ, στα οποία είχα την ευθύνη της αρχισυνταξίας και την επιμέλεια του ελεύθερου ρεπορτάζ. Συνεργάστηκα επίσης ως ρεπόρτερ με την τηλεόραση του ΑΝΤ1 και με ραδιοφωνικούς σταθμούς (ΤΟP FM, 9.84 κ.α.). Κατά τη δημοσιογραφική μου καριέρα, ασχολήθηκα με την ελεύθερη έρευνα, πολιτιστικά, κοινοβουλευτικό και πολιτικό ρεπορτάζ.

Εργάστηκα ως συντάκτης πολιτικού ρεπορτάζ, στο Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων-(ΑΠΕ-ΜΠΕ). Έχω γράψει τα βιβλία «Ψάχνοντας για τη Μόνικα», «Η σκιά της άλλης» και «Μινώκερος», τα οποία εκδόθηκαν από τις εκδόσεις ΛΙΒΑΝΗ. Έχω κάνει πολλές επιμέλειες βιβλίων.

Τα τελευταία οκτώ χρόνια ζω μόνιμα στη Σύρο και συνεργάστηκα με την εφημερίδα «Ο ΛΟΓΟΣ των Κυκλάδων».