Λεπτή καυστική ειρωνεία, κεντημένη με το βελονάκι
σάτιρα των ηθών της συριανής κοινωνίας του 19ου αιώνα, αλλά και το
ψυχογράφημα ενός συζύγου που έχασε την ψυχική του ηρεμία και τη γαλήνη, όταν
διαπίστωσε ότι η γυναίκα του δεν ήταν «αθώα περιστερά» όπως πίστευε μέχρι
πρότινος, αλλά μια φιλάρεσκη γυναίκα που, εξαιτίας αυτής της φιλαρέσκειάς της,
φλερτάριζε αθώα με τους άνδρες-ελίτ της συριανής κοινωνίας, αγνοώντας εκείνον,
τον σύζυγόν της, τρέχοντας ολημερίς κι ολονυχτίς σε χοροεσπερίδες, που εκείνη
την εποχή ήταν στο φόρτε τους, στην αριστοκρατική Σύρο.
Η σκηνοθετική και ερμηνευτική μεταφορά του διηγήματος
του Ροΐδη από τον Κώστα Βασαρδάνη, έναν νέο και πολλά υποσχόμενο ηθοποιό
(βραβείο Δημήτρη Χορν το 2004), μας εξέπληξε ευχάριστα, καθώς όχι μόνον είχε
μπει στο πετσί του συριανού συζύγου, αλλά μας μετέφερε και το κλίμα και την
ατμόσφαιρα της αριστοκρατικής συριανής κοινωνίας εκείνης της εποχής. Μια
ερμηνεία με θέρμη, με ψυχή, με ζωντάνια, με λεπτότητα
και κυρίως, με την
αυτούσια μεταφορά του κειμένου γραμμένου στην καθαρεύουσα που εντελώς απρόσμενα
απολαύσαμε σαν τη δική μας γλώσσα, ο Κώστας Βασαρδάνης μας καθήλωσε στην
παράσταση της «Ψυχολογίας Συριανού συζύγου» στη σκηνή του Θεάτρου Απόλλων.
Κατά τη διάρκεια του μονολόγου του, γελούσαμε και
μειδιούσαμε κρυφά, ακολουθώντας τις λέξεις που ενσάρκωνε ο ηθοποιός σε κάθε
βήμα του και σε κάθε του κίνηση. Και σκεφτόμασταν πόσο διαχρονική είναι η
«Ψυχολογία του συριανού συζύγου», ενός μεγαλοαστού που, παρά το ότι σνομπάρει
τον έρωτα, όταν τυλίγεται μέσα του σαν μέσα στον ιστό της αράχνης, χάνει την
φλεγματικότητά του και την ηρεμία του, υποκύπτοντας στα κελεύσματα της ερωτικής
μαγείας, της ζήλιας και του πόθου για τη γυναίκα…
(Κάπου μέσα στην παράσταση, πιστή στο κείμενο του Ροΐδη,
εμφανίζεται και ο ίδιος ο συγγραφέας «ινκόγκνιτο», ως απατημένος σύζυγος-χήρος-
που «συμβουλεύει» το φίλο του πώς να αντιμετωπίσει την ερωτική τρέλα και
ζήλεια…)
Αποσπάσματα
από την «Ψυχολογία συριανού συζύγου»
«Ἐντρέπομαι νὰ
τὸ ὁμολογήσω» λέει ο συριανός σύζυγος μέσα από τον λόγο του Ροϊδη. «Ἐπέρασαν ὀκτὼ
μῆνες ἀφ᾿ ὅτου ὑπανδρεύθην καὶ εἶμαι ἀκόμη ἐρωτευμένος μὲ τὴν γυναῖκα μου, ἐνῷ ὁ
κυριώτερος λόγος διὰ τὸν ὁποῖον τὴν ἐπῆρα ἦτο, ὅτι δὲν μοῦ ἤρεσκε διόλου ἡ
κατάστασις ἐρωτευμένου. Δὲν πιστεύω νὰ ὑπάρχῃ ἄλλη ἀῤῥώστια τόσον βασανιστική.
Οὔτε ὄρεξιν εἶχα, οὔτε ὕπνον, οὔτε διάθεσιν νὰ ἐργασθῶ ἢ νὰ διασκεδάσω. Ἐκτὸς τῆς
Χριστίνας, ὅλα τὰ ἄλλα τὰ εὕρισκα ἄνοστα, ἀνάλατα, ἀνούσια καὶ πληκτικά. Ἐνθυμοῦμαι
ὅτι μίαν ἡμέραν εἰς τὸ ξενοδοχεῖον ἔκαμα ὅλον τὸν κόσμον νὰ γελάσῃ παραπονεθεὶς
ὅτι ἦτο ἀνάλατη καὶ ἡ λακέρδα.
...Ὁ χορὸς ἐκεῖνος ἐπέσκηπτε πρόωρος καὶ ἀπροσδόκητος
καὶ ὀλίγος ἀπέμενε καιρὸς εἰς τὰς Συριανὰς διὰ νὰ ἑτοιμασθῶσιν. Ὅλαι ἦσαν ἄνω
κάτω. Ἐπὶ τρεῖς ἡμέρας ἔτρεχεν ἡ Χριστίνα εἰς τὰ ἐμπορικά, τὴν δὲ τετάρτην
μετεβλήθη ὁλόκληρος ἡ οἰκία μας εἰς ἐργαστήριον ῥαπτικῆς. Πανταχοῦ κομμάτια ὑφασμάτων,
φόδραι, ὀρνέκια, στηθόδεσμοι καὶ ὑποδήματα πρὸς δοκιμήν. Δὲν εὕρισκα πλέον ποὺ
νὰ καθίσω· τὸ δὲ ἑσπέρας ἔπρεπε νὰ περιμένω ἕως τὰς ἐννέα ἢ καὶ ἀργότερα, ν᾿ ἀδειάσῃ
ἡ ῥάπτρια τὴν τράπεζαν τοῦ γεύματος, διὰ νὰ δειπνήσωμεν μὲ μίαν σαλάταν ἢ
σμαρίδας τηγανητᾶς. Ἡ μόνη μας τῷ ὄντι ἐγκυκλοπαιδικὴ ὑπηρέτρια εἶχε χειροτονηθῆ
κ᾿ ἐκείνη μοδίστρα καὶ δὲν ἐπρόφθανε νὰ μαγειρεύσῃ. ..Τὸ ὀχληρότερον ἀπὸ ὅλα ἦτο
ἡ διηνεκὴς ἀπασχόλησις τῆς Χριστίνας καὶ τὰ παντὸς εἴδους χαρτιά, τὰ ὁποῖα ἐτύλιγε
τὴν νύκτα εἰς τὰ μαλλιά της. Ἀπὸ τὴν ἡμέραν ὅπου ἐλάβαμεν τὸ κατηραμένον ἐκεῖνο
προσκλητήριον, ἦτο ὡς νὰ μὴν εἶχα γυναῖκα.
