Μια ένοχη θηλιά δένει, όπως φαίνεται, την ιστορία
της Αμερικής με την Ιαπωνία. Ένας ανομολόγητος έρωτας που φέρνει το θάνατο, ένα
αταίριαστο ζευγάρι, η εξωτική μυρωδιά της Άπω Ανατολής που γοητεύει τους
ανθρώπους της δύσης, η θέση της γυναίκας στη γιαπωνέζικη κοινωνία, η ανήλικη γκέισα
που αναγκάζεται να πουληθεί σε ξένους συνήθως από τους γονείς της, η
εκμετάλλευση των ανηλίκων, η εκμετάλλευση του «τρίτου κόσμου» από τις
ιμπεριαλιστικές χώρες, δύο κόσμοι διαφορετικοί, δύο διαφορετικά σύμπαντα, είναι
τα στοιχεία μιας από τις μεγαλύτερες όπερες στην ιστορία της οπερετικής
παράδοσης.
Η γνωστή όπερα του Τζιάκομο Πουτσίνι «Μαντάμα
Μπατερφλάυ», που έφτασε μέχρι τα πέρατα του κόσμου και γνώρισε τεράστια
επιτυχία, πέρασε από τα σαράντα κύματα μέχρι να φτάσει μέχρι εκεί.
Η ιστορία
της όπερας είχε γραφτεί σε βιβλίο, έπειτα έγινε μονόπρακτο θεατρικό έργο, το
είδε ο Πουτσίνι κι από εκεί εμπνεύστηκε. Πολλά χρόνια μετά την επιτυχία της
όπερας, η ιστορία της Μπατερφλάυ γίνεται το σενάριο κινηματογραφικών έργων,
μεταξύ των οποίων και του «Χαρακίρι», του Φριτς Λάνγκ.
Είχαμε τη χαρά και την τιμή να δούμε τη Μαντάμα
Μπατερφλάϋ στη σκηνή του θεάτρου «Απόλλων» στη Σύρο, στα πλαίσια του 13ου
Φεστιβάλ Αιγαίου, διοργανωτής του οποίου είναι ο Πίτερ Τιμπόρις. Μια παράσταση
εξαιρετική, μουσικά, σκηνοθετικά, ερμηνευτικά- με την Ιλάνα Λαπαλάϊνα στο ρόλο
της Μπανταμα Μπατερφλάυ και τον Αλέσιο Μπορατζίνε στο ρόλο του Πίνκερτον .
Η όπερα αφηγείται την τραγική ιστορία μια γιαπωνέζας
γκέισας 14 ετών, που αποκαλείται χαϊδευτικά Μπατερφλάι (πεταλούδα). Αυτή έχει παντρευτεί
έναν Αμερικανό αξιωματικό,
πιστεύοντας στις εφήμερες ερωτικές υποσχέσεις του. Σύντομα ο Αμερικανός την
εγκαταλείπει, αλλά θα επιστρέψει μετά από τρία χρόνια και
θα ζητήσει να πάρει το παιδί που απέκτησαν. Τότε στην Μπατερφλάι απομένει μόνο
μία αξιοπρεπής επιλογή: το χαρακίρι.
Η ιστορία της όπερας, εκτός από την υπόθεση, έχει
ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Πώς ο Πουτσίνι είχε την ιδέα να κάνει αυτή την ιστορία
όπερα;
Ο βασικός λόγος είναι η μόδα του «εξωτισμού» και του
ρομαντισμού που κυριάρχησε κατά τις
αρχές του 20ου αιώνα στη Δύση. Ένα από τα «θέατρα» της μόδας αυτής
ήταν η εξωτική Άπω Ανατολή και ιδιαίτερα η Ιαπωνία.
Έως το 1853 η Ιαπωνία ήταν κλειστή στον έξω κόσμο.
