Από
την Αλκμήνη Ψιλοπούλου
«Τι
πάθος ατελείωτο που είναι το δικό μου,
όλοι να θέλουν τη ζωή κι εγώ το θάνατό μου» (στίχοι από τραγούδι του Μάρκου
Βαμβακάρη).
Εν αναμονή του Φεστιβάλ Μάρκου
Βαμβακάρη που έχει προγραμματιστεί για τις 31-8-016 μέχρι 2-9-016
Υπάρχουν ψυχές που καίγονται από
πάθος. Άνθρωποι που μετουσιώνουν τα βάσανά τους σε δημιουργία. Τους έρχεται
έτσι, αυθόρμητα, μέσα από τα κατάβαθα του είναι τους. Τότε και μόνο τότε,
μπορούν να γίνουν γνήσιοι καλλιτέχνες και δημιουργοί. Μια τέτοια ψυχή είναι και
ο Μάρκος Βαμβακάρης.
Ευτυχώς, κάλλιο αργά παρά ποτέ, η πατρίδα του πατριάρχη
του ρεμπέτικου, η Σύρος, τον θυμήθηκε. Φέτος το καλοκαίρι, όπως μαθαίνουμε, ο Δήμος Σύρου-
Ερμούπολης μαζί με το Επιμελητήριο Κυκλάδων, διοργανώνουν ένα τετραήμερο φεστιβάλ
για το λαϊκό τραγούδι προς τιμήν του Μάρκου, με παραστάσεις, σεμινάρια,
συναυλίες και άλλα δρώμενα, που θα καλύπτουν όλη τη γκάμα της εξέλιξης της
λαϊκής μας μουσικής, από το ρεμπέτικο και το λαϊκό τραγούδι, μέχρι το έντεχνο.
Καιρός ήταν. Κι αναρωτιόμαστε γιατί τόσα χρόνια δεν είχε αξιωθεί η Σύρα να διοργανώσει
ένα τέτοιο Φεστιβάλ-το οποίο σημειωτέον έχει καθιερωθεί εδώ και χρόνια σε ένα
«άσχετο» νησί, την Ύδρα, συγκεντρώνοντας το ενδιαφέρον όχι μόνον των συμπολιτών
μας αλλά και πλήθους ξένων επισκεπτών…
Καιρός ήταν να αφήσουμε πίσω μας
τον ελιτισμό που κατά το παρελθόν απαξίωσε τον ίδιο το Μάρκο αλλά και το
ρεμπέτικο. Η ιδέα για ένα τέτοιο φεστιβάλ στην γενέτειρα του πατριάρχη του
ρεμπέτικου, όπως πληροφορούμαστε, είχε πέσει στο τραπέζι πριν από αρκετό καιρό.
Και είδαμε τον χειμώνα μια καταπληκτική παράσταση αφιερωμένη σ’ αυτόν, στο
Θέατρο Απόλλων. Ήταν ο σπόρος που έπιασε και ωρίμασε για να δώσει καρπούς.
Η ψυχή του Μάρκου, η φλεγόμενη,
αποτυπώνεται εύγλωττα στο βιβλίο που έγραψε γι αυτόν ο Μάνος Ελευθερίου, αλλά
και στην αυτοβιογραφία του που εκδόθηκε παλιότερα, το 1978 (εκδ. Παπαζήση),
αλλά δεν πρόλαβε να τη δει γραμμένη, όπως ονειρεύτηκε.
«Tράβηξε η καρδιά μου να γράψω την ιστορία μου», λέει. «Θέλω
να την ιδώ γραμμένη και να τη διαβάσω απ’ την αρχή ως το τέλος σα να ήταν
κάποιου άλλου. Πιστεύω πως έτσι θα ξεθυμάνει το φούσκωμα της καρδιάς που μου
σταλάξανε τόσα πολλά και διάφορα, τέτοια που ο καθένας δεν θα ήθελε να τα ’χει
στη δική του την ιστορία.
H χριστιανή που μου κάνει το
γραμματικό λέει πως οι πρώτοι χριστιανοί ξεμολογιόντουσαν δυνατά, μπρος σε
όλο τον κόσμο, κι όλος ο λαός τούς συγχωρούσε και ξαλάφρωναν για καλά. Όμως
τώρα ο κόσμος είναι χαλασμένος και ξέρω πως σήμερα θα βρεθούνε πολλοί που θα
σκεφτούνε πως έπρεπε να ντραπώ να ομολογήσω πολλά πράγματα. Eγώ θα πάρω το
θάρρος τούς τέτοιους να μην τους λογαριάσω.
O άνθρωπος, για να λέγεται
αληθινός άνθρωπος, πρέπει να μπορεί νά ’ρθει και στη θέση του άλλου, του ομοίου
του. Γιατί απ’ όσα θα σας πω και τα παθήματα και τα φταιξίματα ίδια είναι.
Kαι τα φταιξίματα είναι κι αυτά παθήματα.
Γι’ αυτό όσοι θα διαβάσετε την
ιστορία μου, φίλοι ή ξένοι, γνωστοί ή άγνωστοι, και μάλιστα οι γνωστοί
μου, να ’ρθείτε και να μου σφίξτε το χέρι και να μου πείτε ένα
ανοιχτόκαρδο γεια σου. Nα μου πείτε πως όλα περάσανε, ότι όλα αυτά ανήκουν
πλέον στο παρελθόν. Nα μου πείτε πως αν ζούσατε την ίδια ζωή με μένα, τα ίδια
θα παθαίνατε και τα ίδια θα κάνατε».
Και για τη Σύρο μας, εξομολογείται:
«Όλος ο κόσμος της Σύρου μ'
αγαπούσε πολύ, διότι κι εγώ ήμουν Συριανός και το είχαν καμάρι οι Συριανοί.
Κάθε καλοκαιράκι με περίμεναν να πάω στη Σύρα να παίξω και να γλεντήσει όλη η
Σύρα μαζί μου… Πρωτόπαιξα, λοιπόν, σ' ένα μαγαζί στην παραλία, μαζεύτηκε όλος ο
κόσμος. Εγώ, όταν έπαιζα και τραγουδούσα, κοίταζα πάντα κάτω, αδύνατο να
κοιτάξω τον κόσμο, τα έχανα. Εκεί όμως που έπαιζα, σηκώνω μια στιγμή το κεφάλι
και βλέπω μια ωραία κοπέλα. Τα μάτια της ήταν μαύρα. Δεν ξανασήκωσα το κεφάλι,
μόνο το βράδυ την σκεφτόμουν, την σκεφτόμουν... Πήρα, λοιπόν, μολύβι κι έγραψα
πρόχειρα:
Μία φούντωση, μια
φλόγα…».
Αυτός ήταν ο Μάρκος
της καρδιάς μας. Και μπράβο που τον ξαναφέρνουμε στην πατρίδα του.
(αναδημοσίευση από την εφημερίδα Ο ΛΟΓΟΣ ΤΩΝ ΚΥΚΛΑΔΩΝ-ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΝΑΠΟΔΗ-)