5/08/20

ΠΕΡΙ ΘΑΝΑΤΟΥ ΚΑΙ ΕΥΘΑΝΑΣΙΑΣ (μέρος 2)


*Ζούμε σε παράξενους καιρούς. Βρισκόμαστε στη μέση ενός κυκλώνα αλλαγών, και όπως είναι γνωστό, αυτός που βρίσκεται στο κέντρο των κυκλώνων βιώνει μιαν αφύσικη ηρεμία και νηνεμία και δεν γνωρίζει τι γίνεται παραέξω.
Κάτι τέτοιο συμβαίνει στον κόσμο του COVID 19.
Ο φόβος θανάτου από την πανδημία είναι μια φυσική αντίδραση καθώς το ένστικτο της επιβίωσης είναι ακόμη ζωντανό και αποτελεί το όπλο επιβολής της ζωής. Ωστόσο, έχει κανένας την εντύπωση πως η ίδια η πανδημία, αποτελεί μια καλή ευκαιρία για τα κράτη και τις εξουσίες να επιβάλλουν αλλαγές στο σύστημα, στον τρόπο διακυβέρνησης, στις κοινωνίες, στον τρόπο ζωής και στις συνήθειες των ανθρώπων σε παγκόσμια κλίμακα. (*πίνακες, Κώστας Καταγάς)
Και αυτός ο φόβος θανάτου γίνεται πανίσχυρο όπλο για την εθελοντική υποταγή των πολιτών σε ολοκληρωτικά και αυταρχικά συστήματα διακυβέρνησης.
Ένας από τους μεγαλύτερους σύγχρονους συγγραφείς, ο Άλντους Χάξλεϋ, στον πρόλογο του βιβλίου του «Θαυμαστός Νέος Κόσμος», μιλάει για ένα «πραγματικά αποτελεσματικό ολοκληρωτικό κράτος, το οποίο θα κυβερνούσε  έναν πληθυσμό δούλων, που δεν θα χρειαζόταν να εξαναγκάζονται γιατί θα αγαπούσαν την υποδούλωσή τους»…
Έτσι λοιπόν, ίσως είμαστε μάρτυρες και αντικείμενα ενός παγκόσμιου πειράματος απόλυτου ελέγχου της ζωής μας, ατομικής και συλλογικής, όπου η αξία της ζωής θα μετριέται διαφορετικά.
Η πανδημία μας έφερε αντιμέτωπους με πρωτόγνωρες καταστάσεις. Η αναγκαστική επιλογή της διάσωσης των νεώτερων μελών της κοινωνίας μας, θυσιάζοντας τα γηραιότερα μέλη του πληθυσμού που έπασχαν από τον κορονωϊό, φέρνει σε πρώτο πλάνο το μεγάλο θέμα της ευθανασίας, που φαίνεται να κερδίζει ολοένα και μεγαλύτερο έδαφος στην Ευρώπη και σε πολλές πολιτείες των ΗΠΑ.

