11/20/16
Ομολογώ,
πρώτη εγώ, μια αριστερή από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, ότι ήμουν βαθιά
νυχτωμένη, εξ αιτίας της ιδεολογίας-ή ιδεοληψίας- μου, σχετικά με το ποια είναι
η πραγματικότητα στις αραβικές χώρες και στον μουσουλμανικό κόσμο. Θεωρούσα
ψευδαισθησιακά αυτονόητο, ανοήτως, ότι οι μαντήλες, οι σαρίες, το κοράνι και
όλα τα συναφή, ήταν απλώς τυπικά, όπως τυπικός είναι και ο χριστιανισμός για
πολλούς συμπολίτες μου. Θεωρούσα επίσης, ότι πλέον τον 21ο αιώνα,
τον αιώνα της πληροφορίας, οι θρησκείες δεν έπαιζαν μεγάλο ρόλο, οι άνθρωποι
είχαν εξελιχθεί, μετά τον διαφωτισμό, την ανάπτυξη των επιστημών και της
τεχνολογίας, ότι είχαν ξεπεράσει τα απαρχαιωμένα αυτά δόγματα και ότι είχαν
κάνει πολλά βήματα μπροστά στην πρόοδο, ξεπερνώντας προκαταλήψεις που μάστιζαν για
αιώνες την ανθρωπότητα. Πόσο έξω είχα πέσει!
Βρισκόμαστε στα μέσα του νέου αιώνα, και μαίνεται ένας
πόλεμος που ισοπεδώνει χώρες ολόκληρες, για οικονομικούς βέβαια λόγους-πετρέλαια
κλπ.-αλλά δυστυχώς, όχι μόνον γι αυτούς.
Όταν
έγινε η «αραβική άνοιξη», βλέποντας τους λαούς των αραβικών χωρών να
εξεγείρονται για την ελευθερία και τη δημοκρατία, ενθουσιάστηκα. Δεν μπορούσα
να διανοηθώ ότι πίσω από αυτές τις πανανθρώπινες αξίες για τις οποίες γενιές
και γενιές στη δύση έχυσαν το αίμα τους, βρισκόταν η παγίδα του θρησκευτικού
φανατισμού, που λέγεται μουσουλμανισμός.
Όταν
ξέσπασε η μαζική εισροή των προσφύγων από τη Συρία στην Ελλάδα, σε συζητήσεις
με φίλους, έλεγα ότι ο μόνος τρόπος για να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα, ήταν η
αφομοίωση και ενσωμάτωση των ανθρώπων αυτών που έχουν μια διαφορετική φιλοσοφία
και κουλτούρα, στην δικιά μας κουλτούρα. Κάποιοι μου έλεγαν ότι οι μουσουλμάνοι
δεν ενσωματώνονται. Εγώ δεν το πίστευα, αλλά είχα πέσει έξω. Τα γεγονότα των
τρομοκρατικών επιθέσεων στο Παρίσι και η ανάπτυξη του τζιχαντισμού μέσα στα
σπλάχνα της Ευρώπης, δυστυχώς το αποδεικνύουν…
Εντάξει,
καλή η αλληλεγγύη που δείξαμε στο θέμα
του προσφυγικού, αλλά μάλλον ήμασταν αφελείς και βαθιά νυχτωμένοι, όλοι μας.
Μου άνοιξε τα μάτια ένα κείμενο που μου έστειλε μια φίλη, με την εμπειρία μιας
ελληνίδας που έζησε χρόνια στο Χαλέπι, το οποίο εγκατέλειψε μετά τον πόλεμο και
τις απειλές των τζιχαντιστών κατά της ζωής της και της οικογένειάς της. Δεν λέω
τίποτε άλλο, παραθέτω μόνον αυτό το κείμενο, που αποκαλύπτει την αλήθεια, βιωματικά
και από πρώτο χέρι. Είναι μεγάλο, αλλά αξίζει τον κόπο να το διαβάσετε.
«26 χρόνια στο Χαλέπι
Μια
Ελληνίδα που βρέθηκε στο Χαλέπι από έρωτα και παρέμεινε και μετά το ξέσπασμα
του πολέμου, σε μια πράξη προσωπικής αντίστασης, αφηγείται την περιπέτειά της.
Η Περσεφόνη από τον Πειραιά έχει πια εγκαταλείψει τη Συρία, υπό το κράτος των
απειλών που δέχτηκε η ίδια και η οικογένειά της από τους τζιχαντιστές. Αυτή
είναι η πρόσφατη ιστορία του Χαλεπίου και της Συρίας, μέσα από τα δικά της
μάτια.
«Όταν ξέσπασε η
περίφημη «αραβική άνοιξη»-όπως αναφέρει- « ήμασταν ιδιαίτερα επιφυλακτικοί. Εδώ
θέλω να καταθέσω την άποψή μου ευθαρσώς. Στη μουσουλμανική κουλτούρα η έννοια
της δημοκρατίας όπως την εννοούμε στη Δύση δεν υφίσταται. Θρησκεία και πολιτική
είναι ένα και το αυτό· ιδανικό πολίτευμα είναι η θεοκρατία. Όταν ακολουθούν
κατά γράμμα το Κοράνι, οι ιδέες περί ελευθεριών τους προσβάλλουν· δεν δέχονται
κανένα νόμο πέραν της σαρίας.
Η Συρία, εξάλλου,
είναι μια κοινωνία οργανωμένη ακόμα και σήμερα και σε φατρίες. Μπορεί τα μέλη
μιας φατρίας να είναι διάσπαρτα σε πόλεις, αλλά εξακολουθούν να έχουν έναν
αρχηγό και να δέχονται εντολές από εκείνον. Ό,τι πει εκείνος θα ψηφίσουν όλοι,
μαζικά. Στις αραβικές χώρες υπάρχει ένας μικρός αριθμός διανοούμενων και νέων,
που θα επιθυμούσαν κοσμικό κράτος και πολυφωνική δημοκρατία δυτικού τύπου.
Είναι όμως ελάχιστοι μπροστά στη συντηρητική και θρησκόληπτη πλειοψηφία, και
ήταν βέβαιο πως η τελευταία θα καπέλωνε κάθε εξέγερση.
Όταν είδαμε τον Μοχάμεντ Μόρσι (Wikipedia) των Αδελφών Μουσουλμάνων
να εκλέγεται πρόεδρος στην Αίγυπτο, επιβεβαιώθηκαν οι φόβοι μας για το τι
ετοιμαζόταν».
»Ας
πούμε πως με λένε Περσεφόνη. Δεν έχω πρόβλημα να μιλήσω επωνύμως, κι ας
διαφωνήσουν πολλοί με όσα πω. Έχω άποψη για όσα έχω ζήσει και δεν κάνω πια
εκπτώσεις για κανέναν. Δεν κρύβομαι από την κριτική. Θέλω μονάχα ν’ αποφύγω τον
κίνδυνο. Εκείνους που με έδιωξαν από την Συρία και που –ποιος ξέρει;– μπορεί να
με ακολουθούν κι εδώ, κι εμένα και τον γιο μου. Περσεφόνη, λοιπόν, για την ώρα.
Στο
Χαλέπι έζησα είκοσι έξι χρόνια. Εκεί, στο σπίτι μου, έζησα τα τρία πρώτα χρόνια
του πολέμου
(“Syria: The story of the conflict”, bbc.com.) Ελεύθερη πολιορκημένη. Η παραμονή μου, από μόνη
της, ήταν μια πράξη αντίστασης σε αυτούς που βάλθηκαν να καταστρέψουν την
Συρία, να την κάνουν κομμάτια. Δεν με έδιωξε ούτε ο φόβος, ούτε οι στερήσεις,
ούτε οι συνεχείς βομβαρδισμοί από τους τζιχαντιστές, ούτε η στενοχώρια να βλέπω
την πόλη που αγαπώ να κονιορτοποιείται. Οι απειλές, οι συνεχείς, ανώνυμες
απειλές, με έφεραν στον δύσβατο δρόμο του ξεριζωμού στα μέσα του 2014. Στην
αγκαλιά των φίλων στη Θεσσαλονίκη κι από κει στην Αθήνα, που έμοιαζε πιο ξένη
από ξένη χώρα στα μάτια μου.
