Της Αλκμήνης Ψιλοπούλου
Πώς πέρασαν τα χρόνια βρε συντρόφια! Και πώς γίναμε
έτσι που να μην αναγνωρίζουμε ο ένας τον άλλον και να πρέπει να ξανασυστηθούμε;
Και πώς γίνεται, πενήντα τόσα χρόνια μετά, να μην
νιώθεις τίποτα-μιλάω τουλάχιστον για τον εαυτό μου, εξομολογούμενη-για εκείνες
τις μεγάλες λίγες μέρες που είμασταν
μαζί στην εξέγερση του Πολυτεχνείου; Και πώς αλήθεια γίνεται, εσύ, που ήσουν
ένα μικρομεσαίο στέλεχος του κινήματος, να μην έχεις γράψει ούτε ένα βιβλίο για
το Πολυτεχνείο, όπως έχουν γράψει τόσοι και τόσοι πρωταγωνιστές αλλά και
δευτεραγωνιστές ή ακόμη και νεώτεροι εξ αποστάσεως ερευνητές των τεκταινομένων
της φοιτητικής εξέγερσης και των ημερών της Χούντας; Θυμάμαι μία καλή φίλη στην
παρουσίαση του πρώτου βιβλίου που εξέδωσα, «Ψάχνοντας για τη Μόνικα» εκδόσεις
Λιβάνη, με είχε ρωτήσει, γιατί δεν έγραψα ένα βιβλίο για το Πολυτεχνείο και
αντ’ αυτού έγραψα ένα φαντασιακό μυθιστόρημα…
Κατόπιν λοιπόν όλων αυτών και κατόπιν του περσινού
καταιγισμού εκδοτικής δραστηριότητας με βιβλία για το Πολυτεχνείο ή και
ποιήματα που έγραψαν πρωταγωνιστές του κινήματος, είπα να γράψω σε τούτες τις
σελίδες μιαν εξομολόγηση της εμπειρίας μου, που δεν έχω αναφέρει ποτέ και την
ξέρουν μόνον κάποιοι καλοί φίλοι εκείνης της εποχής, συνειδητοποιώντας παρόλα
αυτά ότι εκείνα τα βιώματα και οι εμπειρίες δεν αγγίζουν πλέον καθόλου την
καρδιά μου…
Το γεγονός ότι αρνιόμουν να καταθέσω εκείνα τα βιώματα δημοσίως μέχρι
σήμερα, οφείλεται στην ενδόμυχη διάθεσή μου να τα κρατήσω μέσα μου μυστικά, σαν
πολύτιμα διαμάντια που δεν ήθελα να τα αγγίξουν οι συρμοί των καιρών, τοτινών
και τωρινών, δεν ήθελα να τα λερώσουν οι άνθρωποι, ακολουθώντας ασυνειδήτως την
ρήση του μεγάλου ποιητή: « Κι αν δεν μπορείς να κάμεις τη ζωή σου όπως τη θέλεις, /τούτο προσπάθησε τουλάχιστον, / όσο
μπορείς μην την εξευτελίζεις/ μες στην πολλή συνάφεια του κόσμου,/ μες στες
πολλές κινήσεις κι ομιλίες».
Αλλά σήμερα, που έχει κρυώσει πλέον το γυαλί και είναι
αρκετά σκληρό για να σπάσει, μπορώ να τα μοιραστώ σαν ανάθημα του παρελθόντος,
καθώς αισθάνομαι την εσωτερική γαλήνη κάποιας που ρούφηξε τη ζωή, νιώθοντας την
αξία της κάθε στιγμής, χωρίς να την προδώσει, χωρίς να την χαλάσει «μες στες
πολλές κινήσεις κι ομιλίες», προσπαθώντας να μην παρασυρθώ από τα συναισθήματα
και τις εντάσεις των ζωντανεμένων αναμνήσεων.
Ήταν λοιπόν η μέρα που το τανκ έσπασε την πόρτα του Πολυτεχνείου κι όλοι εμείς που είμασταν μπροστά και τρέξαμε να κρυφτούμε στην αίθουσα της Σχολής Καλών Τεχνών, πίσω από ένα άγαλμα, βγήκαμε έξω κακήν κακώς και εφ ενός ζυγού περάσαμε από τους παραταγμένους στρατιώτες που μας φώναζαν με εφ’ όπλου λόγχη, γρήγορα, γρήγορα έξω έξω… κι έπειτα τρέχοντας στο δρόμο σκόνταψα κι έπεσα δαγκώνοντας την άσφαλτο και ήρθε και με έπιασε ο μπάτσος και με έβαλε μέσα στην κλούβα και μας πήγαν όλους μαζί στην ασφάλεια. Στο κελί εκείνο το βράδυ είμασταν καμιά δεκαριά, πολλοί τραυματίες με σπασμένα κεφάλια κι ακούγαμε κραυγές και κλάματα και φωνές από πάνω από την ταράτσα, ότι θα τους ρίξουν κάτω τους φοιτητές. Και ο τρόμος μας είχε κυριεύσει.
Έπειτα μας άφησαν. Και πήρα να κατηφορίζω τη λεωφόρο
Αλεξάνδρας, απαντώντας στο «πού πας» των στρατιωτών που εκτελούσαν την
απαγόρευση κυκλοφορίας, «πάω σπίτι μου». Και με άφησαν να περάσω και να πάω
σπίτι μου, όπου με υποδέχθηκε ο πατέρας μου, δέκα χρόνια πιο γέρος από ότι τον
άφησα, και κλαίγοντας, «ήρθες παιδάκι μου, ήρθες παιδάκι μου». Και μπήκα στο
σπίτι, αλλά επειδή ήμουν στοχοποιημένη δεν μπορούσα να μείνω εκεί το βράδυ,
έπρεπε να κρυφτώ, και με πήγε ο μπαμπάς να μείνω το βράδυ σε μια γειτόνισσα.
Την επόμενη μέρα, γύρισα σπίτι. Είδα κάτω στο πεζοδρόμιο κάποιον να κοιτάζει το
σπίτι. Κάποια στιγμή που δεν έβλεπε, βρήκα την ευκαιρία και μπήκα στο σπίτι,
και λέω στους γονείς, πάω να μείνω απάνω στη θεία, στον δεύτερο όροφο γιατί
μπορεί να έρθει ο χαφιές που παρακολουθεί από κάτω να με πάρει. Ανεβαίνω στη
θεία, και σε λίγο ακούω από κάτω-το σπίτι μονοκατοικία με ισόγειο, πρώτο και
δεύτερο όροφο-τους γονείς μου να ανοίγουν την πόρτα και να συνομιλούν με έναν
αστυνομικό, ο οποίος έλεγε στο μπαμπά να με παραδώσει ο ίδιος στην Ασφάλεια και
ότι δεν θα με κρατήσουν, είναι κάτι τυπικό, τέτοια…
Την επόμενη μέρα, ο μπαμπάς με πήγε και με παράδωσε στην ασφάλεια. Με κράτησαν σε ένα κελί δίπλα σε μία γυναίκα «ελευθερίων ηθών» με την οποία γίναμε φίλες και μιλούσαμε όποτε άνοιγαν τα κελιά. Θυμάμαι ότι έτρωγα κάθε μέρα γιαούρτι με πέτσα και μια φρυγανιά και κάτι άλλο όπως κριθαράκι, κάτι τέτοιο. Κι αρχίζει η ανάκριση. Πες μας τι ξέρεις και ποιους ξέρεις. Μούγκα. Ήτανε δύο που με ανακρίνανε, ο ένας που ήλεγχε τη Φιλοσοφική και ένας άλλος άγριος και το παίζανε ο καλός κι ο κακός. Ο κακός: Δε μιλάς πουτανάκι. Με βουτάει από τα μαλλιά, με στήνει ανάποδα σε μια καρέκλα, με τα οπίσθια όρθια, και αρχίζει να με βαράει με μια βουκέντρα. Ο καλός: Αφήστε την, είναι καλό κορίτσι, θα μιλήσει.
Με πηγαίνουν στο κελί και μου λένε: Θα μας γράψεις τι
έγινε μέσα στο Πολυτεχνείο, με
λεπτομέρειες, ονόματα, ποιοι βγήκαν στο συντονιστικό, ποιοι ήταν από τη σχολή
σου, όλα, χαρτί και καλαμάρι. Και μου δίνουν ένα τετράδιο κι ένα στυλό. Κι εγώ
αρχίζω να γράφω αυτά που ήξερα ότι ήξεραν-αφού ήταν γραμμένοι σε κάθε σχολή,
σαν φοιτητές. Την άλλη μέρα τους τα δίνω. Μετά από λίγο έρχονται, με παίρνουν,
και με πάνε στο ίδιο γραφείο με την προηγούμενη. Πάλι ο καλός κι ο κακός. Τι
είναι αυτά που μας έγραψες, αυτά τα ξέρουμε, μας δουλεύεις καριόλα. Πάλι με
στήνουν στην καρέκλα, πάλι ο κακός με τη βουκέντρα με χτυπάει στα οπίσθια και
στα πόδια. Αυτή τη δεύτερη φορά, πόνεσε. Άμα δε μιλήσεις θα σε πάμε στην ΕΣΑ (ο
κακός). Αφήστε την κύριε αστυφύλαξ είναι καλό κορίτσι, θα μιλήσει. Ανοίγουν ένα
άλμπουμ με φωτογραφίες, πες μας ποιοι απ’ αυτούς ήταν μέσα. Έλεγα αυτούς που
ήταν μαζί με μένα στην νόμιμη δράση. Πάλι ψέματα, μας λες αυτούς που ξέρουμε.
Αύριο πάμε στην ΕΣΑ. Πίσω στο κελί, τα λέμε με τη φίλη μου από δίπλα. Μη
φοβάσαι, μου λέει, έτσι λένε σε όλους.
Την τρίτη μέρα με άφησαν κι έφυγα. Έμαθα μετά από
κάποιον φίλο, ότι ο πατέρας μου πλήρωσε για να με αφήσουν και να μη με πάνε
στην ΕΣΑ.
Αυτά είχα να καταθέσω προς το παρόν για εκείνες τις
άγριες και συγκλονιστικές μέρες. Τα υπόλοιπα ίσως να τα διαβάσετε σε βιβλίο.
Τώρα είμαι έτοιμη κι εγώ να γράψω για το Πολυτεχνείο και να το εκδώσω. Τα λέμε
την Κυριακή στην πορεία.
*51 χρόνια μετά το Πολυτεχνείο