«Εμείς που ξεκινήσαμε το προσκύνημα τούτο
Κοιτάξαμε τα σπασμένα αγάλματα
Ξεχαστήκαμε και είπαμε πως δε χάνεται η
ζωή τόσο εύκολα
Πως έχει ο θάνατος δρόμους ανεξερεύνητους
Και μια δική του δικαιοσύνη.
Πως όταν εμείς ορθοί στα πόδια μας
πεθαίνουμε
Μέσα στην πέτρα αδερφωμένοι
Ενωμένοι με τη σκληρότητα και την
αδυναμία,
Οι παλαιοί νεκροί ξεφύγαν απ’ τον κύκλο
και αναστήθηκαν
Και χαμογελάνε μέσα σε μια παράξενη
ησυχία»
(Γιώργος Σεφέρης, Μυθιστόρημα ΚΑ΄)
Κι εμείς οι ταπεινοί θνητοί, σήμερα ακόμα στην αυγή
μιας άλλης εποχής, στεκόμαστε έκθαμβοι μπροστά σας.
Στεκόμαστε μπροστά στο απόμακρο πέτρινο βλέμμα σας, στη
γλυκόπικρη θλίψη που αποπνέετε, στο όμορφο ασάλευτο πρόσωπό σας και στο σώμα, καθιστό,
στο χέρι που αποχαιρετάει το χέρι του θνητού,
και φεύγουμε και πάμε να σας συναντήσουμε σε κείνους τους άλλους
κόσμους, τότε που περπατούσατε στις στράτες της ζωής, τόσους αιώνες τα βήματά
σας σχεδόν αχνοφαίνονται στα χωμάτινα μονοπάτια του Κεραμεικού και στα Μουσεία
της Αθήνας και του Πειραιά.
Με αυτό το μικρό αφιέρωμα προσπαθούμε να σας τιμήσουμε
και να σας θυμηθούμε μέσα από τη λιτή και απέριττη μορφή που σας έδωσε ο
αρχαίος καλλιτέχνης, για να είσαστε παρόντες για πάντα, στους αιώνες.
**«Ο χρόνος όλα τα
φέρνει. Των χρόνων το πέρασμα ξέρει
Ν’ αλλάζει
Τα ονόματα, τις μορφές, τη φύση, την τύχη» (Πλάτων)
«Έχοντας μ’ άσβεστη δόξα κοσμήσει τη φίλη πατρίδα
Το σκοτεινό περιβλήθηκαν σύννεφο του θανάτου.
Δεν πέθαναν με το θάνατο, γιατί η αντρειοσύνη τους
Πάνω τους ανεβάζει απ’ τα δώματα του Άδη» (Σιμωνίδης
ο Κείος)
«Δάκρυα για την Εκάβη και τις γυναίκες του Ιλίου
Απ’ την ώρα της
γέννας τους κλώσαν οι Μοίρες.
Μα εσένα Δίωνα που θριάμβεψες σ’ έργα ωραία
Οι θεοί σκόρπισαν τις μεγάλες σου ελπίδες.
Τώρα στη μεγάλη πατρίδα σου κείτεσαι Δίωνα,
Τιμημένος απ’ τους πολίτες,
Αχ εσύ που την καρδιά μου τρέλανες μ’ έρωτα» (Πλάτων)
«Πρώτα στους ζωντανούς ανάμεσα έλαμπες
Αστέρι Αυγερινός.
Τώρα που πέθανες στους πεθαμένους λάμπεις Αποσπερίτης»
(Πλάτων)
«Της Τιμάδας η τέφρα ετούτη, που πριν παντρευτεί,
Νεκρή
Την εδέχθη ο σκοτεινός θάλαμος της Περσεφόνης.
Οι φίλες της όλες σαν μίσεψε, πάνω απ’ τον τάφο της,
Κόψαν τις ωραίες
Πλεξούδες τους με νοτισμένο μαχαίρι» (Σαπφώ)
Αγνώστων
«Πέθανα μα σε αναμένω. κι εσύ κάποιον άλλον θα
περιμένεις.
Όλους το ίδιο
Ο Άδης δέχεται τους θνητούς» (αγνώστου)
«Πάψε να ζωγραφίζεις έμβολα και κουπιά πά στο μνήμα
Και την ψυχρή τέφρα μου. Ο τάφος
Είναι ναυαγού. Γιατί να θυμίζεις σ’ αυτόν πούναι
Κάτω απ΄το χώμα το φάγωμά του απ’ το κύμα;» (αγνώστου)
«Η Αβρότονον ήμουν, από τη Θράκη.
Μα λέω πως γέννησα
της Ελλάδας τον μέγα Θεμιστοκλή».(αγνώστου)
«Στην πλάκα αυτή από κάτω κείτομαι,
Γυναίκα τιμημένη,
Που σ’ έναν άντρα μοναχά έλυσα τη ζώνη μου» (αγνώστου)
«Δυστυχισμένος τρεις φορές εγώ που σφάχτηκα εδώ πέρα
Απ’ άγριο ληστή, και κείμαι δίχως να με κλαίει κανείς»
(αγνώστου)
*Λίγα λόγια για τα επιτύμβια και τα
επιγράμματα
Τα επιτύμβια ανάγλυφα ή επιτύμβιες στήλες
ήταν συνήθως μαρμάρινα ή λίθινα, στηρίζονταν σε μία κυβική βάση και στήνονταν
πάνω στον τάφο ώστε να κάνουν ορατό το σημείο ταφής και αφετέρου για να
αναγράφονται επάνω τα στοιχεία του νεκρού. Οι στήλες αυτές μπορεί να ήταν απλά
ενεπίγραφες ή διακοσμημένες με τη μορφή του νεκρού ή με παραστάσεις σχετικές με
τη ζωή του και στόχο να διαιωνίσουν τη μνήμη του νεκρού. Συχνά αποδίδονταν μαζί
και με κάποιο άλλο πρόσωπο ζωντανό ή νεκρό. Ο νεκρός συχνά παριστάνονταν είτε
σε κάποια ασχολία της καθημερινής ζωής, είτε καθιστός ανάμεσα σε αγαπημένα του
πρόσωπα. Στις περισσότερες επιτύμβιες στήλες ο νεκρός αποχαιρετά τους οικείους
του με χειραψία. Η χειραψία αυτή ονομάζεται δεξίωση. Το στοιχείο που τον
ξεχωρίζει από τους ζωντανούς είναι το βλέμμα του που χάνεται κάπου μακριά χωρίς
ποτέ να συναντά αυτό των προσφιλών του προσώπων. (http://photodentro.edu.gr/)
Το
επίγραμμα, αν κι έζησε πολύ περισσότερο από το Έπος και το Δράμα, αν κι έφτασε ώς εμάς πιο άρτιο,
εκτεταμένο και συστηματοποιημένο από τα άλλα είδη της λυρικής
ποίησης,
παραμένει ακόμα ένας τόπος άγνωστος στους πολλούς, αν εξαιρέσουμε το « Ὦ
ξεῖν´, ἀγγέλλειν Λακεδαιμονίοις… » Η πολύ περιορισμένη σχολική του
διδασκαλία και οι μεταφράσεις που κατά καιρούς γίνονται δεν αρκούν για να
συνειδητοποιηθεί η αξία του, παρά το ότι ήταν από τις κυριότερες εκφράσεις της
ελληνικής ποίησης από τους Αλεξανδρινούς
χρόνους μέχρι
την εποχή του Ιουστινιανού.
Για το
επίγραμμα χρησιμοποιήθηκε το ελεγειακό δίστιχο, δηλ. ένας στίχος σε δακτυλικό
(ηρωϊκό) εξάμετρο κι ένας σε δακτυλικό πεντάμετρο. Ο πρώτος, ο στίχος των
Ομηρικών επών, μπορούμε γενικά να πούμε ότι ήταν, στα επιτύμβια επιγράμματα,
ένα θριαμβικό προανάκρουσμα σχετικά με τις αρετές και τη δόξα του νεκρού. Ο
δεύτερος ήταν ο στίχος του θρήνου• με τις τομές που είχε, η φωνή διακοπτόταν
έτσι που να δίνεται η εντύπωση του λυγμού.
Με τον
καιρό το επίγραμμα ξέφυγε από τα στενά πλαίσια της αποκλειστικά επιτάφιας
επιγραφής. (Βικιπίντια)
**( Τα επιτύμβια επιγράμματα είναι από την συλλογή «Παλατινή Ανθολογία» σε μετάφραση του Ανδρέα
Λεντάκη)
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου