2/15/18

Art Deco: Η αισθητική της καθημερινότητας

Παντού γύρω μας μπορεί να κρύβονται θησαυροί που δεν τους βλέπουμε. Συνήθως από άγνοια ή από αμάθεια, ή απλά από αδιαφορία ή επειδή δεν αναρωτιόμαστε και δεν απορούμε. Έτσι λοιπόν κι εγώ, είχα μέσα στο σπίτι μου, από οικογενειακή κληρονομιά, κάποια αντικείμενα μεγάλης καλλιτεχνικής αξίας, χωρίς να το γνωρίζω. Κάποιες λάμπες, ένα έπιπλο-το μπουντουάρ της γιαγιάς μου της μακαρίτισσας- ναι, τα αγαπάω αυτά τα αντικείμενα, αφού είναι οικογενειακά κειμήλια και επομένως φετίχ, όμως ποτέ δεν είχα φανταστεί ότι μέσα στο σπίτι μου είχα δείγματα της τέχνης  Art Déco, ή κατά το ελληνικότερον «Διακοσμητικής Τέχνης» που άνθισε στην Ευρώπη του μεσοπολέμου.


Την καλλιτεχνική αξία που βρισκόταν μπροστά στα τυφλά μου μάτια, μου αποκάλυψε ο σύντροφός μου, πραγματικό «ψαχτήρι», και τον ευγνωμονώ γι αυτό…
Ψάχνοντας κι εγώ τις αποθήκες μνήμης του μυαλού μου, θυμήθηκα ότι αυτό αρχιτεκτονικό στυλ το είχα δει στο Άλσος του Πεδίου Άρεως όταν μας πήγαιναν εκεί οι γονείς μας να δούμε τις παραστάσεις και τις εκδηλώσεις του Οικονομίδη, γύρω στο ’60, κι ακόμη αρκετές πολυκατοικίες στο κέντρο της Αθήνας και στα Εξάρχεια όπου κατοικούσα, χαρακτηριστικά δείγματα αρχιτεκτονικής Art Déco.
Το καλλιτεχνικό αυτό κίνημα που διαδέχθηκε το κίνημα της Art nouveau («νέας τέχνης»), αποκτώντας στοιχεία και χαρακτηριστικά πιο λιτά και γεωμετρικά, επηρέασε κάθε μορφή έκφρασης από το 1925 μέχρι το 1940, την αρχιτεκτονική, τη ζωγραφική, τις γραφικές και διακοσμητικές τέχνες, το βιομηχανικό σχέδιο, το κόσμημα και τη μικρογλυπτική, τη μόδα και τα κινηματογραφικά έργα.
Τα καλλιτεχνικά αυτά κινήματα της νεώτερης ιστορίας, μπαίνουν μέσα στην καθημερινότητα της μεσαίας αστικής τάξης, υποδηλώνοντας ευμάρεια και πλούτο, αλλά και υψηλό κριτήριο αισθητικής. Η αισθητική, δηλαδή η αγάπη για το ωραίο, ήταν τότε ένας τρόπος ζωής και αυτό εκφραζόταν σε όλα τα αντικείμενα καθημερινής χρήσης, σε λάμπες, σε έπιπλα, σε σερβίτσια, σε κτήρια, σε αρχιτεκτονικά συγκροτήματα ή ακόμα και σε ολόκληρες πόλεις, κατασκευασμένες από ιδιοφυείς αρχιτέκτονες, όπως η εντυπωσιακή πόλη στο Πόρτο Λάγος, στο Λακί της Λέρου.
Και θλίβεσαι με τη σημερινή φτώχεια όπου τα αντικείμενα καθημερινής χρήσης ή τα κτήρια όπως οι πολυκατοικίες στην Αθήνα είναι τόσο άσχημα και τόσο ευτελή…

