3/19/17

Η πολλή φτώχεια κι ο πολύς πλούτος κρύβονται

Εμείς οι συνηθισμένοι άνθρωποι μέσα στις πόλεις και στα χωριά μας, μέσα στα τακτοποιημένα σπίτια μας, με τις οικογένειές μας, τους φίλους, τους συγγενείς, γυρνάμε από τη δουλειά, κατάκοποι αν δουλεύουμε στον ιδιωτικό τομέα, χαλαροί αν είμαστε δημόσιοι υπάλληλοι, οι μεν προνομιούχοι που έχουμε έστω και αυτή την κακοποιημένη δουλίτσα, έστω κι αν μας τρώει όλη μας ζωή αλλά μας δίνει κάτιτις να πορευόμαστε σήμερα, το αύριο να παραμένει άδηλο κι ανεξιχνίαστο, οι δε άρχοντες μέσα σε μια κοινωνία δούλων, ακλόνητοι στα νυσταλέα πόστα μας,
καθόμαστε στο τραπέζι να φάμε, δίπλα τα παιδιά παίζουν, έπειτα όσοι έχουμε χρόνο ρίχνουμε έναν υπνάκο, σιέστα το λένε, ή ανάπαυλα κατά το ελληνικότερον, έπειτα στρωνόμαστε στον καναπέ να δούμε καμιά είδηση, κανένα ριάλιτυ, τίποτα survivors, άλλοι σερφάρουμε στο ίντερνετ ή κουπαστάρουμε στο facebook, ή βγαίνουμε για έναν καφέ με φίλους, κι έπειτα ύπνος μέχρι την επόμενη το πρωί. Μια ήρεμη συνηθισμένη ζωή, και το Σαββατοκύριακο θα βγούμε, κανένα σινεμά, κανένα θέατρο, κανένα μπαράκι, ή ακόμα στο σπίτι για ξεκούραση με την οικογένεια ή στο σπίτι κανενός φίλου.

Μέσα στα σπίτια τους, κάποιοι από μας, έχουν ένα άδειο ψυγείο. Το χειμώνα προτιμούν να τυλιχτούν με μια κουβέρτα, να βάλουν λίγο αιρκοντίσιον για το κρύο, να σκαρφιστούν τι θα κάνουν για να πληρώσουν τη ΔΕΗ, μερικοί μάλιστα παίρνουν το δρόμο για τα συσσίτια, στα μικρά μέρη κρυφά, να μην τους δει κανένα μάτι και εξευτελιστούν στην κοινωνία, γιατί κάποτε ήτανε κύριοι και τώρα είναι ζητιάνοι, όχι κανονικοί, αλλά ζητιάνοι της ζωής, οι άνεργοι. Ή οι χαμηλοσυνταξιούχοι. Κανένας τους δεν θέλει να τον τραβήξει η κάμερα, κοιτάζουν αυτό το τρομακτικό μάτι και φεύγουν γρήγορα μακριά, γιατί η φτώχεια τους θέλουν να μείνει κρυφή, θαμμένη μέσα στους τέσσερεις τοίχους του σπιτιού τους. Να μείνουν αόρατοι μέσα σε μια τρύπα της κοινωνίας, της πόλης, του χωριού, καταραμένοι και αποδιοπομπαίοι μέχρι να δουν κάποιο παραθυράκι να ανοίγει, κάποια πόρτα να τρίζει, κάτι για να ζήσει και αύριο η ελπίδα για δουλειά.

