Της Αλκμήνης Ψιλοπούλου
Πάμε σινεμά; Μπα, άσε καλύτερα, τσάμπα το έχουμε, στο
ίντερνετ κατεβάζεις όποια ταινία θέλεις, κι αν δεν μπορείς εσύ διότι είσαι
συνταξιούχος, έχεις το γιό σου, το εγγόνι σου να το κάνει.
Έτσι λοιπόν, εθισμένος στην τηλε-καναπεδίαση, βλέπεις
το έργο των ονείρων σου, εκείνες τις ταινίες που έχασες λόγω έλλειψης χρόνου
στα νιάτα σου, συμπληρώνεις τα κενά, μαθαίνεις και ονόματα ηθοποιών,
σκηνοθετών, τα ταυτίζεις με τα έργα που έχεις δει χωρίς να γνωρίζεις τόσες
πληροφορίες, και στο τέλος γίνεσαι σχεδόν σινεφίλ. Κάλλιο αργά παρά ποτέ.
Όμως κάποια στιγμή στη ζωή σου, νιώθεις την ανάγκη να
βγεις έξω, στον κόσμο. Μετά από τέσσερα χρόνια εγκλεισμού μάλιστα, αυτή η
ανάγκη έχει γίνει πόθος βαθύς κι επιθυμία μεγάλη. Επιθυμία να βρεθείς στο
κέντρο της Αθήνας, να μπεις σε ένα σινεμά, όποιο και νάναι, να καθίσεις στο
φουαγιέ να μασουλίσεις τσιπς και να πιείς κόκα κόλα πριν αρχίσει το έργο, να
δεις το πρόγραμμα, κι έπειτα, να μπεις
στην αίθουσα με τα υπολείμματα του σνακ, να περιμένεις να σβήσουν τα φώτα, κι
ύστερα, σιωπή. Ιερή σιωπή. Το έργο αρχίζει. Μέσα στο απόλυτο σκοτάδι, να μην
υπάρχει τίποτα να σου αποσπά την προσοχή, να αφήσεις να σε ρουφήξει η ζωντανή
εικόνα.
Κι ύστερα, μαγεία. Για δύο ώρες βυθίζεσαι σε κείνον τον άλλο κόσμο, σε άλλο χώρο και χρόνο, κάπου κάποτε όταν συνέβαινε αυτό το γεγονός σε κάποιον άλλον, μακριά από τη δική σου ζωή, κι όμως τόσο κοντά…
Κι ύστερα, βυθίζεσαι σ’ αυτή την άλλη ζωή, και
ταυτίζεσαι με εκείνο το άλλο άτομο, σαν να ρουφιέσαι από την οθόνη του σινεμά
και να μπαίνεις σε μια μαύρη τρύπα και να βγαίνεις σε ένα άλλο σύμπαν…
Και στο τέλος, ανάβουν τα φώτα, κι η ψυχούλα σου είναι
γεμάτη. Συναισθήματα, σκέψεις, εικόνες, ανθρώπους που ήταν κι εκείνοι εκεί,
ρουφηγμένοι από την οθόνη του σινεμά.
Και ύστερα, κάποια στιγμή, μαθαίνεις ότι τα σινεμά, αυτές οι μαγικές σκοτεινές αίθουσες όπου πέρασες τα παιδικά, τα εφηβικά και τα χρόνια της μέσης ηλικίας, μπορεί να πεθάνουν. Λες, «μπορεί», γιατί έχεις ακόμα κάποια ελπίδα, που πεθαίνει τελευταία, έστω και μετά από σένα.
Στην αρχή στενοχωριέσαι, κι έπειτα εξοργίζεσαι. Γιατί;
Γιατί να πεθάνουν τα σινεμά που δίνουν τροφή στην ψυχούλα μας;
Και γιατί δεν έκανε κανένας τίποτα για να τα σώσει;
Ούτε εμείς οι θεατές, αλλά ούτε και το α-να-ρμόδιο Υπουργείο Πολιτισμού, το
οποίο ασχολείται με το να τσιμεντώνει την Ακρόπολη και να απαξιώνει τους
καλλιτέχνες, μόνο να τσιμεντώνει και να μην ιδρώνει το αυτί του με τέτοιες
λεπτομέρειες για την ευζωία του κλεινού άστεως, όταν πέφτει το χοντρό χρήμα της
«ανάπτυξης».
Διότι αυτό σημαίνει ανάπτυξη. Να γίνουν όλα ξενοδοχεία, στην Αθήνα, στις άλλες πρωτεύουσες της χώρας, κάθε πολυκατοικία, κάθε σπίτι, κάθε χτισμένη γωνιά της χώρας να γίνει τουριστικό κατάλυμα, αυτό είναι, βρήκαμε την κότα που κάνει τα χρυσά αυγά. Τουρισμός, η βαριά μας βιομηχανία. Όλα τα άλλα, στάχτη και μπούρμπερη.
Και σε πιάνει ένας
μεγάλος θυμός. Και βγαίνεις από το σπίτι και κατεβαίνεις στο κέντρο την Αθήνας,
να μπεις μπροστά στα όμορφα τα σινεμά να τα προστατέψεις από την καταστροφή και
το θάνατο.
Και να ξέρεις ότι αυτό δεν αρκεί, και να σκέφτεσαι ότι
ίσως είναι πολύ αργά για να σωθεί οτιδήποτε.
Διότι συνειδητοποιείς ξαφνικά, ότι όλη η Ελλάδα έχει γίνει ένα τεράστιο ξενοδοχείο, το «Ξενοδοχείον η Ελλάς», έχει ξεπουληθεί ό,τι ήταν κάποτε η Ελλάδα των παιδικών κι εφηβικών σου χρόνων.
Όλες οι παραλίες γεμάτες ομπρέλες και ξαπλώστρες. Όλα
τα σπίτια παντού, AirBnB,
νοικιάρικα, πανάκριβα για τους ξένους τουρίστες κι επισκέπτες, απλησίαστα για
σένα, δεν υπάρχουν πια για σένα κατοικίες, παραλίες, διακοπές, δεν υπάρχει
Ελλάδα.
Έ, ξυπνήστε! Η Πόλις εάλω!
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου