9/03/19

Η ιστορία του Πέτρινου Γίγαντα της Διδύμης



Εδώ και έναν αιώνα στέκω μεγαλοπρεπής μεσοπέλαγα στην καρδιά του Αιγαίου. Παλιά ήμουν τόσο φωτεινός, που έλεγαν πως η λάμψη μου τα βράδια έφτανε μέχρι τη Σμύρνη. Ήμουν ο πιο παλιός και ταυτόχρονα ο ψηλότερος φάρος στην Ελλάδα, ο πρώτος φάρος με περιστρεφόμενο μηχανισμό στο Αιγαίο και από τους σπανιότερους ελληνικούς τύπους φάρων, με το φαρόσπιτο στο ισόγειο.

Εδώ και χρόνια το πέτρινο σώμα μου εξακολουθεί να υψώνεται όπως τα παλιά τα χρόνια και το τεράστιο λαμπερό μου μάτι εξακολουθεί να αναβοσβήνει παρατηρώντας από ψηλά την κίνηση των πλεούμενων στη θάλασσα του Αιγαίου. 
Τώρα βέβαια, βρίσκομαι σε κατάσταση παρακμής, ένα ωραίο ερείπιο. Πού και πού με επισκέπτονται βαρκάκια και καΐκια και κάθε λογής μικρά πλεούμενα που αράζουν κάτω στην παραλία συντροφιά με τα εκατοντάδες γλαρόνια, που πετούν γύρω μου ή κάθονται και λιάζονται στο νησί και γεννούν κλωσόπουλα με γκρίζο φτέρωμα, αδιάφορα για τα τεκταινόμενα στη στεριά. Σπανίως, τα καλοκαίρια όταν ο καιρός είναι καλός, με επισκέπτονται οι άνθρωποι και με φωτογραφίζουν για να θυμούνται και να θυμίζουν τις παλιές μου δόξες.


Πρόσφατα ήρθε και με επισκέφθηκε μια γυναίκα μέσης ηλικίας και την έβλεπα να ανεβαίνει στην κορυφή του λόφου με το βλέμμα εκστατικό και να κυλούν οι πέτρες κάτω από τα βήματά της και να χαζεύει την ξερή φύση και τους κακοτράχαλους βράχους γύρω μου. Και ακούω τη φωνή του καπετάνιου του μικρού σκάφους που την έφερε ως εδώ να της φωνάζει, «μην μπεις μέσα, είναι επικίνδυνα, πέφτουν οι τοίχοι και γκρεμίζεται η σκάλα», οπότε η γυναίκα στάθηκε έξω από την είσοδο του φαρόσπιτου και ύψωσε το βλέμμα της απάνω μου και κεντράρισε το φακό της μηχανής της και με τράβηξε από όλες τις πλευρές μου, ψάχνοντας να ανακαλύψει την κάθε λεπτομέρεια της κατασκευής μου.
Στο ανηφορικό μονοπάτι ψόφια ψαροπούλια κείτονταν στα πόδια της και γαϊδουράγκαθα σαν κεφάλια νεκρών παιδιών την προϋπαντούσαν.
Και σταμάτησε από κάτω μου και κάθισε σε μια πέτρα να αγναντέψει το πέλαγο και την Ερμούπολη, μια μικρογραφία πέρα μακριά στον ορίζοντα. Και φανταζόταν πώς να ήταν η ζωή όταν με συντρόφευε κάθε μέρα και κάθε νύχτα ο φαροφύλακας και πώς θα ήταν η ζωή του μοναχικού αυτού ανθρώπου που είχε την ευθύνη και το καθήκον να με φυλάει, να φροντίζει να ανάβει το φως μου το βράδυ και να σβήνει την αυγή και πώς με έβλεπαν από μακριά οι μικροί άνθρωποι, οι κάτοικοι της Σύρου και οι ταξιδιώτες και οι ναυτικοί.

Οι φαροφύλακες
Ήταν ωραίες εποχές τότε. Ο φαροφύλακας ερχόταν εδώ κάθε μέρα και με άναβε, με φρόντιζε, τότε που το κάθε τι ήθελε το ανθρώπινο χέρι για να λειτουργήσει. Παλιότερα οι φάροι δεν ήταν αυτόματοι, τα ραντάρ στα πλοία δεν υπήρχαν και αυτό το φως μέσα στη νύχτα ήταν το μοναδικό σημάδι που έδειχνε τον δρόμο ή τον κίνδυνο στους ναυτικούς. Και αλίμονο αν έσβηναν.



Τα παλιά τα χρόνια  ο φαροφύλακας τη νύχτα δεν μπορούσε καν να κοιμηθεί. Οι φάροι ήταν κουρδιστοί και έπρεπε να κουρδίζονται κάθε μισή ώρα. Και οι συνθήκες διαβίωσης δεν ήταν όπως σήμερα. Τότε δεν υπήρχε ούτε νερό, ούτε ηλεκτρικό, ούτε τηλέφωνα, ούτε ίντερνετ. Οι άνθρωποι μπορεί να πήγαιναν σε μια βραχονησίδα για 10 ημέρες βάρδια και να καθόντουσαν τρεις μήνες μόνοι τους, γιατί τους είχε κόψει ο καιρός. «Να ψάχνεις για φαγητό και νερό στο νησί. Να κάνει παιχνίδια το μυαλό. Έχω ακούσει άπειρες ιστορίες. Νόμιζαν ότι έβλεπαν φαντάσματα, ναυάγια, ή άλλα πράγματα μέσα στη θάλασσα. Ακόμα και οι ίδιοι το καταλάβαιναν όμως ότι μετά από τόσες μέρες σε δύσκολες συνθήκες, το μυαλό κατασκευάζει πράγματα», λέει ένας σημερινός φαροφύλακας..
«Μου έχει τύχει να αποκλειστώ και πέντε ημέρες, χωρίς να μπορώ να βγω καθόλου από τον φάρο. Η θάλασσα τον σκέπαζε όλο και δεν μπορούσα ούτε την πόρτα να ανοίξω», διηγείται. «Και γενικά, οπότε βγάζει βοριά, δεν μπορείς να περπατήσεις στο μονοπάτι γιατί η θάλασσα ανεβαίνει πάνω. Εάν όμως είσαι προετοιμασμένος, είναι εντάξει. Θα πρέπει να έχεις νερά, φαγητά, βιβλία, ταινίες. Μόνο έτσι περνάει ο χρόνος. Να ’ναι καλά η τεχνολογία και το ίντερνετ. Καλή είναι όμως και η αποχή από την καθημερινότητα και τη βαβούρα. Κάνει καλό. Αν δεν το ζήσεις, δεν μπορείς να το καταλάβεις. Εμείς ξέρουμε ότι θα έρθουμε στον φάρο και θα ηρεμήσουμε, θα σκεφτούμε. Έχω φίλους που έχουν μείνει εδώ και στις δύο μέρες να μην αντέχουν. Γιατί έχουν συνηθίσει σε άλλους ρυθμούς. Εμείς πια είμαστε εντάξει»(https://www.huffingtonpost.gr/entry/farofelakas-ochi-etoimo_gr_5c5815a9e4b00187b5529fa9)
Ιστορίες  λένε πως ο τελευταίος φαροφύλακας του Φάρου της Διδύμης, είχε βρει τη συνταγή πώς να περνάει ζωή και κότα πάνω στο ερημονήσι. Είχε βλέπεις κότες, κουνέλια, κυνηγούσε και ψάρευε και κάθε τόσο έρχονταν φίλοι και συγγενείς κι έκαναν εκεί τρελά τσιμπούσια. Έτσι έσπασε ο αποκλεισμός και η μοναξιά του φαροφύλακα. Το μυστικό είναι να είσαι αυτάρκης…

Η αποικία των γλάρων
Η γυναίκα έπιασε να κατεβαίνει το βουνάκι για να φτάσει επιτέλους στην παραλία της βραχονησίδας που λέγεται Γαϊδουρονήσι ή Διδύμη. Κι έφτασε επιτέλους στην παραλία όπου την περίμεναν τα γλαρόπουλα-«πρόσεχε», της φώναξε ο καπετάνιος, «γιατί μερικά ορμάνε και στοχεύουνε στα μάτια, πρόσεχε τα μάτια σου». Ευτυχώς τα πουλιά έμοιαζαν με πάπιες που σουλάτσερναν στην αμμουδιά, άκακα εντελώς κι αδιάφορα με την παρουσία της. Και μπήκε στη θάλασσα και κολύμπησε μέχρι το βαρκάκι. «Να δεις πώς θα τρέξουν και θα πέσουν πάνω μας τα γλαρόπουλα όταν θα τους πετάξω ένα κομμάτι ψωμί» της λέει ο καπετάνιος. Και πράγματι, με ένα του σφύριγμα και με μερικά κομμάτια ψωμιού που πέταξε στη θάλασσα, έγινε ο χαμός.
Ένα φτερωτό σμήνος ορμούσε από πάνω τους και πλανάριζε και βούταγε κι άρπαζε τις μπουκιές από το σάντουιτς που έριχνε στη θάλασσα ο καπετάνιος.
Είναι άγρια πουλιά οι γλάροι, άγρια αρπακτικά και παμφάγα. Άγριος κι ο φάρος, ο πέτρινος γίγαντας που στέκει εκεί πάνω στο βραχονήσι κι αγναντεύει με το μάτι  του Κύκλωπα εμάς τα μικρά ζωάκια που ερχόμαστε κοντά του.
