Κάποιοι άλλοι έχουνε σπίτια που δεν φαίνονται από πουθενά, χτισμένα μέσα σε χαράδρες βουνών, μέσα σε μικρά φαράγγια που φτάνουν στη θάλασσα, με το δικό τους λιμάνι ή προβλήτα, για να αγκυροβολούν το γιότ, κήποι με φοινικόδεντρα γύρω από τις μεγάλες τους βίλες, σιδερόφρακτες πόρτες με «απαγορεύεται η είσοδος», ακόμα κι ελικοδρόμιο για να έρχονται όχι από δρόμους κανονικούς, φωτισμένους, αλλά από τον ουρανό, από εκεί που κανένα μάτι δεν πρόκειται να τους δει, αόρατοι μέσα στο παραπέτασμα του πλούτου, του σκοτεινού, του άδηλου. Μέγαρα που πάντα βγαίνουν στη θάλασσα, κανείς δεν γνωρίζει ποιος είναι ο ιδιοκτήτης, να είναι πολιτικός, καλλιτέχνης, εφοπλιστής, επιχειρηματίας, αόρατος, ανενόχλητος από τα βλέμματα των κοινών θνητών, να απολαμβάνει απρόσκοπτα αυτά που κέρδισε, ποιος ξέρεις πώς…

Η πολλή φτώχεια κι ο πολύς πλούτος, μένουν κρυφά. Κι αν κάποιος από μας τύχει κάπως να τα συναντήσει, τη φτώχεια ή τον πλούτο, στη Λαλακιάστο της Ερμούπολης ή στην Άνω Σύρο, στο Κόμητο ή στα Κόκκινα της Σύρου, για παράδειγμα, όπου κάνει την πρωινή του βόλτα, θα μείνει έκπληκτος, διαπιστώνοντας πόσο ίδια έχει παραμείνει η ανθρωπότητα στο διάβα των αιώνων και πόσο αναλλοίωτος είναι ο ίδιος ο άνθρωπος, αχόρταγος και πεινασμένος…





Για εμένα

Γεννήθηκα στην Αθήνα το 1952. Σπούδασα Ιστορία - Αρχαιολογία στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Εργάστηκα στο Υπουργείο Πολιτισμού ως αρχαιολόγος από το 1977 ως το 1983. Παράλληλα με την εργασία μου σπούδασα θέατρο στη Σχολή Ευγενίας Χατζήκου και συμμετείχα σε παραστάσεις ερασιτεχνικών θεατρικών θιάσων.

Από το 1984 εργάστηκα ως δημοσιογράφος στις εφημερίδες ΑΥΓΗ, ΠΡΩΤΗ, Κυριακάτικη ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ. Το 1985 παίρνω το πρώτο δημοσιογραφικό βραβείο «Παύλου Παλαιολόγου» για το καλύτερο γυναικείο κείμενο. Αργότερα συνεργάστηκα με τα περιοδικά ΠΑΝΘΕΟΝ, ΓΥΝΑΙΚΑ, ΤΗΛΕΡΑΜΑ, Mme Figaro, ΑΣΤΡΑ ΚΑΙ ΟΡΑΜΑ, στα οποία είχα την ευθύνη της αρχισυνταξίας και την επιμέλεια του ελεύθερου ρεπορτάζ. Συνεργάστηκα επίσης ως ρεπόρτερ με την τηλεόραση του ΑΝΤ1 και με ραδιοφωνικούς σταθμούς (ΤΟP FM, 9.84 κ.α.). Κατά τη δημοσιογραφική μου καριέρα, ασχολήθηκα με την ελεύθερη έρευνα, πολιτιστικά, κοινοβουλευτικό και πολιτικό ρεπορτάζ.

Εργάστηκα ως συντάκτης πολιτικού ρεπορτάζ, στο Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων-(ΑΠΕ-ΜΠΕ). Έχω γράψει τα βιβλία «Ψάχνοντας για τη Μόνικα», «Η σκιά της άλλης» και «Μινώκερος», τα οποία εκδόθηκαν από τις εκδόσεις ΛΙΒΑΝΗ. Έχω κάνει πολλές επιμέλειες βιβλίων.

Τα τελευταία οκτώ χρόνια ζω μόνιμα στη Σύρο και συνεργάστηκα με την εφημερίδα «Ο ΛΟΓΟΣ των Κυκλάδων».