10/19/16

Περί λογοτεχνίας και τέχνης



Τι είναι η λογοτεχνία; Στην κυριολεξία της είναι η τέχνη του λόγου. Λογοτεχνία, όμως, δεν είναι η φιλολογία. Θα μπορούσε να πει κανείς πως είναι η έκφραση σκέψεων, συναισθημάτων, καταστάσεων, ενός φανταστικού κόσμου, ακόμα και η έκφραση ονείρων. Λογοτεχνία είναι ότι υπάρχει στο μυαλό των ανθρώπων, αλλά και στην ψυχή του. Ο λόγος και η τέχνη του, είναι απλά ένα εργαλείο, που συνδέει το μυαλό με το χέρι, ώστε να υλοποιηθεί και να πάρει μορφή το άυλο.
Πολλοί, όταν ακούν τη λέξη «λογοτεχνία», συνειρμικά εννοούν μόνο τα μυθιστορήματα. Άλλοι θεωρούν ότι η ποίηση είναι μια τέχνη ξεχωριστή από τη λογοτεχνία, ενώ κανείς σχεδόν δεν βλέπει ένα θεατρικό έργο ή ένα σενάριο, ή ένα ιστορικό δοκίμιο, μια νουβέλα, ένα διήγημα, ένα δημοσιογραφικό κείμενο, μια πραγματεία, ως λογοτεχνία.
Αυτές οι σκέψεις μας προέκυψαν με αφορμή τη βράβευση με Νόμπελ του Μπομπ Ντύλαν, το έργο του οποίου κάθε άλλο παρά λογοτεχνία θεωρείται στους ακαδημαϊκούς του είδους. Ωστόσο, θα πρέπει να θυμηθούμε τι γινόταν στο διάβα της ανθρώπινης ιστορίας με την αποτίμηση της τέχνης. Στην αρχαιότητα, δεν υπήρχε η λέξη λογοτεχνία. Η τραγωδία ήταν η «μίμηση πράξεως σπουδαίας και τελείας». Η ποίηση ήταν ποίηση και τίποτε άλλο. Οι μεγάλοι αρχαίοι συγγραφείς δεν είχαν ανάγκη από κατάταξη σε κάποιο είδος. Ωστόσο, είχαν κι αυτοί τα βραβεία τους. Ιδιαίτερα οι αρχαίοι τραγωδοί. Κάποια πράγματα στους καιρούς εκείνους ήταν αυτονόητα και η αποτίμηση της αξίας τους εξαρτιόταν, όχι από κάποια Ακαδημία ή από κάποιες αυθεντίες, αλλά από την αποδοχή που είχε στους πολίτες.
Στα νεώτερα χρόνια, πολλοί λογοτέχνες είχαν εξοβελιστεί, από τους ακαδημαϊκούς, τις αυθεντίες και τους παραδοσιακούς των αριστοκρατικών κύκλων, στο πυρ το εξώτερον, όπως οι καταραμένοι ποιητές και συγγραφείς, του μεσοπολέμου, όπως ο Μπωντλέρ, ο Μαλρό, ο Ντε Σαντ και άλλοι.  Εξορισμένοι από την ακαδημαϊκή ελίτ ήταν και οι λογοτέχνες του pulp, δηλαδή εκείνοι που η τέχνη τους θεωρούνταν «σκουπίδι». Πολλοί αμερικάνοι συγγραφείς της εποχής εκείνης, κατατάσσονταν σ’ αυτό το είδος και τα έργα τους είχαν φάει «μαύρο» από όλους τους εκδοτικούς οίκους. Πλην όμως, κάποιοι από αυτούς, κατάφεραν να κυκλοφορήσουν τα βιβλία τους με «αυτοέκδοση», δηλαδή σχεδόν δωρεάν, και να τα διανείμουν στις λαϊκές μάζες, οι οποίες τα αγκάλιασαν, τα αγάπησαν και ανέβασαν τους δημιουργούς τους στην κορυφή.
Η λογοτεχνία σήμερα, δεν ανήκει πλέον μόνον στις ελίτ. Ανήκει σε όλο τον κόσμο, ο οποίος, όπως στην αρχαιότητα, είναι ο τελικός κριτής της αξίας του κάθε έργου. Έτσι λοιπόν, η τέχνη του λόγου, περιλαμβάνει πλέον μια μεγάλη γκάμα δημιουργημάτων. Μυθιστόρημα, διήγημα, θεατρικό έργο, σενάριο, επιστημονική φαντασία, ιστορία, ποίηση. Στην τελευταία ανήκουν σίγουρα οι στίχοι τραγουδιών, ακόμα και οι στίχοι δημοτικών ή λαϊκών τραγουδιών μπορεί να είναι, και είναι, λογοτεχνία.
Η λογοτεχνία σήμερα, είναι πλέον καταξιωμένη σαν ένα είδος τέχνης που μπορούν να απολαύσουν οι λαοί, είναι, μαζί με τη μουσική, το πιο λαϊκό είδος, δημοφιλής για πρώτη φορά στην ιστορία της. Η Σουηδική Ακαδημία το αναγνωρίζει αυτό και δεν διστάζει να το εκφράσει, με το Νόμπελ.
Το παρακάτω άρθρο που αναδημοσιεύουμε είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον, για το τι εννοούν οι Σουηδοί με τον όρο «λογοτεχνία»:

«Η λογοτεχνία στη Στοκχόλμη

Του Κώστα Κουτσουρέλη
13 Οκτωβρίου 2016
Σε αντίθεση με τους δημοσιογράφους, τους ατζέντηδες και τους διαφημιστές, που όταν μιλούν για λογοτεχνία εννοούν μόνο μυθιστόρημα (γραμμένο κατά προτίμηση περίπου υποχρεωτική στη lingua franca της εποχής μας και απ’ αυτά που συχνάζουν ψηλά ψηλά στις λίστες του Μπούκερ), τον όρο λογοτεχνία η Σουηδική Ακαδημία τον παίρνει στα σοβαρά. Στην πλήρη του έκταση. Και πάει κόντρα στο ρεύμα όσων τον συρρικνώνουν κατά το δοκούν – όπως και οφείλει να κάνει. 
Πέρυσι, τίμησε το παραγνωρισμένο αλλά σπουδαίο είδος του λογοτεχνικού ρεπορτάζ. Δυο χρόνια νωρίτερα, μια κορυφαία διηγηματογράφο. Και τώρα (επιτέλους!), έναν εκπρόσωπο της πιο παλαιάς, της πιο αρχετυπικής, της πιο καθολικής, της πιο δημοφιλούς, της πιο λαϊκής σε όλους τους τόπους και σε όλους τους καιρούς λογοτεχνικής μορφής: του στίχου.
Στο πρόσωπο του Μπομπ Ντύλαν τιμώνται σήμερα όλοι οι μεγάλοι τραγουδοποιοί του καιρού μας, από τον Βολφ Μπήρμαν και τον Φαμπρίτσιο ντε Αντρέ ώς τον Ζακ Μπρελ και τον Διονύση Σαββόπουλο. 
Στο πρόσωπο του Μπομπ Ντύλαν τιμώνται σήμερα όλοι οι μεγάλοι τραγουδοποιοί του καιρού μας, από τον Βολφ Μπήρμαν και τον Φαμπρίτσιο ντε Αντρέ ώς τον Ζακ Μπρελ και τον Διονύση Σαββόπουλο. Τιμώνται επίσης οι ποιητές που "καταδέχτηκαν" το απλό τραγούδι και έγραψαν αριστουργήματα, από τον Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα ώς τον Νίκο Γκάτσο. Τιμώνται τέλος, αναδρομικά, οι λιμπρετίστες της όπερας και του ορατορίου και του μιούζικαλ, που ακόμη και όταν φέρουν τα βαριά ονόματα ενός Ούγκο φον Χόφμανσταλ ή ενός Μπέρτολτ Μπρεχτ, το κομμάτι της δουλειάς τους αυτό αντιμετωπιζόταν πάντα σαν πάρεργο.
Κυρίως όμως τιμάται ο άρρηκτος δεσμός της μουσικής και της ποίησης. Ειδικά την περίοδο του μοντερνισμού, φάνηκε καθαρά: Όσο ο δεσμός αυτός ατονεί και χαλαρώνει, όσο μουσικοί και ποιητές αποξενώνονται μεταξύ τους, και οι δυο αυτές τέχνες, στη λόγια, την "απόλυτη" μορφή τους, παρακμάζουν.
Με τους λόγιους συνθέτες και τους ποιητές όλο και περισσότερο απομονωμένους στον ελεφάντινο πύργο τους, το τραγούδι ήρθε να καλύψει μια ζωτική ανάγκη. Γι' αυτό και απέκτησε την τεράστια σημασία που απέκτησε από τα μέσα του 20ού αιώνα ώς τις μέρες μας. Γιατί ήρθε να καλύψει τόσο μουσικές όσο και ποιητικές ανάγκες, που η προσφορά μέχρι τότε τις άφηνε ανικανοποίητες. Η εκπληκτική άνοδος της ποιότητας του στίχου των τραγουδιών που σ' όλο σχεδόν τον κόσμο σημειώθηκε μεταπολεμικά, και εδώ σε μας από τη δεκαετία του 1960, δεν είναι τυχαία.
Ειδικά για την ποίηση, είμαι βέβαιος: όταν η σύγχυση κάποια στιγμή διαλυθεί, θα διαπιστώσουμε ότι τα μεγάλα ποιήματα του καιρού μας βρίσκονται συχνότερα στις στροφές των πολυπαιγμένων δίσκων μας παρά στις ποιητικές συλλογές που σκονίζονται ανέγγιχτες στα ψηλότερα ράφια μας. Διαπίστωση για την οποία, φυσικά, ένας Πίνδαρος ή μία Σαπφώ δεν θα ξαφνιαζόταν διόλου.

