«
Αρκετοί
έχουν επισημάνει κάποιες
συγγένειες μεταξύ του τάγκο και των Ρεμπέτικων, όχι βέβαια στην μουσική αλλά στο περιεχόμενο
των στοίχων και την συσχέτιση της προέλευσης με το κοινωνικό περιθώριο. Αυτές
οι συγγένειες πάντως δεν πρέπει να υπερτιμώνται γιατί το τάγκο του 20ού αιώνα
είναι βασικά ένα έντεχνο μουσικό είδος με διαταξική απήχηση, και οι αναφορές
των στοίχων στις εμπειρίες ανθρώπων του περιθωρίου συνιστούν περισσότερο
νοσταλγικό ρομαντισμό για το ήθος μιας άλλης εποχής παρά άμεση έκφραση αυτού
του ήθους». (Wikipedia)
Ευτυχώς, κάλλιο αργά παρά ποτέ,
η Σύρος, πατρίδα του Μάρκου Βαμβακάρη, διοργάνωσε ένα πενθήμερο Φεστιβάλ
Ρεμπέτικου προς τιμήν του πατριάρχη του ρεμπέτικου, παρουσιάζοντας ξανά μια εξαιρετική εκδήλωση προς τιμήν του που
δόθηκε το χειμώνα στο Θέατρο Απόλλων, και φέτος το καλοκαίρι στην Πλατεία
Μιαούλη. Ήταν μια καταπληκτική παράσταση, με τίτλο «Ήθελα να σ’ αντάμωνα», που επιχειρεί
να αναβιώσει και να συνθέσει κομμάτια από τη ζωή και το έργο του Μάρκου, μια
παράσταση όπου όλοι οι συντελεστές έδωσαν την ψυχή τους, συντονισμένοι απόλυτα
στο μήκος κύματος του λατρεμένου και βασανισμένου βάρδου του ρεμπέτικου
τραγουδιού.
Φιλοδοξία της υπεύθυνης
πολιτισμού του Δήμου Σύρου-Ερμούπολης Θωμαής Μενδρινού, είναι το φεστιβάλ αυτό
που ήρθε φέτος, να μείνει και να μακροημερεύσει στη Σύρο.
Πριν από τρεις μέρες, με αφορμή
το Φεστιβάλ Ρεμπέτικου, δόθηκε στο Θέατρο Απόλλων μια παράσταση με τίτλο
«Ρεμπετάνγκο». Επρόκειτο για μια ιδέα και μιαν απόπειρα να παρουσιαστούν τα
κοινά στοιχεία του Ρεμπέτικου και του τανγκό. Σύμφωνα με την Κατερίνα Κουρεντζή
που είχε την ιδέα, το ελληνικό ρεμπέτικο τραγούδι και το αργεντίνικο τάνγκο
«συναντώνται στα μπάρκα των λιμανιών τους, ενώνοντας τα πάθη, τον έρωτα, τον
πόνο της μετανάστευσης και την ελπίδα μιας καλύτερης ζωής σ’ ένα ταξίδι καρδιάς
και δύναμης ψυχής». Και φυσικά, υπάρχει μια ιστορική συνάφεια στην εξέλιξη των
δύο αυτών ειδών, μια και τόσο το ρεμπέτικο όσο και το τάνγκο θεωρούνταν
μουσικές της υποκουλτούρας και του υποκόσμου, που όμως κάποια στιγμή από τα
καταγώγεια μπήκαν στα σαλόνια και έγιναν της μόδας στους κύκλους της αστικής τάξης
και της αριστοκρατίας.
Αυτά στο θεωρητικό επίπεδο, αλλά
η παράσταση μας απογοήτευσε. Γιατί ναι μεν υπάρχουν κοινά στοιχεία, όπως
άλλωστε σε όλες τις λαϊκές μουσικές του κόσμου υπάρχουν κοινά στοιχεία-μην
ξεχνάμε τα πορτογαλέζικα φάντος αλλά και την τζαζ-, ωστόσο οι διαφορές είναι
τόσο μεγάλες, ώστε κάνουν το τάνγκο και το ρεμπέτικο, να μοιάζουν με ένα
αταίριαστο ζευγάρι.
Στο «Ρεμπετάνγκο» είδαμε μεν το τάνγκο, δεν είδαμε
όμως το ρεμπέτικο. Φυσικά, αφού τον μεν ρεμπέτικο χαρακτηρίζεται, ως «η
σωματική έκφραση της ήττας», ενώ το τάνγκο είναι χορός που εκφράζει το ερωτικό
πάθος. Γι αυτό το ρεμπέτικο είναι ένας μοναχικός καθαρά αντρικός χορός, ενώ το
τάνγκο χορεύεται μόνο από ζευγάρια.
Ας μην μπερδεύουμε λοιπόν τα
πράγματα, ας μην τα «πειράζουμε», επειδή έτσι είναι η μόδα, εκτός και αν από το
«πείραγμα» και το πάντρεμα γεννηθεί ένα νέο «πλάσμα», διαφορετικό από τους
γονείς που το γέννησαν.
Και για να κατανοήσουμε
καλύτερα τι είναι το ρεμπέτικο και τι είναι το τάνγκο, στην πραγματική τους
μορφή και έκφραση και όχι στην μαζική, εκχυδαϊσμένη και τουριστικοποιημένη, ας
διαβάσουμε τα παρακάτω:
Ζεϊμπέκικο,
η σωματική έκφραση της ήττας
Το ζεϊμπέκικο, χαρακτηρίζεται ως
«η σωματική έκφραση της ήττας» από τον Διονύση
Χαριτάτο, ο οποίος κάνει μια ανατομία του ζεϊμπέκικου στο άρθρο του που
ακολουθεί:
«Το ζεϊμπέκικο δύσκολα
χορεύεται. Δεν έχει βήματα, είναι ιερατικός χορός με εσωτερική ένταση και νόημα
που ο χορευτής οφείλει να το γνωρίζει και να το σέβεται.
Είναι η σωματική έκφραση της ήττας. Η απελπισία της ζωής. Το ανεκπλήρωτο
όνειρο. Είναι το «δεν τα βγάζω πέρα». Το κακό που βλέπεις να έρχεται. Το
παράπονο των ψυχών που δεν προσαρμόστηκαν στην τάξη των άλλων.
Το ζεϊμπέκικο δεν χορεύεται ποτέ
στην ψύχρα ει μη μόνον ως κούφια επίδειξη. Ο χορευτής πρέπει πρώτα «να γίνει»,
να φτιάξει κεφάλι με ποτά και όργανα, για να ανέβουν στην επιφάνεια αυτά που
τον τρώνε. Η περιγραφή της προετοιμασίας είναι σαφής:
«Παίξε, Χρήστο, το μπουζούκι,
ρίξε μια γλυκιά πενιά,
σαν γεμίσω το κεφάλι,
γύρνα το στη ζεϊμπεκιά».
(Τσέτσης)
Ο αληθινός άντρας δεν ντρέπεται
να φανερώσει τον πόνο ή την αδυναμία του. Αγνοεί τις κοινωνικές συμβάσεις και
τον ρηχό καθωσπρεπισμό. Συμπάσχει με τον στίχο ο οποίος εκφράζει σε κάποιον
βαθμό την προσωπική του περίπτωση, γι' αυτό επιλέγει το τραγούδι που θα χορέψει
και αυτοσχεδιάζει σε πολύ μικρό χώρο ταπεινά και με αξιοπρέπεια.
Δεν σαλτάρει ασύστολα δεξιά κι
αριστερά, βρίσκεται σε κατάνυξη. Η πιο κατάλληλη στιγμή για να φέρει μια μαύρη
βόλτα είναι η στιγμή της μουσικής γέφυρας, εκεί που και ο τραγουδιστής ανασαίνει.
Ο σωστός χορεύει άπαξ. Δεν μονοπωλεί την πίστα. Το ζεϊμπέκικο είναι σαν το
«Πάτερ Ημών». Τα είπες όλα με τη μία.
Τα μεγάλα ζεϊμπέκικα είναι βαριά, θανατερά:
«Ίσως αύριο χτυπήσει πικραμένα
του θανάτου η καμπάνα και για μένα».
(Τσιτσάνης)
«Τι πάθος ατελείωτο που είναι το δικό μου,
όλοι να θέλουν τη ζωή κι εγώ το θάνατό μου».
(Βαμβακάρης)
Το ζεϊμπέκικο δεν σε κάνει
μάγκα. Πρέπει να είσαι για να το χορέψεις. Οι τσιχλίμαγκες με το τζελ που
πατάνε ομαδικά σταφύλια στην πίστα εκφράζουν ακριβώς το χάος που διευθετεί η
εσωτερική αυστηρότητα και το μέτρο του ζεϊμπέκικου.
Το ζεϊμπέκικο δεν χορεύεται σε οικογενειακές εξόδους ή γιορτές στο σπίτι. Απάδει
προς το πνεύμα. Πόσο μάλλον όταν υπάρχουν κουτσούβελα που κυκλοφορούν τριγύρω
παντελώς αναίσθητα.
Είναι
χορός μοναχικός.
Όταν το μνήμα χάσκει στα πόδια σου, ο τόπος δεν σηκώνει άλλον. Είναι προσβολή
να ενοχλήσει μια ξένη κι απρόσκλητη παρουσία. Γι' αυτό κάποιοι ανίδεοι
αριστεροί διανοούμενοι ερμήνευσαν την επιβεβλημένη ερημία του χορού με τα δικά
τους φοβικά σύνδρομα. Αποκάλεσαν το
ζεϊμπέκικο «εξουσιαστικό χορό», που περιέχει, δήθεν, μια «αόρατη απειλή».
Είδαν, φαίνεται, κάποιον σκυλόμαγκα να χορεύει και τρόμαξαν. Όμως, και έναν
κυριούλη αν ενοχλήσεις στο βαλσάκι του, κι αυτός θα αντιδράσει.
Το
ζεϊμπέκικο δεν είναι γυναικείος χορός. Απαγορεύεται αυστηρώς σε γυναίκα να εκδηλώσει καημούς
ενώπιον τρίτων, είναι προσβολή γι' αυτόν που τη συνοδεύει. Αν δεν είναι σε θέση
να ανακουφίσει τον πόνο της, αυτό τον μειώνει ως άντρα και δεν μπορεί να το
δεχτεί. Και στο μάτι δεν κολλάει.
Μια γυναίκα δεν είναι μάγκας. Είναι θηλυκό ή τίποτα. Κι ένας άντρας, πρώτα
αρσενικό και μετά όλα τ' άλλα. Αυτό είναι το αρχέτυπο. Κι αν το εποικοδόμημα
γέρνει καμιά φορά χαρωπά, η βάση μένει ακλόνητη. Εξαιρούνται οι γυναίκες
μεγάλης ηλικίας που μπορεί να έχουν προσωπικά βάσανα: χηρεία ή πένθος για
παιδιά. (Κι όμως είδα σπουδαίο ζεϊμπέκικο από δύο γυναίκες, τη Λιλή Ζωγράφου,
που αυτοσχεδίαζε έχοντας αγκαλιάσει τον εαυτό της από τους ώμους με τα χέρια
χιαστί σαν αρχαία τραγωδός και μια νεαρή πουτάνα σε ένα καταγώγιο των Τρικάλων,
πιο αυτεξούσια απ' όλους τους αρσενικούς εκεί μέσα.)
Η μεγάλη ταραχή είναι οι
χωρικοί. Σε πλατείες χωριών, με την ευκαιρία του τοπικού πανηγυριού ή άλλης
γιορτής, κάτι καραμπουζουκλήδες ετεροδημότες χορεύουνε ζεϊμπέκικο στο χώμα. Προφανώς
για να δείξουνε στους συγχωριανούς τους
πόσο μάγκες γίνανε στην πόλη. Οι άνθρωποι της υπαίθρου δεν έχουν μπει στο νόημα
κι ούτε μπορούν να εννοήσουν. Τα δικά τους ζόρια είναι κυκλικά· έρχονται,
περνάνε και ξαναέρχονται σαν τις εποχές του χρόνου. Δεν είναι όλη η ζωή ρημάδι.
Γι' αυτό χορεύουν εξώστρεφα, κάνουν φούρλες, σηκώνουν το γόνατο ή όλο το πόδι,
κοιτάνε τους γύρω αν τους προσέχουν, χαμογελάνε χορεύοντας. Μιλάνε με τον Θεό
των βροχών και του ήλιου, όχι τον σκοτεινό Θεό του χαμόσπιτου και των
καταγωγίων.
Δεν γίνεται καν λόγος για το
τσίρκο που χορεύει επιδεικτικά, σηκώνει τραπέζια με τα δόντια και ισορροπεί
ποτήρια στο κεφάλι του. Ή τη φρικώδη καρικατούρα ζεϊμπέκικου που παρουσιάζουν
οι χορευτές στις παλιές ελληνικές ταινίες και προσφάτως στα τηλεοπτικά σόου.