Η ιστορία της Art Déco

Η Αρ Ντεκό (Art Déco), που σημαίνει «Διακοσμητική Τέχνη», αναφέρεται σε ένα διεθνές καλλιτεχνικό κίνημα, το οποίο επικράτησε από το 1925 μέχρι τη δεκαετία του 1940.
Η νέα αυτή τεχνοτροπία προβλήθηκε για πρώτη φορά στη Διεθνή Έκθεση Σύγχρονων Διακοσμητικών και Βιομηχανικών Τεχνών  του Παρισιού το 1925, που την επισκέφτηκαν δεκαέξι εκατομμύρια πολίτες από όλη την Ευρώπη.
Η τεχνοτροπία της Art Déco έσπασε κάθε δεσμό με την επικρατούσα τότε «νέα τέχνη» (Art nouveau) και αναζήτησε μία νέα έκφραση στην αρχιτεκτονική, τη ζωγραφική, τις γραφικές και διακοσμητικές τέχνες, το βιομηχανικό σχέδιο, το κόσμημα και τη μικρογλυπτική, τη μόδα και τα κινηματογραφικά έργα.
Η Art Déco αποτελεί μείγμα επιδράσεων πολλών και διαφορετικών καλλιτεχνικών κινημάτων του 20ου αιώνα, όπως του φωβισμούκυβισμού , φουτουρισμού, αλλά και από στοιχεία της αιγυπτιακής, αφρικανικής και κινέζικης τέχνης.
Η Art Déco απέκτησε τεράστια διεθνή δημοτικότητα και διάδοση. Έφτασε από το Παρίσι ως τη Νέα Υόρκη, το Λονδίνο, τη Λατινική Αμερική, την Κούβα, τη Σανγκάη και τη Μελβούρνη.
Η τεχνοτροπία της Art Déco  απορρίπτει το διακοσμητικό φόρτο της προγενέστερης Art nouveau, για να υιοθετήσει ένα πιο γεωμετρικό ύφος. Κυρίαρχη μορφή ανάμεσα στους καλλιτέχνες της Art Déco  ήταν ο Αυστριακός  αρχιτέκτων – σχεδιαστής Γιόζεφ Χόφμαν (Josef Hoffmann, 1870 – 1956).
Αξιόλογα δείγματα της Art Déco  αρχιτεκτονικής, είναι οι ουρανοξύστες της Νέας Υόρκης: το Μέγαρο Κράισλερ(Chrysler Building), το Εμπάϊαρ Στέιτ Μπίλντινγκ (Empire State Building, 1931) και το Ροκφέλερ Σέντερ(Rockefeller Center, 1932 – 1940) .
Χαρακτηριστικά δείγματα Art Déco  αρχιτεκτονικής στο Λονδίνο αποτελούν το κτήριο του Βρετανικού Ιδρύματος Ραδιοφωνίας Μπι Μπι Σι ( BBC), και το πρώην Σινεμά Γκρόβενορ (Grosvenor Cinema, Rayners Lane, 1936.
Βασικοί εκπρόσωποι της Art Déco  στον τομέα της ζωγραφικής είναι η Πολωνέζα Ταμάρα ντε Λέμπιτσκα (Tamara De Lempicka, 1898 – 1980) και η Αμερικανίδα Τζόρτζια Ο' Κιφ (Georgia O' Keeffe, 1887 – 1986).