Ὁ οἶκος τοῦ κ. δημάρχου ἦτο μεγάλος, ἀλλ᾿ ἀκόμη
μεγαλείτερος ὁ φόβος του νὰ μὴ λησμονήσῃ οὐδὲ τὸν ἐλάχιστον κομματαρχίσκον του,
ἔστω καὶ λουκουμοποιόν, καραβοκύρην, βυρσοδέψην ἢ ἄλλον καταστηματάρχην. Ὁ κόσμος
ἦτο λοιπὸν πολὺς καὶ ὡς πάντοτε συμβαίνει εἰς τὴν Σύρον τριπλάσιοι τῶν κυριῶν οἱ
χορευταί. Ταύτας ἐπερίμεναν εἰς τὴν ἐξώθυραν μὲ σημειωματάριον εἰς τὴν χεῖρα καὶ
ἀνέβαιναν κατόπιν αὐτῶν τὴν κλίμακα ἐπαιτοῦντες χορόν. Ὅταν εἰσήλθομεν ἐξώρμησαν
τουλάχιστον δεκαπέντε κατὰ τῆς Χριστίνας, τῆς ὁποίας ἐθαύμασα κατὰ τὴν ἕφοδον
ταύτην τὸ θάῤῥος καὶ τὴν ἑτοιμότητα, μὲ τὴν ὁποίαν ἐμοίραζεν ὡς ἀντίδωρον ἀνὰ ἓν
βλέμμα καὶ ἓν μειδίαμα εἰς ἕκαστον ἀπαιτητήν. Ἡ τοιαύτη διανομὴ ἐξηκολούθησε
χωρὶς διαλείμματα καθ᾿ ὅλην τὴν διάρκειαν τῆς ἑσπερίδος. Μόνον δι᾿ ἐμὲ δὲν ἐπερίσσευε
τίποτε, ἂν καὶ τὴν ἔφεραν δυὸ ἢ τρεῖς φορὰς πλησίον μου αἱ περιπέτειαι τοῦ χοροῦ.
Ἡ ἀμηχανία μου ἦτο μεγάλη, ὅταν ἦλθε νὰ καθίσῃ
πλησίον μου ὁ παλαιός μου φίλος Εὐάγγελος Χαλδούπης, ὁ ἐξυπνότερος ἀλλὰ καὶ ὁ
πλέον διεστραμμένος τῶν Συριανῶν, ἀδιάντροπος ὡς πίθηκος καὶ κυνικώτερος τοῦ
Διογένους. Διὰ ν᾿ ἀποφύγη τὰ σκώμματα τοῦ κόσμου εἶχεν ἐφεύρει νὰ γελᾷ ὁ ἴδιος
δυνατώτερα παντὸς ἄλλου διὰ τὰς πολλὰς καὶ ἐπιφανεῖς τῆς μακαρίτιδος συζύγου
του ἀπιστίας. Εἰς τὸν τοῖχον τοῦ γραφείου του εἶχε κρεμάσει τὰς εἰκόνας τοῦ Ἡφαίστου,
τοῦ Ἀγαμέμνονος, τοῦ Μενελάου, τοῦ Βελισαρίου, τοῦ Ἐρρίκου Δ´ καὶ τὴν ἰδικήν
του φωτογραφίαν πλησίον τῶν «ἐνδόξων αὐτοῦ συναδέλφων».
Ὁ ἀλλόκοτος οὗτος ἄνθρωπος, ἀφοῦ μὲ παρετήρησεν ἐπί
τινας στιγμὰς μὲ ὀχληρὰν ἐπιμονήν,
- Τί ἔχεις; μὲ ἠρώτησε· τὰ μάτια σου εἶναι βουρκωμένα σὰν τὰ βουνὰ τῆς Γούρας.
- Τίποτε, ἀπεκρίθην, μὲ πονεῖ ὀλίγον τὸ κεφάλι.
- Καὶ πολὺ περισσότερον σὲ πονεῖ ὅτι δὲν μὲ ἤκουσες ὅταν
σοῦ ἔλεγα ὅτι δὲν εἶναι διὰ σένα ἡ Χριστίνα· ὅτι ἔχει εἰς τὰς φλέβας της πολὺ αἷμα
καὶ κάποιαν ὁμοιότητα μὲ τὴν μακαρίτισσάν μου εἰς τὴν φυσιογνωμίαν. Βλέπω κοντά
της τὸν παλαιόν της φίλον Κάρολον Βιτούρην, ἐπρόσθεσε δεικνύων τὸν ἐξακολουθοῦντα
νὰ συνομιλῇ μετ᾿ αὐτῆς ξανθὸν νεανίσκον. Φαίνεται ὅτι ἔχουν πολλὰ νὰ εἴπουν.
- Τὸν παλαιόν της φίλον; ἠρώτησα ἐγώ. Πῶς γίνεται νὰ
μὴν τὸν γνωρίζω; Πρώτην φορὰν τὸν βλέπω.
- Διὰ τὸν λόγον ὅτι μόνον προχθὲς ἐπέστρεψεν ἀπὸ τὴν
Εὐρώπην. Πρὸ πέντε ἐτῶν, πρὶν ἀποκατασταθῆς σὺ εἰς τὴν Σύραν, ἦτο ἐρωτευμένος,
τρελλὸς μὲ τὴν Χριστίναν, τὴν ὁποίαν δὲν τοῦ ἔδωκαν, διότι δὲν εἶχε τὰ μέσα νὰ
τὴν συντηρήσῃ. Ἡ ἀπελπισία του ἦτο τόση, ὥστε ἤθελε ν᾿ αὐτοχειριασθῇ, καὶ θὰ τὸ
ἔκαμνεν ἴσως, ἂν δὲν ἀνελάμβανεν ἡ γυναῖκα μου νὰ τὸν παρηγορήσῃ. Ἦτο, νομίζω, ὁ
πρῶτος της ἐραστής. Τοὺς συνέλαβα ἐπ᾿ αὐτοφώρω, εἰς τὸν κῆπον τοῦ Κωυμοῦ, μίαν ἡμέραν,
ὅπου εἶχα ὑπάγει νὰ ἐπισκεφθῶ τὴν Ἀνίκαν. Ἡ γυναῖκα μου τὸν ἐβαρέθη ὀγλήγορα,
διότι ἦτο πάρα πολὺ αἰσθηματικός. Ἔπειτα φαίνεται, ὅτι ἐξηκολούθει νὰ ἐνθυμεῖται
τὴν ἰδικήν σου. .. Παρατήρησε πὼς τρώγει τὴν Χριστίναν μὲ τὰ μάτια. Σὲ
συμβουλεύω νὰ τὸν προσέχῃς καὶ νὰ μὴ συχνοφέρνῃς τὴν γυναῖκα σου εἰς τοὺς
χορούς.
- Θ᾿ ἀκολουθήσω τὴν συμβουλήν σου.
- Μὴ λησμονήσῃς ὅτι, ἂν φανῆς ζηλιάρης, ἂν τὴν
στενοχωρήσῃς καὶ ζητήσῃς νὰ τὴν περιορίσῃς, εἶναι ἀκόμη βεβαιότερον ὅτι θὰ τὴν
πάθης.
- Τί θέλεις τότε νὰ κάμω;
- Οὔτ᾿ ἐγὼ δὲν ἠξεύρω. Ἀφοῦ δὲν ἤκουσες τὴν
συμβουλήν μου, τὸ καλλίτερον ὁποῦ ἔχω τώρα νὰ σοῦ συστήσω, εἶναι νὰ μιμηθῆς τo
παράδειγμά μου, καί, ὅ,τι καὶ ἂν σοῦ συμβῇ νὰ μὴν τὸ πάρης κατάκαρδα. Νὰ σκεφθῆς
ὅτι τὸ πρᾶγμα καθ᾿ ἑαυτὸ δὲν εἶναι τίποτε καὶ νὰ κρεμάσῃς καὶ σὺ εἰς τὸν τοῖχον
σου τὰς εἰκόνας τοῦ Ἀγαμέμνονος, τοῦ Ἡφαίστου, τοῦ Μενελάου...
