11/04/17

Περί θανάτου



« Ένα τίποτα είναι για μας ο θάνατος. Γιατί, ό, τι αποσυντίθεται παύει να αισθάνεται. Και ό, τι δεν αισθάνεται δεν μας αφορά». (Επίκουρος)

Τι γίνεται αλήθεια με το θάνατο; Γιατί μας είναι τόσο δύσκολο να τον αποδεχθούμε; Γιατί τον φοβόμαστε τόσο πολύ παρόλο που γνωρίζουμε πως είναι αναπόφευκτος και πως είναι μέρος της ζωής; Γιατί κλαίμε και οδυρόμαστε μπροστά στη θέα του; Κλαίμε για τον νεκρό ή για μας; Μήπως κλαίμε επειδή βλέπουμε τον εαυτό μας στη θέα του νεκρού, σαν σε έναν καθρέφτη;

Αφορμή για αυτές τις σημειώσεις μου έδωσε μια σοκαριστική εμπειρία που είχα πρόσφατα σε ένα ταξίδι μου στην Αθήνα. Μια στενή φίλη μιας φίλης μου, την οποία δεν είχα γνωρίσει ποτέ, αποφάσισε να βάλει τέλος στη ζωή της με ευθανασία, μετά από το χτύπημα ενός καρκίνου που σάρωσε ολόκληρο το σώμα της μέσα σε ένα χρόνο. Η γυναίκα αυτή στα εξηνταπέντε της χρόνια, άρχισε να γεννάει παντού καρκίνους. Αλεπάλληλες εξετάσεις, απανωτές εγχειρήσεις, ακτινοβολίες, χημειοθεραπείες, ξανά και ξανά και ξανά. Και πόνοι αφόρητοι και μορφίνες και ταλαιπωρία σώματος και ψυχής. Η γυναίκα, είδε ότι δεν είχε γλυτωμό.
Την απόφασή της την πήρε όταν οι γιατροί είπαν ότι έπρεπε να την ανοίξουν για πολλοστή φορά για να δουν τι γίνεται με το έντερό της. Τότε είπε, στοπ. Δεν είναι ζωή αυτή. Προτιμώ να φύγω ήρεμα και με αξιοπρέπεια παρά να ζω τρέχοντας στα νοσοκομεία και να με κόβουν κάθε τόσο, με την ελπίδα μήπως και τη γλυτώσω.
Μια μέρα πριν συμβεί αυτό το γεγονός, πήγαμε και φάγαμε σε ένα εστιατόριο για να αποχαιρετήσουμε τη φίλη μας που θα έφευγε την άλλη μέρα για το Παρίσι για να αποχαιρετίσει την αγαπημένη της, με την οποία είχε μια σχέση αδελφική, σχέση ζωής.
Όταν ακούσαμε τα περί καταστολής, αναρωτηθήκαμε, δηλαδή θα πεθάνει αμέσως ή θα βρίσκεται σε κώμα και για πόσον καιρό; Για μέρες, για βδομάδες, για μήνες; Και θα καταλαβαίνει κάποιον που θα βρίσκεται δίπλα της; Θα νιώθει το χέρι του να την ακουμπάει, θα ακούει τα λόγια του; Και αν βρεθεί ο άνθρωπος σε κώμα, μπορεί κάποια στιγμή να συνέλθει, και να ξαναγυρίσει στη ζωή; Οπότε  η απόφαση του ασθενούς να βάλει τέλος στη ζωή του ματαιώνεται και ο θάνατος δεν είναι κάτι το τελεσίδικο;
Γιατί, όσο κι αν λέμε ότι είμαστε υπέρ της ευθανασίας, όταν ακούς μιαν ιστορία πραγματική, σοκάρεσαι. Σοκάρεσαι με την απόφαση, σοκάρεσαι με την ματαίωση της ελπίδας που ως γνωστόν πεθαίνει τελευταία μετά από μας.


Ελπίζαμε ότι κάτι τέτοιο θα μπορούσε να γίνει. Όμως όχι. Η γυναίκα κοιμήθηκε το ίδιο βράδυ που η αγαπημένη της φίλη πετούσε για το Παρίσι. Όσοι ήταν γύρω της είπαν ότι έφυγε ήρεμη και ευχαριστημένη. Ευχαριστημένη γιατί δεν χάρισε στο θάνατο τη ζωή της. Ευχαριστημένη γιατί δεν βασάνισε το σώμα και την ψυχή της και τους αγαπημένους της ανθρώπους.
 Κι έπειτα στην ταβέρνα, έβαλα ένα ερώτημα. Μπορεί κάποιος να προγραμματίσει το θάνατό του; Όχι, είπαν με ένα στόμα οι φίλες μου. Κι όμως ναι, έλεγα εγώ. Το πεπρωμένο φυγείν αδύνατον. Ναι, αλλά το πώς θα πεθάνει κανείς, ακόμα και το πότε, μήπως μπορεί ο άνθρωπος να το κανονίσει, να το σχεδιάσει και να το εφαρμόσει με τη δύναμη του νου;


Ίσως. Για παράδειγμα, αυτή η γυναίκα το έκανε. Το έκανε και η μητέρα μου που τρία χρόνια πριν πεθάνει έκλεισε τους λογαριασμούς της, έγραψε ένα αυτοβιογραφικό βιβλίο, τα βρήκε με εμένα την κόρη της και με την αδελφή της και συνέχισε να ζει, μέχρι που πέθανε λίγο πριν πάει για πρόβα θεάτρου στο ΚΑΠΗ της γειτονιάς της, ντυμένη και βαμμένη και σινιαρισμένη πάνω στο κρεβάτι της. Το ίδιο έκανε και ο παππούς μου που δυο χρόνια πριν πεθάνει είχε δηλώσει πως εγώ θα φύγω όταν θα κάνω δισέγγονα. Πράγμα που και έγινε.
Ίσως λοιπόν ο άνθρωπος να έχει τη δύναμη να διαλέξει τον τρόπο που θα πεθάνει. Και τον τρόπο να ζήσει τη ζωή χωρίς το φόβο του θανάτου, συνειδητοποιώντας ότι τελικά ο θάνατος είναι η ουρά της ζωής.
Να είναι καλά εκείνοι που φεύγουν και να ζουν καλύτερα αυτοί που μένουν. Στο κάτω κάτω, είναι τόσοι πολλοί που έχουν φύγει και έχουν ξεχαστεί πολύ πριν πεθάνουν. Κι η λησμονιά, είναι κι αυτή ένας θάνατος. Άλλωστε, όπως έλεγε μια σοφή γυναίκα, η αθανασία είναι η μνήμη που έχουμε για ζωντανούς και πεθαμένους.


Ο Επίκουρος έλεγε για το θάνατο:

«Κοίτα να συνηθίσεις στην ιδέα, ότι ο θάνατος για μας είναι ένα τίποτα. Κάθε καλό και κάθε κακό βρίσκεται στην αίσθησή μας· όμως θάνατος σημαίνει στέρηση της αίσθησης. Γι' αυτό η σωστή εκτίμηση ότι ο θάνατος δεν σημαίνει τίποτα για μας, μας βοηθά να χαρούμε τη θνητότητα του βίου: Όχι επειδή μας φορτώνει αμέτρητα χρόνια, αλλά γιατί μας απαλλάσσει από τον πόθο της αθανασίας. Δεν υπάρχει, βλέπεις, τίποτα το φοβερό στη ζωή του ανθρώπου που 'χει αληθινά συνειδητοποιήσει ότι δεν υπάρχει τίποτα το φοβερό στο να μη ζεις. Άρα είναι ανόητος αυτός που λέει ότι φοβάται τον θάνατο, όχι γιατί θα τον κάνει να υποφέρει όταν έρθει, αλλά επειδή υποφέρει με την προσδοκία του θανάτου.
 Γιατί ό, τι δεν σε στεναχωρεί όταν είναι παρόν, δεν υπάρχει λόγος να σε στεναχωρεί όταν το περιμένεις. Το πιο ανατριχιαστικό, λοιπόν, από τα κακά, ο θάνατος, είναι ένα τίποτα για μας, ακριβώς επειδή όταν υπάρχουμε εμείς αυτός είναι ανύπαρκτος, κι όταν έρχεται αυτός είμαστε ανύπαρκτοι εμείς. Ο θάνατος, λοιπόν, δεν έχει να κάνει ούτε με τους ζωντανούς ούτε με τους πεθαμένους, αφού για τους ζωντανούς δεν υπάρχει, ενώ οι τελευταίοι δεν υπάρχουν πια. Βέβαια, οι πολλοί άλλοτε πασχίζουν ν' αποφύγουν τον θάνατο σαν να 'ναι η πιο μεγάλη συμφορά, κι άλλοτε τον αποζητούν για ν' αναπαυθούν από τα δεινά της ζωής.
 Απεναντίας, ο σοφός ούτε τη ζωή απαρνιέται, ούτε την ανυπαρξία φοβάται. Γιατί δεν του είναι δυσάρεστη η ζωή αλλά ούτε και θεωρεί κακό το να μη ζει. Κι όπως με το φαγητό δεν προτιμά το πιο πολύ μα το πιο νόστιμο, έτσι και με τη ζωή: Δεν απολαμβάνει τη διαρκέστερη, μα την ευτυχέστερη. Κι είναι αφελής όποιος προτρέπει τον νέο να ζει καλά και τον γέρο να δώσει ωραίο τέλος στη ζωή του· όχι μόνο γιατί η ζωή είναι ευπρόσδεκτη, αλλά γιατί το να ζεις καλά και να πεθαίνεις καλά, είναι μία και η αυτή άσκηση. Όμως πολύ χειρότερος είναι εκείνος που λέει πως καλό είναι να μη γεννηθείς, «αλλά μιας και γεννήθηκες, βιάσου να διαβείς τις πύλες του Άδη (Θέογνις 425, 427).». Αν το λέει επειδή το πιστεύει, γιατί δεν αποσύρεται από τη ζωή; Στο χέρι του είναι να το κάνει, αν το 'χει σκεφτεί σοβαρά. Αν πάλι το λέει στ' αστεία, είναι ελαφρόμυαλος σε πράγματα που δεν σηκώνουν αστεία.
Γεννηθήκαμε μια φορά και δεν γίνεται να γεννηθούμε και δεύτερη κι είναι βέβαιο πως δεν θα υπάρξουμε ξανά στον αιώνα τον άπαντα. Εσύ όμως, ενώ δεν εξουσιάζεις το αύριο, αναβάλλεις την ευτυχία γι' αργότερα. Κι η ζωή κυλά μ' αναβολές και χάνεται κι ο καθένας μας πεθαίνει μες στις έγνοιες.

ι φωτογραφίες, από το Νεκροταφείο της Ερμούπολης)












Για εμένα

Γεννήθηκα στην Αθήνα το 1952. Σπούδασα Ιστορία - Αρχαιολογία στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Εργάστηκα στο Υπουργείο Πολιτισμού ως αρχαιολόγος από το 1977 ως το 1983. Παράλληλα με την εργασία μου σπούδασα θέατρο στη Σχολή Ευγενίας Χατζήκου και συμμετείχα σε παραστάσεις ερασιτεχνικών θεατρικών θιάσων.

Από το 1984 εργάστηκα ως δημοσιογράφος στις εφημερίδες ΑΥΓΗ, ΠΡΩΤΗ, Κυριακάτικη ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ. Το 1985 παίρνω το πρώτο δημοσιογραφικό βραβείο «Παύλου Παλαιολόγου» για το καλύτερο γυναικείο κείμενο. Αργότερα συνεργάστηκα με τα περιοδικά ΠΑΝΘΕΟΝ, ΓΥΝΑΙΚΑ, ΤΗΛΕΡΑΜΑ, Mme Figaro, ΑΣΤΡΑ ΚΑΙ ΟΡΑΜΑ, στα οποία είχα την ευθύνη της αρχισυνταξίας και την επιμέλεια του ελεύθερου ρεπορτάζ. Συνεργάστηκα επίσης ως ρεπόρτερ με την τηλεόραση του ΑΝΤ1 και με ραδιοφωνικούς σταθμούς (ΤΟP FM, 9.84 κ.α.). Κατά τη δημοσιογραφική μου καριέρα, ασχολήθηκα με την ελεύθερη έρευνα, πολιτιστικά, κοινοβουλευτικό και πολιτικό ρεπορτάζ.

Εργάστηκα ως συντάκτης πολιτικού ρεπορτάζ, στο Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων-(ΑΠΕ-ΜΠΕ). Έχω γράψει τα βιβλία «Ψάχνοντας για τη Μόνικα», «Η σκιά της άλλης» και «Μινώκερος», τα οποία εκδόθηκαν από τις εκδόσεις ΛΙΒΑΝΗ. Έχω κάνει πολλές επιμέλειες βιβλίων.

Τα τελευταία οκτώ χρόνια ζω μόνιμα στη Σύρο και συνεργάστηκα με την εφημερίδα «Ο ΛΟΓΟΣ των Κυκλάδων».