7/06/17

Στο εργαστήρι του καλλιτέχνη Χρήστου Παπαδούλη: Λαξεύοντας το ωραίο

Κορμιά γυμνά λαξευμένα, τα αγγίζεις και νομίζεις ότι αγγίζεις ένα δέρμα βελούδινο. Κι όμως, είναι μάρμαρο. Δεν το πιστεύεις ότι αυτό το σκληρό υλικό μπορεί να γίνει τόσο μαλακό και απαλό στην υφή. Είναι η κλασσική ομορφιά τους που σε συνεπαίρνει, και δεν πιστεύεις στα μάτια σου και στα χέρια σου. Μόνο μιλιά που δεν έχουν. Μιλούν όμως μέσα από τα σώματα, την ακινητοποιημένη τους κίνηση, την υπόκωφη λάμψη της αρμονίας που εκπέμπουν. Είναι το ωραίο, το αρχαίο ελληνικό κάλλος, αυτό που εμπνέει τον γλύπτη Χρήστο Παπαδούλη.
Ο Χρήστος Παπαδούλης με τον εγγονό του Βασίλη
Κι αυτή την αποτύπωση του ωραίου υπηρέτησε σε όλη του τη ζωή, ακολουθώντας το ταλέντο των χεριών του και την κληρονομιά του μεγάλου αρχαίου πολιτισμού, χαμένου σήμερα μέσα στο θολό τοπίο του μοντερνισμού και απαξιωμένου από την μίζερη νεοελληνική πραγματικότητα.

Σε πρόσφατη έκθεσή του στην αίθουσα Βάττη της Ερμούπολης (ART4), ο Χρήστος Παπαδούλης έδωσε μια ιδέα για το έργο του και το ταλέντο του, και δεν ήταν βέβαια η πρώτη φορά. Μια μικρή όμως μόνο ιδέα. Η μεγάλη εικόνα, βρίσκεται στο εργαστήριό του, που είχαμε την τιμή και τη χαρά να επισκεφθούμε για να απολαύσουμε σε όλο του το μεγαλείο τη μικρογραφία της γλυπτικής μαρμάρινης ομορφιάς. Το αρχαίο κάλλος είναι εδώ και μπορείς να το αγγίξεις, να το θαυμάσεις, να το κοιτάξεις και να το ρουφήξεις με όλες σου τις αισθήσεις.
Ο ταλαντούχος αυτός καλλιτέχνης, που υπηρετεί πιστά και ανιδιοτελώς την τέχνη του χωρίς να έχει μπει στο «μαύρο», όπως το χαρακτηρίζει, «χρηματιστήριο της τέχνης», μας μίλησε και μας αποκάλυψε τα μυστικά του στη συνέντευξη που ακολουθεί:

-Χρήστο, πώς λαξεύει έτσι το μάρμαρο και γίνεται σαν ένα κομμάτι βούτυρο;

«Αυτό το μάρμαρο είναι παριανό» μας λέει. «Είναι ο περιβόητος λυχνίτης των αρχαίων ελλήνων. Πρόκειται για ένα κοίτασμα μαρμάρου τεράστιο που είχαν βρει οι αρχαίοι στην Πάρο το  οποίο μοιάζει με έναν παγετώνα μέσα στο βουνό. Αυτό θεωρείται το καλύτερο μάρμαρο στον κόσμο για γλυπτική. Είναι λεπτόκοκκο, ημίσκληρο, κάτασπρο, και έχει την ιδιότητα να το διαχέει το φως σε βάθος περίπου 7εκατοστά. Και είναι μοναδικό. Υπάρχει κάτι αντίστοιχο στην Καράρα της Ιταλίας. Βέβαια το παριανό έχει μέσα στους κόκκους του ένα πολύ ψιλό γυαλί και λαμπυρίζει στο φως. Μπορώ να πω ότι αυτό το υλικό το έχω ερωτευτεί, είναι φανταστικό υλικό».

Όταν ξεκίνησε ο Χρήστος να ασχολείται με τη γλυπτική,  ήταν μόλις 10 χρονών. «Τότε έκανα ένα γλυπτό χωρίς να έχω δει ποτέ, είχα φτιάξει ένα κεφάλι σε ένα βράχο εκεί στο σπίτι που ήμουνα, κι από κει ξεκίνησα με μια δασκάλα, η οποία αφού το είδε, πίστεψε ότι εδώ συμβαίνει κάτι ιδιαίτερο. Έπειτα μου έφερε πάρα πολλά βιβλία από διάφορα μουσεία, από το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, το Μουσείο της Ακρόπολης, το Λούβρο,  το Εθνικό Μουσείο της Αγγλίας κλπ. Μιλάμε για το 1962. Δεν σπούδασα σε καμία σχολή, είμαι εντελώς αυτοδίδακτος. Απλά μελέτησα τους αρχαίους έλληνες πώς κατασκεύαζαν αυτά τα γλυπτά. Βέβαια η μεγάλη μου έκπληξη ήταν όταν πήγα στο Εθνικό Μουσείο στην Αθήνα, ήμουν 15-16 χρονών και μπορώ να σου πω ότι επειδή είχα κενά από το σχολείο, τις περισσότερες ώρες μου τις έβγαζα μέσα στο Μουσείο. Είχα πάθε πλάκα, με εντυπωσίασε πάρα πολύ το πώς τα έφτιαχναν αυτά και ένιωσα ότι μπορούσα κι εγώ να κάνω κάτι αντίστοιχο, αφού με βοηθούσε το χέρι μου. Τότε βέβαια δούλευα διάφορα υλικά, δεν είχα μάρμαρα εκεί πέρα, δούλευα γύψο, πηλό. Μου άρεσε η αποτύπωση του ωραίου και του ρεαλιστικού. Το κάλλος, αυτό που έβλεπα, ήθελα να το αποτυπώσω.

-Πόσο χρόνο θέλεις για να κάνεις ένα έργο;

 -Αν είναι ένα κεφάλι μπορεί να κάνω ένα μήνα, αλλά όλη η δυσκολία είναι το φινίρισμα, το τελικό αποτέλεσμα, γιατί εκεί θέλει πολύ τρίψιμο με γυαλόχαρτο. Στην  αρχή ξεκινάς και το σκάβεις με ειδικά καλέμια και κοπίδια κι ανάλογα τι κυρτώσεις έχει το πρόσωπο ή το σώμα θα χρησιμοποιήσεις διάφορα γλύφανα και άλλες λίμες ειδικές για το μάρμαρο. Αυτό που έχει σημασία είναι ότι ξεκινώντας, αφού θέλεις να φτιάξεις κάτι πολύ συγκεκριμένο, πρέπει να έχει ζυμωθεί πολύ καλά πρώτα μέσα στο μυαλό σου.
Πρώτα κάνω ένα σχέδιο, και μετά το ζυμώνω στο μυαλό μου και το σκέφτομαι αρκετό καιρό, δεν ξεκινάω αμέσως να το φτιάχνω. Πρέπει να υπολογίσω τις αναλογίες του, με βάση τους νόμους της αρμονίας και της αναλογίας. Πρέπει λοιπόν να ζυμωθεί πολύ καλά στο μυαλό μου, γιατί άλλο να σχεδιάσεις κάτι που έχει μία μόνο διάσταση, τις υπόλοιπες όμως επιφάνειες δεν μπορείς να τις βλέπεις, πρέπει να τις σκέφτεσαι κι αυτό το  σχέδιο που κάνεις δεν έχει προοπτική. Όταν ξεκινήσω να το φτιάχνω,  χρησιμοποιώ ένα ειδικό μηχάνημα που μπορώ να το περιστρέφω και να βλέπω το γλυπτό από όλες τις πλευρές και τις γωνίες και τι αρμονία έχει. Η μύτη για παράδειγμα, μπορεί από μπροστά να τη βλέπεις σωστή, αλλά αν πας στο πλάι μπορεί να είναι στραβή. Για να φτιάξω ένα γλυπτό, μπορεί να κάνω και πολλά χρόνια».

 -Έχει ανταπόκριση σήμερα η κλασσική γλυπτική και τέχνη;

-Να πω κατ’ αρχήν ότι δεν το επιδίωξα ποτέ να επιβιώσω από την τέχνη μου. Ήταν καθαρά χόμπι μου και τρέλα μου. Μου δόθηκαν ευκαιρίες και να σπουδάσω γλυπτική, δεν το έκανα, γιατί είχα μια καλή δουλειά για βιοπορισμό. Παράλληλα βέβαια δεν το εγκατέλειψα ποτέ αυτό,  γιατί ήταν κάτι που με εκφράζει, και είναι ακόμα και δεν πρόκειται να μου περάσει ποτέ αυτό, γιατί μπορώ  να εξωτερικεύω τα δικά μου συναισθήματα με έναν τρόπο προσέγγισης που δεν είναι ούτε προσβλητικός για το γυναικείο σώμα, γιατί περισσότερο με τις γυναίκες έχω ασχοληθεί, ούτε να προκαλεί συναισθήματα ή ένστικτα περίεργα, σεξιστικά ή οτιδήποτε…

-Ποια είναι η άποψή σου για την μοντέρνα τέχνη;

