12/20/18
Το μάτι της φωτογραφικής μηχανής είδε τη φωτογραφία
ενός μικρού κοριτσιού πεταμένη-κατά λάθος, εξεπίτηδες;- σε ένα ρείθρο
πεζοδρομίου. Ήταν απόγευμα, είχε βρέξει και το ρείθρο είχε μετατραπεί σε ένα
μικρό ρυάκι, με το νερό ακίνητο γεμάτο φύλλα φθινοπωρινά και χώματα. Η
φωτογραφία του κοριτσιού στεκόταν ασάλευτη σαν κορνιζαρισμένη σε ένα φυσικό
φόντο, περιμένοντας ίσως ένα μάτι σαν αυτό της μηχανής για να αποκτήσει την
αθανασία που της έπρεπε. Το μάτι της μηχανής ανταποκρίθηκε λοιπόν στο κάλεσμα του
μικρού κοριτσιού και έκανε τη δουλειά
του. Το φωτογράφισε.
Για την ακρίβεια, το μάτι ανήκε σε μια γυναίκα που
είχε το πάθος της φωτογραφίας. Και είχε και μάτι αετίσιο, φωτογραφικό. Και είδε
τη φωτογραφία του μικρού κοριτσιού και τράβηξε τη φωτογραφία του. Ύστερα γύρισε
σπίτι της. Όμως σκεφτόταν το κορίτσι της φωτογραφίας και δεν μπορούσε να ησυχάσει.
Έπρεπε να την πάρω τη φωτογραφία και να τη βάλω πάνω στη βιβλιοθήκη μου,
σκεφτόταν. Και στριφογυρνούσε στον καναπέ και ύστερα στο κρεβάτι και η
φωτογραφία του μικρού κοριτσιού λες και είχε στοιχειώσει μέσα της. Και σηκώθηκε
από το κρεβάτι και ντύθηκε και βγήκε έξω να πάει να πάρει τη φωτογραφία. Και τη
βρήκε εκεί που την είχε αφήσει, σαν να την περίμενε το κορίτσι να ξαναγυρίσει.
Ήταν νύχτα.
Το τοπίο είχε αλλάξει. Το ρείθρο ήταν καστανό και
σκοτεινό, και το κορίτσι σαν να είχε αλλάξει στάση μέσα στη φωτογραφία, σαν να
είχε γίνει πιο φωτεινό, πιο καθαρό μέσα στο σκοτάδι, σαν να είχε ζωντανέψει και
να μιλούσε στη γυναίκα και να της έλεγε, πάρε με και δώσε μου την αιώνια ζωή.
Φερμένη με τον αέρα, πεσμένη μέσα στο μικρό ρυάκι
του ρείθρου, η φωτογραφία με το κοριτσάκι, έκρυβε μια ζωή. Μια ψυχή που
συνέχισε να ζει με τη γοητεία της ακίνητης πεθαμένης πεταλούδας που περιμένει
να αναστηθεί μέσα από τα μάτια και τη μνήμη ενός ζωντανού ανθρώπου.
Το μάτι της φωτογραφικής μηχανής ανοιγόκλεισε για
δυο ακόμα φορές εκτοξεύοντας τη λάμψη του φλας στο σκοτάδι. Η γυναίκα που ήταν
το μάτι της μηχανής, έσκυψε και πήρε τη φωτογραφία του κοριτσιού και την πήγε
στο σπίτι της και την έβαλε στο ράφι της βιβλιοθήκης της. Έπειτα κοιμήθηκε έναν
ύπνο χωρίς όνειρα.
Το κορίτσι τώρα είχε αποκτήσει μια νέα ζωή.
Ήταν
πάλι πέντε χρονών και ο μεγάλος φιόγκος στα μαλλιά της έμοιαζε με τα φτερά μιας
πεταλούδας που λικνίζεται στον αέρα. Και το κορίτσι χόρευε σαν μια μικρή
πεταλούδα που πήγαινε να τρυγήσει τη γύρη των λουλουδιών λίγο πριν πεθάνει.
Και το κοριτσάκι μπορούσε τώρα να αφηγηθεί τη ζωή
του. Ποια ήταν, από πού είχε έρθει, πώς
μεγάλωσε, σε ποιο σπίτι, να ζει ή να έχει πεθάνει, πόσων χρόνων ήταν τώρα και
τι έκανε, πώς φόρεσε το φουστανάκι για να τη φωτογραφήσει κάποιος, ήταν η μάνα,
ήταν ο πατέρας, ήταν κάποιος άλλο γνωστός ή κάποιος επαγγελματίας φωτογράφος,
πώς ήταν το σπίτι του όταν ήταν παιδί και πού κατοικούσε τώρα, μεγάλη πια
γυναίκα ή και γριά.
Και η γυναίκα που του είχε δώσει ζωή κοίταζε τη
φωτογραφία του μικρού κοριτσιού και έπλαθε με τη φαντασία της την ιστορία του. Και
δεν είχε σημασία ποια ήταν η αληθινή ιστορία του μικρού κοριτσιού, μόνο τη
στιγμή του χρόνου μπορούσε να καταλάβει κανείς από το φουστανάκι που φορούσε το
κοριτσάκι της φωτογραφίας κι από το μεγάλο φιόγκο που κοσμούσε τα μαλλιά του τα
κομμένα σε στυλ καρέ κι από τα παπουτσάκια που φορούσε με τα σοσόνια κι από το
δωμάτιο ενός σπιτιού της μεταπολεμικής εποχής. Θα ήταν το 1950 ή 1960, σε σπίτι
αστικό αρχιτεκτονικού ρυθμού Bauhaus,
όπως ήταν το σπίτι της γυναίκας που τράβηξε τη φωτογραφία του κοριτσιού όταν κι
εκείνη ήταν παιδ,ί αλλά κανείς δεν την είχε απαθανατίσει σε μια φωτογραφία
ζωντανή, σαν κι αυτήν που δέσποζε τώρα στο ράφι της βιβλιοθήκης της.
Και η γυναίκα έγινε ένα με το κορίτσι της
φωτογραφίας και ζωντάνεψε το κορίτσι μέσα από τα μάτια της και εισχώρησε στα
κατάβαθα της μνήμης της για να μην πεθάνει ποτέ.
Για εμένα
Γεννήθηκα στην Αθήνα το 1952. Σπούδασα Ιστορία - Αρχαιολογία στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Εργάστηκα στο Υπουργείο Πολιτισμού ως αρχαιολόγος από το 1977 ως το 1983. Παράλληλα με την εργασία μου σπούδασα θέατρο στη Σχολή Ευγενίας Χατζήκου και συμμετείχα σε παραστάσεις ερασιτεχνικών θεατρικών θιάσων.
Από το 1984 εργάστηκα ως δημοσιογράφος στις εφημερίδες ΑΥΓΗ, ΠΡΩΤΗ, Κυριακάτικη ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ. Το 1985 παίρνω το πρώτο δημοσιογραφικό βραβείο «Παύλου Παλαιολόγου» για το καλύτερο γυναικείο κείμενο. Αργότερα συνεργάστηκα με τα περιοδικά ΠΑΝΘΕΟΝ, ΓΥΝΑΙΚΑ, ΤΗΛΕΡΑΜΑ, Mme Figaro, ΑΣΤΡΑ ΚΑΙ ΟΡΑΜΑ, στα οποία είχα την ευθύνη της αρχισυνταξίας και την επιμέλεια του ελεύθερου ρεπορτάζ. Συνεργάστηκα επίσης ως ρεπόρτερ με την τηλεόραση του ΑΝΤ1 και με ραδιοφωνικούς σταθμούς (ΤΟP FM, 9.84 κ.α.). Κατά τη δημοσιογραφική μου καριέρα, ασχολήθηκα με την ελεύθερη έρευνα, πολιτιστικά, κοινοβουλευτικό και πολιτικό ρεπορτάζ.
Εργάστηκα ως συντάκτης πολιτικού ρεπορτάζ, στο Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων-(ΑΠΕ-ΜΠΕ). Έχω γράψει τα βιβλία «Ψάχνοντας για τη Μόνικα», «Η σκιά της άλλης» και «Μινώκερος», τα οποία εκδόθηκαν από τις εκδόσεις ΛΙΒΑΝΗ. Έχω κάνει πολλές επιμέλειες βιβλίων.
Τα τελευταία οκτώ χρόνια ζω μόνιμα στη Σύρο και συνεργάστηκα με την εφημερίδα «Ο ΛΟΓΟΣ των Κυκλάδων».