Η αρχή μιας νέας ζωής
Γεννήθηκα
το 1959 σε ένα συνηθισμένο πειραιώτικο σπίτι κοντά στη θάλασσα, από πατέρα
ναυτικό, βέρο πειραιώτη, και μάνα με ρίζα μικρασιάτικη. Από μικρή ήμουν ατίθαση
και ανεξάρτητη, αγοροκόριτσο μ’ έλεγαν οι γειτόνισσες κι εγώ το θεωρούσα
στολίδι. Μετά το λύκειο εγκατέλειψα το πατρικό, έμεινα μόνη, εγώ και η ζωή μου.
Ερωτεύθηκα, παντρεύτηκα, χώρισα προς τα μέσα του ΄86, βαθιά πληγωμένη. Στις
αρχές της δεκαετίας του ΄80 είχα γνωρίσει έναν Σύριο νέο, τον Γιάσερ. Φίλος
φίλης, ήταν ο πρώτος Άραβας που γνώριζα. Ήθελε να εγκατασταθεί μόνιμα στην
Ελλάδα και αποφάσισε να βαπτιστεί. Μου ζήτησε να γίνω νονά του.
Συνδεθήκαμε
με φιλία όμορφη και ήταν αυτός που έσκυψε πάνω μου την δύσκολη ώρα του χωρισμού
και μου ’δωσε κουράγιο. «Δεν πας μέχρι το Χαλέπι να δεις την οικογένειά μου, να
ξεσκάσεις;» μου είπε κάποια στιγμή. «Θα σε περιποιηθούν πολύ, θα γιάνεις. Θα
δεις ένα καινούριο μέρος και θα μπορέσεις να τους πας και μερικά απαραίτητα».
Καθώς είχε φύγει λιποτάκτης, δεν μπορούσε να τους επισκεφθεί. Ο Γιάσερ είχε
μιλήσει στους συγγενείς του. «Είναι σαν αδελφή μου, να την προσέξετε! Είναι
δυστυχής, φτιάξτε της το κέφι». Με καλοδέχτηκαν κι έμεινα μαζί τους έναν
ολόκληρο μήνα.
Το
μοιραίο εκείνο ταξίδι, τον Ιανουάριο του ΄87, θα άλλαζε τη ζωή μου. Η έντονη
αίσθηση του ταξιδιού πίσω στον χρόνο, η ψευδαίσθηση της εισβολής μου σε
ασπρόμαυρη ελληνική ταινία του `60 με μάγεψαν. Είχα φθάσει στη Συρία του Χάφεζ Αλ-Άσαντ (Η βιογραφία
του πρώην προέδρου της Συρίας), χώρα πολύ διαφορετική από εκείνη που θα
άφηνα 27 χρόνια αργότερα. Αυτοκίνητα παλιάς τεχνολογίας και πούλμαν του ‘60
καραβοτσακισμένα ανεβοκατέβαιναν με εξατμίσεις μπουκωμένες την εθνική οδό από
τη Δαμασκό στο Χαλέπι. Η χώρα τότε τελούσε υπό διεθνές εμπάργκο. Ήταν κλεισμένη
στον εαυτό της, ενώ ο στρατός βρισκόταν στον Λίβανο, όπου μαινόταν ο εμφύλιος.
Τα ποδήλατα πολλά, οι ελλείψεις αγαθών περισσότερες. Καφές και ζάχαρη με το
δελτίο, φάρμακα και άλλα αγαθά λαθραία από τον Λίβανο, διακοπές νερού και
ρεύματος συχνότατες. Σερβιέτες, πάνες και χαρτιά υγείας δεν υπήρχαν. Τα
χαρτομάντιλα, θυμάμαι, τα προσέφεραν με τον καφέ στις επισκέψεις, στα “καλά
σπίτια”.
Στο
Χαλέπι τα μαγαζιά ήταν γεμάτα, αλλά με παλιάς μόδας εμπορεύματα. Οι γυναίκες
καλοντυμένες, μιας και οι μοδίστρες προμηθεύονταν τα λιβανέζικα φιγουρίνια και
τα υφάσματα περίσσευαν. Ελάχιστες μουσουλμάνες φορούσαν μαντίλες. Δεν ήταν οι
σφιχτές μαντίλες των ισλαμιστών, αλλά πολύχρωμες, που άφηναν συχνά τα μισά
μαλλιά να φαίνονται. Όσες φορούσαν μαντό, αυτό έφτανε μέχρι το γόνατο, όχι σαν
σήμερα που κατεβαίνει ως τον αστράγαλο! Εστιατόρια με νοστιμότατη κουζίνα,
νυχτερινά κέντρα κι άλλες διασκεδάσεις έδιναν το χρώμα της Ανατολής. Οι αστοί
ντύνονταν όπως οι Λιβανέζοι και ζούσαν όπως εκείνοι, παρά το εμπάργκο.
Ένα από
τα μικρότερα αδέλφια του βαφτισιμιού μου ήταν πολιτικός μηχανικός και γνώριζε
καλά αγγλικά. Ας τον ονομάσουμε Σάντι. Καθώς δεν ήταν παντρεμένος, έμενε ακόμα
στο πατρικό του, παρότι 31 ετών –στη Συρία δεν φεύγουν πριν τον γάμο. Κάναμε
παρέα σ’ εκείνο το ταξίδι, ανταλλάξαμε απόψεις, ήπιαμε άρακ, χορέψαμε, γνώρισα
τους φίλους του, άκουσα την αγωνία του για το μέλλον της πατρίδας του. Έφυγα,
αλλά επέστρεψα μόλις έναν μήνα αργότερα. Ο Σάντι είχε πάθει ατύχημα, και του
μετέφερα φάρμακα και άλλα απαραίτητα από την Ελλάδα. Τον βρήκα μπανταρισμένο.
Έμεινα πάλι για έναν μήνα, γνώρισα την πόλη και την οικογένεια καλύτερα. Γύρισα
στην Αθήνα με την υπόσχεση να επιστρέψω, ανίδεη για τη συνέχεια…
Αυτή
υπήρξε μυθιστορηματική. Μετά από πέντε μήνες, εμφανίζεται στην Αθήνα ο
μεγαλύτερος αδελφός του Σάντι, ο Αμπντελκαρίμ. «Θέλει να γνωρίσει τους γονείς
σου», μου λέει ο Γιάσερ. Σκάει μύτη με μια τεράστια ανθοδέσμη. Πάμε, γίνονται
οι συστάσεις. «Όπως ξέρετε, έχω έλθει για ορισμένο σκοπό. Έρχομαι εκ μέρους του
αδελφού μου Σάντι να ζητήσω το χέρι της κόρης σας». Μένουμε στήλες άλατος.
Όλοι. «Είμαστε καλά τώρα;» αναφωνεί ο πατέρας μου. Σκηνή απόλυτα θεατρική. Ο
Αμπντελκαρίμ καταντράπηκε. «Μα καλά, δεν ξέρεις τίποτα; Δεν σου έχει πει ο
αδελφός μου ότι είναι τρελά ερωτευμένος μαζί σου;». Ο πατέρας μου, για να σώσει
την κατάσταση, πήγε να ετοιμάσει ένα ουζάκι.
Πήγα στο
διπλανό δωμάτιο να πιάσω γραμμή με Χαλέπι. Ώρα μέχρι να με συνδέσει το συριακό
τηλεφωνείο. «Μα τι συμβαίνει; Ήλθε εδώ ο αδελφός σου να με ζητήσει σε γάμο!».
«Μα, έτσι δεν γίνονται τα πράγματα; Εγώ σε αγαπώ. Επειδή ήσουν παντρεμένη,
περίμενες να αθετήσω τους τύπους;». Και μου το ΄κλεισε! Μια ακόμα σκηνή
ασπρόμαυρης κωμωδίας. Περσεφόνη, κοίτα να δεις πρόκληση, είπα. Λατρεύω τις
προκλήσεις και τα παράτολμα. Επέστρεψα στο σαλόνι. «Δέχομαι!» Η μάνα μου
κάγκελο. «Είσαι σίγουρη παιδί μου;» ρώτησε ο πατέρας μου. «Είναι πολύ
διαφορετικοί άνθρωποι. Πώς θα πας να ζήσεις εκεί; Αλλιώς είσαι μαθημένη...».
Είπα πως
δεν θα πάω, θα περιμένω να ΄ρθει εκείνος. Πέρασε το καλοκαίρι με το Χαλέπι
ανάμνηση γλυκιά και βέρα στο αριστερό χέρι… Ο Σάντι δεν ερχόταν. Δεν θα
μπορούσε να έρθει παρά μόνο παρανόμως. Υπήρχε νόμος που απαγόρευε την έξοδο των
πολιτικών μηχανικών από τη Συρία! Δεν ήθελε να εγκαταλείψει την πόλη του, την
οικογένειά του, την πατρίδα του ανεπιστρεπτί. Τον Οκτώβριο του ΄87 πέταξα στη
Δαμασκό με ένα δικινητήριο. Οι άνδρες κάπνιζαν μανιωδώς και παιδιά όργωναν τα
καθίσματα. Ήμουν αρραβωνιασμένη με έναν ωραίο νέο, με τη γοητεία του ξένου,
έναν άνδρα που δεν με είχε αγγίξει καν. Μου άρεσαν οι απόψεις του, η ευγένεια,
οι σταθερές αξίες, το καθάριο βλέμμα του. Κι όμως μετά βίας τον γνώριζα και δεν
ήμουν ερωτευμένη. Ίσως φοβόμουν να ερωτευτώ ξανά.
Σε ένα
πούλμαν με χαλασμένα αμορτισέρ, στη διαδρομή προς το Χαλέπι, αποφασίσθηκε ο
γάμος. «Είμαι ερωτευμένος μαζί σου, θέλω να παντρευτούμε εδώ και τώρα. Μάλωσα
και με την οικογένειά μου και μένω τώρα μόνος». Του είχαν πει «ή εκείνη ή
εμείς». Ήμουν ξένη, διαζευγμένη, αλλόθρησκη. Να φανταστείς πως δεν έμαθαν ποτέ
ότι ο Γιάσερ βαπτίσθηκε, πως η κόρη του είναι χριστιανή. Πόσο μάλλον ότι τον
βάπτισα εγώ! Ο Σάντι όμως με ήθελε, ήταν έτοιμος να τους αψηφήσει. «Αν με
παντρευτείς, δεν θα αφήσω δάκρυ να κυλήσει από τα μάτια σου». Ο τρόπος του με
γοήτευσε. Και είχα αυτοπεποίθηση, δεν φοβόμουν.
«Δέχομαι
να παντρευτούμε», είπα, «αλλά τα ουσιώδη πρέπει να τα ξεκαθαρίσουμε από τώρα».
Του είπα πως έμαθα να ζω ελεύθερη, ανεξάρτητη, και πως δεν επιθυμώ σύζυγο αλλά
σύντροφο ζωής. «Μην σκεφτείς ότι θα μπορούσες να μου αλλάξεις τρόπο ζωής. Το
πρώτο διαζύγιο είναι δύσκολο!» είπα. «Όταν κάνουμε παιδί θα είναι αγόρι, το
ξέρω. Θέλω να τον βγάλω Ιάσονα. Και στο θέμα της θρησκείας, να μην τον πιέσεις
ούτε εσύ ούτε εγώ. Ας διαλέξει ο ίδιος όταν μεγαλώσει». «Δέχομαι», είπε. Όλα
αυτά με την προοπτική ότι θα ζούσαμε στην Ελλάδα!
Φτάσαμε
στο Χαλέπι και ο γάμος τελέσθηκε στο σπίτι, παρουσία του ιμάμη και δύο
μαρτύρων, φίλων του Σάντι. Ο ιμάμης είπε μια-δυο προσευχές, μας έδεσε τα χέρια
με ένα μαντίλι, διάβασε το πρώτο κεφάλαιο του Κορανίου και αυτό ήταν. Στη
συνέχεια μιλήσαμε για την προίκα που έπρεπε να πάρω –είναι υποχρεωτικό, γιατί
το σπίτι το στήνει ο άνδρας και είναι υπεύθυνος για την γυναίκα. Μετά τον γάμο,
η οικογένειά του με αποδέχθηκε πολύ στοργικά. Γύρισα στην Ελλάδα με την ελπίδα
ότι θα ερχόταν σύντομα αλλά πια δεν ήμουν μόνη. Μια νέα ζωή άνθιζε μέσα μου.
Ήταν
δύσκολη εγκυμοσύνη, η οικογένειά μου δεν ενέκρινε την επιλογή μου, με άγχωνε.
Αρχές του ΄88 αποφάσισα να πάω στο Χαλέπι, «μέχρι να γεννήσω», έλεγα. Στις
αφίξεις με υποδέχθηκε ένας τοίχος από ανθοδέσμες –είχε έρθει όλο το συγγενολόι.
Οι γυναίκες με καλωσόρισαν με αλαλαγμούς χαράς. Ο Σάντι έλαμπε. Γύρω η
εγκατάλειψη της πόλης, η εμφανής αστυνόμευση, οι πολιτοφυλακές με τα καλάσνικοφ
θόλωναν την εικόνα της χαράς, έδιναν το στίγμα των δυσκολιών που περνούσε η
χώρα. Τα πεθερικά μου ζούσαν στον τελευταίο όροφο μιας πολυκατοικίας, σε ένα
διαμέρισμα 300 τ.μ. Μας παραχώρησαν μία κρεβατοκάμαρα κάπως απομονωμένη. Στο
σπίτι εκείνο έζησα έως το 2014.
Μια παραμυθένια πόλη σε μια φοβισμένη
χώρα
Έτσι
βρέθηκα μέτοικος ξαφνικά σε μια χώρα για την οποία ελάχιστα γνώριζα. Λίγα
χρόνια πριν, την είχε συγκλονίσει η τρομοκρατία των Αδελφών Μουσουλμάνων. Το
1976 κήρυξαν τζιχάντ, ζητώντας την επιβολή του ισλαμικού νόμου. Η τρομοκρατία
ήταν τυφλή, θέρισε ιατρούς, πανεπιστημιακούς, στρατιωτικούς, δασκάλους,
πολιτικούς. Η λογική τους: «όποιος δεν είναι μαζί μας πρέπει να πεθάνει». Είχαν
ανέκαθεν το κέντρο τους στις πόλεις του βορρά –την Χάμα, την Χομς και το
Χαλέπι.
Το 1979
έσφαξαν ογδόντα ευέλπιδες στο Χαλέπι. Τζιχαντιστές κατέλαβαν ολόκληρες
γειτονιές και ο στρατός τις πολιόρκησε για μέρες. Το 1982 οι Ισλαμιστές
εξεγέρθηκαν στην Χάμα. Μετέδιδαν εκκλήσεις για τζιχάντ από τους μιναρέδες,
κατέστρεφαν όλα τα μαγαζιά που πουλούσαν αλκοόλ, σκότωναν όσους Αλεβίτες
έβρισκαν. Ο στρατός βομβάρδισε την πόλη, σκοτώθηκαν χιλιάδες αλλά η εξέγερση
συνετρίβη. Η Συρία γλίτωσε τη θεοκρατία και κέρδισε τριάντα χρόνια ηρεμίας.
Το
τίμημα ήταν βαρύ. Όταν πήγα, ζούσαμε υπό στρατιωτικό νόμο και υπήρχε ακόμα
απαγόρευση των συναθροίσεων. Η σκιά της λογοκρισίας έπεφτε βαριά στην κοινωνία.
Οι συγγραφείς και ο τύπος λογοκρίνονταν. Μου έστελναν συχνά βιβλία από την
Ελλάδα, αλλά έπρεπε να τα εγκρίνει η λογοκρισία στο ταχυδρομείο για να μου
παραδοθούν. Ήταν, θυμάμαι, ένας βλαξ, που άνοιγε τα βιβλία ανάποδα –όπως εκείνα
που είναι γραμμένα στα αραβικά! Τι να καταλάβει από τα ελληνικά; Με ρωτούσε τι
έγραφε το βιβλίο, μου έκανε τον δύσκολο, του έδινα ένα χαρτονόμισμα και το
έπαιρνα!
Όσο
βαστούσε το εμπάργκο, οι μισθοί ήταν μισθοί πείνας. Στο Χαλέπι οι δρόμοι ήταν
αφρόντιστοι. Η κεντρική εξουσία είχε εγκαταλείψει την πόλη μετά τα γεγονότα του
’79. Ο Χάφεζ αντιπαθούσε τους κατοίκους κι εκείνοι τον πρόεδρο. Κι όμως, η πόλη
έσφυζε από ζωή. Ήταν γεμάτη καφέ και εστιατόρια και εμπορική κίνηση.
Το
Χαλέπι με γοήτευσε. Ήταν η πιο πολυπληθής πόλη της Συρίας, το οικονομικό της
κέντρο, ένα εμπορείο ανάμεσα στη Μεσόγειο και τον κόσμο της ερήμου. Παρά το
μέγεθός του, διατηρούνταν συνήθειες που στην Ελλάδα είχαμε χάσει. Άκουγες τις
φωνές των μικροπωλητών και των πλανόδιων. Ξύλινα κάρα, βαμμένα με έντονα
χρώματα, που τα έσερναν όμορφα άλογα εντυπωσιακά στολισμένα, μοίραζαν πετρέλαιο
θέρμανσης. Πλανόδιοι πωλούσαν πάγο –τον έσπαγαν στην μέση του δρόμου για να τον
διανείμουν σε εστιατόρια και καφέ. Την παλιά πόλη τη λάτρευα. Είχε κάτι το
παραμυθένιο και ήταν γεμάτη ζωή. Όταν περπατούσα στα στενά της, είχα μια
συνήθεια να χαϊδεύω τους πέτρινους τοίχους. Εισέπραττα τόση ενέργεια, που
γύριζα άλλος άνθρωπος!
Οι
γεύσεις ήταν αυθεντικές. Δεν υπήρχε τίποτε βιομηχανοποιημένο –ακόμη και το
παγωτό ήταν φρέσκο. Κάθε μέρα από την ταράτσα μας έβλεπα αετούς και χελιδόνια
που πετούσαν πάνω από την πόλη. Όλα αυτά ήταν πρωτόγνωρα για μένα που είχα
μεγαλώσει στο τσιμέντο του Πειραιά. Το μόνο που μου έλειπε ήταν η θάλασσα –και
μου έλειπε πολύ!
Ο κόσμος
δεν μιλούσε ποτέ για την πολιτική κατάσταση, όλοι προσποιούνταν πως δεν τους
ενδιέφερε. Η μουχαμπαράτ, η μυστική αστυνομία, ήταν παντού, κι όλοι φοβούνταν
τους πάντες μη τυχόν είναι καταδότες. Κάποιοι κατέδιδαν για λόγους προσωπικής
αντιδικίας. Φυλακίσθηκαν πολλοί πολίτες που δεν είχαν καμία σχέση με τους
εξτρεμιστές. Τα ίχνη τους χάνονταν. Ένοπλοι παντού! Σιωπή! Καταλάβαινα ως ένα
σημείο –εξάλλου μόλις είχαμε γλιτώσει τους τζιχαντιστές– αλλά όλα αυτά με
έβρισκαν αντίθετη. Είχαμε μια ζωή ασφαλή, αλλά γκρίζα, και ο φόβος ήταν
διάχυτος. Ερχόμουν από έναν άλλον κόσμο, όπου η μεταπολίτευση είχε ήδη φέρει
τον αέρα της αλλαγής και της ελευθερίας.
Ο ερχομός του Ιάσονα
Η
συμβίωση με τους συγγενείς του Σάντι αρχικά ήταν δύσκολη, αλλά οι προσπάθειες
εκατέρωθεν να βρεθούν δίαυλοι κατανόησης ήταν πολλές. Εγώ δεν ήξερα τη γλώσσα,
ενώ οι συνήθειές τους ήταν πολύ διαφορετικές από τις δικές μου. Για παράδειγμα,
όταν μαζεύονταν όλα τα αδέλφια στο πατρικό για τις γιορτές, έτρωγαν οι άνδρες
καθιστοί και οι γυναίκες όρθιες πίσω τους. Είχαν και ένα άλλο συνήθειο –έπιναν
όλοι από το ίδιο ποτήρι, είτε στο σπίτι είτε στις επισκέψεις. Στο μαγείρεμα δεν
χρησιμοποιούσαν ελαιόλαδο, αλλά αρνίσιο λίπος. Σιγά σιγά επέβαλα το ελαιόλαδο
και τα ελληνικά φαγητά σπίτι. Η σχέση μου με τον Σάντι ήταν πάντοτε πολύ
τρυφερή. Ο καθένας έκανε ό,τι μπορούσε για να αισθάνεται ο άλλος άνετα και
όμορφα. Από τη δική μου οικογένεια είχα, λόγω του γάμου μου, απομακρυνθεί.
Ο Σάντι
τήρησε τη συμφωνία μας. Δώσαμε στον γιο μας δύο ονόματα –το αραβικό Γιάσερ και
το ελληνικό Ιάσων. Εμφανίζονται αμφότερα και στα δύο διαβατήριά του
(ελληνικό-συριακό). Του κάναμε περιτομή –την οποία εξάλλου κάνουν και οι
περισσότεροι χριστιανοί στην Συρία. Τυπικά, στο πιστοποιητικό γεννήσεως και για
το κράτος, είναι μουσουλμάνος –έτσι ορίζει η σαρία, το παιδί παίρνει αυτομάτως
τη θρησκεία του πατέρα. Αλλά ήθελα να τον βαπτίσω. «Αφού λέτε πως το Ισλάμ
είναι η τελευταία θρησκεία, τι πειράζει αν τυπικά βαπτιστεί; Μετά αν θέλει
γίνεται μουσουλμάνος, δεν τον εμποδίζει κανείς». Ο Σάντι δεν μου έφερε
αντίρρηση.
Τον
βάπτισα στην Ελλάδα και η ικανοποίηση των γονιών μου ήταν μεγάλη. Στην
οικογένειά του δεν το είπαμε ποτέ, για να μην έλθει ο Σάντι σε δύσκολη θέση.
Ωστόσο νομίζω πως κάποια πράγματα τα κατάλαβαν, ή τουλάχιστον τα υποψιάστηκαν.
Ίσως γι’ αυτό ποτέ δεν προσπάθησε κανείς να τον πάει στο τζαμί, ούτε να του
δείξει πώς να διαβάζει το Κοράνι ή να προσεύχεται κατά το ισλαμικό τυπικό ή να
νηστεύει στο Ραμαζάνι. Για μια κόρη όλο αυτό θα ήταν πολύ πιο δύσκολο. Δεν θα
το δέχονταν ποτέ. Γι’ αυτό και απέφυγα να κάνω άλλο παιδί, από τον φόβο ότι θα
γεννιόταν κορίτσι.
Ένταξη στη συριακή κοινωνία υπό
όρους
Στο
μεταξύ, ο Σάντι δεν κατόρθωσε να πάρει άδεια εξόδου. Παρότι για χρόνια είχα την
αίσθηση του προσωρινού, ριζώσαμε στο Χαλέπι. Δεν ήθελα να εξαρτώμαι από τα
χρήματα του συζύγου μου, που έτσι κι αλλιώς ήταν λίγα. Το 1990 πήρα δάνειο και
αγόρασα ένα κατάστημα. Πωλούσα κυρίως ρούχα και αρώματα, αλλά και παιγνίδια
(όλα τα έφερναν λαθραία από την Βηρυτό). Έλαβα άδεια εργασίας και έγινα μάλιστα
μέλος του εμπορικού επιμελητηρίου του Χαλεπίου. Το μαγαζί ήταν χρυσωρυχείο.
Είχα εγκαταλείψει την Ελλάδα κατεστραμμένη κι εκεί δημιούργησα μια μικρή
περιουσία. Με γνώριζαν όλοι στα παζάρια, με σέβονταν, η ελληνική καταγωγή μου
“άνοιξε πόρτες” κι εγώ έμαθα την παλιά πόλη και τις αγορές σπιθαμή προς
σπιθαμή.
Εκτός
από τη δουλειά, η υπόλοιπη ζωή μου περνούσε με την οικογένεια. Δεν απέκτησα
μεγάλο κύκλο. Ίσως γιατί η κοινωνία είναι πολύ πιο συντηρητική, και δεν μπορείς
να συμπεριφέρεσαι όπως θέλεις. Είχα να αντιμετωπίσω μία ολόκληρη νοοτροπία,
συνασπισμένη, και ήμουν μόνη μου. Είχα βέβαια τον σύντροφό μου πλάτη και
ασπίδα, αλλά έλεγα πως δεν ήταν σωστό να τον βάζω μεταξύ εμού και της κοινωνίας
όλης.
Ίσως
φταίει και ο κοινωνικός διαχωρισμός των φύλων. Εγώ από μικρή είχα μια δυστοκία
να κάνω φιλίες με γυναίκες. Και σήμερα, στην Ελλάδα, οι στενότεροι φίλοι μου
είναι άνδρες –στρέιτ, γκέι δεν έχει σημασία. Στην Συρία φιλίες με άνδρες δεν
ήταν κοινωνικά επιτρεπτές. Υπήρχαν κάποιες Ελληνίδες στο Χαλέπι, παντρεμένες κι
αυτές με μουσουλμάνους. Είχαν όμως αλλαξοπιστήσει –μην αντέχοντας την πίεση του
συζύγου ή των συγγενών, ή για να αποκτήσουν κληρονομικά δικαιώματα. Ακριβώς
επειδή είχαν εξισλαμισθεί, είχαν ενταχθεί απολύτως στον κοινωνικό περίγυρο, σε
αντίθεση με μένα που επέβαλλα τους δικούς μου κανόνες. Στο σπίτι ήμουν
ευτυχισμένη και αδιαφορούσα για κοινωνικές επαφές που δεν με ευχαριστούσαν.
Όπως, για παράδειγμα, τα πολυμελή γεύματα σε σπίτια, όπου άνδρες και γυναίκες
κάθονταν χωριστά. Για να ‘μαι ειλικρινής, είχα και μια ανησυχία ότι ένας λάθος
κοινωνικός κύκλος θα μπορούσε να επηρεάσει αρνητικά τον Σάντι στην στάση που
κρατούσε απέναντί μου και ιδίως απέναντι στο παιδί. Πληρώναμε και οι δυο την
επιλογή του μεικτού γάμου και την απόφασή μου να κρατήσω τη θρησκεία μου.
Οι παγίδες του ισλαμικού νόμου
Πέρασαν
τα χρόνια, αγαπηθήκαμε, δεθήκαμε. Καθόμασταν σπίτι, διαβάζαμε, τραγουδούσαμε ο
ένας στον άλλον, φροντίσαμε τους γέροντες γονείς του. Το πόσο εξαιρετικός
σύζυγος και πατέρας και πόσο φιλελεύθερος άνθρωπος είναι ο Σάντι –αλλά και πόσο
ερωτευμένος μαζί μου– φάνηκε από τις υπερβάσεις που έκανε. Για πολλά χρόνια δεν
γνώριζα καν τις παγίδες που κρύβει ο ισλαμικός νόμος, η σαρία, για τις ξένες
συζύγους, ώσπου μου έστειλαν από την Ελλάδα το βιβλίο «Ποτέ χωρίς την κόρη μου» (Το
βιβλίο έχει μεταφραστεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις Ψυχογιός), της Μπέτυ Μαχμουντί.
Τρελάθηκα.
Ήξερα
ότι κατά τη σαρία επιτρέπεται η πολυγαμία. Ήξερα ότι η χριστιανή ή εβραία
μπορεί να παντρευτεί μουσουλμάνο, και τα παιδιά της γίνονται αυτόματα
μουσουλμάνοι· ότι η μουσουλμάνα απαγορεύεται να παντρευτεί χριστιανό ή εβραίο
αν εκείνος δεν αλλαξοπιστήσει. Ήξερα πως απαγορεύεται ο προσηλυτισμός
μουσουλμάνων, ενώ ενθαρρύνεται εκείνος που κάνουν οι μουσουλμάνοι· πως
απαγορεύεται αυστηρά σε μουσουλμάνο να αλλαξοπιστήσει.
Από το
βιβλίο εκείνο όμως έμαθα πως η επιμέλεια των παιδιών ανήκει στον πατέρα, και αν
εκείνος πεθάνει, στον στενότερο άνδρα συγγενή του! Πως η μη-μουσουλμάνα δεν
μπορεί να κληρονομήσει τον άνδρα της. Πως η γυναίκα δεν υφίσταται ως νομικά
ανεξάρτητη οντότητα από τον σύζυγο ή κάποιον άνδρα συγγενή της. Οργισμένη τον
ρώτησα: «Τι είναι αυτά που λέει εδώ; Είναι αλήθεια; Τότε γιατί δεν μου τα
΄πες;». «Δεν το σκέφτηκα…». «Αυτό είναι αθέτηση της συμφωνίας μας. Δηλαδή, αν
σου συμβεί κάτι, δεν θα έχω εγώ την επιμέλεια του παιδιού αλλά ο πατέρας ή ο
αδελφός σου;». Σιώπησε. «Πάμε στον ιεροδικαστή να μου παραχωρήσεις την
επιμέλεια του Ιάσονα!».
Την
επομένη πήγαμε στον ιεροδικαστή. «Θέλω να δώσω την επιμέλεια του παιδιού μου
στην σύζυγό μου, ώστε να την ασκεί εκείνη και όσο ζω και μετά τον θάνατό μου».
Ο ιεροδικαστής σάστισε. «Είστε σίγουρος;». Προσπάθησε να τον αποτρέψει. «Δεν
έχω αντιμετωπίσει ποτέ κάτι παρόμοιο». Ο Σάντι επέμεινε και καταφέραμε να
ακυρώσουμε τη σαρία ως προς την επιμέλεια.
Ο Σάντι
δεν πήγε το παιδί ποτέ στο τζαμί, ούτε εγώ στην εκκλησία –μόνο καμιά φορά σε
γιορτές στην Ελλάδα. Στο Χαλέπι προσπάθησα να αποκτήσω επαφή με την εκκλησία,
για να μπορέσω να τον στείλω σε χριστιανικό σχολείο (όπου το επίπεδο είναι πολύ
καλύτερο). Τα χριστιανικά σχολεία είναι υποχρεωμένα να δεχθούν και
μουσουλμάνους μαθητές, αλλά προσπαθούν να περιορίσουν κατά το δυνατόν τον
αριθμό τους. Στην εκκλησία με αντιμετώπισαν με εχθρότητα: είχα παντρευτεί
μουσουλμάνο. Ο τότε μητροπολίτης μάλιστα μου είχε πει ότι αν δεν χωρίσω θα με
αφορίσει! Εγώ επέμενα. Βρέθηκε ένας ιερέας που μεσολάβησε ώστε να βάλουμε τον
Ιάσονα σε σχολείο χριστιανικό.
Ο Μπασάρ Αλ-Άσαντ
Στο
μεταξύ η ζωή μας άλλαζε ραγδαία. Το ’91 η Συρία συμμετείχε στη διεθνή συμμαχία
κατά του Σαντάμ Χουσεΐν κι έτσι βγήκε κάπως από την απομόνωση. Αυξήθηκαν οι
εισαγωγές, μειώθηκαν οι ελλείψεις. Στο Χαλέπι εισέρρευσε νέο χρήμα και άρχισαν
να σηκώνονται καινούριες πολυκατοικίες. Οι περιορισμοί χαλάρωναν σιγά σιγά. Το
2000 ο Χάφεζ Αλ Άσαντ πέθανε. Ο πρωτότοκος γιος του, που προοριζόταν για
διάδοχος, είχε σκοτωθεί σε τροχαίο. Την θέση του πήρε ο Μπασάρ Αλ-Άσαντ (Wikipedia), οφθαλμίατρος
που ζούσε στην Αγγλία και δεν είχε καμία σχέση με την πολιτική.
Ήταν
ένας άνθρωπος σεμνός, νέος, γοητευτικός στην εμφάνιση και τους τρόπους,
χαμογελαστός, με μια καλλονή δίπλα του, την Άσμα. Τίποτε πάνω του δεν θύμιζε
Σοβιετία. Η χώρα γοητεύτηκε γρήγορα. Δύο άνθρωποι νέοι, μορφωμένοι, μπήκαν στη
ζωή μας και έφεραν έναν αέρα φρέσκο. Τον Χάφεζ για παράδειγμα δεν τον βλέπαμε
ποτέ από κοντά. Αντιπαθούσε το Χαλέπι και δεν ερχόταν ποτέ. Τον Μπασάρ και την
Άσμα, αντιθέτως, τους βλέπαμε τακτικά στα σουκ και το κέντρο της πόλης να
περπατούν, με διακριτική συνοδεία. Συχνά σταματούσαν ν’ ακούσουν τους πολίτες,
άλλοτε πάλι γελούσαν με τα καμώματα των παιδιών.
Η Συρία
άλλαξε τόσο ξαφνικά, ώστε εκπλαγήκαμε όλοι. Ο Μπασάρ άνοιξε τις πύλες της στον
κόσμο. Ενθάρρυνε τις επενδύσεις, έφερε και προώθησε το διαδίκτυο, κυνήγησε την
διαφθορά, έδειξε ενδιαφέρον για τα παιδιά με νοητικά προβλήματα. Ιδρύθηκαν νέες
τράπεζες που έδιναν δάνεια χαμηλότοκα, όχι όπως εκείνα των ελληνικών τραπεζών.
Ακολούθησε οικοδομικός οργασμός –κτίσθηκαν ολόκληρες γειτονιές, εργοστάσια
τελευταίας τεχνολογίας. Η λογοκρισία ελαττώθηκε σημαντικά και η χώρα πλημμύρισε
βιβλία που έρχονταν από τον Λίβανο. Καθώς η χώρα βγήκε από την απομόνωση,
άρχισε να αναπτύσσεται ο τουρισμός. Ο Μπασάρ οδήγησε τη Συρία στην ευημερία.
Εδώ θα ήθελα
να επισημάνω πως τις καρδιές μας τις κέρδισε ο Μπασάρ προσωπικά, οπωσδήποτε όχι
το Κόμμα Μπάαθ
(“Profile: Syria's ruling Baath Party”, bbc.com), που στο μυαλό των περισσοτέρων
ταυτίζεται με τη διαφθορά και τον αυταρχισμό. Το Μπάαθ ήλπιζε πως ο Μπασάρ θα
ήταν μια μαριονέτα, τα νήματα της οποίας θα κινούσαν οι δεινόσαυροι του
κόμματος. Αυτός όμως, με τη συνδρομή της Άσμα και των νέων αστών, αλλά και
αγροτών, φοιτητών και την πλειονότητα των γυναικών, πέτυχε σοβαρά ανοίγματα.
Υπερκέρασε την παλαιά κομματική φρουρά, πολλά μέλη της οποίας αργότερα πέρασαν
στον «Ελεύθερο
Συριακό Στρατό (“Guide to the Syrian rebels”, bbc.com)».
Η στροφή του Ιάσονα στον
χριστιανισμό
Καθώς
άλλαζε ταχύτατα η Συρία, άλλαξε δραματικά και η πορεία του Ιάσονα. Το 2000,
μαζί με τον Χάφεζ, πέθανε και ο ελληνορθόδοξος μητροπολίτης Χαλεπίου. Τον
διαδέχθηκε ο Παύλος, ελληνομαθής, διανοούμενος, φιλέλληνας. Πήγαμε με τον Σάντι
στην ενθρόνισή του. «Κάνω μια προσπάθεια», του είπα, «να μην γίνει ο Ιάσων
μουσουλμάνος». «Και γιατί να μην γίνει;» με ρωτά, «ο πατέρας του είναι
μουσουλμάνος». «Είναι, αλλά είναι η εξαίρεση του κανόνα…». Ο Παύλος στράφηκε
στον Σάντι και ζήτησε την άδειά του πάρει τον Ιάσονα σε μια εκδρομή σε ένα
μοναστήρι. Ο Σάντι δέχθηκε.
Επιστρέφοντας,
ο Ιάσων μου είπε, υπό μορφή ανακοινώσεως: «Μαμά, σε ενημερώνω ότι θα γίνω
χριστιανός». Ήταν τότε 12 ετών. Από τότε άλλαξε η ζωή και των δύο μας. Ο Ιάσων
έγινε ενεργότατο μέλος της ελληνορθόδοξης κοινότητας. Ο Σάντι έκανε τη μεγάλη
υπέρβαση, αποδεχόμενος τα πάντα. Ο χώρος της εκκλησίας εκεί είναι και
κοινωνικός χώρος: όλη η ζωή των μειονοτήτων περιστρέφεται γύρω από αυτήν. Στην
αρχή αντιμετωπίσαμε μεγάλη εχθρότητα από κάποιους κύκλους, που ένα
«μουσουλμανάκι» αναμιγνυόταν στα κοινά. Ο Παύλος προστάτευε πάντα τον Ιάσονα,
αλλά έπρεπε να εμφανίζομαι κι εγώ για να στηρίζω το παιδί μου.
«Πρέπει
να είμαι κοντά του», είπα στον Σάντι και σταμάτησα να εργάζομαι εντατικά. Κάθε
Κυριακή πήγαινα στην εκκλησία και μετά στο τραπέζι του καφέ. Άρχισα να προσφέρω
εθελοντική εργασία και μέσω της κοινότητας απέκτησα κοινωνική ζωή. Το πόσο
δύσκολο είναι να είσαι κατ’ ουσίαν χριστιανός αλλά τύποις μουσουλμάνος ο Ιάσων
το βρήκε δυστυχώς γρήγορα μπροστά του. Στα 17 έκανε σχέση με μια χριστιανή, κι
έμειναν επτά χρόνια μαζί. Αναγκάσθηκαν ωστόσο να χωρίσουν, καθώς η οικογένειά
της δεν τον ήθελε με κανέναν τρόπο. «Αν παντρευτείτε θα κάνεις παιδιά
μουσουλμάνους! Έχω τέσσερις άλλες κόρες, δεν θα βρίσκω γαμπρό για καμία», έλεγε
η μάνα της. Τους καταλαβαίνω, αλλά η εμπειρία ήταν τραυματική για τον γιο μου.
Η ανάδυση του συντηρητισμού στη
Συρία
Στο
μεταξύ, η αμερικανική εισβολή στο Ιράκ επηρέασε πολύ την συριακή κοινωνία.
Παρότι οι σχέσεις με το Ιράκ ήταν ανέκαθεν κάκιστες και ο κόσμος έβλεπε τον
Σαντάμ ως εχθρό, η εισβολή τους σόκαρε. Τη θεώρησαν νέα σταυροφορία. Υπήρξε μια
έντονη εχθρότητα προς ο,τιδήποτε δυτικό, που εκφράσθηκε με μια συσπείρωση γύρω
από το Ισλάμ και μια έντονη ξενοφοβία. Εμένα ως Ελληνίδα δεν με θεωρούσαν πολύ
δυτική, αλλά έλεγαν «εσείς οι δυτικοί κάνετε τούτο, κάνετε εκείνο, είστε
δάκτυλος του Ισραήλ και του εβραϊκού λόμπι!». Τότε ήταν που πολλές γυναίκες
υιοθέτησαν την ισλαμική ενδυμασία ως σύμβολο ταυτότητας και “αντίστασης” στη
Δύση.
Ο Μπασάρ
απελευθέρωσε χιλιάδες πολιτικούς κρατουμένους. Ανάμεσά τους, δυστυχώς, και
χιλιάδες Αδελφούς Μουσουλμάνους. Εκείνοι άνοιξαν την κερκόπορτα της χώρας στους
εξτρεμιστές από τη Σαουδική Αραβία και τα Εμιράτα. Στις πόλεις, με την ανοχή
των αρχών, άρχισαν να ανοίγουν μεντρεσέδες και οι γυναίκες να καλύπτουν σώματα
και πρόσωπα με μαύρα υφάσματα. Το 2009 ο Μπασάρ προσπάθησε να κάνει την
εφαρμογή της σαρίας προαιρετική: να εφαρμόζεται μονάχα αν το ήθελαν όλα τα
μέρη, διαφορετικά οι σχέσεις να διέπονται από αστικό κώδικα. Oı εξτρεμιστές
ξεσήκωσαν τον κόσμο: «Πάει να καταργήσει το Ισλάμ!». Το σχέδιο κατέρρευσε.
Κάποια
στιγμή πήρα τη μητέρα μου στο Χαλέπι –είχε απομείνει μόνη. «Δεν φεύγω, αυτό θα
είναι το τελευταίο μου σπίτι», είπε. Μαζί μας έζησε τα επτά τελευταία χρόνια
της ζωής της. «Τι κρίμα να μην έχω έλθει νωρίτερα σ’ αυτόν τον τόπο». Πού να
φανταστώ ότι την περίμενε ο πόλεμος!
Όταν
ξέσπασε η περίφημη «αραβική άνοιξη» ήμασταν ιδιαίτερα επιφυλακτικοί. Εδώ θέλω
να καταθέσω την άποψή μου ευθαρσώς. Στη μουσουλμανική κουλτούρα η έννοια της
δημοκρατίας όπως την εννοούμε στη Δύση δεν υφίσταται. Θρησκεία και πολιτική
είναι ένα και το αυτό· ιδανικό πολίτευμα είναι η θεοκρατία. Όταν ακολουθούν
κατά γράμμα το Κοράνι, οι ιδέες περί ελευθεριών τους προσβάλλουν· δεν δέχονται
κανένα νόμο πέραν της σαρίας.