Αθηναϊκό Art Déco  

Στα χρόνια του Μεσοπολέμου, κυρίως μετά τη δεκαετία του 1930, ο αρχιτεκτονικός ρυθμός της Αθήνας απομακρύνεται από τα καθιερωμένα πρότυπα του νεοκλασικισμού και στρέφεται σε νεωτεριστικές φόρμες, υιοθετώντας ευρωπαϊκές τάσεις της εποχής.
Οι αρχιτέκτονες του Μοντέρνου Κινήματος του μοντερνισμού εμπνέονται από την αισθητική Art Deco  που κυριάρχησε στα μεσοπολεμικά χρόνια στην Ευρώπη.  Χαρακτηριστικά δείγματα της αθηναϊκής Art Deco  αρχιτεκτονικής είναι κτήρια και πολυκατοικίες στο κέντρο της Αθήνας, όπως αυτά  στην οδ. Διον. Αρεοπαγίτου 17 στου Μακρυγιάννη (1930), το κτήριο της οδού Βασιλίσσης Σοφίας 55, απέναντι από το Χίλτον, έργο του αρχιτέκτονα Κώστα Κιτσίκη (1892 - 1969), η πολυκατοικία οδ. Σπευσίππου 1 και Γλύκωνος στην πλατεία Δεξαμενής του Κολωνακίου, ( Κώστας Κιτσίκης 1932), η πολυκατοικία με την ονομασία "Μέγαρον Σεϊλόν" στην οδ. Λευκωσίας 9 στην πλατεία Αμερικής, ( Αχιλ. Σιμόπουλος 1935), το κτήριο του παλαιού Άλσους στο Πεδίο του Άρεως, κ.α.
(πηγή wikipedia)







Το Λακκί της Λέρου, ένα μήνυμα από το παρελθόν

Στην εφημερίδα Καθημερινή (9-2-014), διαβάζουμε ένα πολύ ενδιαφέρον άρθρο του Γιώργου Λιάλιου, για ένα μικρό ψαροχώρι στο Λακκί της Λέρου, όπου οι Ιταλοί  από το 1930 μέχρι το 1936 έχτισαν μιαν ολόκληρη  νέα πόλη με τον αρχιτεκτονικό ρυθμό της Art Deco, την οποίαν ονόμασαν Porto Lago. Το εντυπωσιακό αυτό αρχιτεκτονικό σύνολο διασώζεται μέχρι σήμερα σε πολύ καλή κατάσταση, παρά την εγκατάλειψη που είναι η γνωστή μοίρα ολόκληρου του ελληνικού πολιτισμού…
Όπως αναφέρεται στο άρθρο, το παραθαλάσσιο αυτό χωριό,  « μοιάζει με πίνακα του Ντε Κίρικο ή σκηνικό ταινίας του Φελίνι. Άγνωστο και ταυτόχρονα οικείο, παλιό και ταυτόχρονα σύγχρονο. Το Λακκί της Λέρου είναι απρόσμενο: μια ολόκληρη, σχεδόν ανέπαφη, ιταλική πόλη του ’30, «φυτεμένη» σε ένα αιγαιοπελαγίτικο νησί. Ένας αρχιτεκτονικός θησαυρός που διασώθηκε μέχρι σήμερα μάλλον από τύχη».

Και ιδού η εντυπωσιακή ιστορία του:

«Το 1912, τα Δωδεκάνησα περνούν στον έλεγχο των Ιταλών που επιλέγουν τη Λέρο για τη δημιουργία της αεροναυτικής τους βάσης. Ο κόλπος του Λακκιού, το δεύτερο μεγαλύτερο φυσικό λιμάνι της Μεσογείου μετά τη Μάλτα, είναι ιδανικός. Το 1923, στην περιοχή Λέπιδα δημιουργείται η βάση G. Rossetti με υπόστεγα για τα υδροπλάνα, στρατιωτικές εγκαταστάσεις και κάποιες κατοικίες. «Όμως οι διαρκώς αυξανόμενες ανάγκες για χώρους κατοικίας των αξιωματικών και των οικογενειών τους οδήγησαν την ιταλική διοίκηση στην ίδρυση της νέας πόλης, του Porto Lago, στην απέναντι ακτή», αναφέρει ο καθηγητής Αρχιτεκτονικής Βασίλης Κολώνας στο βιβλίο του «Ιταλική Αρχιτεκτονική στα Δωδεκάνησα 1912-1943».

