1/16/18
Μας «έστειλε» αυτή η παράσταση. Μίνιμαλ. Ένα κείμενο
ποιητικό, λιτό, τσεκουράτο, του Μάνου Ελευθερίου. Ένα μονόπρακτο 70΄ χωρίς ανάσα. Ο ηθοποιός, Χρήστος
Χατζηπαναγιώτης γέμιζε όλη τη σκηνή, σχεδόν χωρίς καθόλου σκηνικά, χωρίς κανένα
άλλο βοήθημα, μόνος κατάμονος, ένα φάντασμα που το πολλαπλασίαζαν οι σκιές στο
λευκό φόντο, ήταν ένας ολόκληρος θίασος. Χωρίς τίποτα άλλο παρά μόνο το λόγο.
Τις εκφράσεις του προσώπου και κάποιες μικρές αργές κινήσεις πάνω στη σκηνή.
Έτσι το έστησε ο σκηνοθέτης Θοδωρής Γκόνης. Και πολύ καλά έκανε. Η σκηνή του
Θεάτρου «Απόλλων» σχεδόν γυμνή, όπως αρμόζει σε έναν πεθαμένο άνθρωπο που
κατεβαίνει στη γη για να ιστορήσει και να συμβουλέψει το γιό του τον Άμλετ για
τα τεκταινόμενα στον Κάτω κόσμο αλλά και σ’ αυτόν που έζησε ως βασιλιάς.
Φωτογραφίες από την παράσταση δεν υπάρχουν. Απαγορεύεται η λήψη φωτογραφιών με
ή χωρίς φλας. Δεν πειράζει. Δεν έχει σημασία. Σημασία έχει μόνο αυτό το
συγκλονιστικό κείμενο που ενσαρκώνει η ψυχή του ηθοποιού. Το ακούνε και το
βλέπουν οι θεατές χωρίς ανάσα. Απόλυτη, ιερή σιωπή.
Δεν χρειάζονται πολλά λόγια, μόνο ο λόγος του Μάνου
μετράει. Διαβάστε. Ακούστε το φάντασμα του πατέρα του Άμλετ να μιλάει για τον
Κάτω κόσμο αλλά και για τον απάνω, γι αυτά που έζησε και γι αυτά που συμβαίνουν
ακόμα και σήμερα. Με πολλές αλληγορίες, προτροπές και μηνύματα διαχρονικά.
«Μυρίζει άσχημα εδώ. Κάτι σαν ανάμνηση. Και τα φιλιά
των ερωτευμένων μυρίζουν αποχαιρετισμούς. Όπως μια κάμαρα ξενοδοχείου. Χακί
μυρίζει και πράσινο χρώμα.
Όποιος περνάει από δω αφήνει και τη μυρωδιά του
σώματός του. Σαν τα θηρία που κατουρούν εδώ κι εκεί ορίζοντας την επικράτειά
τους.
Φταίνε οι φρουρού που κατουράνε όπου βρουν. Τους
είδα μόλις έφτασα. Τους τσάκωσα. Κρατούσανε το πράμα τους κι ο ένας έβλεπε το
πράμα του αλλουνού χασκογελώντας. Ποιος τόχει πιο μεγάλο και τίνος το κάτουρο
πηγαίνει πιο μακριά. Πάει ο τόπος. Βρώμισε. Να το προσέξεις αυτό…
Εκεί όπου βρίσκομαι τώρα αρκεί να σκεφτείς κάτι και
αμέσως εμφανίζεται δίπλα σου.
Δεν υπάρχουν επιθυμίες και αισθήματα. Από μυρωδιές
μόνο μία. Είναι η αίσθηση κυρίως ότι μυρίζεις κιμωλία, αυτό που θα έχουν κάποτε
οι μαθητές και οι δάσκαλοι για να γράφουν στον σχολικό τους πίνακα. Μόνο μια
λύπη σε σκεπάζει, που δεν μπορείς να εξηγήσεις. Δεν υπάρχει μίσος και
αντιπαλότητα, μήτε λαιμαργία και κλοπή, φόνος, εκδίκηση και παιδεμός. Μήτε
χαρά. Αυτή η λύπη μόνο. Δεν ξέρω ποιος κανονίζει αυτά τα πράματα.
Υπάρχει μια τάξη, απίστευτη τάξη, μια καθαρότητα
παντού. Όλα γυαλίζουν και λάμπουν σε μιαν αφάνταστη φωτεινότητα. Δέντρα και ζώα
και άνθρωποι, ποτάμια, σπίτια,-όλα σκιές και χάος-φυλές και αυτοκρατορίες που
χάθηκαν, πλούτος αμέτρητος και πόλεμοι με εκατομμύρια νεκρούς, υπάρχουν δεν
υπάρχουν. Οι φονιάδες παίζουν τόπι με τα θύματά τους. Οι όσιοι και οι μάρτυρες
παίζουν χαρτιά με τους ληστές. Οι βασιλείς με τους φρουρούς παίζουν τόμπολα και
ντάμα και οι βασίλισσες κεντούν το ίδιο το πανί με τις νοσοκόμες που τις
ξεσκάτιζαν γριές. Στα πρόσωπα όλων όμως μια λύπη μόνο υπάρχει, μια μελαγχολία.