8 και 9 Οκτωβρίου 2015
Στο πρόσωπο της Σβετλάνας Αλεξέγεβιτς, η Σουηδική Ακαδημία τιμά εφέτος όχι μόνο μια "μικρή" και σχετικά άγνωστη χώρα, όπως είναι η Λευκορωσσία, αλλά και ένα σπουδαίο είδος του λόγου, το λογοτεχνικό ρεπορτάζ, αγνοημένο ώς τώρα από τα Βραβεία Νομπέλ αλλά με παράδοση κραταιή που εκτείνεται από τον Ηρόδοτο ώς τον Ρίσαρντ Καπυσίνσκι. Είδος "μεικτό αλλά νόμιμο", το λογοτεχνικό ρεπορτάζ κυμαίνεται μορφικά μεταξύ δοκιμίου, δημοσιογραφικής τεκμηρίωσης και αφηγήματος, θεματικά δε επικεντρώνεται σε επίκαιρα πολιτικά και κοινωνικά ζητήματα με διαχρονική όμως βαρύτητα και συμβολισμό.
Αξίζουν ειλικρινή συγχαρητήρια στην επιτροπή του Βραβείου! Παρ' όλες τις πιέσεις στις οποίες υπόκειται, για μια ακόμη φορά αποδεικνύει εμπράκτως ότι τον όρο της παγκόσμιας λογοτεχνίας τον παίρνει τοις μετρητοίς, ότι του δίνει το πραγματικό οικουμενικό εύρος που του αναλογεί, και ότι δεν τον ταυτίζει, όπως θα επιθυμούσε η πλειοψηφία (και η άγνοια) των ΜΜΕ και των δημοσιολογούντων, με την αμερικάνικη ή αγγλόφωνη έστω μυθιστοριογραφία.
Έλεγα χθες ότι η Σουηδική Ακαδημία βραβεύει συστηματικά συγγραφείς που παίρνουν θέση, που τοποθετούνται δημόσια, που έχουν σαφή πολιτική θέση και δεν θεωρούν τη λογοτεχνία "μονόλογο", υποκειμενική "εκφραστική ανάγκη", πολλώ δε μάλλον αυτοσκοπό. Η διαθήκη του ίδιου του Νομπέλ προβλέπει ότι το Βραβείο Λογοτεχνίας απονέμεται σε έργο που κινείται προς μια "ιδεώδη κατεύθυνση", προαπαιτεί δηλαδή την διακονία ενός ιδεώδους, την ενεργό συμμετοχή στα κοινά.
Μέσα σε λιγότερο από μια εικοσαετία, όλα τα διαθέσιμα ποιοτικά και ποσοτικά στοιχεία μαρτυρούν ότι η ποίηση πράγματι ξέπεσε διεθνώς εντυπωσιακά. Από πρωτεύον λογοτεχνικό είδος έγινε ενασχόληση του περιθωρίου. 
Λογική συνέπεια αυτής της προγραμματικής επιλογής υπήρξε ο εξοβελισμός της ποίησης από τον κατάλογο των βραβείων τα τελευταία χρόνια. Από το 1975 ως το 1996, σε 22 χρόνια δηλαδή, από τον Εουτζένιο Μοντάλε ώς τη Βισλάβα Συμπόρσκα, οι κατά κύριο λόγο ποιητές που τιμήθηκαν με το Βραβείο Νομπέλ φτάνουν τους δέκα – σχεδόν ο ένας στους δύο που το έλαβαν. Από το 1997 έως το 2015, σε 19 χρόνια, βραβεύθηκε ένας μόνο, κι αυτός Σουηδός, ο Τούμας Τράνστραιμερ. Το νούμερο δεν είναι τυχαίο. Μέσα σε λιγότερο από μια εικοσαετία, όλα τα διαθέσιμα ποιοτικά και ποσοτικά στοιχεία μαρτυρούν ότι η ποίηση πράγματι ξέπεσε διεθνώς εντυπωσιακά. Από πρωτεύον λογοτεχνικό είδος έγινε ενασχόληση του περιθωρίου. Αυτή τη στιγμή, αν δεν κάνω λάθος, υπάρχει μόνον ένας νομπελίστας εν ζωή που είναι κατά κύριο λόγο ποιητής, ο Ντέρεκ Ουώλκοττ –  πράγμα πρωτοφανές!
Για να καταλάβει κανείς το γιατί, μια ιδέα θα ήταν ν' ανατρέξει στους βραβευθέντες της παλιάς ακμής. Σε ονόματα λ.χ. όπως του Οκτάβιο Πας και του Οδυσσέα Ελύτη, του Ιωσήφ Μπρόντσκι και του Τσέσλαβ Μίλος, του Γιάροσλαβ Σάιφερτ και του Σέημους Χήνυ. Άνθρωποι που ανδρώθηκαν τις κρίσιμες δεκαετίες πριν ή μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, φυσιογνωμίες εμβληματικές για τη χώρα και για τη γλώσσα τους, υπήρξαν όλοι τους δημιουργοί που έδωσαν φωνή όχι μόνο στο εγώ αλλά και στις συλλογικές περιπέτειες του 20ού αιώνα.
Αντιθέτως, η σημερινή ποίηση με την διαρκή αυτοαναφορικότητά της, τον ερμητισμό και τη σκοτεινότητά της, με τον μημουαπτισμό και την αγοραφοβία της προπάντων, είναι πάμπτωχη σε τέτοιες φωνές. Αφού πρώτα απώλεσε σχεδόν ολοκληρωτικά το ακροατήριό της, βλέπει πλέον και το επίσημο κύρος της να ξεπέφτει. Αφού πρώτα έχασε τον έπαινο του Δήμου, βλέπει τώρα να της γυρνούν την πλάτη και οι Σοφιστές.
Η διπλή αυτή παρακμή της ποιητικής τέχνης είναι τόσο δραματική και τόσο ραγδαία, ώστε το λιγότερο που θα περίμενε κανείς είναι μια υγιή αντίδραση, έναν γενικευμένο δηλαδή διάλογο στους κόλπους του ποιητικού σιναφιού, εδώ και στο εξωτερικό, για τα αίτιά της. Κι όμως, και εδώ και έξω όλα δείχνουν ότι οι σημερινοί ποιητές δεν είναι καν σε θέση να τη διακρίνουν, πόσω μάλλον να την αντιστρέψουν και να την υπερβούν.