Ευθανασία ή υποβοηθούμενη αυτοκτονία

Η ευθανασία και η ιατρικά υποβοηθούμενη αυτοκτονία σιγά-σιγά νομιμοποιούνται στην Ευρώπη και την Αμερική, ενώ η πρακτική αυτή κερδίζει όλο και μεγαλύτερο έδαφος στον ανεπτυγμένο κόσμο.
Ήδη σήμερα  η ευθανασία ή η ιατρικά υποβοηθούμενη αυτοκτονία ασκούνται νόμιμα στην Ολλανδία, το Βέλγιο, το Λουξεμβούργο, τον Καναδά και την Κολομβία. Είναι, επίσης, νόμιμες σε πέντε πολιτείες των ΗΠΑ (Όρεγκον, Ουάσινγκτον, Μοντάνα, Βερμόντ και Καλιφόρνια).
 Σε χώρες όπως η Ολλανδία και το Βέλγιο, το 50% έως 60% των γιατρών δηλώνουν ότι έχουν δεχθεί αιτήματα για ευθανασία ή για υποβοηθούμενη αυτοκτονία.
Στη Δανία, σύμφωνα με δημοσκόπηση, το 41% των ερωτηθέντων τάχθηκε  υπέρ της εφαρμογής της ευθανασίας σε ηλικιωμένα και καταπονημένα άτομα και το 20% υπέρ της ευθανασίας των βαριά ψυχικά αρρώστων.
Σύμφωνα με ρεπορτάζ του ΑΠΕ, τα αποτελέσματα της δημοσκόπησης που πραγματοποιήθηκε σε δείγμα 999 ατόμων άνω των 17 ετών, προκάλεσαν την έκπληξη της κυβέρνησης της Δανίας και του ιατρικού σώματος.
Ο υπουργός Υγείας κ. Λαρς Λέκε Ρασμούσεν δήλωσε στην εφημερίδα σοκαρισμένος από τον αριθμό των ατόμων που θέλουν να τεθεί τέρμα στη ζωή των ηλικιωμένων, των ψυχικά ασθενών και των αναπήρων.
Πάνω από το 70% των θανάτων με ευθανασία ή υποβοηθούμενη αυτοκτονία αφορούν καρκινοπαθείς.
 Στην ευθανασία είναι ο γιατρός, ο οποίος ενεργά θέτει τέρμα στη ζωή του ασθενούς με τη χορήγηση του κατάλληλου φαρμάκου, ενώ στην ιατρικά υποβοηθούμενη αυτοκτονία τα θανατηφόρα φάρμακα δίνονται ή συνταγογραφούνται από τον γιατρό, αλλά τα παίρνει μόνος του ο ασθενής.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον Εζεκιήλ Εμάνουελ, επικεφαλής του Τμήματος Ιατρικής Ηθικής της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου της Πενσιλβάνια, οι οποίοι έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο αμερικανικό ιατρικό περιοδικό «JAMA», διαπίστωσαν ότι η κοινή γνώμη στη Δυτική Ευρώπη εμφανίζει αυξανόμενη υποστήριξη σε αυτές τις πρακτικές, ενώ το αντίθετο συμβαίνει στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη. Έχει παρατηρηθεί ότι όπου και όποτε μειώνεται το θρησκευτικό αίσθημα, η υποστήριξη στην ευθανασία αυξάνεται, ενώ ισχύει και το αντίστροφο.
 Ο μέσος ασθενής που επιλέγει αυτήν τη λύση είναι λευκός, ηλικιωμένος και μορφωμένος. Ο σωματικός πόνος δεν αναφέρεται ως το βασικό κίνητρο του ασθενούς. Τα κύρια κίνητρα για την επιλογή αυτού του τρόπου θανάτου φαίνεται πως είναι ψυχολογικοί λόγοι, ο φόβος απώλειας της αυτονομίας, η αδυναμία απόλαυσης της καθημερινής ζωής και άλλες μορφές στρες.
 Η ηθική της ευθανασίας συνεχίζει να παραμένει ένα επίμαχο ζήτημα, διεθνώς. Παρόλα αυτά, όπως επισημαίνεται, όλο και περισσότερες χώρες εξετάζουν τη νομιμοποίησή της, υπό προϋποθέσεις.

Ο χαρούμενος θάνατος στον «Θαυμαστό Νέο Κόσμο»

Ιδού πώς περιγράφει ο Άλντους Χάξλεϋ τον τρόπο θανάτωσης των ηλικιωμένων πολιτών στον  «Θαυμαστό Νέο Κόσμο» του:
«Το νοσοκομείο Παρκ Λαίην για Ετοιμοθάνατους ήταν ένας πύργο με εξήντα ορόφους, ντυμένος εξωτερικά με ανοιχτοκίτρινα πλακάκια. Την ώρα που ο Άγριος κατέβαινε από το ταξίπτερο, μια φάλαγγα από ιπτάμενες νεκροφόρες, βαμμένες με χαρούμενα χρώματα, απογειώθηκαν βουίζοντας από την ταράτσα και, πετώντας πάνω απ’ το πάρκο, εκσφενδονίστηκαν προς τα δυτικά με προορισμό το Κρεματόριο Απορριπτόμενης Σάρκας. Στην πόρτα του ασανσέρ, ο θυρωρός υπηρεσίας του έδωσε την πληροφορία που ζήτησε και κατέβηκε στον Θάλαμο 81 (Θάλαμο Καλπάζουσας Γήρανσης, όπως του εξήγησε ο θυρωρός) στον δέκατο έβδομο όροφο.
Ήταν ένας μεγάλος θάλαμος που τον έλουζε το φως του ήλιου, έλαμπε από την κίτρινη μπογιά και είχε είκοσι κρεβάτια, όλα κατειλημμένα.

Η Λίντα πέθαινε με συντροφιά-με συντροφιά και με όλες τις μοντέρνες ανέσεις. Το περιβάλλον ήταν ζωηρό από τις μόνιμες εύθυμες συνθετικές μελωδίες. Στα πόδια κάθε κρεβατιού, απέναντι στον ετοιμοθάνατο κάτοχό του, είχε μια τηλεοπτική συσκευή. Η τηλεόραση έμενε ανοιχτή, σαν βρύση που τρέχει, από φυλακής πρωίας μέχρι βαθείας νυκτός. Κάθε τέταρτο της ώρας, το άρωμα του θαλάμου αυτομάτως άλλαζε. Η νοσοκόμα που υποδέχθηκε τον Άγριο στην πόρτα εξήγησε: «Προσπαθούμε να δημιουργήσουμε εδώ ένα απολύτως ευχάριστο περιβάλλον-κάτι ανάμεσα σε ξενοδοχείο πρώτης κατηγορίας και σε αισθησιογράφο, αν καταλαβαίνετε τι θέλω να πω».
«Πού την έχετε;» ρώτησε ο Άγριος, παραμερίζοντας τις ευγενικές εξηγήσεις.
Η νοσοκόμα θίχτηκε. «Μα εσείς είστε πράγματι βιαστικός», του είπε.
«Υπάρχει καμιά ελπίδα;» τη ρώτησε.
«Εννοείτε να μην πεθάνει; (ο Άγριος έγνεψε καταφατικά). Όχι, φυσικά δεν υπάρχει. Όταν κάποιος στέλνεται εδώ, δεν υπάρχει…», ξαφνιασμένη από την απόγνωση που είδε να ζωγραφίζεται στο χλομό πρόσωπό του, ξέσπασε: «Γιατί, τι συμβαίνει;» τον ρώτησε. Δεν ήταν μαθημένη σε τέτοιους επισκέπτες. (Όχι ότι υπήρχαν πολλοί επισκέπτες, έτσι κι αλλιώς: Ούτε και υπήρχε κανένας λόγος για να υπάρχουν πολλοί επισκέπτες). «Δεν αισθάνεσθε άσχημα, έτσι δεν είναι;»
Ο Τζόν έκανε όχι με το κεφάλι. «Είναι η μητέρα μου», είπε με φωνή που σχεδόν δεν ακουγόταν….

Η νοσοκόμα τον κοίταξε με απορία, τα μάτια της μαρτυρούσαν φρίκη. Μετά, απέστρεψε γοργά το πρόσωπο. Είχε γίνει κατακόκκινη από το λαιμό ως το μέτωπο.
«Οδηγείστε με σ΄ αυτήν», είπε ο Άγριος, καταβάλλοντας προσπάθεια να κάνει τη φωνή του κανονική.
Κατακόκκινη ακόμα η νοσοκόμα, τον οδήγησε ανάμεσα από τα κρεβάτια στην άλλη άκρη του θαλάμου. Πρόσωπα ακόμα φρέσκα και αρυτίδωτα (γιατί η γήρανση ερχόταν καλπάζοντας και δεν πρόφταινε να γεράσει τα μάγουλα, αλλά μόνο την καρδιά και τον εγκέφαλο) γύριζαν και τους κοίταζαν καθώς περνούσαν. Τους συνόδευαν τα άδεια, αδιάφορα μάτια της δεύτερης παιδικής ηλικίας.
Η Λίντα ήταν ξαπλωμένη στο τελευταίο μιας μακριάς σειράς κρεβατιών, δίπλα στον τοίχο. Ακουμπώντας σε μαξιλάρια, παρακολουθούσε τα Ημιτελικά του Πρωταθλήματος Τένις σε επιφάνεια Ρήμαν Νοτίου Αμερικής, που παίζοντας σε βουβή και σμικρυμένη αναπαραγωγή στην οθόνη της τηλεοπτικής συσκευής στα πόδια του κρεβατιού. Δώθε-κείθε, κατά μήκος της τετράγωνης φωτισμένης οθόνης, τινάζοντας αθόρυβα οι μικρές μορφές, σαν ψαράκια μες στη γυάλα-αθόρυβοι μα κινητικότατοι κάτοικοι ενός άλλου κόσμου.