Το
ζεϊμπέκικο είναι κλειστός χορός, με οδύνη και εσωτερικότητα. Δεν απευθύνεται στους άλλους. Ο
χορευτής δεν επικοινωνεί με το περιβάλλον. Περιστρέφεται γύρω από τον εαυτό
του, τον οποίο τοποθετεί στο κέντρο του κόσμου. Για πάρτη του καίγεται, για
πάρτη του πονάει και δεν επιζητεί οίκτο από τους γύρω. Τα ψαλίδια, τα
τινάγματα, οι ισορροπίες στο ένα πόδι είναι για τα πανηγύρια. Το πολύ να
χτυπήσει το δάπεδο με το χέρι «ν' ανοίξει η γη να μπει». Και, όσο χορεύει, τόσο
μαυρίζει. Πότε μ' ανοιχτά τα μπράτσα μεταρσιώνεται σε αϊτό που επιπίπτει κατά
παντός υπεύθυνου για τα πάθη του και πότε σκύβει τσακισμένος σε ικεσία προς τη
μοίρα και το θείο.
Τα παλαμάκια που χτυπάνε οι φίλοι ή οι γκόμενες καλύτερα να λείπουν. Ο πόνος
του άλλου δεν αποθεώνεται. Το πιο σωστό είναι να περιμένουν τον χορευτή να
τελειώσει και να τον κεράσουν. Να πιούνε στην υγειά του, δηλαδή να του γιάνει ο
καημός που τον έκανε να χορέψει.
Ειπώθηκε πως το ζεϊμπέκικο
σβήνει. Ο αρχαϊκός χορός της Θράκης που τον μετέφεραν οι ζεϊμπέκηδες στη Μικρά
Ασία και τον επανέφεραν στην Ελλάδα οι πρόσφυγες του 1922 έχει ολοκληρώσει τον
ιστορικό του κύκλο. Δεν έχει θέση σε μια νέα κοινωνία με άλλα αιτήματα και
άλλες προτεραιότητες. Μπορεί και να γίνει έτσι. Αν χαθούν η αδικία, ο έρωτας
και ο πόνος. Αν βρεθεί ένας άλλος τρόπος που οι άντρες θα μπορούν να εκφράζουν
τα αισθήματά τους με τόση ομορφιά και ευγένεια, μπορεί να χαθεί και το
ζεϊμπέκικο».
Τανγκομανία,
ο διάλογος του ζευγαριού
Αντίθετα το τάνγκο είναι ένας
εξωστρεφής ερωτικός λαϊκός χορός, και γι αυτό χορεύεται μόνο με ζευγάρια.
Σύμφωνα με τη Wikipedia, «Οι ρίζες του τάγκο είναι πολλές και
διαφορετικές: η μουσική και τα τραγούδια των gauchos (οι Αργεντίνοι κάου-μπόϋ)
που είχαν επιρροές από την Ανδαλουσία της Ισπανίας και συνοδευόταν από
παλαμάκια και κτυπήματα με το τακούνι, το Αφρικανικής προέλευσης (από το Κογκό)
candombe που παιζόταν με κρουστά και οι αντίστοιχοι χοροί του μαύρου πληθυσμού,
το bel canto και η canzonetta των Ιταλών μεταναστών μαζί με το πιο
εξευγενισμένο χορευτικό τους στυλ, η Ισπανο-Κουβανική habanera, το βαλς.
Συγγενή είδη με το τάγκο είναι η μιλόγκα και το Αργεντίνικο βαλς (vals
criollo). Η συμβολή της μουσικής των gauchos φαίνεται προπάντων στις πρώϊμες
μιλόγκες, γνωστές με τον όρο milonga campera (μιλόγκα της υπαίθρου) που
αργότερα μετεξελίχτηκαν στην πιό ρυθμική milonga porteña (μιλόγκα του λιμανιού,
δηλ. του Μπουένος Άϊρες), ενώ η συμβολή του Αφρικανικού στοιχείου φαίνεται στην
πιό ξέφρενη milonga candombera.
Το τάγκο ως χορός γεννήθηκε
προς το τέλος του 19ου αιώνα στις λαϊκές γειτονιές του Μπουένος Άιρες και του Μοντεβιδέο και προήλθε
από συνένωση Ευρωπαϊκών, Νοτιοαμερικανικών και Αφρικανικών στοιχείων.