Κανείς δεν έχει όνομα. Ούτε αριθμό. Σκέψου να υπήρχε αύξων αριθμός
προσελεύσεως. Μόνο οι γερμανοί, με την τάξη που έχουν, θα’ καναν κάτι τέτοιο…
…Αυτή η αναμονή μου θυμίζει τους ταπεινούς δημοσίους
υπαλλήλους του κράτους μας, που βρήκαν επιτέλους μια μόνιμη δουλίτσα κι κάνουν
ό, τι είναι δυνατόν για ν’ ανέβουν τις ετοιμόρροπες σκάλες της ιεραρχίας.
Πονούν και υποφέρουν δουλεύοντας με το τριμμένο κοστουμάκι τους, σπουδάζοντας
συγχρόνως σε ανώτερες σχολές, μαθαίνοντας ξένες γλώσσες, ώσπου ν’ αξιωθούν κάποια
στιγμή να γίνουν τμηματάρχες και γενικοί γραμματείς και διευθυντές και
διοικητές ακόμη. Ε, τότε, επιτέλους θα φθάσουν στην κορυφή και θα συνομιλούν μ’
εκείνους όπου κρατούν, νομίζουν, την πραγματική εξουσία. Τους μεγαλύτερους,
τους επιχειρηματίες, τους πρωταθλητές, τους κλινικάρχες, τους τραπεζίτες, τους
πρώτους καλλιτέχνες της χώρας, όσους, με λίγα λόγια, τους έβλεπαν επί χρόνια
από μακριά…
…Θα πρέπει τώρα να προλάβω το χρόνο του ονείρου ενός
θνητού, γιατί έχω ακουστά από χρόνια-και το θυμάμαι ακόμη-απ’ τις γριές
γυναίκες του σπιτιού ότι τα όνειρα των ανθρώπων κρατούν όσο απέχει, λέγανε, το
ένα «ντιν» από το άλλο «ντιν» μια καμπάνας. Να είναι έτσι άραγε; Το άκουγα από
μικρός και μου εντυπώθηκε. Δεν ξέρω πια το χρόνο τον ανθρώπινο…
…Αν ησυχάσουν κάποτε τα πράγματα και πάνε κατ’ ευχήν
όσα σου πω, προσπάθησε να ταξιδέψεις λίγο. Πήγαινε και στην Ελλάδα. Είναι
μακριά βεβαίως, αλλά θ’ αξίζει τον κόπο. Μου είναι αδύνατον να καταλάβω πώς έχτιζαν, λέει, θέατρα για
είκοσι χιλιάδες θεατές. Ίσως τα παραλένε. Αλλά και τα μισά να είναι αλήθεια,
πάλι τα πράγματα είναι δυσερμήνευτα…
…Κάπου εδώ στον αέρα μυρίζει τρόμος της αστυνομίας.
Φωνές αθώων ακούγονται. Τις ακούς; Φαίνεται ότι περνούν μαρτύρια οι άνθρωποι.
Υπερασπίζονται βουνά και θάλασσες. Άκου! Τους βλέπω με μαύρες σημαίες να
διασχίζουν τους δρόμους. Τη σημαίνει αυτό; Και τι σημαίνει αυτή η ατέλειωτη
στρατιά των προσφύγων και των πεινασμένων; Και τι είναι αυτά τα οστά χιλιάδων
μικρών παιδιών που τα ανακαλύπτουν στις ρεματιές ύστερα από χρόνια; Δικάστηκε
ποτέ κανείς γι αυτά; Τιμωρήθηκε κανείς;…
…Στάθηκα λίγο σε μια δύσκολη εποχή και τρόμαξα.
Ποιος αποφάσισε τόσες ανθρωποθυσίες; Όλος ο πλανήτης έγινε πια ένα τόπι για να
παίζει ο θάνατος. Ένα ατέλειωτο πορνείο. Τι έγιναν όλοι εκείνοι που
ονειρεύτηκαν έναν καλύτερο κόσμο; Είδα στις εφημερίδες τα πρόσωπά τους. Τι
λάμψη και τι ευγένεια! Στα χαντάκια θα τους βρεις. Λάμπουν τα κεφαλάκια τους
σαν φεγγάρια. Αρκούσε μόνο μια κατηγορία για να πεθάνουν. Και τα στρατοδικεία
μοιράζανε τις θανατικές καταδίκες σα στραγάλια. Ποιος διόρισε τόσα καθάρματα
του ποινικού δικαίου-και εικοσάρηδες μάλιστα- διοικητές στις ομάδες των
δολοφόνων;….
…Πριν από λίγο σ’ άκουσα να μυξοκλαίς απελπισμένος.
Μα αφού είσαι μες στο κόλπο, γιατί παραπονιέσαι για τον περίγελο του κόσμου;
Ποιος σε περιγέλασε; Μιλάς για αδικήματα των τυράννων. Ποιους εννοείς; Τι σόι
διάδοχος είσαι και δεν τους στέλνεις στα δικαστήρια; Θυμώνεις με τη βραδύτητα
της δικαιοσύνης, την αυθάδεια και τα λακτίσματα των ανάξιων και ως λύση
βρίσκεις μόνο την αυτοκτονία δια λεπτού
εγχειριδίου. Ποιο πολύμοχθο βίο περνάς έξω από την περιπέτεια της
οικογένειάς μας τον τελευταίο μήνα; Σκέπτεσαι βέβαια. Στοχάζεσαι. Και προς
τιμήν σου. Αλλά υπάρχουν όρια. Υπάρχουν λύσεις….
… Αφού λοιπόν μπορείς και γράφεις, στρώσου να
γράψεις ένα σύντομο θεατρικό μονοπρακτάκι… Πρόσεξε όμως το κείμενό σου. Μην το
φορτώσεις με συμβολισμούς και υπερβολές.
Μη δώσεις κοινωνικές προεκτάσεις. Μη σου ξεφύγουν σπόντες για διακήρυξη νέων
ιδεών, όπως είναι της μόδας σήμερα, για κείνους που περιμένουν μια επανάσταση
που θα φέρει, ας πούμε, λευτεριά, ισότητα, δικαιοσύνη και δικαιώματα των
καταπιεσμένων, ακόμη και για τα ζώα. Δεν κάνεις κήρυγμα. Άφησε να τα γράψουν
εκείνοι που ξέρουν αυτά τα θέματα κι έχουν μυαλό ξυράφι. Μη γράψεις, προς Θεού,
εκείνα τα βαρύγδουπα που μόνο γέλιο και αγανάκτηση προκαλούν, του τύπου
«πουλημένος χαφιές της αστυνομίας, έμμισθος πράχτορας ξένων δυνάμεων και της
ντόπιας ολιγαρχίας»-αυτό κι αν είναι κίνδυνος και ηλιθιότητα…
…Ο χρόνος είναι ένα παιχνίδι στα χέρια των παιδιών.
Χιόνι από χρυσάφι μοιάζει. Μήτε θυμάται μήτε ξεχνάει. Δεν τρώει και δεν πίνει.
Ποτέ δεν αρρωσταίνει. δεν αγαπάει μήτε μισεί. Δεν ξέρει να μετράει, κι ας είναι
αμέτρητος…
…Παιδί
μου σε αφήνω. Έβγαλε η αυγή τα πρώτα της μπουμπούκια. Πρέπει να φύγω… Η
πυγολαμπίς αγγέλλει την προσέγγισιν της πρωίας, διότι άρχεται ωχριώσα η ασθενής
αυτής λάμψις. Υγίαινε. Υγίαινε. Μη με λησμόνει.»
Για εμένα
Γεννήθηκα στην Αθήνα το 1952. Σπούδασα Ιστορία - Αρχαιολογία στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Εργάστηκα στο Υπουργείο Πολιτισμού ως αρχαιολόγος από το 1977 ως το 1983. Παράλληλα με την εργασία μου σπούδασα θέατρο στη Σχολή Ευγενίας Χατζήκου και συμμετείχα σε παραστάσεις ερασιτεχνικών θεατρικών θιάσων.
Από το 1984 εργάστηκα ως δημοσιογράφος στις εφημερίδες ΑΥΓΗ, ΠΡΩΤΗ, Κυριακάτικη ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ. Το 1985 παίρνω το πρώτο δημοσιογραφικό βραβείο «Παύλου Παλαιολόγου» για το καλύτερο γυναικείο κείμενο. Αργότερα συνεργάστηκα με τα περιοδικά ΠΑΝΘΕΟΝ, ΓΥΝΑΙΚΑ, ΤΗΛΕΡΑΜΑ, Mme Figaro, ΑΣΤΡΑ ΚΑΙ ΟΡΑΜΑ, στα οποία είχα την ευθύνη της αρχισυνταξίας και την επιμέλεια του ελεύθερου ρεπορτάζ. Συνεργάστηκα επίσης ως ρεπόρτερ με την τηλεόραση του ΑΝΤ1 και με ραδιοφωνικούς σταθμούς (ΤΟP FM, 9.84 κ.α.). Κατά τη δημοσιογραφική μου καριέρα, ασχολήθηκα με την ελεύθερη έρευνα, πολιτιστικά, κοινοβουλευτικό και πολιτικό ρεπορτάζ.
Εργάστηκα ως συντάκτης πολιτικού ρεπορτάζ, στο Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων-(ΑΠΕ-ΜΠΕ). Έχω γράψει τα βιβλία «Ψάχνοντας για τη Μόνικα», «Η σκιά της άλλης» και «Μινώκερος», τα οποία εκδόθηκαν από τις εκδόσεις ΛΙΒΑΝΗ. Έχω κάνει πολλές επιμέλειες βιβλίων.
Τα τελευταία οκτώ χρόνια ζω μόνιμα στη Σύρο και συνεργάστηκα με την εφημερίδα «Ο ΛΟΓΟΣ των Κυκλάδων».