Εξωτερικά,
ένα συνηθισμένο νεοκλασσικό κτήριο. Από τα πιο φτωχά και συνηθισμένα της
αρχόντισσας Ερμούπολης. Μπαίνεις από μια μεγάλη ξύλινη πόρτα βαμμένη με γκρίζα
λαδομπογιά σε έναν σκοτεινό χώρο και ανεβαίνεις μια ξύλινη μεγάλη σκάλα,
βαμμένη κι αυτή με γκρίζα λαδομπογιά. Ο διάδρομος που οδηγεί στις αίθουσες,
παλιός, συνηθισμένος για ένα κτήριο του 1871. Κι έπειτα μπαίνεις στην αίθουσα.
Εκεί σε περιμένουν εκπλήξεις.
Θαυμαστές
τοιχογραφίες, οροφογραφίες, αγγελάκια, πουλιά, πέργκολες, λουλούδια, φουρούσια,
τσαμπιά με σταφύλια, περικοκλάδες, πρόσωπα, πορτραίτα. Κι ανεβαίνεις από την
μεγάλη ξύλινη σκάλα στο δεύτερο όροφο, και συνεχίζεις να θαυμάζεις. Ζωγραφιές με χρώματα ζωηρά να καλύπτουν κάθε
σπιθαμή των τοίχων, από το χέρι του πληθωρικού καλλιτέχνη, να μην υπάρχει γωνιά
ακάλυπτη από τα θαύματα εκείνων των παλιών αιώνων της ευμάρειας. Όταν τα κτήρια
και τα σπίτια τα αρχοντικά ήθελαν να αναδείξουν τον πλούτο τους μέσα από την
τέχνη, όταν η καθημερινότητα-των πλουσίων και αρχόντων- δεν είχε τίποτα το
χυδαίο και το συνηθισμένο, αλλά ήταν γεμάτη με θαύματα. Τότε που υπήρχε
πολιτισμός. Τότε που ο κόσμος αγαπούσε το ωραίο.
Τώρα
στεγάζει το Εργατοϋπαλληλικό Κέντρο Κυκλάδων. Τότε ήταν η οικία του Γεώργιου
Βελισσαρόπουλου. Ενός προφανώς πάμπλουτου συριανού. Που όπως όλοι οι τότε πάμπλουτοι έδειχναν τα πλούτη τους
μέσα από τη λατρεία του ωραίου και της τέχνης. Καμία σχέση με τα σημερινά υλικά
αγαθά που πλέον έχουν γίνει κοινό κτήμα της μεσαίας και ανώτερης τάξης. Καμία
σχέση με την ποσότητα. Τότε αξία είχε η ποιότητα. Κι έμειναν αυτά τα έργα των
αρχόντων να τα θαυμάζουμε εμείς οι σημερινοί, γιατί τότε αυτά τα έργα ήθελαν
κόπο και μόχθο και έμπνευση για να γίνουν.
Σήμερα,
η εγγονή του ιδιοκτήτη αυτού του αρχοντικού, Ιλέϊν Μπότσφορντ Βελισσαροπούλου,
γράφει: «Ο παππούς μου Γεώργιος Βελισσαρόπουλος γεννήθηκε και έζησε τα παιδικά
του χρόνια σε αυτό το σπίτι. Κατά την διάρκεια πολλών επισκέψεων που έκανα εδώ
μαζί του αλλά και μόνη μου, πάντα προσπαθούσα να φανταστώ πώς να ήταν η
ζωή τους τότε και ποία ήταν η πραγματική ζωή μέσα σε αυτό το σπίτι. Ο παππούς
μου δυστυχώς έφυγε από την ζωή το 2008 και έμεινα με την ανάγκη να μάθω
περισσότερα για την ζωή του. Επισκέφτηκα το σπίτι πολλές φορές και τον Νοέμβριο
του 2009 ολοκλήρωσα μία σπουδή 2 εβδομάδων, με το ίδιο θέμα, το
οποίο και δημοσιεύτηκε στο διαδίκτυο στην ηλεκτρονική διεύθυνση
Ένοιωσα ότι το παρελθόν πλανιόταν στον αέρα και ότι μόνο ο ήχος θα μπορούσε να
το φέρει στο παρόν. Άρχισα να δουλεύω με ήχους και να αναπολώ αναμνήσεις,
που ήταν συνδεδεμένες με το σπίτι. Περπατώντας μέσα στο σπίτι θα βρείτε 4
‘ηχητικά σημεία’ που αποτελούν το έργο.
Το
Εργατοϋπαλληλικό Κέντρο Κυκλάδων, μέσα σ’ αυτό το αρχοντικό που το φιλοξενεί,
έχει γνωρίσει και τις «δόξες» των φτωχών. Τους αγώνες των εργαζομένων, τις
αγωνίες τους, τις διαμαρτυρίες τους. Στις 28 Ιουνίου γιορτάζει τα 100 χρόνια
από τη λειτουργία του ως τέτοιο και όλοι περιμένουμε να τιμήσουμε τα γενέθλιά
του, μαζί μ’ αυτό το αρχιτεκτονικό αριστούργημα που το στεγάζει. Κατά κάποιον
τρόπο, θα είναι, ίσως, μια τιμή κι ένας σεβασμός προς την ειρηνική
συνύπαρξη-όχι βέβαια την κατάργηση-των τάξεων που θα μας υπενθυμίσει πως ο
πλούτος πρέπει να τιμάει τη φτώχεια, αφού με τα χεράκια της δημιουργήθηκε.
Μια περιήγηση στην ιστορία και
την αρχιτεκτονική του αρχοντικού Βελισσαρόπουλου
Πρόκειται
για ένα αληθινό παλάτι, αρχιτεκτονικού ρυθμού «νεοκλασικού ρομαντισμού», όπως
και πολλά άλλα αρχοντικά της Σύρου. Αρχικά ανήκε στην οικογένεια Ανάργυρου Αναγνωστόπουλου
και κατόπιν περιήλθε στην κυριότητα της οικογένειας Βελισσαρόπουλου, βιομηχάνου
της εποχής εκείνης-το εργοστάσιό του στεγαζόταν εκεί που σήμερα λειτουργεί το Σούπερ
Μάρκετ του
Νεωρίου.
Στο
υπέρθυρο της εισόδου είναι χαραγμένα τα αρχικά Γ.Δ.Β. και η χρονολογία 1871. Το
κτήριο είναι τριώροφο και σήμερα φιλοξενεί τα γραφεία του ΕΚΚ με αίθουσες
συνεδριάσεων του Κέντρου και των
εργατικών πρωτοβάθμιων σωματείων που υπάγονται σ’ αυτό.
Ολόκληρο
το κτήριο είναι κατασκευασμένο από μάρμαρο με λαξευτή λιθοδομή και αέτωμα στο
κέντρο του τρίτου ορόφου, με σκαλιστά κάγκελα στα μπαλκόνια και περίτεχνα φουρούσια και γείσα. Σε κάθε φουρούσι είναι
σκαλισμένο το Κηρύκιο, το σύμβολο του Ερμή, θεού του εμπορίου, που έδωσε το
όνομά του και στην πρωτεύουσα του νησιού.
Εντυπωσιακά
τα τοξωτά ανοίγματα καταστημάτων στο ισόγειο και ο πλούσιος διάκοσμος στους
ορόφους με φανταστικές τοιχογραφίες και οροφογραφίες. Στην οροφή του τελευταίου
ορόφου δεσπόζει ένα οκτάγωνο «οπαίο», που επιτρέπει στο φως να λούζει ολόκληρο
τον εσωτερικό χώρο του κτηρίου.
Στους
τοίχους του διαδρόμου και της σκάλας,
βλέπουμε ζωγραφισμένη την Κωσταντινούπολη, την Ακρόπολη, την Πύλη του
Αδριανού και το Ολυμπείο, καθώς και τα πορτραίτα αρχαίων ελλήνων και ρωμαίων
φιλοσόφων και ποιητών. Όμηρος, Αριστοτέλης, Σωκράτης, Διογένης, Σοφοκλής,
Ασκληπιός, Καρνεάδης, Δημοσθένης, Πλάτων, Περικλής, Φερεκίδης κ.α.- τα
ορθογραφικά λάθη στα ονόματα δείχνουν ότι ο ζωγράφος δεν ήταν ιταλός. Θα δούμε ακόμη ζωγραφισμένες επτά από τις
εννέα μούσες, πλαισιωμένες με ανθέμια και μουσικές λύρες. Στο τέλος της σκάλας
είναι ζωγραφισμένος ένας κίονας κορινθιακού ρυθμού, ένας κήπος με περικοκλάδες
και δέντρα, καθώς και δύο μορφές νέων που κρατάνε στα χέρια τους στεφάνι και
στάχυα.
Οι
οροφογραφίες καλύπτουν όλα τα ταβάνια του κτηρίου, ζωγραφισμένα με μικρούς
ερωτιδείς, ανθεμωτά κοσμήματα, ρόδακες,
δαντέλες, γιρλάντες κλαδιά, εξωτικά
πουλιά και μπουκέτα με λουλούδια, , που πλαισιώνουν σκηνές από την ελληνική
μυθολογία, ενώ σε μια από τις οροφογραφίες έχει ζωγραφιστεί ο Ερμής και η
Σελήνη πάνω στο άρμα της.