Τὸ παράδοξον, ἢ μᾶλλον ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον μ᾿ ἐφάνη
παράδοξον, ἂν καὶ ἦτο φυσικώτατον, εἶναι ὅτι ὅσα ὑπέφερα εἰς τὸν κατηραμένον ἐκεῖνον
χορὸν ἀπὸ τὴν κακολογίαν τοῦ Χαλδούπη καὶ τὴν διαγωγὴν τῆς Χριστίνας, ἀντὶ νὰ μὲ
ψυχράνουν μὲ ἔκαναν νὰ τὴν ἐρωτευθῶ ἢ τουλάχιστον νὰ τὴν ἐπιθυμήσω σφοδρότερα
καὶ ἀπὸ τὴν ἡμέραν ὅπου ἀπεφάσισα νὰ τὴν πάρω διὰ νὰ παύσω νὰ τὴν ἐπιθυμῶ. Πλὴν
τῆς ζηλείας καὶ τῆς δεκαημέρου στερήσεως συνετέλει εἰς ἔξαψιν τοῦ πόθου μου καὶ
ἡ ἔκτακτος πολυτέλεια τοῦ ἐσωτερικοῦ αὐτῆς στολισμοῦ, ὁ μεταξωτὸς στηθόδεσμος,
τὰ κεντητὰ μεσοφόρια, τὰ ἀτλάζινα ὑποδήματα καὶ τὸ μεθυστικὸν ἄρωμα τῆς ἴριδος καὶ
τῆς ὑλαγγυλάγκης
Ὅταν λοιπὸν ἐπλησίασα τὴν Χριστίναν, πρέπει νὰ ὑποθέσω
ὅτι οἱ ὀφθαλμοί μου ἦσαν ῾εύγλωττοι᾿, ὡς κατορθώνουν νὰ γράφουν οἱ ἐλαφροί μας
φιλόλογοι, τοὺς ὁποίους εἶχα, ὡς φαίνεται, ἄδικον νὰ περιπαίζω διὰ τοῦτο. Πρὶν
τῷ ὄντι ἀνοίξω τὸ στόμα ἔσπευσεν ἡ Χριστίνα ν᾿ ἀποκριθῆ εἰς τὸ βλέμμα μου: «Εἶμαι,
καημένε, κατάκοπη, ἀφανισμένη, ἄφησε μέ, σὲ παρακαλῶ, ἀπόψε».
.. Ἡ Χριστίνα δὲν ἔκαμεν ἄλλο παρὰ νὰ ἑτοιμάζεται ὅλην
τὴν ἡμέραν, νὰ κουράζεται ὅλην τὴν νύκτα καὶ νὰ ξεκουράζεται τὴν ἑπομένην· οὔτ᾿
ἐγὼ ἄλλο τίποτε παρὰ νὰ τὴν συνοδεύω, ν᾿ ἀγρυπνῶ, ν᾿ ἀνησυχῶ, νὰ ζηλεύω, νὰ
κατασκοπεύω καὶ νὰ βλέπω εἰς τὸν ὕπνον μου τὸν Ἥφαιστον, τὸν Μενέλαον καὶ τὸν
Βιτούρην.
Ἐκεῖνο ὅμως τὸ ὁποῖον περισσότερον ἀπ᾿ ὅλα μ᾿ ἐβασάνιζε
καὶ μ᾿ ἐστενοχωροῦσε ἦτο, ὅτι σπανίως κατώρθωνα νὰ ἴδω μόνην καὶ ἥσυχην τὴν
Χριστίναν. Οὔτε στρατάρχης κατὰ τὴν παραμονὴν κρισίμου μάχης ἠδύνατο νὰ ἤναι ὅσον
ἐκείνη ἀπησχολημένος.
Τοὺς κλίνοντας νὰ μὲ θεωρήσωσιν ἐκ τῶν ἀνωτέρω ὡς βλᾶκα,
παρακαλῶ νὰ σκεφθῶσι πόσον δύσκολος εἶναι ἡ θέσις τοῦ μὴ δυναμένου οὔτε ὡς ἐραστὴς
νὰ παρακαλέση, χωρὶς νὰ γίνῃ γελοῖος, οὔτε ὡς σύζυγος ν᾿ ἀπαιτήσῃ, χωρὶς νὰ γίνῃ
μισητός. ..