Η ιστορία του  Φάρου της Διδύμης (Γαϊδουρονήσι)
 Ο πρώτος φάρος του νεοσύστατου ελληνικού κράτους στο Γαϊδουρονήσι, στην είσοδο του λιμανιού της Σύρου, θεμελιώθηκε την 25η Ιανουαρίου 1834, για το πρώτο έτος της βασιλείας του Όθωνα, με βασιλική δαπάνη και χτίστηκε προ του 1848, χωρίς να είναι εξακριβωμένο ακριβώς το έτος, με σχέδια και επίβλεψη του Βαυαρού αρχιτέκτονα Johann B. Erlacher, ο οποίος ανήκε στο επιστημονικό προσωπικό του βασιλιά Όθωνα. Ο στρόγγυλος πύργος του έχει ύψος 29,3 μ., ο υψηλότερος στην Ελλάδα, με 125 σκαλοπάτια

Η κατασκευή του άρχισε το 1834 από την Γαλλική εταιρεία φάρων και η λειτουργία του σταθεροποιήθηκε στα 1844-47. Ο μνημειώδης χαρακτήρας του - έχει ύψος οικοδομής 29,5 μέτρα και από τη θάλασσα 68,3 μ. δεν δικαιολογείται από τη λειτουργία του, αφού δεν είναι φάρος ακρωτηρίου. Συνδέεται με την πρώτη περιοδεία του βασιλιά Όθωνα στα νησιά του Αιγαίου το 1833 και την επιθυμία των Ερμουπολιτών να τονίσουν τη σημασία του λιμανιού και να κατοχυρώσουν τη θέση του στο εθνικό πλαίσιο.
 Είχε τοποθετηθεί τετράπλευρος μηχανισμός με τρεις λυχνίες argant σε κάθε πλευρά και μηχανισμό περιστροφής. Τα φωτιστικά μηχανήματα των φάρων στις πρώτες δεκαετίες του 19ου αιώνα, αποτελούνται από συστοιχίες λυχνιών τύπου Argant δηλαδή λυχνίες με περισσότερα από ένα κυλινδρικά φιτίλια τοποθετημένες μπροστά από κύλα μεταλλικά κάτοπτρα και καύσιμο φυτικά η ζωικά έλαια.

Εντάχθηκε στο Ελληνικό φαρικό δίκτυο μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους το 1912-13. Ανήκει σε ιδιαίτερο τύπο φάρων, με το φαρόσπιτο σε ισόγειο κτίσμα. Μέρος του φάρου καταστράφηκε κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Το 1948 επισκευάστηκε και από τότε λειτουργεί εκπέμποντας 1 λευκό φωτισμό κάθε 2 λεπτά. Είναι ο πιο παλιός και ταυτόχρονα ψηλότερος φάρος του Ελληνικού φαρικού δικτύου.

Στις αρχές του 1920 γίνεται σταδιακή αντικατάσταση των λυχνιών τύπου Argant που λειτουργούσαν στους επιτηρουμένους φάρους, με λυχνίες πυρακτώσεως ατμοποιημένου πετρελαίου πετυχαίνοντας μεγαλύτερη φωτοβολία στα ήδη υπάρχοντα οπτικά. Η λειτουργία ήταν ως εξής. Πρώτα έπρεπε να γίνει πλήρωση του δοχείου πετρελαίου με φωτιστικό πετρέλαιο, στη συνέχεια μέσω της αεραντλίας να δημιουργηθεί κατάλληλη πίεση αέρα στο δοχείο αέρος ώστε μέσω σωληνώσεων ο αέρας να παρασύρει το καύσιμο και να το οδηγήσει στον καυστήρα της λυχνίας όπου ατμοποιημένο πλέον αναφλέγονταν πυρακτώνοντας την αιμάτινη φωτοβολίδα. Η λειτουργία των λυχνιών αυτών θυμίζει την λειτουργία των λυχνιών κάμπινγκ ή λουξ σαφώς σε μεγαλύτερη κλίμακα. Μέσα στη δεκαετία του 1980 αντικαταστάθηκαν όλες οι λυχνίες ατμοποιημένου πετρελαίου με ηλεκτρικούς η φωτοβολταϊκούς φωτιστικούς μηχανισμούς.
Ο Στυλιανός  Εμ. Λυκούδης, γεννηθείς στις 23 Μαρτίου 1878 στην Ερμούπολη της Σύρου, υπήρξε ο άνθρωπος που συνέδεσε το όνομά του με την ανάπτυξη του ελληνικού φαρικού δικτύου, τόσο που όταν α­ναφέρεται κανένας σ' αυτό να έρχε­ται αυτόματα στο στόμα του το όνο­μα του λαμπρού αυτού αξιωματικού του Πολεμικού Ναυτικού. 
Ήταν ήδη πλοίαρχος όταν υπέβαλε αναφορές και μελέτες στην υπηρεσία του για τον σωστό φωτισμό των ελληνικών ακτών που ήταν καρπός  των προσωπικών του εμπειριών από τα ταξίδια του στις ελληνικές θάλασ­σες.
οι έρευνές του για το φαρικό δίκτυο και τη λειτουργία των φάρων είχαν σαν αποτέλεσμα την εκλογή του το 1939 ως τακτικού μέλους της Ακαδημίας Αθηνών.
Νωρίτερα, το 1917 δημοσίευσε τη μοναδική στο είδος της μελέτη «Ιστορικόν των φάρων των ελληνικών ακτών από της αρχαιότητος μέχρι σήμερον».
Η υπηρεσιακή του σταδιοδρομία, έργο της οποίας ήταν η συμπλήρωση και ολοκλήρωση του φαρικού δικτύου κράτησε ως τη μέρα που απο­στρατεύθηκε στις 5 Απριλίου 1939. Αλλά αμέσως -συγχρόνως με διά­ταγμα εκφράσεως άκρας ευαρέσκειας από τον βασιλέα- ανακλήθηκε στην ενέργεια «διά κρατικήν ανά­γκην»- και ορίσθηκε σύμβουλος της Υπηρεσίας Φάρων και της Ιστορικής Υπηρεσίας του Πολεμικού Ναυτικού για να αποστρατευθεί τελικά με την εισβολή των γερμανικών στρατευμάτων το 1941.

