Πρόβες,
πρόβες, πρόβες. Μπήκα στο χορό και θα χορέψω. Στο Χορό της Ηλέκτρας, του
Σοφοκλή, που ανεβάζει ο Θεατρικός Πολιτιστικός Όμιλος Σύρου «Απόλλων» και θα παρουσιαστεί στη
σκηνή του ομώνυμου θεάτρου τον Αύγουστο. Όταν άκουσα ότι ετοιμάζεται αρχαία
τραγωδία στο νησί μας, και μάλιστα ένα από τα κορυφαία έργα του Σοφοκλή, η
Ηλέκτρα, μια τεράστια φωνή μίλησε στην ψυχή μου και μου είπε, πήγαινε, τρέχα, ο
σκοπός είναι ιερός. Και πήγα. Και μπήκα στο χορό, χωρίς να γνωρίζω εκ των
προτέρων πόσο απαιτητικός θα ήταν αυτός ο ρόλος, πόσο απαιτητικός θα ήταν ο
σκηνοθέτης μας Γιώργος Πάχος, πόσο ψηλά είχε βάλει τον πήχη, ανεβάζοντας τον
πήχη και όλων ημών που συμμετέχουμε σε αυτήν την ιερή αρχαία τελετή.
|
φωτό Δημήτρης βαμβακούσης από τις πρόβες |
Πήγα
έχοντας στο μυαλό μου εικόνες του Χορού από άλλες παραστάσεις τραγωδίας που
είχα δει στο παρελθόν. Ο Χορός κυκλικός, με λίγες τελετουργικές κινήσεις και
φυσικά έμφαση στον λόγο που εκφέρουν με μια φωνή τα δεκαπέντε μέλη που
απαρτίζουν τον Χορό στις αρχαίες τραγωδίες. Εύκολο σχετικά, έτσι δεν είναι;
Όμως σε
τούτη εδώ την παράσταση, ο Χορός ξεφεύγει
από το ρόλο του παρατηρητή και σχολιαστή, και γίνεται ένα συμπαγές σύνολο, γίνεται το
συλλογικό ασυνείδητο, γίνεται ένα με την τραγική ηρωίδα. Την συνοδεύει στο
μοναχικό της δρόμο, της δίψας για εκδίκηση, του μίσους που κουβαλάει και του
αίματος που έχει χαράξει τη μοίρα της. Ο Χορός σε τούτη την Ηλέκτρα μιλάει σε
τρεις διαφορετικές γλώσσες. Κραυγάζουμε την αγωνία της Ηλέκτρας σε κάθε στροφή
και αποστροφή της, με τη φωνή μας, η αδρεναλίνη στα ύψη, το σώμα μας αποκτά τη
δική του φωνή, το αίμα μας βράζει, χτυπάνε σαν τύμπανα πολέμου τα μηνίγγια μας,
τα χέρια μας γίνονται φτερά, γίνονται πουλιά, γίνονται μαχαίρια, τα πόδια
τρελαίνονται, μισούν, αγαπούν, μπερδεύονται με τις οιμωγές της εξόριστης πριγκίπισσας,
που έχει γίνει δούλα της ίδιας της μάνας που σκότωσε τον πατέρα της, βλέποντας
«τον Αίγισθο στο θρόνο του πατέρα της πατέρα της ντυμένο», μέσα σε ένα παλάτι
όπου η Θεία Δίκη έρχεται, «ξέφρενη Ερινύα, χαλκόποδη, αιμοβόρα, στυγερή», για
να δικαιώσει το αίμα και τη δίψα για δικαιοσύνη. Η Θεία Δίκη που «μυρίστηκε
ανομία, πάθος ακόλαστο, αγκαλιάσματα αισχρά και άδικο αίμα». Και η Ηλέκτρα,
δούλα και ζητιάνα στο ίδιο της το σπίτι, περιμένει τον «μεγάλο Έλληνα, που
ακόμα και στον Άδη, δεν συγχωρεί το άδικο αίμα, αργά ή γρήγορα θα εκδικηθεί…».
|
φωτό Δημήτρης Βαμβακούσης, από τς πρόβες |
Κάποιες
φορές μοιρολογούμε μαζί με την τραγική
μαυροντυμένη φιγούρα, κάποιες φορές την συμβουλεύουμε να λογικευτεί για να μην
πάθει τα χειρότερα από τους ανθρώπους της εξουσίας γιατί θα την συντρίψουν και πάντα ελπίζουμε στον ερχομό του λυτρωτή
Ορέστη. Με τα σώματά μας φτιάχνουμε εικόνες θριάμβου και εικόνες καταστροφής
και εικόνες θανάτου και εικόνες άγριες, κανιβαλικές, και χτυπιόμαστε κάτω σαν
χταπόδια και γινόμαστε κούκλες σπασμένες σε χίλια κομμάτια και βρισκόμαστε
πάντα εκεί, «στο δείπνο της σφαγής».