Στις 8 Ιουλίου 2 φρεγάτες κι άλλα δύο ακόμη πλοία του αμερικανικού πολεμικού
Ναυτικού υπό τον Μάθιου Πέρι προσέγγισαν το λιμάνι της Ουράγκα. Αποστολή τους
ήταν να πείσουν την ιαπωνική αρχή για έναρξη διπλωματικών σχέσεων και εμπορικών
συναλλαγών. Κάτι τα κανόνια των Αμερικανών, κάτι που η Ιαπωνία είχε ξεμείνει με
τον εξοπλισμό και την πολεμική τακτική των Σαμουράι, η συνθήκη με τις ΗΠΑ για
άνοιγμα των λιμανιών της Ιαπωνίας υπεγράφη το Μάρτιο του 1854. Ανάλογες
συμφωνίες υπογράφηκαν και με άλλες χώρες της Δύσης τα αμέσως επόμενα χρόνια.
Το άνοιγμα του υπέροχου, μυστικού έως τότε,
κόσμου της εξωτικής Ιαπωνίας και η εμφάνιση στις δυτικές αγορές ιαπωνικών
χειροποίητων κομψοτεχνημάτων
προκάλεσαν μεγάλη αίσθηση. Το β΄ μισό του 19ου αι. η Ευρώπη
υιοθέτησε την μόδα του «ιαπωνισμού» και σημαντικοί δημιουργοί διαφορετικών
τεχνών αφέθηκαν στην γοητεία του Σινοϊαπωνικού πολιτισμού.
Το 1887 κυκλοφορεί το μυθιστόρημα Madame
Chrysanthème του Πιερ Λοτί, αξιωματικού του Ναυτικού και συγγραφέα πολύ
δημοφιλών εξωτικών ιστοριών και αυτοβιογραφικών χρονικών από υπερατλαντικά
ταξίδια και αποστολές. Ο συγγραφέας, αντλώντας από την προσωπική του εμπειρία,
γράφει την ιστορία ενός ναυτικού που κατά τη διάρκεια της προσωρινής διαμονής
του στην χώρα του ανατέλλοντος ηλίου, και για όσο αυτή διαρκεί, εξαγοράζει για
«σύζυγο» μία γκέισα. Φαίνεται πως στο β΄ μισό του 19ου αι., κατά την κατάκτηση
της Ιαπωνίας από τους βιομηχάνους και τους εμπόρους της Δύσης, το φαινόμενο
ήταν συχνό και υπήρχαν μεσάζοντες που έβρισκαν εξωτικές «συζύγους» στους
ενδιαφερόμενους. Το μυθιστόρημα του Λοτί σύντομα μεταφράστηκε στα αγγλικά και
επηρέασε τη νουβέλα του Τζον Λούθερ Λονγκ «Madame Butterfly» που
δημοσιεύτηκε το 1898 στο περιοδικό Century Illustrated Monthly Magazine.
Ακολουθεί το μονόπρακτο θεατρικό έργο του Ντέιβιντ
Μπελάσκο, Αμερικανού παραγωγού, ιμπρεσάριου, σκηνοθέτη και συγγραφέα. Το μικρό
έργο του λόγω του εξωτικού σκηνικού και της συγκινητικής νεαρής γιαπωνέζας που
αυτοκτονεί, μετά την εγκατάλειψή της από τον Αμερικανό αξιωματικού, άρεσε στο
κοινό. Άρεσε και στον Πουτσίνι, που είδε το έργο στο Λονδίνο το καλοκαίρι του
1900. Επιστρέφοντας στην Ιταλία είχε ήδη αποφασίσει να γράψει μία όπερα
πάνω στην ιστορία της δεκαπεντάχρονης λεπτοκαμωμένης σαν πεταλούδα γκέισας.
Ο Πουτσίνι έψαξε και μελέτησε την Ιστορία της
Ιαπωνίας και του πολιτισμού της πριν γράψει την εξαίσια μουσική της «Μαντάμα
Μπάτερφλαι». Η αλληλογραφία του το αποδεικνύει. Ήρθε σε επαφή με την κυρία
Ογιάμα, τη σύζυγο του Ιάπωνα πρέσβη στην Ρώμη, η οποία του έδωσε πολλές
ενδιαφέρουσες πληροφορίες και του τραγούδησε τραγούδια της πατρίδας του. Ο
συνθέτης μελέτησε τις μεταφράσεις ιαπωνικών μουσικών στο δυτικό σημειολογικό
σύστημα και χάριν του ρεαλισμού που επεδίωκε στα έργα του, ενέταξε επτά
αυτούσιες ιαπωνικές μελωδίες στην μουσική σύνθεση (π.χ. στην σκηνή του γάμου
ακούγεται το θέμα από τον ιαπωνικό αυτοκρατορικό ύμνο). Σε αντιδιαστολή των δύο
πολιτισμών, η εμφάνιση του Πίνκερτον συνδέεται με τον αμερικανικό εθνικό ύμνο.
Ο ιρλανδός συγγραφέας Τζέιμς Τζόις, αναφέρει τη Μαντάμ Μπατερφλάυ σε
γράμμα του προς την αγαπημένη του Νόρα,
στις 25 Οκτωβρίου 1909: «Και τώρα, μικρό
μου κακοδιάθετο, κακότροπο υπέροχο κοριτσάκι, υποσχέσου μου ότι δεν θα κλαις
αλλά θα μου δίνεις κουράγιο να συνεχίσω τη δουλειά μου εδώ. Θα ήθελα να πας να
δεις τη Μαντάμ Μπατερφλάι και να με σκέφτεσαι…».
Δύο μέρες της ξαναγράφει και αναφέρεται και πάλι
στην ίδια όπερα:
«Το
μόνο που ήθελα ήταν ν’ ακούσω αυτήν την όμορφη, ευαίσθητη μουσική συντροφιά μ’
εσένα. Ήθελα να νιώσω την ψυχή σου να σκιρτά από πόθο και λαχτάρα όπως η δική
μου, όταν η ηρωίδα τραγουδάει τη ρομάντζα της ελπίδας της Un bel di στη
δεύτερη πράξη: «Μια μέρα, μια μέρα θα δούμε μια στήλη καπνού να ανεβαίνει στον
ορίζοντα από τη θάλασσα, μακριά: τότε το πλοίο θα φανεί».
Αν εξαιρέσεις την πρώτη-πρώτη πρεμιέρα της «Μαντάμα
Μπατερφλάι» στη Σκάλα του Μιλάνου, στις 17 Φεβρουαρίου 1904, μια εκκωφαντική
αποτυχία που ο Πουτσίνι δεν μπόρεσε να ξεχάσει ποτέ, όλες οι επόμενες
παραστάσεις της ήταν ένας θρίαμβος για τον συνθέτη και την όπερά του –μία από
τις τελευταίες μεγάλες στιγμές του ιταλικού μπελκάντο. (ΠΗΓΗ lifo)
Η
ιστορία της όπερας
Ο Ιταλός συνθέτης ταξιδεύει το 1900 στο Λονδίνο, με
σκοπό να παρακολουθήσει τη «Μαντάμα
Μπαττερφλάι», το μονόπρακτο έργο του
Αμερικανού θεατρικού παραγωγού και συγγραφέα, Ντέιβιντ Μπελάσκο. Ο
Πουτσίνι δεν καταλαβαίνει λέξη από την παράσταση, καθώς δεν μιλάει καθόλου
αγγλικά, όμως οι εικόνες του θεατρικού του κινούν το ενδιαφέρον και ζητά από
τον συνεργάτη του, Τζούλιο Ρικόρντι, να αποκτήσει τα οπερετικά δικαιώματα.
Το 1901, ο Πουτσίνι ξεκινά τη σύνθεση της «Μαντάμα Μπαττερφλάι», εγχείρημα όχι
εύκολο, αν αναλογιστεί κανείς ότι τα ήθη και τα έθιμα στο Ναγκασάκι ήταν
εντελώς ξένα προς εκείνα της Ιταλίας. Ο συνεργάτης του λιμπρετίστας Λουίτζι Ίλικα ταξίδεψε στο Ναγκασάκι, με σκοπό να μεταφέρει
τα τοπικά πολιτιστικά στοιχεία της Άπω Ανατολής.
Η μελέτη του Πουτσίνι γύρω από την μουσική παράδοση
της Ιαπωνίας αποτυπώνεται στη σύνθεση της «Μαντάμα Μπατερφλάι», με τον
Ιταλό συνθέτη να κάνει συχνά «ευθεία αναφορά» σε ρυθμούς ιαπωνικών τραγουδιών
που είχε στο μεταξύ ακούσει.
Η «Μαντάμα Μπαττερφλάι» έκανε πρεμιέρα
στη Σκάλα του Μιλάνου την 17η Φεβρουαρίου 1904. Όμως αποδοκιμάστηκε
έντονα στην πρώτη παρουσίασή της. Ο Πουτσίνι απέσυρε το έργο, όμως δεν πτοήθηκε.
Πηγές μάλιστα αναφέρουν πως ο Πουτσίνι είχε εκμυστηρευθεί σε συνεργάτες τις
υποψίες που έτρεφε ότι ανταγωνιστές του είχαν κατακλύσει την αίθουσα, με
σκοπό να σαμποτάρουν την πρεμιέρα.
Μετά το «στραπάτσο» της επίσημης πρώτης ο
Πουτσίνι επέφερε σημαντικές τροποποιήσεις στην εκδοχή που
παρουσιάστηκε στη Σκάλα, χωρίζοντάς το αρχικά δίπρακτο έργο σε τρεις
πράξεις.
Η νέα εκδοχή έκανε πρεμιέρα στην ιταλική πόλη Μπρέσα, στις 28
Μαΐου 1904, όπου και αποθεώθηκε. Τον Οκτώβριο και τον Νοέμβριο του 1906
παρουσιάζεται στην Ουάσινγκντον και τη Νέα Υόρκη αντίστοιχα. Το
1907, ο Ιταλός συνθέτης επιφέρει εκ νέου μικρές ορχηστρικές και φωνητικές
αλλαγές, διαμορφώνοντας την λεγόμενη τέταρτη βερσιόν, η οποία παρουσιάστηκε
στο Παρίσι. Ο Πουτσίνι θα κάνει τις τελευταίες διαφοροποιήσεις για
την πέμπτη βερσιόν, η οποία θεωρείται και η «στάνταρ Μαντάμα Μπαττερφλάι», με
τις περισσότερες παραστάσεις παγκοσμίως.
Η «Μαντάμα Μπαττερφλάι», όπερα με απήχηση ανάλογη
εκείνης της Μποέμ και της Τόσκα, αποτελεί ένα από τα δημοφιλέστερα έργα με
δεκάδες παραστάσεις παγκοσμίως. Η πρωτότυπη ιστορία της, τα μουσικά θέματά της
από την ιαπωνική παράδοση και ο προβληματισμός που θέτει γύρω από τον
πολιτιστικό ιμπεριαλισμό που ακολούθησε την οικονομική επέκταση των δυτικών
βιομηχανικών κρατών στις αρχές του 20ού αιώνα, καθιστούν την «Μαντάμα
Μπαττερφλάι» έναν «αναγκαίο σταθμό» για κάθε φίλο της όπερας.
Η
Μαντάμα Μπατερφλάυ στο σινεμά
Η ιστορία της Μαντάμα Μπατερφλάυ επηρέασε και την 7η
τέχνη. Το 1919, ο γνωστός Γερμανός σκηνοθέτης Φριτζ Λανγκ, δημιουργεί τη δικιά
του κινηματογραφική εκδοχή της όπερας, με την ταινία "Χαρακίρι", μια από τις πρώτες ταινίες με θέμα της την
Ιαπωνία και τη γιαπωνέζικη κουλτούρα.
Το 1920, κυκλοφορεί η ταινία "Το μοντέρνο νοικοκυριό της Μαντάμ
Μπατερφλάι" σε σενάριο και σκηνοθεσία Μπερνάρ Νατάν. Η ταινία ήταν μια
γαλλική, αμφισεξουαλική, χαρντκορ παραγωγή.
Το 1922 ακολουθεί η ταινία "Ο Φόρος της Θάλασσας", σε
σκηνοθεσία Τσέστερ Φράνκλιν. Η υπόθεση ήταν παραλλαγή της ιστορίας της
Μπατερφλάι και διαδραματιζόταν στην Κίνα αντί για την Ιαπωνία, ενώ η νεαρή
γκέισα λεγόταν «Άνθος Λωτού» Εδώ η πρωταγωνίστρια στο τέλος πνίγεται,
πέφτοντας στη θάλασσα. Η ταινία έκανε πρεμιέρα στις 26/11/1922 στο
κινηματογράφο Ριάλτο της Νέας Υόρκης και κυκλοφόρησε στις 22/01/1923.