-Ομολογώ ότι έχω κάνει κι εγώ μερικά αφαιρετικά έργα, όμως ακόμα και σε αυτά, διακρίνεις μια πλαστικότητα του υλικού, το μάρμαρο είναι σαν να το πιάνεις και να το ζυμώνεις για να βγαίνουν οι καμπύλες του. Όμως δε μ’ αρέσει και δεν μου άρεσε ποτέ να παίρνεις κάτι και να λες αυτό είναι η Αφροδίτη. Γιατί  μπορεί να φαντάζεσαι κάποια πράγματα, αλλά αυτό που φαντάζεσαι πρέπει να έχει  ένα ερέθισμα και να σου δίνει κάτι, όχι να είναι αυθαίρετο.
Μας δείχνει ένα μικρό άγαλμα αφαιρετικό που έχει φτιάξει, και λέει: «Αυτό που βλέπεις είναι ένα ζευγάρι, φαίνεται καταφανέστατα, αλλά δεν έχει τις λεπτομέρειες του κλασσικού έργου. Άμα όμως το δεις φωτισμένο από διάφορες γωνίες, βλέπεις όχι ένα ζευγάρι αλλά χίλια δυο ζευγάρια και χίλιες δυο κινήσεις».

-Θέλω να επανέλθω όμως στην προηγούμενη ερώτηση: Τι ανταπόκριση έχουν τα έργα σου στο φιλότεχνο κοινό;

-Τα θαυμάζουν όλοι τα έργα μου, από κριτικές και εντυπώσεις που γράφουν στα βιβλία κατά καιρούς που έχω κάνει διάφορες εκθέσεις, σε πολλούς φαίνεται εξωπραγματικό, γιατί είναι ελάχιστοι εκείνοι που ασχολούνται με τέτοια έργα.  Φτιάχνω τα έργα του σ’ αυτές τις  διαστάσεις, πρώτον γιατί δεν μπορώ να βρω μεγάλα κομμάτια τόσο καλού μαρμάρου  που μ’ αρέσει όπως το παριανό. Και δεύτερον, τα μεγάλα είναι δύσχρηστα και δεν μπορεί να τα μεταφέρει εύκολα κάποιος. Μετά δεν θέλω να απευθύνομαι σε ανθρώπους που έχουν λεφτά και έχουν μεγάλα σπίτια αλλά στον απλό κόσμο που μπορεί να το βάλει κάποιος σε μια γωνιά στο σπίτι του και να το απολαμβάνει. Έχω φτιάξει και κάποια μεγάλα κομμάτια αλλά δεν με εντυπωσιάζουν ιδιαίτερα, γιατί στο μεγάλο είναι πολύ πιο εύκολη δουλειά, κόβεις επιφάνειες μεγάλες και το περιθώριο του λάθους είναι μικρό γιατί έχεις μεγάλες αναλογίες και πιο εύκολα μετρήσιμες. Δηλαδή, εκεί αν κάνεις λάθος δύο πόντους δεν φαίνεται, ενώ εδώ αν κάνεις δύο χιλιοστά λάθος φαίνεται τελείως στραβό.
Ο Χρήστος έχει κάνει στο παρελθόν αρκετές εκθέσεις, ατομικές και ομαδικές σε Αθήνα, Πάρο, Μύκονο, Σύρο και Ελβετία. Έργα του υπάρχουν σε ιδιωτικές συλλογές στις ΗΠΑ, Γαλλία, Γερμανία, Δανία, Σουηδία, Τσεχία, Ουγγαρία, Ιταλία, Ελβετία και Ελλάδα. «Τώρα», μας λέει, « κάνω εκθέσεις μόνο και μόνο για να προβάλλω έναν τρόπο σκέψης διαφορετικό για το τι συμβαίνει σήμερα, αν και όπως πιστεύω εγώ, μέσω της κλασσικής γλυπτικής περνάει σε μας από τους αρχαίους έλληνες όλος αυτός ο τεράστιος πολιτιστικός θησαυρός, και η αίσθηση του ωραίου. Σήμερα  δεν υπάρχει σήμερα η αίσθηση του ωραίου. Αυτό φαίνεται σε όλα τα επίπεδα. 

Μάλιστα ο Πικάσο, σε μια συνέντευξή του λίγο πριν πεθάνει, αναφέρεται στη σύγχρονη μοντέρνα τέχνη και σε μια αποστροφή του έλεγε ότι «εγώ με τις σαχλαμάρες που έκανα και με τις σπαζοκεφαλιές που έβαζα στους σοφούς της εποχής, έγινα πάμπλουτος, ενώ μερικές φορές όταν είμαι μόνος μου, ντρέπομαι να λέω ότι είμαι καλλιτέχνης γιατί εκμεταλλεύτηκα τη συγκυρία της εποχής και έγινα πάμπλουτος χωρίς να έχω το δικαίωμα. Όταν είμαι μόνος μου με τον εαυτό μου, νιώθω ότι δεν είμαι καλλιτέχνης». Είναι μια εξομολόγηση έξω από τα δόντια, η οποία ήταν μαχαίρι. Γιατί πραγματικά, μπορεί να φτιάχνεις κάτι, αλλά δεν μπορεί να θαυμάζεις κάτι που δεν είναι ωραίο και δεν είναι ρεαλιστικό. Στη σφαίρα της φαντασίας, οτιδήποτε είναι ωραίο. Εγώ δέχομαι τους καλλιτέχνες οι οποίοι έχουν περάσει από το κλασσικό μοτίβο, όπως ο Πικάσο που όταν ξεκίνησε δούλευε κλασσικά έργα, και αποτύπωνε με πολύ μεγάλο ρεαλισμό αυτό που υπάρχει στη φύση. Από κει και πέρα ορισμένα μοντέρνα έργα δεν ξέρω τι συναισθήματα προκαλούν στους ανθρώπους και τα παίρνουν και τα εκθειάζουν αλλά δεν μπορούν να εξηγήσουν τι είναι. Όμως επειδή είναι του τάδε, και το πήραν δεν ξέρω πόσα χιλιάρικα, νομίζουν ότι κάτι κάνουν.

Επιπλέον στην τέχνη, δεν ξέρω από ποια εποχή και μετά, διαπίστωσα ότι είναι το πιο μαύρο χρηματιστήριο που υπάρχει στον κόσμο. ΤΟ ΜΑΥΡΟ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΟ! Γιατί ξεπλένονται λεφτά, τεράστια ποσά τα οποία  έχουν προέλθει από άλλα πράγματα-ναρκωτικά, πωλήσεις όπλων κλπ. Γι αυτό κάποιος έχει πάρει ένα έργο, έχει δώσει στον καλλιτέχνη ένα χιλιάρικο, κι αυτός έχει δηλώσει ότι το πήρε  500.000…κι έχει ξεπλύνει τη βρωμιά του όλη. Αυτό με θλίβει πραγματικά γιατί η τέχνη είχε και έχει άλλη αποστολή για τον άνθρωπο, να εξυψώνει την ψυχή, όχι να βρίσκεται στα τάρταρα και να νιώθει αηδία…
Α' Φάση λαξεύματος

Β' Φάση λαξεύματος



Το ολοκληρωμένο έργο

Διάφορα αγαλματίδια στο εργαστήρι του Χρήστου





Μια λαξευτή γούρνα έξω από το εργαστήρι του Χρήστου φτιαγμένη από τα χέρια του




    

Για εμένα

Γεννήθηκα στην Αθήνα το 1952. Σπούδασα Ιστορία - Αρχαιολογία στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Εργάστηκα στο Υπουργείο Πολιτισμού ως αρχαιολόγος από το 1977 ως το 1983. Παράλληλα με την εργασία μου σπούδασα θέατρο στη Σχολή Ευγενίας Χατζήκου και συμμετείχα σε παραστάσεις ερασιτεχνικών θεατρικών θιάσων.

Από το 1984 εργάστηκα ως δημοσιογράφος στις εφημερίδες ΑΥΓΗ, ΠΡΩΤΗ, Κυριακάτικη ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ. Το 1985 παίρνω το πρώτο δημοσιογραφικό βραβείο «Παύλου Παλαιολόγου» για το καλύτερο γυναικείο κείμενο. Αργότερα συνεργάστηκα με τα περιοδικά ΠΑΝΘΕΟΝ, ΓΥΝΑΙΚΑ, ΤΗΛΕΡΑΜΑ, Mme Figaro, ΑΣΤΡΑ ΚΑΙ ΟΡΑΜΑ, στα οποία είχα την ευθύνη της αρχισυνταξίας και την επιμέλεια του ελεύθερου ρεπορτάζ. Συνεργάστηκα επίσης ως ρεπόρτερ με την τηλεόραση του ΑΝΤ1 και με ραδιοφωνικούς σταθμούς (ΤΟP FM, 9.84 κ.α.). Κατά τη δημοσιογραφική μου καριέρα, ασχολήθηκα με την ελεύθερη έρευνα, πολιτιστικά, κοινοβουλευτικό και πολιτικό ρεπορτάζ.

Εργάστηκα ως συντάκτης πολιτικού ρεπορτάζ, στο Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων-(ΑΠΕ-ΜΠΕ). Έχω γράψει τα βιβλία «Ψάχνοντας για τη Μόνικα», «Η σκιά της άλλης» και «Μινώκερος», τα οποία εκδόθηκαν από τις εκδόσεις ΛΙΒΑΝΗ. Έχω κάνει πολλές επιμέλειες βιβλίων.

Τα τελευταία οκτώ χρόνια ζω μόνιμα στη Σύρο και συνεργάστηκα με την εφημερίδα «Ο ΛΟΓΟΣ των Κυκλάδων».