Και
χορεύουμε και τραγουδάμε και απαγγέλλουμε την προαιώνια εμπειρία του πόνου και
του βάσανου των ανθρώπων, από καταβολής πολιτισμού, του δικού μας κορυφαίου
πολιτισμού που σημάδεψε την πορεία ολόκληρης της ανθρωπότητας.
|
φωτό Δημήτρης Βαμβακούσης |
Η ψυχή
και το κορμί μετά από κάθε πρόβα, είναι σαν να έχει μεταβεί σε μιαν άλλη
διάσταση, παλαιά και πάντα παρούσα, τόσο παλαιά όσο και το ανθρώπινο γένος.
Βρισκόμαστε
στις Μυκήνες, που
«δεν είναι χτισμένες από άσπρο μάρμαρο όπως η Ακρόπολη. Το καταραμένο
ανάκτορο των Ατρειδών είναι φτιαγμένο από μεγάλους γκρίζους και κοκκινωπούς
ογκόλιθους, πάνω στην κορφή ενός βουνού φαλακρού, χωρίς δέντρα και θάμνους,
μόνο με κίτρινες αποξηραμένες στον ήλιο τούφες χορτάρι. Ακόμα και τις πρώτες πρωινές
ώρες οι πέτρες αχνίζουν σαν αναμμένα κάρβουνα. Κάνει ζέστη στις Μυκήνες. Ο
τάφος του Αγαμέμνονα είναι κάτω στην κοιλάδα, μερικές εκατοντάδες μέτρα απ’
αυτό το πυρωμένο βουνό… Μπαίνει κανείς στον τάφο σαν να μπαίνει στη νύχτα»,
όπως αναφέρει ο Γιαν Κοττ στο βιβλίο του «Θεοφαγία».
|
φωτό Δημήτρης Βαμβακούσης |
Εκεί,
στον οίκο του γένους των Ατρειδών που αποτέλεσε το θεμέλιο για τις περισσότερες
μεγάλες αρχαίες τραγωδίες, παίρνοντας υλικό από τα Ομηρικά Έπη, διασχίζοντας τους αιώνες σαν άχρονες κάψουλες
γνώσης, δύναμης και μεγαλείου. Για να διδάξουν όλες τις επόμενες γενιές πως η
ανθρώπινη κυτταρική μνήμη, το συλλογικό ασυνείδητο με τα πάθη, τα συναισθήματα,
τον πόνο, το θάνατο, τη ζωή, τη δίψα για δικαιοσύνη, είναι πάντα εδώ κι εδώ θα
μείνουν, όσο υπάρχουν άνθρωποι πάνω σ’ αυτόν τον πλανήτη.
Η σημασία της τραγωδίας της
Ηλέκτρας
Πολλές
φορές αναρωτήθηκα, γιατί οι αρχαίοι τραγωδοί βασίστηκαν στον αιματοβαμμένο μύθο
των Ατρειδών. Και γιατί οι κορυφαίες τραγωδίες είχαν σαν ηρωίδες γυναίκες.
Έχουν
γραφτεί εκατοντάδες χιλιάδες σελίδες για να αναλύσουν το υπόβαθρο και τη
σημασία των αρχαίων τραγωδιών. Να σημειώσουμε εδώ πως υπάρχουν τρεις Ηλέκτρες,
μία στις «Χοηφόρες» του Αισχύλου, μία Ηλέκτρα του Σοφοκλή και μία Ηλέκτρα του
Ευριπίδη.
|
φωτό Δημήτρης Βαμβακούσης |
-Σύμφωνα
με τον Γιαν Κοττ, «στην Ηλέκτρα του Σοφοκλή, που είναι παλιότερη από εκείνην
του Ευριπίδη, οι ζωντανοί είναι γοητευμένοι από τους νεκρούς. Σ’ αυτή την
τραγωδία τα πάντα είναι λειτουργία, τελετουργικό και ιεροτελεστία. Η γοητεία
του θανάτου είναι μόνιμη. Και ο φόνος είναι εδώ μια λειτουργική θυσία που
διαπράττεται τελετουργικά. Η Ηλέκτρα του Σοφοκλή είναι η πιο μονοθεματική. Από
τον πρόλογο μέχρι την αποχώρηση των ηθοποιών δεν είναι παρά μια προετοιμασία
και επίδειξη του φόνου. Το τραγικό
αρχέτυπο του φόνου είναι η μητροκτονία. Στον Σοφοκλή δεν υπάρχει έλεος, υπάρχει μόνο φρίκη. Ο εφιάλτης
διαδραματίζεται σαν ξύπνιο όνειρο, συνοδευμένο από τις κραυγές του
δολοφονημένου θύματος και τα ουρλιαχτά της Ηλέκτρας.
Οι ήρωες δεν ξυπνούν από αυτό το
δολοφονικό όνειρο.