Στο Λακκί, λοιπόν, από το 1930 έως το 1936, χτίστηκε το Porto Lago. Μια πόλη που είχε τα πάντα: από δημόσια κτίρια μέχρι κατοικίες για τους αξιωματικούς και τους στρατιώτες. Το αποτέλεσμα ήταν ένα ενιαίο αρχιτεκτονικό σύνολο χτισμένο με βάση τις αρχές του ρασιοναλισμού. «Η εκκλησία, το θέατρο, το σχολείο, το νοσοκομείο, ο στρατώνας του πυροβολικού, το ξενοδοχείο και πάνω από όλα η κυκλική αγορά με τον πύργο του ρολογιού αποτελούν ένα μοναδικής συνοχής αρχιτεκτονικό σύνολο, που θα μπορούσε επάξια να ενταχθεί σε μια διεθνή έκθεση της αρχιτεκτονικής του ’30», αναφέρει ο κ. Κολώνας.


Μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου και την ενσωμάτωση της Δωδεκανήσου στην Ελλάδα, οι Ιταλοί κάτοικοι του Λακκιού αποχωρούν. Τμήμα των εγκαταστάσεων στο Λακκί και στην περιοχή Λέπιδα χρησιμοποιήθηκε για να στεγάσει το Κρατικό Θεραπευτήριο Λέρου, φιλοξενώντας ουσιαστικά μέχρι πριν από λίγα χρόνια -σε απάνθρωπες συνθήκες- τους ψυχικά ασθενείς. Κατά τη διάρκεια της δικτατορίας, στο Λακκί και στο Παρθένι δημιουργήθηκε στρατόπεδο πολιτικών κρατουμένων. Οι κατοικίες των Ιταλών αξιωματικών πέρασαν στα χέρια των κατοίκων του νησιού, ενώ ορισμένα από τα πιο εμβληματικά κτίρια του οικισμού, όπως το ξενοδοχείο (που λειτούργησε μέχρι τη δεκαετία του ’70) και το κινηματοθέατρο, βρίσκονται πλέον στην κυριότητα του Δήμου Λέρου.

Όμως αυτός ο μοναδικός οικισμός έχει αφεθεί στην τύχη του. «Η έλλειψη προσοχής για τη διατήρηση του αστικού συμπλέγματος στο Λακκί σίγουρα οφείλεται σε χρόνια έλλειψη πόρων, ωστόσο απηχεί και την απουσία μιας κουλτούρας αξιολόγησης, εκτίμησης και προστασίας της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς», παρατηρεί η αρχιτέκτων Donatella Manzella στη μελέτη της «Saluti da Leros. Portolago: una citta razionalista nell’ Egeo» («Χαιρετίσματα από τη Λέρο. Πόρτο Λάγκο, μια πόλη ρασιοναλιστική στο Αιγαίο»).

Σε θεσμικό επίπεδο έχουν γίνει ελάχιστα. Όπως εξηγεί στην «Κ» η επικεφαλής της πολεοδομίας του νησιού, Κέλλυ Κουρεπίνη, ο οικισμός κηρύχθηκε παραδοσιακός (μαζί με δεκάδες άλλους) με διάταγμα του 1978, που έθετε κάποιους πολύ στοιχειώδεις περιορισμούς στη νέα δόμηση. Ωστόσο ο οικισμός δεν είναι οριοθετημένος, ούτε έχει σύγχρονο ρυμοτομικό σχέδιο. Όσον αφορά τα κτίρια, διατηρητέα έχουν κηρυχθεί μόνο τρία: το κινηματοθέατρο με το ξενοδοχείο και το συγκρότημα της αγοράς (1995 και 1997, από το υπουργείο Πολιτισμού). Τα υπόλοιπα έχουν αφεθεί στην τύχη τους.