Κάλλιστα τῷ ὄντι
ἐγνώριζα ὅτι ὅλα δύναται γυνὴ νὰ συγχωρήσῃ, καὶ ἀπιστίας, καὶ ὕβρεις, καὶ ξύλον
καὶ πᾶν ἄλλο, πλὴν ἑνὸς μόνου, τὸ νὰ τὴν ἀγαπᾷ τις περισσότερον παρ᾿ ὅσον τῆς ἀξίζει.
..Ἀληθές εἶναι, ὅτι ὑπέφερα πολὺ ὅταν τὴν ἔβλεπα νὰ
τρίβῃ τοὺς γυμνοὺς ὤμους της εἰς τὰς χρυσὰς ἐπωμίδας ναυτικοῦ, ἢ ν᾿ ἀποσύρεται
εἰς μίαν γωνίαν καὶ ἐπὶ πολλὴν ὥραν νὰ κρυφομιλῇ ὄπισθεν τοῦ ῥιπιδίου της, καὶ ἀκόμη
περισσότερον ὅταν εὐθὺς μετὰ τὴν ἐπιστροφήν μας μοῦ ἔλεγε ῾Καλὴν νύκτα᾿.
…Ἡ πρώην πεζὴ γνώμη μου, ἡ περιορίζουσα τὴν εὐτυχίαν
εἰς τὴν ἀπαλλαγὴν ἀπὸ τοιούτων βασάνων εἶχε μεταβληθῆ ἐξ ὁλοκλήρου ἅμα ἔφθασα νὰ
ἐννοήσω πόσον συντελοῦσι ταῦτα πρὸς κορύφωσιν τῆς ἡδυπαθείας. Ἄδικον λοιπὸν καὶ
κάπως ἀχάριστον θὰ ἦτο νὰ παραπονεθῶ κατὰ τῆς γυναικός μου, διότι ἔπραττεν ἀκριβῶς
ὅσα ἔπρεπε νὰ πράττῃ διὰ νὰ καταστήσῃ γλυκύτερα τὰ φιλήματά της. Ἂν εἶχα καθ᾿ ἡμέραν
σύζυγον δὲν θὰ εἶχα ἐκ διαλειμμάτων ἐκτάκτου ποιότητος ἐρωμένην».
Ποιος
ήταν ο Εμμανουήλ Ροΐδης
Ο Εμμανουήλ Ροΐδης γεννήθηκε στις 28 Ιουνίου 1836 στην Ερμούπολη της Σύρου από
εύπορους και αριστοκρατικής καταγωγής γονείς από την Χίο,
τον Δημήτριο Ροΐδη και την Κορνηλία το γένος Ροδοκανάκη. Συμμαθητής του ήταν ο
λόγιος, συγγραφέας και έμπορος Δημήτριος Βικέλας και
μαζί εξέδιδαν μια εβδομαδιαία χειρόγραφη εφημερίδα με τον τίτλο «Μέλισσα»..
Μετά τον αιφνίδιο θάνατο του πατέρα του το 1862,
εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Αθήνα, αποφασισμένος να μην ακολουθήσει τις εμπορικές
δραστηριότητες που του είχε αφήσει ο πατέρας του αλλά να αφοσιωθεί στην
ενασχόληση του με τα γράμματα.
Τον Ιανουάριο του 1875 και
για 18 μήνες εξέδιδε με τον Θέμο Άννινο το
εβδομαδιαίο χιουμοριστικό στην αρχή, σατιρικό κατόπιν, περιοδικό Ασμοδαίος μέσα
από τις σελίδες του οποίου είχε τη δυνατότητα να σχολιάζει την δημόσια και
πολιτική ζωή της Ελλάδας καθώς και να συμμετέχει ενεργά σε αυτήν. Υπέγραφε με
τα ψευδώνυμα «Θεοτούμπης», «Σκνίπας» και πολλά άλλα παρόμοια. Kαυτηρίαζε
ακόμη τη κομματική συναλλαγή της εποχής του, υποστηρίζοντας όμως την πολιτική
του Χαρίλαου Τρικούπη.