Δεν έρχονται οι Ερινύες κι ο Ορέστης,
μετά τον τελευταίο φόνο, δεν λέει πια ούτε λέξη. Ακόμα πιο εκπληκτική είναι η
σιωπή της Ηλέκτρας. Από τα ανάκτορα ακούγονται οι κραυγές της. «Αλλί μου η
μαύρη, αλλοίμονο». Αυτά είναι τα πρώτα της λόγια. Τα τελευταία, που τα προφέρει
η Ηλέκτρα τη στιγμή που ο Ορέστης σέρνει τον σκοτωμένο από το χέρι του Αίγισθο,
είναι: «Σκότωνέ τον ευθύς/ και το νεκρό του παράτα τον σε κείνους που του
αρμόζουν,/ τους νεκροθάφτες, να τονε φροντίσουν/ μακριά απ’ τα μάτια μας- που
αυτό για μένα/ θα ήταν η μόνη ελάφρυνση από τα τόσα/ τα βάσανα που πέρασα ως
τώρα». Ύστερα δε λέει τίποτε πια. Μένει μόνο στο άδειο προσκήνιο, πολύ μακριά
από το Χορό. «Τα υπόλοιπα είναι σιωπή».
Ο Γιαν
Κοττ σημειώνει επίσης ότι «το παρελθόν
πρέπει να γίνει παρόν στην τραγωδία. Το παρόν του Ορέστη διαρκεί από τα
χαράματα μέχρι το δειλινό, συναντιέται μόνο μια φορά με την Κλυταιμνήστρα και
είναι η σκηνή στην οποία τη σκοτώνει. Μια νέα μορφή πρέπει να αναλάβει τη
λειτουργία του Χορού. Τώρα η Ηλέκτρα με κάθε λέξη της ανακαλεί στη μνήμη το
παρελθόν. Στο εξής θα είναι ζωντανό το παρελθόν στη σκηνή. Ο Ορέστης είναι
εκείνος που σκοτώνει. Η Ηλέκτρα είναι εκείνη που δεν ξεχνά και δεν σκοτώνει.
Στη
διαμάχη ανάμεσα στην Ηλέκτρα και την αδελφή της τη Χρυσόθεμη, όπως και στη
διαμάχη ανάμεσα στην Αντιγόνη και την Ισμήνη, περιέχονται όλες οι μεγάλες
αντιθέσεις: Η πίστη προς τους νεκρούς
και η πίστη προς τους ζωντανούς, η εξέγερση ενάντια στην εξουσία και η υπακοή
στους άρχοντες, η άρνηση και ο συμβιβασμός. Από την Ηλέκτρα ζητούν να
ξεχάσει. Όμως η Ηλέκτρα είναι εκείνη που δεν ξεχνάει. Η μνήμη της Ηλέκτρας είναι ακριβώς εκείνο το παρελθόν που γίνεται παρόν
και η αναγγελία της εκδίκησης».
-Σύμφωνα
με άλλες αναλύσεις, η Ηλέκτρα του Σοφοκλή «συμβολίζει ένα είδος συλλογικού γυναικείου ασυνειδήτου,
μεταφέροντας το πρότυπο τού ανταγωνισμού μητέρας- κόρης. Στο σοφόκλειο δράμα, οι θεοί έχουν μπει σε δεύτερο
πλάνο. Ο άνθρωπος εντάσσεται με τους
δικούς του όρους σε έναν σκοπό και δεν δεσμεύεται παρά μόνον από το ήθος
του. Στο έργο του δεν τίθενται υπό κρίση η Ηλέκτρα ή ο Ορέστης, ούτε για αθώωση ούτε για
καταδίκη. Η δίκη εδώ είναι η φυσική τάξη των γεγονότων.
Αντίθετα,
στην Ηλέκτρα του Αισχύλου («Χοηφόρες»), «η Ηλέκτρα μεταφέρει το πολιτισμικό
πρότυπο του ρόλου της γυναίκας που, στο πλαίσιο μιας πατριαρχικής κοινωνίας,
καλείται να συντηρήσει άσβεστο το οικογενειακό μίσος της εκδίκησης. Η μητροκτονία χρησιμεύει ως σύμβολο του
περάσματος από την μητριαρχία στην πατριαρχία και ως πρόφαση για να
διατυπώσει ο Αισχύλος το έσχατο επιχείρημά του για μια διαλεκτική δικαιοσύνη σε
έναν κόσμο που μεταβαίνει από τη φυλετική στην πολιτική κοινωνία, από τη δίκη
στο νόμο. .. . Η πάλη
ανάμεσα στο παλιό που φεύγει και στο καινούριο που έρχεται παίρνει στο έργο
πολλά ονόματα και κωδικοποιείται στη σύγκρουση ανάμεσα στον Απόλλωνα και στις
Ερινύες, στη Γη και στον Ουρανό, στο Φως και στο Σκοτάδι.
Και στα δυο έργα η Ηλέκτρα μαζί
με τον αδερφό της Ορέστη κατασκευάζουν έναν κώδικα κοινωνικής ηθικής που
διαπλέκεται γύρω από τον άξονα της τιμής και της αιδούς και σύμφωνα με αυτόν
κρίνουν και καταδικάζουν την Κλυταιμήστρα και τον Αίγισθο. Στην
ουσία όμως ακολουθούν και οι ίδιοι τον νόμο της αντεκδίκησης που έχει τις ρίζες
του στο απώτερο παρελθόν. Και στους δυο ποιητές φαίνεται να
καταδικάζεται αυτή η λογική και να προβάλλεται η έννοια του νόμου». (πηγή http://constantinoskyriakis.blogspot.gr/)