Το
τάγκο χορεύεται από ζευγάρια αγκαλιασμένα κοντά, και μολονότι η
αγκαλιά μπορεί κάποτε να χαλαρώνει για να εκτελεστούν κινήσεις που το απαιτούν,
κατά κανόνα δεν σπάει. Είναι έντονα αυτοσχεδιαστικό με σαφώς διακριτούς ρόλους
για τον καβαλιέρο και την ντάμα, όπου ο καβαλιέρος με την κίνησή του προτείνει
κινήσεις στην ντάμα στις οποίες τελικά προσαρμόζεται ο ίδιος. Έτσι, όταν
χορεύεται από έμπειρους χορευτές, συνιστά έναν διάλογο του ζευγαριού με αφορμή
την μουσική, γιατί, σε αντίθεση με άλλους χορούς, δεν έχει τυποποιημένα βήματα
και φιγούρες αλλά μάλλον ένα κινησιολογικό λεξιλόγιο και ένα αντίστοιχο
συντακτικό που επιτρέπει τον αυτοσχεδιαστικό σχηματισμό χορευτικών φράσεων
σχεδόν απεριόριστης ποικιλίας ανάλογα με την μουσική, την διάθεση του ζευγαριού
και τον διαθέσιμο χώρο στην πίστα
Τα πρώτα τάγκο παιζόντουσαν από
μετανάστες στο Μπουένος
Άιρες και
το Μοντεβιδέο. Μέχρι το τέλος του 19ου
αιώνα,
το τάγκο ήταν ευρέως διαδεδομένο στις λαϊκές γειτονιές του Μπουένος Άϊρες αλλά
αντιμετωπιζόταν εχθρικά από την αστική τάξη, στα προκατειλημμένα μάτια της
οποίας φάνταζε σαν συνδεδεμένο με τον υπόκοσμο και τους οίκους ανοχής, σύνδεση
που κάνουν συχνά διάφορες αναφορές στην ιστορία του τάγκο, που στην
πραγματικότητα όμως απλώς αντανακλούν την αρχική προκατάληψη εναντίον του…
Ο τρόπος που χορευόταν τότε το τάγκο
έμοιαζε με το στυλ που τώρα είναι γνωστό στην Αργεντινή ως canyengue
(κανζένγκε), που χαρακτηρίζεται από το λύγισμα των γονάτων, την κλίση του
σώματος προς τα μπρος, την αμοιβαία στήριξη του ζευγαριού, και την επαφή στην
κοιλιά. Αυτό το στυλ είχε έντονα Αφρικανικά στοιχεία αλλά με την πάροδο του
χρόνου υποχώρησε και έδωσε την θέση του σε ένα στυλ με περισσότερη
μεγαλοπρέπεια…
Η
δεκαετία 1910-1920 είναι η περιοδος της διεθνούς "ταγκομανίας." Γύρω στα 1910 το τάγκο
άρχισε να χορεύεται έξω από την Αργεντινή, ως ένας καινούργιος χορός της μόδας,
από τις αστικές τάξεις, ακόμη και από την αριστοκρατία, πρώτα στο Παρίσι και
μετά στην υπόλοιπη Ευρώπη και στην Βόρεια Αμερική…
Στην Αργεντινή της δεκαετίας του 1920 το τάγκο, εν
μέρει σε αντανάκλαση της δημοτικότητάς του στην Ευρώπη και την Βόρεια Αμερική,
βγαίνει από το περιθώριο και γίνεται πλέον αξιοσέβαστο και ως μουσική και ως
χορός από τις μεσαίες τάξεις, που είναι πλέον διατεθειμένες να συντηρήσουν
αίθουσες και επαγγελματίες μουσικούς με κλασσική παιδεία.
Η "Χρυσή Εποχή" του τάγκο ήταν η περίοδος
1935-1955, η οποία συνέπεσε περίπου με
την εποχή των μεγάλων ορχηστρών τζαζ στις Η.Π.Α.
Ο σημαντικότερος συνθέτης του τάγκο μετά την
χρυσή εποχή, αλλά και ένας από τους σημαντικότερους όλων των εποχών, είναι ο
Astor Piazzolla (Άστορ Πιατσόλα,
1921-1992). Πάντως οι συνθέσεις του, που εισάγουν στο τάγκο στοιχεία από την
τζαζ και την κλασσική μουσική, μολονότι τυχαίνουν καθολικού θαυμασμού, δεν
είναι κατά κανόνα κατάλληλες για χορό και χρησιμοποιούνται για αυτόν τον σκοπό
σχεδόν μονάχα σε επαγγελματικές χορογραφίες. Στο Μπουένος Άιρες τη δεκαετία του
'70 έγιναν απόπειρες να αναμειχθεί το τάγκο με άλλα μουσικά είδη, όπως την τζαζ και το ροκ».