5 Οκτωβρίου 2014
Άνδρας, μυθιστοριογράφος, Αμερικανός ή έστω αγγλόφωνος. Αν πιστέψουμε τον Τύπο και τα κοινωνικά μέσα, αυτά είναι τα χαρακτηριστικά των επικρατέστερων και φέτος για το Νομπέλ Λογοτεχνίας. Η "παγκόσμια λογοτεχνία" του Γκαίτε ως φάρσα... [τελικά, το βραβείο πήγε σε άντρα και μυθιστοριογράφο, πλην όμως Γάλλο, τον Πατρίκ Μοντιανό]
10 Οκτωβρίου 2013
Είναι ιδιαίτερα θετικό που το εφετινό Νομπέλ Λογοτεχνίας τιμά –επιτέλους– έναν διηγηματογράφο. Στο πρόσωπό της Άλις Μανρώ τιμάται η μεγάλη παράδοση του δυτικού διηγήματος, από τον Βοκκάκιο ως τις μέρες μας.
Από την άλλη, είναι εξαιρετικά αρνητικό που για μια ακόμη φορά –27η (!) από το 1901 και 9η (!!) από το 1991– οι Σουηδοί δίνουν το βραβείο σε αγγλόφωνο συγγραφέα. Τίποτα δεν δικαιολογεί αυτή την καταθλιπτική υπερπροβολή της αγγλικής λογοτεχνίας παρά οι υπολογισμοί και οι ανάγκες μιας όλο και πιο συγκεντρωμένης, όλο και περισσότερο ολιγοπωλιακής βιβλιαγοράς.
Όμως, αποστολή των Ακαδημαϊκών της Στοκχόλμης είναι άλλη. Η παγκόσμια λογοτεχνία δεν πρέπει να καταντήσει μονόγλωσση.