Η Πάπισσα Ιωάννα είναι
το πιο διάσημο από τα αφηγηματικά έργα του Ροΐδη και ένα από τα πιο γνωστά
μυθιστορήματα της Νεοελληνικής λογοτεχνίας,
με πολλές μεταφράσεις σε ξένες γλώσσες. Με το έργο αυτό ο συγγραφέας ήλθε σε ρήξη
με την κρατούσα λογοτεχνική παράδοση, τον ρομαντισμό, και με την Εκκλησία η
οποία και τον αφόρισε.
Η υπόθεση του έργου είναι ένας θρύλος του 9ου αι.
αρκετά διαδεδομένος στην Ευρώπη,
για μια γυναίκα που κατάφερε να ανέλθει στον παπικό θρόνο, έμεινε έγκυος και
γέννησε κατά τη διάρκεια μιας λιτανείας, οπότε και πέθανε.
Το έργο εμφανώς παρουσιάζει τα αρνητικά της Καθολικής Εκκλησίας,
αλλά είναι φανερό ότι η κριτική και η απόρριψη απευθύνονται κυρίως στην Ορθόδοξη.
Γι' αυτό και οι αντιδράσεις απέναντί του ήταν τόσο έντονες. Στον αφορισμό του
έργου ο συγγραφέας απάντησε αρχικά χιουμοριστικά, με τις υποτιθέμενες
«Επιστολές ενός Αγρινιώτου»[4] με
την υπογραφή «Διονύσιος Σουρλής» (στην εφημερίδα Αυγή, Μάιος 1866) και
έπειτα με σοβαρό -αλλά και πιο δηκτικό τόνο-με το «Ολίγαι λέξες εις απάντησιν
της αφοριστικής εγκυκλίου της Συνόδου».
Ο Ροΐδης θεωρείται ότι είναι ο πρώτος που καθιέρωσε
προσωπικό ύφος στη νεοελληνική λογοτεχνία. Το βασικό χαρακτηριστικό του είναι
το χιούμορ και η ειρωνεία. Ο ίδιος είχε παρομοιάσει το ύφος του με την μέθοδο
της «κολοκυνθοπληγίας», δηλαδή του χτυπήματος στο κεφάλι του αναγνώστη με μια
ξερή κολοκύθα. Αυτό ήταν, όπως εξηγούσε, ένα «ανθυπνωτικόν φάρμακον», δηλαδή ο
μόνος τρόπος για να κρατάει σε ενδιαφέρον και εγρήγορση τον (απαίδευτο) Έλληνα
αναγνώστη. Ο Ροϊδης θεωρείται στυλίστας της καθαρεύουσας.
Όμως, υποστήριζε τη χρήση της δημοτικής στη
λογοτεχνία. Για το γλωσσικό θέμα έγραψε πολλές μελέτες με κυριότερο την μελέτη
για το «Ταξίδι» του δημοτικιστή Γιάννη Ψυχάρη.
Το πρόβλημα της «διγλωσσίας» το θεωρούσε εθνική
συμφορά και επέρριπτε στους λογίους την ευθύνη για αυτό. Τη δημοτική γλώσσα τη
θεωρούσε ισάξια της καθαρεύουσας σε πλούτο, ακρίβεια και σαφήνεια και πρότεινε
για τη λογοτεχνική γλώσσα την σταδιακή απλοποίηση της καθαρεύουσας και τον
εμπλουτισμό της δημοτικής ώστε τελικά να «συναντηθούν» σε μια γλώσσα.