Το 1923 οι Έλληνες πλοίαρχοι με απόφαση της Γενικής Συνελεύσεώς τους εκφράσανε την ευγνωμοσύνη τους στον Σ. Λυκούδη γιατί χάρις σ' αυτόν τα ελληνικά πελάγη έγιναν σ' αυτούς προσιτά και ακίνδυνα στις ασέληνες και σκοτεινές νύχτες όταν οι ομίχλες και οι τρικυμίες σκέπαζαν τις παγίδες των επικίνδυνων σκοπέλων και υφάλων ακόμα δε και τους κάβους τόσο των ηπειρωτικών όσο και των νησιωτικών ακτών του ελληνικού χώρου. 

Σήμερα η Ελλάδα έχει συνολικά 61 φαροφύλακες, ενώ οι καταγεγραμμένοι πέτρινοι φάροι είναι 144.








0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Για εμένα

Γεννήθηκα στην Αθήνα το 1952. Σπούδασα Ιστορία - Αρχαιολογία στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Εργάστηκα στο Υπουργείο Πολιτισμού ως αρχαιολόγος από το 1977 ως το 1983. Παράλληλα με την εργασία μου σπούδασα θέατρο στη Σχολή Ευγενίας Χατζήκου και συμμετείχα σε παραστάσεις ερασιτεχνικών θεατρικών θιάσων.

Από το 1984 εργάστηκα ως δημοσιογράφος στις εφημερίδες ΑΥΓΗ, ΠΡΩΤΗ, Κυριακάτικη ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ. Το 1985 παίρνω το πρώτο δημοσιογραφικό βραβείο «Παύλου Παλαιολόγου» για το καλύτερο γυναικείο κείμενο. Αργότερα συνεργάστηκα με τα περιοδικά ΠΑΝΘΕΟΝ, ΓΥΝΑΙΚΑ, ΤΗΛΕΡΑΜΑ, Mme Figaro, ΑΣΤΡΑ ΚΑΙ ΟΡΑΜΑ, στα οποία είχα την ευθύνη της αρχισυνταξίας και την επιμέλεια του ελεύθερου ρεπορτάζ. Συνεργάστηκα επίσης ως ρεπόρτερ με την τηλεόραση του ΑΝΤ1 και με ραδιοφωνικούς σταθμούς (ΤΟP FM, 9.84 κ.α.). Κατά τη δημοσιογραφική μου καριέρα, ασχολήθηκα με την ελεύθερη έρευνα, πολιτιστικά, κοινοβουλευτικό και πολιτικό ρεπορτάζ.

Εργάστηκα ως συντάκτης πολιτικού ρεπορτάζ, στο Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων-(ΑΠΕ-ΜΠΕ). Έχω γράψει τα βιβλία «Ψάχνοντας για τη Μόνικα», «Η σκιά της άλλης» και «Μινώκερος», τα οποία εκδόθηκαν από τις εκδόσεις ΛΙΒΑΝΗ. Έχω κάνει πολλές επιμέλειες βιβλίων.

Τα τελευταία οκτώ χρόνια ζω μόνιμα στη Σύρο και συνεργάστηκα με την εφημερίδα «Ο ΛΟΓΟΣ των Κυκλάδων».