14 Οκτωβρίου 2012
Η ίδια πάντοτε ιστορία... Πώς μπορείς να πείσεις τον όποιο Έλληνα ή ξένο δημοσιογράφο που, ερευνώντας την ιστορία των Βραβείων Νομπέλ Λογοτεχνίας, σκοντάφτει πάνω σε άγνωστά του ονόματα, ότι οι άνθρωποι αυτοί μπορεί να έχουν έργο; Ότι αν ο ίδιος "δεν θυμάται" τον κορυφαίο Χουάν Ραμόν Χιμένεθ, το πρόβλημα είναι του ίδιου, δικό του αναγνωστικό και παιδευτικό έλλειμμα; Ότι το ίδιο ισχύει για τον μεγάλο Τσέχο ποιητή Σάιφ(ε)ρτ, του οποίου ούτε το όνομα δεν καταδέχεται καν να γράψει σωστά, τον Μόμσεν, την Σαχς, τον Τράνστραιμερ, τον Λάξνες και τους περισσότερους απ' όσους με τόση σιγουριά επιτιμά; Ότι η άγνοια από μέρους του ενός ανθρώπου όπως ο Φρεντερίκ Μιστράλ, του αναγεννητή της προβηγκιανής γλώσσας και λογοτεχνίας, του φλογερού φιλέλληνα, του μεταφρασμένου και υμνημένου από τον Κωστή Παλαμά, φανερώνει εντέλει άγνοια της ίδιας της δικής του ελληνικής λογοτεχνικής (και όχι μόνο) ιστορίας;
Πίσω από τέτοια κείμενα, κρύβεται πάντα η οίηση. Η οίηση του παρόντος ότι εκείνο όλα τα γνωρίζει, ότι οι δικές του προτιμήσεις είναι οι τέλειες και οριστικές, ότι οι επιλογές του παρελθόντος ήταν άστοχες, αξίες υπερτιμημένες. Και ακόμη η έπαρση του ρεπόρτερ, του ανθρώπου της ταχύτητας και της ακαριαίας γραφής, που ενώ η γνώμη του είναι της στιγμής, αναπαραγωγή κοινή μιας φήμης, πιστεύει σοβαρά ότι δίνει φωνή στη διάρκεια.

* Ο ΚΩΣΤΑΣ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗΣ είναι ποιητής και μεταφραστής.

Για εμένα

Γεννήθηκα στην Αθήνα το 1952. Σπούδασα Ιστορία - Αρχαιολογία στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Εργάστηκα στο Υπουργείο Πολιτισμού ως αρχαιολόγος από το 1977 ως το 1983. Παράλληλα με την εργασία μου σπούδασα θέατρο στη Σχολή Ευγενίας Χατζήκου και συμμετείχα σε παραστάσεις ερασιτεχνικών θεατρικών θιάσων.

Από το 1984 εργάστηκα ως δημοσιογράφος στις εφημερίδες ΑΥΓΗ, ΠΡΩΤΗ, Κυριακάτικη ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ. Το 1985 παίρνω το πρώτο δημοσιογραφικό βραβείο «Παύλου Παλαιολόγου» για το καλύτερο γυναικείο κείμενο. Αργότερα συνεργάστηκα με τα περιοδικά ΠΑΝΘΕΟΝ, ΓΥΝΑΙΚΑ, ΤΗΛΕΡΑΜΑ, Mme Figaro, ΑΣΤΡΑ ΚΑΙ ΟΡΑΜΑ, στα οποία είχα την ευθύνη της αρχισυνταξίας και την επιμέλεια του ελεύθερου ρεπορτάζ. Συνεργάστηκα επίσης ως ρεπόρτερ με την τηλεόραση του ΑΝΤ1 και με ραδιοφωνικούς σταθμούς (ΤΟP FM, 9.84 κ.α.). Κατά τη δημοσιογραφική μου καριέρα, ασχολήθηκα με την ελεύθερη έρευνα, πολιτιστικά, κοινοβουλευτικό και πολιτικό ρεπορτάζ.

Εργάστηκα ως συντάκτης πολιτικού ρεπορτάζ, στο Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων-(ΑΠΕ-ΜΠΕ). Έχω γράψει τα βιβλία «Ψάχνοντας για τη Μόνικα», «Η σκιά της άλλης» και «Μινώκερος», τα οποία εκδόθηκαν από τις εκδόσεις ΛΙΒΑΝΗ. Έχω κάνει πολλές επιμέλειες βιβλίων.

Τα τελευταία οκτώ χρόνια ζω μόνιμα στη Σύρο και συνεργάστηκα με την εφημερίδα «Ο ΛΟΓΟΣ των Κυκλάδων».