Στην
μεγάλη αίθουσα-τραπεζαρία του ισογείου, οι τοίχοι είναι ζωγραφισμένοι, με φόντο
τον ουρανό, με κιγκλιδώματα, ένα μαύρο
γεράκι, ζωγραφιστά δέντρα, πουλιά, ψάρια, αστακοί, κάνιστρα με φρούτα και άνθη.
Σημειωτέον
ότι οι διάδρομοι αυτού του αρχοντικού όπως και των περισσοτέρων της Σύρου, ήταν
μεγάλοι σαν πλατείες, γιατί εκεί, εκτός από την οικογένεια ζούσαν και
κυκλοφορούσαν ένα πλήθος από το υπηρετικό προσωπικό του σπιτιού. Επίσης τα
αρχοντικά αυτά φιλοξενούσαν συχνά δεξιώσεις και κοινωνικές συναθροίσεις. Να
σημειωθεί πως όταν γινόντουσαν τέτοιες συναθροίσεις, το υπηρετικό προσωπικό δεν
επιτρεπόταν να κυκλοφορεί ανάμεσα στους επισήμους, εκτός από ορισμένους επιλεγμένους με ειδική ενδυμασία, ανώτερους
στην ιεραρχία.
Τα
μπαλκόνια ήταν έτσι τοποθετημένα γύρω από το κτήριο ώστε οι υπηρέτες μετέφεραν
τα υλικά, τις πιατέλες με τα φαγητά, και όλα τα σχετικά, αθέατοι και με τις βαριές κουρτίνες κλειστές
έξω από το κτήριο μέσω των μπαλκονιών.
Οι
καλλιτέχνες που ζωγράφισαν αυτά τα αριστουργήματα ήταν ζωγράφοι και γλύπτες από
την Ιταλία κυρίως και από άλλες χώρες της Ευρώπης του 19ου αιώνα.
Σε
μερικές οροφογραφίες είναι γραμμένα τα ονόματα κάποιων από αυτούς, αλλά και ποιητών ή φιλοσόφων στα Ιταλικά.
Ολόκληρο το αρχοντικό Βελισσαρόπουλου είναι έργο του σπουδαίου Συριανού
αρχιτέκτονα Βλυσίδη που εργάστηκε στην χρυσή εποχή της Ερμούπολης προσφέροντας
στην πόλη και στην αρχιτεκτονική της ιστορία σπουδαίο έργο και σπίτια με
μνημειακή αρχιτεκτονική. Ο Βλυσίδης ανέλαβε την οικοδομή μαζί με τους επίσης
πολύ γνωστούς την εποχή εκείνη εργολάβους Χ. Γ. Γρέγα και Π. Βαμβακά. αρχικά για τον τοκιστή Ανάργυρο
Αναγνωστόπουλο.
Ο Γ.Δ
Βελισσαρόπουλος αγόρασε το αρχοντικό από τον Ανάργυρο Αναγνωστόπουλο το 1914.
Στα νεώτερα χρόνια το κτήριο περιήλθε στην πάλαι ποτέ εργατική Εστία και σήμερα
στεγάζει το Εργατοϋπαλληλικό Κέντρο Κυκλάδων, που ιδρύθηκε το 1918 με συμμετοχή
των σωματείων Αρτεργατών Βυρσοδεψών Βαφέων, Ηλεκτροεργατών Καπνεργατών,
Κρεοπωλών Λιμενεργατών Μηχανουργών, Τυπογράφων και Ναυπηγοεργατών. Σε μια από
τις αίθουσες του βρίσκονται σπουδαία λάβαρα ιστορικών εργατικών σωματείων ενώ
υπάρχει ακόμα σπουδαίο αρχειακό υλικό ύψιστης σημασίας από την ιστορία του
εργατικού κινήματος στην Σύρο και αλλά σπουδαία και ιστορικά στοιχειά και
ντοκουμέντα από την εργατική ιστορία της Σύρου, μαζί με το μοναδικής άξιας και
ιστορίας αρχείο όλων των σπουδαίων πρώτων εργατικών σωματείων που δημιουργήθηκαν
και υπήρχαν στην Σύρο και τις Κυκλάδες.
Το
Αρχοντικό Γ.Δ. Βελισσαρόπουλου έχει κηρυχθεί ως έργο τέχνης με ζώνη προστασίας
ως τα όρια της ιδιοκτησίας του. Υ.Α. ΥΠΠΟ/ΔΙΛΑΠ/Γ/989/16681/10.8.87, ΦΕΚ 475/Β/
3.9.87.