Τι θα μπορούσε να γίνει; «Το Λακκί είναι ένα μήνυμα από το παρελθόν», λέει στην «Κ» ο κ. Κολώνας. «Στη Ρόδο και την Κω υπάρχουν μόνο μεμονωμένα κτίρια της περιόδου, ενώ στη Λέρο έχουμε ένα σύνολο, με όλη την γκάμα των δημοσίων και ιδιωτικών κτιρίων. Το Λακκί δύσκολα συγκρίνεται με κάτι, ιδίως μετά τις καταστροφές που πρόσφατα υπέστησαν ανάλογοι οικισμοί των Ιταλών στη Λιβύη. Κατά τη γνώμη μου, θα έπρεπε να γίνει σημείο συνάντησης της αρχιτεκτονικής του μοντέρνου. Θα μπορούσε ίσως να το “υιοθετήσει” κάποια σχολή ή όλες οι αρχιτεκτονικές σχολές μαζί να οργανώνουν κάθε χρόνο μια συνάντηση στο Λακκί. Θα πρέπει όμως να κινητοποιηθεί και η τοπική κοινωνία, που δείχνει να μην έχει συνειδητοποιήσει τι κόσμημα έχει στα χέρια της. Και βέβαια η Πολιτεία να ολοκληρώσει τη θεσμική του προστασία».

«Στην Ιταλία υπάρχει μεγάλο ενδιαφέρον για τα Δωδεκάνησα», λέει στην «Κ» η κ. Νίνα Αβραμίδου, καθηγήτρια Αρχιτεκτονικής στο Πανεπιστήμιο της Φλωρεντίας. «Ανησυχώ που δεν βλέπω ανάλογο ενδιαφέρον από ελληνικής πλευράς. Το Λακκί αναφέρεται σε όλα τα βιβλία Αρχιτεκτονικής ως μοναδικό παράδειγμα της εποχής. Απορώ γιατί δεν έχει ληφθεί η μέριμνα που του αξίζει».








Για εμένα

Γεννήθηκα στην Αθήνα το 1952. Σπούδασα Ιστορία - Αρχαιολογία στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Εργάστηκα στο Υπουργείο Πολιτισμού ως αρχαιολόγος από το 1977 ως το 1983. Παράλληλα με την εργασία μου σπούδασα θέατρο στη Σχολή Ευγενίας Χατζήκου και συμμετείχα σε παραστάσεις ερασιτεχνικών θεατρικών θιάσων.

Από το 1984 εργάστηκα ως δημοσιογράφος στις εφημερίδες ΑΥΓΗ, ΠΡΩΤΗ, Κυριακάτικη ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ. Το 1985 παίρνω το πρώτο δημοσιογραφικό βραβείο «Παύλου Παλαιολόγου» για το καλύτερο γυναικείο κείμενο. Αργότερα συνεργάστηκα με τα περιοδικά ΠΑΝΘΕΟΝ, ΓΥΝΑΙΚΑ, ΤΗΛΕΡΑΜΑ, Mme Figaro, ΑΣΤΡΑ ΚΑΙ ΟΡΑΜΑ, στα οποία είχα την ευθύνη της αρχισυνταξίας και την επιμέλεια του ελεύθερου ρεπορτάζ. Συνεργάστηκα επίσης ως ρεπόρτερ με την τηλεόραση του ΑΝΤ1 και με ραδιοφωνικούς σταθμούς (ΤΟP FM, 9.84 κ.α.). Κατά τη δημοσιογραφική μου καριέρα, ασχολήθηκα με την ελεύθερη έρευνα, πολιτιστικά, κοινοβουλευτικό και πολιτικό ρεπορτάζ.

Εργάστηκα ως συντάκτης πολιτικού ρεπορτάζ, στο Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων-(ΑΠΕ-ΜΠΕ). Έχω γράψει τα βιβλία «Ψάχνοντας για τη Μόνικα», «Η σκιά της άλλης» και «Μινώκερος», τα οποία εκδόθηκαν από τις εκδόσεις ΛΙΒΑΝΗ. Έχω κάνει πολλές επιμέλειες βιβλίων.

Τα τελευταία οκτώ χρόνια ζω μόνιμα στη Σύρο και συνεργάστηκα με την εφημερίδα «Ο ΛΟΓΟΣ των Κυκλάδων».