Η Συρία,
εξάλλου, είναι μια κοινωνία οργανωμένη ακόμα και σήμερα και σε φατρίες. Μπορεί
τα μέλη μιας φατρίας να είναι διάσπαρτα σε πόλεις, αλλά εξακολουθούν να έχουν
έναν αρχηγό και να δέχονται εντολές από εκείνον. Ό,τι πει εκείνος θα ψηφίσουν
όλοι, μαζικά. Στις αραβικές χώρες υπάρχει ένας μικρός αριθμός διανοούμενων και
νέων, που θα επιθυμούσαν κοσμικό κράτος και πολυφωνική δημοκρατία δυτικού
τύπου. Είναι όμως ελάχιστοι μπροστά στη συντηρητική και θρησκόληπτη πλειοψηφία,
και ήταν βέβαιο πως η τελευταία θα καπέλωνε κάθε εξέγερση. Όταν είδαμε τον
Μοχάμεντ Μόρσι (Wikipedia) των Αδελφών Μουσουλμάνων
να εκλέγεται πρόεδρος στην Αίγυπτο, επιβεβαιώθηκαν οι φόβοι μας για το τι
ετοιμαζόταν.
Ο πόλεμος πλησιάζει
Δεν
θέλαμε να πιστέψουμε πως οι ταραχές θα έφθαναν ως εμάς. Η Συρία είχε δεχθεί
δυόμισι εκατομμύρια Ιρακινούς πρόσφυγες, που είχαν κατακλύσει τις πόλεις. Ήταν
τέτοια η φτώχεια μερικών προσφύγων, που δωδεκάχρονα κορίτσια εκπορνεύονταν. Ο
κόσμος άκουγε τις ιστορίες τους και πιστεύαμε ότι είχε πάρει το μάθημά του: «να
μην μας βρει το κακό του Ιράκ». Όταν είδαμε τις πρώτες διαδηλώσεις στην Ντάραα
το 2011, νομίζαμε ότι είναι κάτι τοπικό. Οι χωρικοί της περιοχής είναι από τους
πλέον συντηρητικούς στη Συρία. Στις διαδηλώσεις υπήρχε ένα γενικό σύνθημα:
«ελευθερία». Τίποτε πιο συγκεκριμένο. Διαδήλωναν μονάχα άνδρες. Από το Αl
Jazeera, μουλάδες παρακινούσαν τον πληθυσμό να πάρει τα όπλα για το τζιχάντ.
Δυστυχώς ούτε το Ιράκ ούτε η μετα-κανταφική Λιβύη λειτούργησαν ως επαρκής
προειδοποίηση.
Ο
πόλεμος καθυστέρησε να φθάσει στο Χαλέπι. Επειδή η πόλη ήταν πλούσια και όλοι
είχαν ευνοηθεί από την ευμάρεια που έφερε ο Μπασάρ, τον στήριζε η μεγάλη
πλειοψηφία του πληθυσμού. Το ΄11, πριν μας έλθει ο πόλεμος, ήρθα για το
καλοκαίρι στην Θεσσαλονίκη, όπου έχω πολλούς φίλους. Εκεί, αισθάνθηκα ότι η
προσπάθειά μου να τους εξηγήσω τι πραγματικά συνέβαινε προσέκρουε στα πιστεύω
τους περί δημοκρατίας, που άλλωστε ήταν και δικά μου. «Μα εσύ, αριστερή, να
είσαι με τον δικτάτορα;». «Μην παίρνετε μια δυτική μεζούρα για να μετρήσετε την
Ανατολή», τους έλεγα. Κάποιοι με αντιμετώπιζαν σαν προδότρια, κάποιοι με
συγκατάβαση. «Καλά Περσεφόνη, εσύ είσαι και συναισθηματικά φορτισμένη!».
Η καταστροφή στο Χαλέπι
Ως το
καλοκαίρι του ΄12 ήμασταν ήσυχοι στο Χαλέπι. Τότε μπήκαν “αντάρτες” από την
ύπαιθρο σε κάποιες γειτονιές και άρχισαν τα επεισόδια. Ούτε να σκεφτούμε δεν
θέλαμε ότι το Χαλέπι θα μπορούσε να πέσει σε εκείνους. Προνόησα να αγοράσω
προμήθειες –δεν γνωρίζαμε πόσο θα διαρκούσε η μάχη. Αγόρασα εκατό κιλά αλάτι σε
τσουβάλια, ώστε να μπορώ να παστώνω τρόφιμα, εκατό κιλά κρεμμύδια, δεκάδες
τσουβάλια ζάχαρη, ρύζι, όσπρια, αλεύρι, ξηρούς καρπούς, που τα έκλεισα
αεροστεγώς σε τενεκέδες. Έκανα προμήθειες από μέλι και πράγματα που θα μας
κρατούσαν, για να μην αρρωστήσουμε –κονσέρβες με σαρδέλες, τόνο, ντομάτες.
Γέμισα το σπίτι χαρτιά υγείας και χαρτοπετσέτες. Εγκατέστησα ντεπόζιτα για
τέσσερις τόνους νερό στην ταράτσα. Το γέμισα, και προμηθεύτηκα φιάλες
υγραερίου.
Όταν
άρχισαν οι βομβαρδισμοί έτρεμε όλη η πολυκατοικία. Δεν υπήρχαν καταφύγια να
τρέξουμε. Εγώ έτσι κι αλλιώς έτρεχα πάντα στην ταράτσα για να βλέπω τι γίνεται.
Ήθελα να ξέρω από πρώτο χέρι. Μάταια ο Σάντι και ο Ιάσων με κυνηγούσαν να με
κατεβάσουν! Δεν βάλαμε μονωτική στις τζαμαρίες μας –ήταν τόσο πολλές που δεν
είχε νόημα. Οι “αντάρτες” βομβάρδιζαν τις δικές μας συνοικίες, που τις είχαν
περικυκλώσει. Μας πετούσαν φιάλες υγραερίου αλλά και θερμοσίφωνες, που είχαν
γεμίσει εκρηκτικά και καρφιά, με εκτοξευτήρες. Στόχοι τυφλοί. Στο σπίτι μας
μάζεψα 46 βλήματα και όλμους. Μια φορά ένα βλήμα πέρασε ξυστά πάνω από το
κεφάλι του Ιάσονα και προσγειώθηκε στο κρεβάτι του! Τα ελικόπτερα του στρατού
και τα αεροπλάνα βομβάρδιζαν τις θέσεις τους.
Το
βράδυ, από την ταράτσα, βλέπαμε τις φωτιές των πυραύλων και τις λάμψεις που
άφηναν τα βλήματα. Μια φορά που περπατούσα κοντά στο ποτάμι, πέταξαν δίπλα μου
δύο κομμένα κεφάλια! Μας πέταγαν συχνά οι τζιχαντιστές κεφάλια για να μας
σπάσουν το ηθικό… Πήγαινα στο νοσοκομείο κρυφά από τον Σάντι και τον Ιάσονα και
προσέφερα εθελοντική εργασία. Ευτυχώς ο Ιάσων δεν στρατεύθηκε, γιατί ως μόνο
αγόρι και μοναχοπαίδι ήταν προστάτης μου. Παρολίγο να σκοτωθούμε, όταν χτύπησαν
με ρουκέτα την ελληνορθόδοξη μητρόπολη. Είχαν μαζευτεί με τη νεολαία, εγώ με
ενορίτισσες, και γλίτωσαν παρά τρίχα. Πήρα όσους μπορούσα με το αυτοκίνητο
–ακόμη και στο πορτμπαγκάζ στριμώχτηκαν– ενώ έβρεχαν πίσω μας ρουκέτες.