Η Λίντα χάζευε, χαμογελώντας αχνά και χωρίς να καταλαβαίνει. Το γλυκό πρησμένο της πρόσωπο είχε μια έκφραση ηλίθιας ευδαιμονίας. Κάθε τόσο, τα βλέφαρά της έκλειναν και έδειχνε για λίγες στιγμές να λαγοκοιμάται. Μετά, μ’ ένα τιναγματάκι ξυπνούσε πάλι-ξυπνούσε απέναντι στους παλιάτσους της γυάλας του  Πρωταθλήματος Τένις, κάτω από τη Σούπερ-Βοξ-Βουρλιτζεριάνα που τραγουδούσε το « Σφίξε με, ώσπου να με φτιάξεις, γλύκα», κάτω από τη ζεστή πνοή της βερβένας που ερχόταν από τον εξαεριστήρα πάνω απ’ το κεφάλι της-ξυπνούσε ανάμεσα σ’ αυτά, ή μάλλον μέσα σ’ ένα όνειρο, μέσα στο οποίο αυτά τα πράγματα, ήταν τα θαυμαστά συστατικά, μεταμορφωμένα και μπολιασμένα με το σόμα* στο αίμα της (*σόμα: ένα είδος ναρκωτικού που χρησιμοποιούσαν στον Νέο Κόσμο για να παραμένουν σε κατάσταση ευεξίας), ήταν τα θαυμαστά συστατικά, και χαμογελούσε για άλλη μια φορά με το σπασμένο και άχρωμο χαμόγελο της νηπιακής ικανοποίησης.
«Λοιπόν, εγώ πρέπει να πηγαίνω», είπε η νοσοκόμα. «Έρχονται τα παιδάκια. Άλλωστε εδώ είναι το Νούμερο 3 (έδειξε κάτι στο θάλαμο). Μπορεί να σβήσει από στιγμή σε στιγμή. Καθίστε». Και απομακρύνθηκε βιαστικά.
…Ένας ξαφνικός θόρυβος από στριγγές φωνούλες τον έκανε να ανοίξει τα μάτια και, αφού σφούγγισε βιαστικά τα δάκρυά του, να κοιτάξει πίσω του. Μια αστείρευτη, θαρρείς, ροή από πανομοιότυπα οκτάχρονα αγοράκια χυνόταν στον θάλαμο. Η Λίτα τα ξάφνιασε και μάλλον τα τρόμαξε. Μια ομάδα μαζεύτηκε σαν τσαμπί στα πόδια του κρεβατιού, και την κοίταζαν όλα σαν χαμένα με την τρομαγμένη και ηλίθια περιέργεια ζώων που αντίκρυζαν ξαφνικά το άγνωστο.
«Ω κοίτα, κοίτα!» έλεγαν οι σιγανές και φοβισμένες φωνούλες. «Τι συμβαίνει μ’ αυτήν; Γιατί είναι τόσο χοντρή;»
Δεν είχαν δει ποτέ πρωτύτερα πρόσωπο σαν το δικό της, δεν είχαν δει ποτέ τους πρόσωπο που δεν ήταν νεανικό, με σφιχτό δέρμα, κορμί που είχε πάψει να είναι λεπτό και στητό. Όλες οι ετοιμοθάνατες εξηντάχρονες είχαν την όψη νεαρών κοριτσιών. Απεναντίας, στα σαράντα τέσσερα η Λίντα έμοιαζε με τέρας πλαδαρών και παραμορφωμένων γηρατειών».





0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Για εμένα

Γεννήθηκα στην Αθήνα το 1952. Σπούδασα Ιστορία - Αρχαιολογία στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Εργάστηκα στο Υπουργείο Πολιτισμού ως αρχαιολόγος από το 1977 ως το 1983. Παράλληλα με την εργασία μου σπούδασα θέατρο στη Σχολή Ευγενίας Χατζήκου και συμμετείχα σε παραστάσεις ερασιτεχνικών θεατρικών θιάσων.

Από το 1984 εργάστηκα ως δημοσιογράφος στις εφημερίδες ΑΥΓΗ, ΠΡΩΤΗ, Κυριακάτικη ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ. Το 1985 παίρνω το πρώτο δημοσιογραφικό βραβείο «Παύλου Παλαιολόγου» για το καλύτερο γυναικείο κείμενο. Αργότερα συνεργάστηκα με τα περιοδικά ΠΑΝΘΕΟΝ, ΓΥΝΑΙΚΑ, ΤΗΛΕΡΑΜΑ, Mme Figaro, ΑΣΤΡΑ ΚΑΙ ΟΡΑΜΑ, στα οποία είχα την ευθύνη της αρχισυνταξίας και την επιμέλεια του ελεύθερου ρεπορτάζ. Συνεργάστηκα επίσης ως ρεπόρτερ με την τηλεόραση του ΑΝΤ1 και με ραδιοφωνικούς σταθμούς (ΤΟP FM, 9.84 κ.α.). Κατά τη δημοσιογραφική μου καριέρα, ασχολήθηκα με την ελεύθερη έρευνα, πολιτιστικά, κοινοβουλευτικό και πολιτικό ρεπορτάζ.

Εργάστηκα ως συντάκτης πολιτικού ρεπορτάζ, στο Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων-(ΑΠΕ-ΜΠΕ). Έχω γράψει τα βιβλία «Ψάχνοντας για τη Μόνικα», «Η σκιά της άλλης» και «Μινώκερος», τα οποία εκδόθηκαν από τις εκδόσεις ΛΙΒΑΝΗ. Έχω κάνει πολλές επιμέλειες βιβλίων.

Τα τελευταία οκτώ χρόνια ζω μόνιμα στη Σύρο και συνεργάστηκα με την εφημερίδα «Ο ΛΟΓΟΣ των Κυκλάδων».