Από τις
αρχές του ’13 η πόλη αποκλείστηκε, το αεροδρόμιο έκλεισε. Ήμασταν
πολιορκημένοι, αλλά ακόμη ελεύθεροι –και αποφασισμένοι να παραμείνουμε. Οι
τζιχαντιστές είχαν συγκεντρώσει μισθοφόρους από όλον τον κόσμο. Το 13-14
φάγαμε, αν το πιστεύεις, εκατό κιλά κρεμμύδια σπίτι. Τα έκανα πιλάφι με ρύζι,
στη γκαζιέρα, για να μας κρατήσουν. Βάζαμε τα όσπρια σε βρεγμένες πετσέτες κι
αμέσως πετούσαν φύτρες –αυτές τις κάναμε σαλάτα. Δεν είχαμε ούτε νερό ούτε
ρεύμα για μεγάλα διαστήματα. Δεν είχαμε λεωφορεία, ή ασθενοφόρα για τους
τραυματίες. Δύο κύριοι δρόμοι μας απέμεναν ανοιχτοί, κι εκεί συναντιόμασταν
όλοι –ακόμη και μ’ εκείνους που δεν είχαμε ανταμωθεί για χρόνια.
Παρά την
πολιορκία, το ’13 ο Ιάσων τελείωσε το πανεπιστήμιο. Τον ίδιο χρόνο χάσαμε τη
μάνα μου. Τα νεκροταφεία δεν ήταν προσπελάσιμα και την θάψαμε σε ένα καθολικό
μοναστήρι. Τους δύο χειμώνες της πολιορκίας ο κόσμος έκαιγε μέχρι και πλαστικές
σακούλες και παλιά ρούχα για να ζεσταθεί. Τα σχολεία έμειναν κλειστά για
ενάμισι χρόνο, στέγασαν πρόσφυγες. Χάσαμε όλα τα μετρητά που είχαμε
αποταμιεύσει. Αυτό είναι και το λιγότερο που με απασχολεί –θα μπορούσα να τα
έχω χάσει στην νοσηλεία ενός καρκίνου.
Το ’14
άρχισαν να παίρνουν απειλητικά τηλεφωνήματα, ανώνυμα: «Έχετε μιαν άπιστη στο
σπίτι, θα έρθουμε να τη σφάξουμε!». Η γειτονιά μας είχε γεμίσει πρόσφυγες, και
δεν ξέραμε από πού κράταγε η σκούφια του καθενός. Κατάλαβα πως κάποιοι με
παρακολουθούσαν. Ένα κοριτσάκι με σταμάτησε στον δρόμο και με ρώτησε: «Εσείς
δεν είστε που έχετε γιο στρατιωτικό;» «Όχι, κορίτσι μου, λάθος κάνεις». «Μα
πώς, αφού σας είχα δει στη στρατιωτική ακαδημία». Μια φορά που πήγα στην
εκκλησία με το λεωφορείο, είδα πως ένα αγόρι από τη γειτονιά με είχε πάρει από
πίσω. Με περίμενε έξω από τον ναό και στον γυρισμό με ακολούθησε ως το σπίτι.
Το
επόμενο πρωί ο Σάντι με έδιωξε στην Ελλάδα. Πήγα με λεωφορείο μέχρι τη Βηρυτό
για να πετάξω. Μας οδήγησαν από παραδρόμους, σε περιοχές που ελέγχει ο στρατός.
Αλλά δεν ήταν ασφαλές –πολλές φορές χτύπησαν τα λεωφορεία με ρουκέτες και
σκοτώθηκε κόσμος. Δεν το σκέφτεσαι όμως όταν δεν έχεις εναλλακτική, ελπίζεις να
μην σου συμβεί. Έτσι, το ’14, γύρισα στην Ελλάδα. Λίγο αργότερα ήλθε και ο
Ιάσων. Ο Σάντι παρέμεινε στο Χαλέπι, δεν θέλησε να εγκαταλείψει την πόλη του.
«Μου λείπει το Χαλέπι μου»
Στην
Ελλάδα αγωνιώ για εκείνον καθημερινά. Μου βγήκε και όλη η στενοχώρια για όσα
περάσαμε και όσα είδα. Ενώ δεν είχα καρδιολογικό πρόβλημα, έπαθα δύο ανακοπές.
Ξαναπήγα στο Χαλέπι να δω τον σύντροφό μου για κάποιους μήνες το ’15 και το
’16, αλλά τώρα δεν μου επιτρέπουν να ταξιδέψω. Ο Ιάσων βρήκε, ευτυχώς, δουλειά
εδώ αφού έκανε το στρατιωτικό του.
Στην
πολυκατοικία που μένουμε ζουν Αφρικανοί, Αλβανοί, Ανατολικοευρωπαίοι και πολλοί
Άραβες. Εκτός σπιτιού, με τον Ιάσονα δεν μιλάμε ποτέ αραβικά. Φοβόμαστε αφενός
τη Χρυσή Αυγή, που αλωνίζει την περιοχή, αφετέρου τους άλλους Σύρους –μην είναι
τζιχαντιστές και μας σταμπάρουν. Κάποιες φορές ήλθα σε αντιπαράθεση με Σύρους πρόσφυγες,
ενώ πήγα για να τους βοηθήσω. «Εμείς είμαστε Μουσουλμάνοι και θέλουμε να ζούμε
σύμφωνα με τη θρησκεία μας. Ο Μπασάρ είναι δικτάτορας γιατί δεν είναι
πραγματικός Μουσουλμάνος, είναι αιρετικός». Πόσο κοντά είναι αυτές οι απόψεις
με την δημοκρατία;
Εγκαταστάθηκα
στην πατρίδα μου ξανά. Την πρώτη πατρίδα, γιατί η Συρία είναι η δεύτερη και
είμαι περήφανη που με δέχθηκε. Έχω κάπως ξανακτίσει την ζωή μου εδώ, στα
πενήντα τόσα μου ξανά από το μηδέν. Δεν μετέφερα πράγματα από το Χαλέπι. Δεν
θέλω να μεταφέρω τα κομμάτια της ζωής μου πλέον –δεν θέλω να αισθάνομαι
πρόσφυγας, δεν το αντέχω. Έχω το παιδί μου εδώ, έχω φίλους, αλλά παραμένω
“εκεί”. Μου λείπει ο σύντροφός μου. Κι εκείνος να ερχόταν, θα μου έλειπε το
Χαλέπι μου. Υποφέρω για εκείνον τον τόπο. Μακάρι να ‘μουν εκεί, μ’ εκείνους που
παραμένουν και αντιστέκονται…»
Για εμένα
Γεννήθηκα στην Αθήνα το 1952. Σπούδασα Ιστορία - Αρχαιολογία στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Εργάστηκα στο Υπουργείο Πολιτισμού ως αρχαιολόγος από το 1977 ως το 1983. Παράλληλα με την εργασία μου σπούδασα θέατρο στη Σχολή Ευγενίας Χατζήκου και συμμετείχα σε παραστάσεις ερασιτεχνικών θεατρικών θιάσων.
Από το 1984 εργάστηκα ως δημοσιογράφος στις εφημερίδες ΑΥΓΗ, ΠΡΩΤΗ, Κυριακάτικη ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ. Το 1985 παίρνω το πρώτο δημοσιογραφικό βραβείο «Παύλου Παλαιολόγου» για το καλύτερο γυναικείο κείμενο. Αργότερα συνεργάστηκα με τα περιοδικά ΠΑΝΘΕΟΝ, ΓΥΝΑΙΚΑ, ΤΗΛΕΡΑΜΑ, Mme Figaro, ΑΣΤΡΑ ΚΑΙ ΟΡΑΜΑ, στα οποία είχα την ευθύνη της αρχισυνταξίας και την επιμέλεια του ελεύθερου ρεπορτάζ. Συνεργάστηκα επίσης ως ρεπόρτερ με την τηλεόραση του ΑΝΤ1 και με ραδιοφωνικούς σταθμούς (ΤΟP FM, 9.84 κ.α.). Κατά τη δημοσιογραφική μου καριέρα, ασχολήθηκα με την ελεύθερη έρευνα, πολιτιστικά, κοινοβουλευτικό και πολιτικό ρεπορτάζ.
Εργάστηκα ως συντάκτης πολιτικού ρεπορτάζ, στο Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων-(ΑΠΕ-ΜΠΕ). Έχω γράψει τα βιβλία «Ψάχνοντας για τη Μόνικα», «Η σκιά της άλλης» και «Μινώκερος», τα οποία εκδόθηκαν από τις εκδόσεις ΛΙΒΑΝΗ. Έχω κάνει πολλές επιμέλειες βιβλίων.
Τα τελευταία οκτώ χρόνια ζω μόνιμα στη Σύρο και συνεργάστηκα με την εφημερίδα «Ο ΛΟΓΟΣ των Κυκλάδων».